Fractal

Ο πολιτισμός της θάλασσας στην καθημερινότητα του νησιώτη

Γράφει ο Παύλος Δ. Πέζαρος //

 

Νίκος Μαρτίνος: «Ανάπλωρα». Διηγήματα. Εκδ. Αρμός, 2017, σελ. 139

 

Με δύο έγχρωμες ζωγραφιές βαποριών που κοσμούν το εξώφυλλο και το οπισθόφυλλο του βιβλίου, καμωμένες από τον ίδιο τον συγγραφέα, κυκλοφόρησε πρόσφατα το τέταρτο λογοτεχνικό βιβλίο του Νίκου Μαρτίνου, ομοτ. Καθηγητή Πολιτικής Οικονομίας του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών.

Με την τελευταία του αυτή λογοτεχνική κατάθεση ο Ν.Μ. επανέρχεται στη διηγηματική μορφή, όπως είχε κάνει με το πρώτο του βιβλίο, τα «Δέκα Κύματα». Υπενθυμίζω ότι έχουν μεσολαβήσει, μια εκτεταμένη νουβέλα «Στο γέμισμα του Φεγγαριού», η γραφή της οποίας πρώτη προκάλεσε τον προσωπικό μου θαυμασμό, και το μυθιστόρημα «Ένα παραμύθι της Ανατολής», που απευθύνεται σε μεγάλα βεβαίως παιδιά και για το οποίο έχω ήδη εκφράσει την προσωπική μου άποψη δημοσίως[1], εδώ και αρκετούς μήνες.

Ξεκινώντας από τον τίτλο «Ανάπλωρα», δηλαδή, για τους μη εξοικειωμένους με τη ναυτική μας ορολογία, «κόντρα στον καιρό» [όπως διευκρινίζει και ο ίδιος ο Ν.Μ. στο πολύτιμο «Γλωσσάρι» που, όπως πάντα, έχει περιλάβει στο τέλος της παρούσας έκδοσης], ο συγγραφέας ξεκαθαρίζει εξαρχής ότι ο κεντρικός θεματικός πυρήνας όλων των διηγημάτων περιστρέφεται γύρω από μια θεματολογία που κινείται αντίθετα προς τους συνηθισμένους προβληματισμούς της εποχής μας. Κάνοντας μια βουτιά στο σχετικά πρόσφατο παρελθόν του τόπου μας, επικεντρώνεται σε ζητήματα που έχουν να κάνουν με το αξιακό μας σύστημα και την ίδια την ταυτότητά μας, όπως βιώνονταν στην καθημερινότητά μας μόλις λίγες δεκαετίες πριν, αλλά που έχουν πάψει από καιρό να μας απασχολούν ή τα έχουμε μάλλον άκαρδα εγκαταλείψει.

Προφανώς, όλα τα διηγήματα δεν μπορούν να απογυμνωθούν από το ιστορικό, κοινωνικό-οικονομικό και πολιτιστικό πλαίσιο στο οποίο αναφέρονται, παρότι ο συγγραφέας κάνει προβολές και πολλά τα συνδέει με το σήμερα. Στον βασικό τους όμως ιστό παρουσιάζουν έναν κόσμο που, μόλις λίγα χρόνια μετά τη λαίλαπα των τελευταίων πολεμικών συγκρούσεων εκτός και εντός συνόρων της χώρας, επιχείρησε να σταθεί και πάλι στα πόδια του, ανασυσταίνοντας σιγά-σιγά τις σταθερές του αξίες και τις αλήθειες του.

Στα σώματα, επομένως, όπως και στις καθημερινές συνήθειες όλων των προσώπων των διηγημάτων αναγνωρίζονται τα ίχνη παλιότερων εποχών. Τα ανθρώπινα τοπία που εξετάζονται και καταγράφονται από τον κεντρικό αφηγητή είναι απολύτως ορατά και γήινα, χωρίς ίχνος υποψίας σκοτεινού παρελθόντος, υπερβατικών απόψεων και τα συναφή. Ως εκ τούτου, πρόκειται για μια απολύτως ρεαλιστική, βιωματική γραφή που κινείται μέχρι και τα όρια του ποιητικού ρεαλισμού σε ορισμένα τουλάχιστον από τα διηγήματα.

