Σχόλιο Φθινοπώρου: -Αναστασία Λιάπη-
Γράφει ο Απόστολος Ζιώγας // *
Μη γίνεσαι τυραννικός στις αναμνήσεις.
Δεν ζητάς μόνο την περίμετρο των αισθημάτων
που τους έδωσες προς φύλαξιν.
Επακριβή τη διάμετρο της έντασής τους απαιτείς
Κική Δημουλά[1]
Στην κατά Κονδύλη ‘’ευφρόσυνα μηδενιστική εποχή’’ που διανύουμε, υπάρχουν στιγμές όπου πιάνεις τον εαυτό σου να ψηλαφεί μέσα του όσα είχε συνηθίσει να κοιτάζει έξω του ˙ κι αυτό , ενώ συνεχίζει να φυτρώνει χορτάρι στα νεκροταφεία. Άραγε, μια έκθεση φωτογραφίας θα μπορούσε να συνιστά μια απόπειρα εξόδου από την έλλειψη νοήματος ; Η απάντηση θα ήταν ναι, για την καστοριανή φωτογράφο Αναστασία Λιάπη, η οποία παρουσιάζει στη Δημοτική Πινακοθήκη Πειραιά[2] την έκθεση ΜΙΑ ΜΑΤΙΑ ΔΥΟ ΕΠΟΧΕΣ : πρόκειται για οικογενειακά και όχι μόνο πορτρέτα που σηματοδοτούν, με τον δικό τους τρόπο, το πέρασμα από το χθες στο σήμερα. Έτσι, βλέπουμε 100 περίπου πρόσωπα να αναλαμβάνουν τους ίδιους ρόλους, σε διαφορετικές συνθήκες ζωής, τότε και τώρα. Θα πει ενδεικτικά η Λιάπη : ‘’ένα δέντρο για να απλώσει κλαδιά , πρέπει να φροντίζει τις ρίζες του’’. Η θεματική πλαισιώνει πάγια μεγέθη της κοινωνικής και πολιτιστικής ζωής, με ύφος στοχαστικό : εντέχνως σε κάνει να υποκλίνεσαι στις παραστάσεις του εγώ υπό ποικίλες αμφιέσεις ανά εποχή.
Το γαϊτανάκι των λεπτομερειών στις οποίες γινόμαστε θεατές όσον αφορά τις φωτογραφίες της Λιάπη, φαίνεται να υπακούει σε κείνο το ρυθμό όπου με γλαφυρότητα περιγράφει η καλλιτέχνιδα μέσα από ορισμένους στίχους της : ‘’σε τεντωμένο σχοινί ακροβατούν τα όνειρα/Στάζουν ιδρώτα/Εμείς κρατάμε ομπρέλα, μην τύχει και νοτίσουν τα αισθήματα, κρυμμένα στις σακούλες/Τρέξε διαβάτη να σωθείς/από τις σταγόνες της βροχής/που κάποτε αγαπούσες’’. Στα ζεύγη των φωτογραφιών αντιπαραβάλλονται διάφορα αντιθετικά γνωρίσματα όπως, ελευθεριάζων ντύσιμο-οριοθετημένο ντύσιμο, άνεση σώματος-σφίξιμο σώματος, αφή στημένη-αφή μπλεγμένη, ασπρόμαυρο-έγχρωμο, αυστηρά λιτό φόντο-παιχνιδιάρικα πληθωρικό φόντο, απόσταση-εγγύτητα, βλοσυρότητα-φιλικότητα, αιδώς-επιβλητικότητα, μοναδικότητα του τότε καδραρίσματος-αδιάφορη selfie του σήμερα – εμφατικά δηλώνεται ακόμα κι η κυριαρχία του ‘’λογικού’’ άνδρα πάνω στην συναισθηματικά ‘’κατώτερη’’ γυναίκα. Σε κάθε
περίπτωση, ο θεατής αισθάνεται να τον αγγίζουν άμεσα τα πρόσωπα των φωτογραφιών, πρόσωπα χαραγμένα στη μνήμη του χρόνου όπως τα αφουγκράζεται η συνείδηση της φωτογράφου. Μέσα από ένα τακτοποιημένο σαν βιτρίνα παρελθόν αναδύονται σήμερα πια – κι όχι δια απλουστευτικών αναγωγών – οι πολυφωνικές πτυχές του βίου. Όλος ο χώρος όπου στεγάζεται η έκθεση έχει καταληφθεί από αναγνωριστική ευγένεια [ μια νοσταλγία σε ειδική version ] και ανώνυμη θέρμη [ μια θαλπωρή σε πρωτότυπη version ]. Όντας μεταξύ ατελέσφορου και διαπραγμάτευσης, κάθε πρωταγωνιστής της Λιάπη θεάται ως ‹‹ φορέας μιας υπόκωφης ροής εικονοφόρων λόγων στον ξύπνο του , και λειτουργός μιας αφιλόκερδης δράσης του κόσμου μέσα στον ύπνο του››[3] .
