Fractal

Αναστάσης Σιχλιμίρης: “Η πραγματική ζωή είναι γεμάτη «ειδικές» περιπτώσεις”

Συνέντευξη στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη //

 

collagea

 

«Το γράψιμο είναι καταφύγιο δεν είναι απόλαυση», αποδέχεται και μοιάζει να βγαίνει από άλλη εποχή. Ο Αναστάσης Σιχλιμίρης παρουσιάζοντας το βιβλίο του «Πώς λένε αυτό το μέρος» και αυτοπαρουσιάζεται: πότε και πώς γράφει, για ποιους και με ποιους. Τι διαβάζει και αν ακούει «ποιους»;

 

-Ποια ήταν η αφορμή για να εκδοθεί το βιβλίο «Πώς λένε αυτό το μέρος», εκδόσεις Μπαρτζουλιάνος;

b199494Η βασική και αναπόφευκτη τάση του ανθρώπου για «συνομιλία», ας μη ξεχνάμε ότι ακόμη και οι άνθρωποι που φευγάτοι από το εδώ παραμιλούν μόνοι τους, στη πραγματικότητα σε κάποιον απευθύνονται. Έτσι γράφοντας τις ιστορίες που αποτελούν πια το «Πως το λένε αυτό το μέρος» από το 1993 έως το 2013 έπρεπε να σταματήσω να τις «ψελλίζω» εδώ κι εκεί, έπρεπε να φύγουν από πάνω μου, να βρουν έναν «δρόμο», κάποιος να απαντήσει, ξέρεις πομπός και δέκτης, κάποιος να γουστάρει, να πει δυο καλές κουβέντες, άλλωστε το γράψιμο μαρτυρά πρωτίστως μεγάλο εγωισμό αλλά και αποκλεισμό, βάσανο κι ένα περίεργο σακατιλίκι. Σε όλα αυτά προσθέστε και το πιο καθοριστικό, την διάθεση και το ρίσκο του εκδότη Ηλια Μπαρτζουλιάνου να βγάλει το βιβλίο.

 

-Στα διηγήματα της συλλογής οι ήρωές σας είναι άνθρωποι που αν και βρίσκονται σε κακή οικονομική κατάσταση δεν δίνουν δεκάρα για να συμβιβαστούν. Τι είναι αυτό που τους δίνει δύναμη;

Οι ήρωες μου έχουν μια κατάρα, μια προδιαγεγραμμένη συντριβή, μια κακή μοίρα στην κούνια τους, έχουν αδικηθεί, ταλαιπωρηθεί, σημαδευτεί τόσο που έχουν διαλέξει πλευρά με όποιο κόστος. Το σημάδι που βλέπουν είναι θολό, το φως μακρινό, ο αέρας κόντρα μα θα το κυνηγήσουν, τι να φοβηθούν μια ακόμη ήττα; Όπως κι αν είναι, δύναμη μπορεί να σου δίνει και μια επικίνδυνη αυταπάτη, μια άχρηστη πίστη, ένας ψευδής χρησμός, ένα μπουκάλι αλκοόλ.

 

-Με το δικό σας τρόπο γραφής αλλά και τον κοφτό λόγο μας συνεπαίρνεται στο ταξίδι που μας διηγείστε. Μήπως και αυτό δεν είναι ένα παιχνίδι με τη γοητεία της γραφής;

Θέλω να γράφω για το θολό, το σπασμένο, τον καπνό, τη στάχτη και τη σκόνη. Θέλω να γράφω ιστορίες σαν κύκλους που το τέλος και η αρχή στριφογυρνούν σαν ένα μαχαίρι, κόψη-λαβή, που στη δίνη, στον στροβιλισμό τους δεν ξεχωρίζεις ακριβώς το τι βλέπεις. Προσπαθώ την λήθη, την επανάληψη και τον ρυθμό. Μου αρέσουν οι ατάκες, οι γρατσουνιές, οι ρυτίδες και τα πικρά χαμόγελα. Προσπαθώ την αφαίρεση και το ημίφως. Μου αρέσει το μοντάζ και η off αφήγηση. Θέλω να ξαναδιαβαστεί η ιστορία μου. Ο αφηγητής πρέπει να ξέρει να σιωπά, να παραλείπει, να αφήνει χώρο στον αναγνώστη.