Με τα έξη, λοιπόν, διηγήματα της συλλογής, ο συγγραφέας, βασισμένος σταθερά στην Κυθναϊκή εντοπιότητα, έστω και χωρίς να κάνει ρητή μνεία της ιδιαίτερης πατρίδας του, ενεργοποιεί την προσωπική του μνήμη, για να μας μεταφέρει στη δεκαετία του ’50, όταν ο ίδιος ήταν ακόμη παιδί και μάλιστα στο περιβάλλον του νησιού, σκιαγραφώντας τις κοινωνικές και πολιτιστικές αλλαγές που έχουν επέλθει έκτοτε στον τόπο μας (στα ήθη, στη βιωτή, στις καθημερινές έγνοιες και ανάγκες, στις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων, στην κοινωνία γενικότερα). Ως εκ τούτου, δεν περιορίζεται απλώς στο θαλάσσιο περιβάλλον, όπως όλα τα προηγούμενα λογοτεχνικά του πονήματα. Αγκαλιάζει τον κόσμο ολόκληρου του νησιού στην προ 60ετίας και βάλε καθημερινότητά του, όταν τα νησιά είχαν ακόμη τους γηγενείς πληθυσμούς τους, με τα ιδιαίτερα ήθη και τις παραδόσεις τους, τις δραστηριότητές τους, τις ντοπιολαλιές τους.  Πριν, δηλαδή, τις αλλοιώσεις και τις βίαιες αλλαγές που υπέστησαν λίγο αργότερα, είτε από τις εσωτερικές μεταναστεύσεις εντός και εκτός, είτε από τις δραστικές επεμβάσεις στο φυσικό περιβάλλον τους χάριν μιας (δήθεν) «ανάπτυξης», είτε από την απότομη εισαγωγή αλλότριων ηθών με τις ισοπεδωτικές επιπτώσεις τους.

Με τον τρόπο του, επομένως, ο Ν.Μ. πασχίζει να λειτουργήσει ως κιβωτός μνήμης, διατηρώντας μέρος της ταυτότητας της ιδιαίτερης πατρίδας του και των ανθρώπων της πριν χαθεί ολότελα κάθε ίχνος του παρελθόντος. Πρόκειται βέβαια για μια δουλειά μοναχική και επίμονη, που απαιτεί ένα συνεχή διάλογο με τον εσώτερο εαυτό, υποβάλλοντας σε μια συνεχή δοκιμασία, όχι μόνο τη μνήμη αλλά και την προσωπική συνείδηση και γνώση. Ως εκ τούτου, οι αυτοβιογραφικές αναφορές είναι εκ των πραγμάτων αναπόφευκτες, είτε ευθέως είτε έμμεσα, μέσα από το προσωπείο του αφηγητή.

Στο δεύτερο διήγημα, π.χ. με τίτλο «παιχνίδια της μνήμης», δίκην ενός αυτοβιογραφικού ημερολογίου, αποτίεται φόρος τιμής στο γενέθλιο τόπο και στους ανθρώπους του της ίδιας χρονικής περιόδου, μέσα από εικόνες που έχουν αποτυπωθεί και μυθοποιηθεί στα παιδικά μάτια. Το διήγημα ολοκληρώνεται με μια θυμοσοφική αναφορά « … έμεινα σύξυλος, αναλογιζόμενος ότι κόσμος κι όνειρο τυλίγονται και ξετυλίγονται μαζί όπως αυτά θέλουνε από το κουβάρι της μνήμης».

Πράγματι, ο ίδιος ο συγγραφέας-αφηγητής δείχνει να συμμετέχει στα δρώμενα του κάθε διηγήματος. Πλην όμως, οι αναφορές αυτές γίνονται με σεμνότητα, αφαιρώντας κάθε υποψία προβολής του «εγώ», όπως ακριβώς έκαναν παλιότερα κάποιοι εκλεκτοί της γραφίδας που εκφράστηκαν μάλλον απομονωμένοι ακόμη και από τους ίδιους τους συμπατριώτες τους.

Θα ήταν λάθος, επομένως, να θεωρήσουμε αυτά τα διηγήματα ως έκφραση μιας «νοσταλγίας» για το παρελθόν, για τα χαμένα παιδικά και νεανικά μας χρόνια. Αν ήταν έτσι, θα επρόκειτο απλώς για σελίδες μιας προσωπικής βιογραφίας, ενδιαφέρουσας ίσως και τρυφερά συγκινητικής, αλλά πάντα προσωπικής. Κατά την άποψή μου, ο Ν.Μ., με αυτή τη συλλογή διηγημάτων, παραθέτει, με εξαιρετική γλαφυρότητα, μια σειρά λαογραφικών, στην ουσία, στοιχείων και εικόνων, που προκύπτουν από την καθημερινότητα του απλού νησιώτη μιας συγκεκριμένης εποχής, άρα προσθέτει σελίδες πατριδογνωσίας ή αλλιώς, μικρο-ιστορίας, απλών δηλαδή περιστατικών, με διακριτικές κοινωνικό-οικονομικές προεκτάσεις και μεταβολές, σε μια εποχή καμπής του τόπου μας.