Σε ποίημά της γράφει : ‘’μέσα στο γκρίζο / συνεχίζω να ελπίζω ‘’, διότι ξέρει να βλέπει τα όνειρά της και από άλλη οπτική γωνία, δίνοντας άλλο χρώμα σε αυτά. Η Λιάπη θέλει να αιχμαλωτίζει αβίαστα περιστάσεις του συναισθήματος και του βίου εν γένει˙ επιχειρεί λοιπόν να αναδιαρθρώσει μερικώς και ήπια τον συνηθισμένο μας τρόπο να ενοικούμε σε μνήμες και συναισθήματα. Αθροίζοντας τόπους και πρόσωπα, δημιουργεί από τη μια, ένα μωσαϊκό εικόνων όπου κάθε λεπτομέρεια αντηχεί ψυχ-αγωγικά και αυθεντικά ως προς την ουσία της, και από την άλλη, φροντίζει να εξιχνιάσει διαμορφώσεις ηθών και θεσμών που έχουν μείνει ανέπαφοι. Γεφυρώνοντας τέχνη και ζωή, καθολικεύει την πρώτη με τρόπο οικείο : μεταχειρίζεται τα πρόσωπα σαν να είναι σώματα. Ενόσω θεωρεί ρηξικέλευθα τα ανθρώπινα
πρόσωπα μέσα στο χρόνο, ενστερνιζόμενη τον χρόνο ως σχέση ανθρώπων, η τέχνη που υπερασπίζεται δεν – είναι δυνατόν να – διακατέχεται από αμεριμνησία. Μετέρχεται μνήμες υλικές που να ανοίγονται σε οιονεί ψιθύρους και παραλειπόμενα. Τολμά και αποτυπώνει τη σκληράδα και τη διαφάνεια που φέρουν τα πρόσωπα αυτοστιγμεί. Είναι σαν να ιερουργεί καλλιτεχνικά, μια και θα μπορούσε να εκληφθεί το κάθε ζεύγος φωτογραφιών ως ένα τέμενος[4] εικόνων, δυο αποκομμένα δηλαδή διαστήματα χρόνου, πεπερασμένα ωστόσο εκφραστικά ασφαλή.
Όσο σημαντικό είναι το φως στη ζωή μας, άλλο τόσο είναι στη φωτογραφία ˙ η φωτογράφος το καθιστά να είναι μια τέταρτη διάσταση, ως ‘’φως επι-κοινωνία’’, με τη μορφή μιας αρμονίας προκατεστημένης. Η θεματική στη ΜΙΑ ΜΑΤΙΑ ΔΥΟ ΕΠΟΧΕΣ επαληθεύει (φωτογραφικά) το πλατωνικό ‘’ ὁ δὲ ἀνεξέταστος βίος οὐ βιωτὸς ἀνθρώπω ‘’[5]. Αναμφίβολα, όλες οι φωτογραφίες επιδρούν ως ανάπαυλες ανάσας χάριν μιας βαθύτερης προοπτικής. Η αλήθεια που αυτές αποπνέουν φεγγίζει στα μάτια του θεατή ως ένας πρόσκαιρος ερχομός μιας δυνατότητας του άχρονου . Εφόσον αφεθούμε να συναντηθούμε με καθένα πρόσωπο, με καθεμιά φωτογραφία, θα μπορέσουμε να εισπράξουμε τη μεστή νοήματος γοητεία της έκθεσης. Με άλλα λόγια, η απουσία μας εντέλει είναι εκείνη που δίνει μαρτυρία στο χρόνο, σε παρελθόν και παρόν,
κάνοντας και τα δύο να φοβούνται μονίμως και εξακολουθητικά για μια κατά βούληση διαύγαση αυτών : τούτο είναι που πετυχαίνει η Αναστασία Λιάπη.
* Ο αΠΟΣΤΟΛΟΣ ζΙΩΓΑΣ είναι βιολόγος [email : ziogasapostolos12@gmail.com]
-τέλος σεπτεμβρίου 2016 –