 

-Τόσο στο προηγούμενο βιβλίο «Επτά μέρες βροχή», αλλά και στο νέο σας βιβλίο γράφετε για ανθρώπινους χαρακτήρες που ζουν σε πολλά μέρη της γης. Γιατί δίνετε τέτοια διάσταση στο έργο σας;

b165844Η μουσική, ο κινηματογράφος και τα βιβλία, που με αυτή τη σειρά είναι οι επιρροές μου, με έχουν πάει σε χιλιάδες μέρη του κόσμου, έτσι είναι το πλέον φυσιολογικό να έχω διαφορετικά «ντεκόρ» στις ιστορίες μου. Ένας καμβάς που χρησιμοποιώ συχνά σε αυτό το βιβλίο είναι το west, υπάρχουν 3 ουέστερν και ένα ακόμη λατιν-ουεστερν, με παράνομους, χρυσοθήρες, τσιρκολάνους, τσαρλατάνους και desperantos. Ίσως να με γοητεύει επειδή όλο αυτό δεν υπάρχει πια. Τα ουέστερν του σινεμά παρά την φθορά τους βρίσκω πως είναι γεμάτα συμβολισμούς, παραδοχές και μελοντολογία, στο τέλος-τέλος το τζην του γελαδάρη ακόμη μοσχοπουλιέται. Επίσης θα έλεγα ότι ο τόπος είναι απλά το εξωτερικό μέρος της ιστορίας, πιο σημαντικό είναι το τι όχι το που συμβαίνει.

 

 

-Η μουσική μπλουζ , αλλά και τα τραγούδια , που αναφέρετε στις ιστορίες σας, δεν είναι μια διέξοδος στην συντηρητική κοινωνία μας;

Τα διηγήματα μου είναι γεμάτα μουσική, άλλοτε σε ρόλο χορού, όπως τα γκόσπελ των μαύρων φυλακισμένων που «στρώνουν» το νέο σιδηρόδρομο στην «Ιστορία του Ιερεμία Εστράντα», άλλες φορές τραγουδώντας, προχωρούν την ιστορία όπως η guajira των Νεγράδες στο «Ένα τραγούδι που ακόμη τραγουδιέται». Υπάρχουν ακόμη φυσαρμόνικες, τρίχορδα, μπάντζο, κιθάρες, μπογκος, μαράκες, χάμοντ μέσα στις ιστορίες. Άλλες φορές την μουσική τη δημιουργεί ο αφηγητής, χτυπώντας το πόδι στο σανίδι, κροταλίζοντας τα δάκτυλα, σέρνοντας τις λέξεις.Τα τραγούδια του πόνου ήταν πάντα προσευχές, αλλά οι προσευχές το πολύ-πολύ να σε φτάσουν σε έκσταση όχι σε σωτηρία. Οι κοινωνίες ήταν και θα παραμείνουν συντηρητικές γιατί αυτοί που άρχουν θέλουν να συντηρήσουν την εξουσία τους οπότε κάθε τι που νιώθουν ό,τι τους απειλεί, συνήθως κάτι που δεν καταλαβαίνουν ή δεν τους πολυμοιάζει, το απομονώνουν ή το «απαλλοτριώνουν».

 

-Στο διήγημα «Ούτε ένα δάκρυ για τον Ανέστη», δείχνετε το σκληρό πρόσωπο της κοινωνίας. Η φίλη του δεν είναι μια όαση στην καθημερινότητα του Ανέστη;

Μια όαση που όταν πέρασε τον άφησε στη χειρότερη έρημο, μέχρι τον τελικό του αφανισμό. Ο έρωτας, η επιτυχία, η γιορτή μπορούν άνετα να είναι η αρχή του πιο μεγάλου γκρεμού άμα τη επιστροφή στην μοναξιά, στην αποτυχία, στην ρουτίνα. Στο διήγημα αυτό περιγράφω την γειτονιά μου, ο Άγιος-Νικόλαος κάπου μεταξύ Ιλιον-Καματερού-Πετρούπολης, ένα χωριό του ‘70 που έγινε ένα ακόμη μίζερο πολεοδομικό τέρας για εσωτερικούς μετανάστες, εργάτες με όνειρα μπετόν και πρότυπο την ξιπασιά των αφεντικών τους.

 

-Ποια είναι η ανταπόκριση των αναγνωστών γενικότερα στο έργο σας;

Δεν ξέρω, εντάξει σε κάποιους αρέσει, δεν ξέρω όμως τι ακριβώς εννοεί ο καθένας. Οι γνώμες… Δεν ξέρω… Ο χειρούργος εύκολα ανακαλύπτει ότι κάτω από το δέρμα είμαστε όλοι ίδιοι, η διαφορά είναι μια γόνιμη εσωτερικότητα, μια αντί-ληψη, η διαφορετική ερμηνεία, αυτό που λέμε ύφος ίσως να είναι ο άνθρωπος. Οπότε δεν έχω στέρεη απάντηση. Σίγουρα υπάρχουν λίγοι άνθρωποι που με τα λόγια, την αντίδραση στο έργο και την ενθάρρυνση τους με έχουν συγκινήσει. Το ζήτημα όμως, όπως κι αν ακούγεται αυτό, είναι να νιώθω ότι οι λέξεις που γράφω αφηγούνται την ζωή όπως την βλέπω εγώ.

 

collage

 

 

-Ποια είναι η σχέση σας γενικότερα με τον ηλεκτρονικό τύπο;

Λίγα πράγματα, αραιά και που. Ούτε που ξέρω γενικά τι υπάρχει.Δεν ξετρελαίνομαι με την νέα εφεύρεση, απ’ την άλλη δεν μπορώ να μην δω τα καλά του διαδικτύου, αλλά σαν φύση είμαι μακριά από την «ορθή» χρήση. Πάντως όλος ο τύπος, με εξαιρέσεις ξερές και σκόρπιες, δυστυχώς λειτουργεί με όρους «αγοράς». Πάντως σταθερά και αταλάντευτα προτιμώ το χαρτί.