Για παράδειγμα, από το πρώτο κιόλας διήγημα με τίτλο «θυμάσαι;», το οποίο θα χαρακτήριζα κατ’ εξοχήν λαογραφικό ή ηθογραφικό, Παπαδιαμαντικό στη σύλληψή του, αναδεικνύονται τρεις παράλληλες θεματολογίες:

  • Ένα γνωστό, νομίζω σε όλη την Ελλάδα, παιδικό παιχνίδι της περιόδου ’40-50, που στην Κύθνο ονομαζόταν «εταιρεία», και «φτου ξελεφτερία» στον αστικό χώρο.
  • Εξαντλητική καταγραφή ονομάτων, παρατσουκλιών, ιδιοτήτων των παιδικών φίλων που μοιράζουν ρόλους στο παιχνίδι τους.
  • Παρεμβολή στο παιχνίδι ενός μάλλον ασήμαντου επεισοδίου που όμως αποκτά με την περιγραφή του, μια κάπως υπαρξιακή διάσταση.

Το ίδιο, λίγο ως πολύ, ισχύει και στο τρίτο διήγημα με τον τίτλο «το σαμπάνιασμα του χοίρου», όπου ο Ν.Μ. αναφέρεται λεκτικά και ουσιαστικά σε μια άγνωστη στον ηπειρωτικό και αστικό χώρο, «τεχνική» ή «εργαλείο»  που, από ότι φαίνεται, χρησιμοποιείτο στο φόρτωμα των μεγάλων ζωντανών στα καΐκια. Με τα λόγια του ίδιου του συγγραφέα: «Το σαμπάνι αποτελείτο από ένα κοντόχοντρο παλαμάρι πλεγμένο με τέχνη στις δυο του άκρες, έτσι ώστε να σχηματίζει ένα κλειστό κύκλο. Διπλό πια το περνούσαν κάτω από το ζώο και οι δυο του απάνω άκρες αποτελούσαν μόνιμες θηλιές μέσα από τις οποίες περνούσε ο γάντζος του παλάγκου. Με αυτό τον τρόπο το βάρος κατανεμόταν ισόρροπα και το ζώο δεν πληγωνόταν καθώς το σήκωναν ψηλά» (σ. 32).

 

 

Πρέπει, ωστόσο, να διευκρινιστεί ότι ο συγγραφέας δεν κάνει εδώ καμιά λαογραφική πραγματεία. Η θεματολογία του αναφέρεται, βέβαια, σε εκφάνσεις της κοινωνικής ζωής και γενικά του λαϊκού πολιτισμού σε τοπικό επίπεδο, αλλά μέχρις εκεί, γιατί τα διηγήματα είναι γνήσια λογοτεχνήματα, που υπακούουν σε όλους τους λογοτεχνικούς κανόνες και μόνο. Έτσι κι αλλιώς, είναι πια γνωστό σε όσους τον γνωρίζουν,  ότι ο Ν.Μ. γίνεται ένας συναρπαστικός αφηγητής, ένας παλιός παραμυθάς που, με τη γραφίδα του, όπως και με τον προφορικό του λόγο, έχει τη δύναμη να σε συνεπάρει και να σε βάλει στον κόσμο του.

Μιλώντας τώρα για την καθημερινότητα του νησιώτη, είναι προφανές ότι αυτή περιελάμβανε, όχι μόνο θαλασσινές, αλλά και στεριανές δραστηριότητες, απαραίτητες για την επιβίωση σε δύσκολες συνθήκες, ιδίως υπό την απειλή πάντα της φυσικής απομόνωσης για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Θα ήταν επομένως παράλειψη αν η διέγερση της μνήμης στη συγκεκριμένη συλλογή διηγημάτων δεν περιελάμβανε και αντίστοιχες αναφορές. Όμως, ο Μαρτίνος  είναι πρωτίστως άνθρωπος της θάλασσας. Σε αυτή έχει γαλουχηθεί. Δεν είναι περίεργο επομένως που η γραφή του επικεντρώνεται τελικώς σε θέματα που έχουν να κάνουν με αυτό που θα λέγαμε «πολιτισμό της θάλασσας», επεκτείνοντάς τον και στη στεριά. Αυτό, κατά τη γνώμη μου, έχει κι άλλες προεκτάσεις. Διότι για έναν «άνθρωπο της θάλασσας», όπως είναι η πλειοψηφία των γνήσιων νησιωτών, το κάθε πλεούμενο, από το μεγάλο καράβι μέχρι το καΐκι ή ακόμα και τη βάρκα, είναι η πραγματική πολιτεία του. Μια αυτάρκης δηλαδή κοινωνία όπου οι κανόνες στην άσκηση καθηκόντων του καθένα τηρούνται απαρεγκλίτως, αφού προηγουμένως οι αποφάσεις για την εφαρμογή τους έχουν ληφθεί από κοινού. Υπακούουν, δηλαδή, για να το πούμε με άλλους όρους, στους κανόνες μιας γνήσια δημοκρατικής κοινωνίας.