 

-Αλήθεια πώς περνάει μια δημιουργική ημέρα σας;

Δεν έχω κάτι σαν συνταγή. Το σίγουρο είναι πως γράφω με στυλό σε χαρτί, το απειλητικό μπλε φως της οθόνης του κομπιούτερ στην αναγκαστικη τελική κειμενογράφηση είναι ένας εφιάλτης. Γράφω συνήθως βράδυ, στον καναπέ, στο τραπέζι της κουζίνας, στο μπαλκόνι, όπου να ’ναι, γραφείο δεν έχω. Πρέπει να βλέπω την ιστορία να είμαι μέσα στο κάδρο, να είμαι στην ίδια «θερμοκρασία», να αναπνέω τον ίδιο αέρα με τα πρόσωπα του μύθου. Καπνίζω πολύ. Το πράγμα φυσικά καταντά βάσανο. Έχω μια νευρικότητα, το χέρι δεν προλαβαίνει ποτέ τη σκέψη, σηκώνομαι, βαδίζω πέρα-δώθε, ψάχνω τι μου ξέφυγε, αλλάζω, σβήνω, διαγράφω, σκίζω, πετάω, λέξεις. Μετά διαβάζω τι έμεινε κι άμα βρω καμιά καλή παράγραφο με κερνώ ένα ποτό. Το γράψιμο είναι καταφύγιο δεν είναι απόλαυση.

 

-Ποιο βιβλίο έχετε στο προσκεφάλι σας;

Υπάρχουν εποχές που διαβάζω σαν μανιακός κι άλλες που απέχω, διαβάζω πράγματα για πρώτη φορά αλλά ξαναγυρνώ σ’ αυτά που μου άρεσαν κι απ’ αυτά μόνο έχει σημασία να αναφέρω μερικά. Αλμπέρτο Σαβίνιο «Άνθρωποι διηγηθείτε την ιστορία σας». Βάλτερ Μπένγιαμιν «Μονόδρομος». Μαρσέλ Σβομπ «Φανταστικοί βίοι». Τρουμαν Καπότε «Άλλες φωνές άλλοι τόποι». Πωλ Μπόουλς «Καλώς να πέσει». Ρομπερτ Στήβενσον «Μύθοι». Ντάνιελ Γουάλας «Ο κύριος Σεμπάστιαν και ο νέγρος ταχυδακτυλουργός». Ντένις Πόττερ «Μαύρα μάτια», όλα τα μυθιστορήματα του Τσαντλερ με ήρωα τον Μάρλοου και σχεδόν όλα τα «παραμύθια» του Μπόρχες. Κωστής Παπαγιώργης «Η κόκκινη αλεπού». Κώστας Καλφόπουλος «Στην εποχή της περιπλάνησης». Σίγουρα θα ξεχνώ καμιά ντουζίνα και βάλε.

 

-Ποια συμβουλή των γονιών σας εξακολουθείτε να τηρείτε στην ζωή σας;

Οι συμβουλές, οι χρησμοί και οι προβλέψεις είναι για να ξεστομίζονται. Η πραγματική ζωή είναι γεμάτη «ειδικές» περιπτώσεις. Σίγουρα, όπως όλοι, πήρα από τους γονείς πράγματα μα νομίζω ήταν γενικώς χοντρές γραμμές, το πιο σημαντικό ήταν ότι οι γονείς μου, άνθρωποι απλοί, με άφηναν ελεύθερο στα γούστα μου, χωρίς να με ενθαρρύνουν κιόλας, πράγμα που αν το σκεφτείς είναι διπλό καλό. Η οικογένεια ίσως να είναι υπερεκτιμημένη, μάλλον πιστεύω περισσότερο στο αυτόφωτο του ανθρώπου.

 

-Τι θα προτείνατε στους αναγνώστες που θα διαβάσουν την συνέντευξή σας;

Να μην ακολουθούν τις προτάσεις αγνώστων, θα ταλαιπωρηθούν, δεν είναι όλα για όλους.

 

94911Ο Αναστάσης Σιχλιμίρης γεννήθηκε το 1968 στην Αθήνα. Είχε ένα συγκρότημα τους «Bankshot» και μια εκπομπή στον «Jazz» Fm. Δουλεύει ως DJ. Έχει δυο παιδιά, τον Ξενοφώντα και τη Λήδα. Το διήγημά του «Τυπική λονδρέζικη νύχτα» συμπεριλήφθηκε στη σουηδική συλλογή “Fikontradets sang” το 2007. Βιβλία του: «Επτά μέρες βροχή» (Μπαρτζουλιάνος, 2011), «Πώς το λένε αυτό το μέρος» (Μπαρτζουλιάνος, 2014).

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top