Επιπλέον, πρέπει νομίζω να επισημανθεί ότι, εκτός από τη γλαφυρότητα του λόγου και την περιγραφική δεινότητά του, ένα από τα κυριότερα στοιχεία της γραφίδας του Μαρτίνου είναι το γεγονός ότι, μέσα από τους παράλληλους διαλόγους των κεντρικών προσώπων, χρησιμοποιεί με πιστότητα τον λαϊκό λόγο, περισώζοντας έτσι νησιώτικες ντοπιολαλιές που τείνουν να εξαφανιστούν, άρα συμβάλλοντας στη διάσωση μέρους του γλωσσικού μας πλούτου.

Έτσι, σε όλα σχεδόν τα διηγήματα, ο συγγραφέας χρησιμοποιεί πλήθος λέξεων από το ντόπιο λεξιλόγιο που συνδέονταν άμεσα με τις καθημερινές δραστηριότητες, με την ιδιαίτερη μάλιστα προφορά της ντοπιολαλιάς που επιζούσε ακόμη εκείνη την εποχή ή αποτυπώνεται η προφορά με την, γνωστή στα νησιά, αποβολή κάποιων συμφώνων, κυρίως του «γ»: «πηάδι» (πηγάδι) «τσι λίους» (τους λίγους), «λέανε» (λέγανε), «τίοτα» (τίποτα), «ήρχανε» (ήλθανε). Άλλωστε, περιγράφοντας λ.χ. ένα από τα πρόσωπα του διηγήματος «ο τραγιάσκος», σημειώνει: «Ήταν άγιος άνθρωπος όπως και η γυναίκα του. Κάποιοι λίγοι που δε βλέπουνε την καμπούρα τωνε εκορόιδευαν τον τρόπο που μιλούσανε, γιατί καταγόντουσαν από τον Πόντο τση Μαύρης Θάλασσας, θαρρώ από την Τραπεζούντα και μιλούσαν τα Ελληνικά αλλιώτικα από μας. Λες και δεν μας κοροϊδεύουνε και μας για τον ίδιο λόγο οι Αθηναίοι είτε είναι Βοτανικιώτες, Βουθουλιώτες ή Αιγαλιώτες, όταν πηγαίνουμε να δουλέψουμε στα Καμίνια!».

Ο συγγραφέας-αφηγητής εστιάζει ταυτόχρονα στους άλλους ενδοκειμενικούς αφηγητές, χρησιμοποιώντας την αφηγηματική τεχνική της «διήγησης μέσα στη διήγηση», όπου οι ντόπιοι μπορούν να εκφραστούν με τον γνωστό στους νησιώτες περιπαικτικό τους λόγο.  Με αυτή την πολλαπλή εστίαση,  ο συγγραφέας πετυχαίνει, όχι μόνο να προσφέρει πολλαπλές αλήθειες ως προς την εκδοχή των πραγμάτων, αλλά κυρίως την επιθυμία να συμμετάσχουν όλα τα πρόσωπα του «δράματος» στην εξέλιξή του, καθένας με το μερτικό του, κατασκευάζοντας έτσι ένα σύνθετο αφηγηματικό σύμπαν.

Στις «θαλασσινές κουβέντες», διεξάγεται ένας υποτιθέμενος «διάλογος» μεταξύ των ψαράδων του νησιού και των επαγγελματιών ναυτικών στα μεγάλα βαπόρια, που απόμαχοι πλέον έχουν επιστρέψει στο νησί, αναδεικνύοντας τις διαφορετικές οπτικές της κάθε ομάδας ως προς την πρόσληψη της θάλασσας στην καθημερινότητά τους. Ωστόσο, απευθυνόμενος λ.χ. ο επαγγελματίας στους υπόλοιπους ψαράδες, ορίζει τι ακριβώς σημαίνει η επαφή με τη θάλασσα, από όποιο πόστο κι αν την υπηρετεί κανείς. Λέει στους συνομιλητές του: «Ο πραγματικός ναυτικός που έχει ζήσει αρκετά χρόνια στη θάλασσα μόλις μπαρκάρει αισθάνεται τόσο λεύτερος όσο δεν μπορείς να φανταστείς, όταν έρχεται σε άμεση σχέση με την απεραντοσύνη του ωκεανού. Πες μου ειλικρινά, άμα είσαι στη στεριά λόγω φουρτούνας έστω για λίγες μέρες και ύστερα καλοσυνέψει, όταν πατείς το ποδάρι σου, όχι σε ποντοπόρο καράβι ή σε ψαράδικο καΐκι, αλλά ακόμα και σ’ ένα ταπεινό βαρκάκι, δεν αισθάνεσαι μια μικρή αγαλλίαση; Δεν αφήνεις όλες τις έγνοιες σου στη στεριά μόλις πιάσεις τα κουπιά; Είμαστε, φίλοι μου, τυχεροί που διαλέξαμε το επάγγελμα του ναυτικού, παρ’ όλες τις πίκρες του και τα ρίσκα του».

 

 

Στο «Καλό κατευόδιο», μεταφερόμαστε στο χώρο και τον κόσμο ενός σύγχρονου καρνάγιου, εκεί που πλεούμενα παντός είδους, κτίζονταν παλιότερα (καΐκια κυρίως), ή εξακολουθούν να επισκευάζονται ή να περνούν  την ετήσια συντήρησή τους. Εδώ είναι που αναδεικνύεται η βαθειά γνώση του συγγραφέα σε ότι έχει σχέση με τα πλεούμενα αλλά και τους κανόνες της θάλασσας. «Άμα έχει κανείς σκάφος πρέπει να ‘χει συνεχώς τα μάτια του δεκατέσσερα. Με τη θάλασσα δεν μπορείς να αστειεύεσαι, κάποια στιγμή θα σού ‘ρθει η στραβή εκεί που δεν το περιμένεις», λέει, στο πλαίσιο της αφήγησης, ο επαγγελματίας ψαράς στον Πέτρο που λειτουργεί ως η persona του ίδιου του συγγραφέα-αφηγητή. Το τελευταίο αυτό διήγημα λειτουργεί ως συνδετικός κρίκος μεταξύ του παρελθόντος, στο οποίο αναφέρονται τα προηγούμενα διηγήματα και του παρόντος ή ακόμη και του μέλλοντος στη σχέση του ανθρώπου με τη θάλασσα.

Τέλος, τόσο θεματολογικά όσο και γλωσσικά, το έχω ξαναγράψει, ο Νίκος Μαρτίνος είναι ένας «θαλασσογράφος» ολκής, η γραφίδα του αποδεικνύει ότι πρόκειται για έναν σπουδαίο μάστορα της γλώσσας μας. Κάθε φορά που εκφράζεται λογοτεχνικά, επιστρέφει από τη στεριά στο καθαυτό «σπίτι» του, στη θάλασσα και στον κόσμο της, όχι ως παράφορος επιλεκτικός εραστής, αλλά ως πιστός, σταθερός, διά βίου σύντροφός της. Στο συγκεκριμένο βιβλίο, εμπλουτίζει ακόμη περισσότερο το θαλασσινό γλωσσάρι, περιλαμβάνοντας επίσης το λεξιλόγιο ολόκληρης της νησιώτικης κοινωνίας, με τους ιδιωματισμούς της. Λέξεις και φράσεις, ίσως όχι άγνωστες αλλά σίγουρα εγκαταλειμμένες ή μισοξεχασμένες, όπως λ.χ.: απόγυρος (η περίπου κυκλική διαδρομή που ορίζεται από τα στενοσόκακα σε παλιούς πυκνά δομημένους νησιώτικους οικισμούς), ποδοκέρισμα (= δέσιμο των κεράτων με το μπροστινό πόδι για να περιορίζεται η ελευθερία κινήσεων του ζώου), μπαϊλντισμένος (πολύ κουρασμένος), κάνω ζάφτι, κουμανταδόρος, ταρσανάς και καρνάγιο, φερμάρω, μαγκιόρος, αγαντάρω, απάγκιο, καλμάρω, νταραβέρι, και πολλές άλλες, είναι χαρακτηριστικά παραδείγματα λέξεων που χρησιμοποιούνται στην καθημερινή συνομιλία, προκειμένου να εκφράσουν ακριβέστερα τα ανθρώπινα συναισθήματα ή τις δράσεις των ανθρώπων, έστω κι αν πρόκειται για λέξεις προερχόμενες από ξένα λεξιλόγια, που όμως έχουν ενταχθεί ομαλά στο γλωσσικό μας σύστημα, όπως γινόταν από αρχαιοτάτων χρόνων.

Εν κατακλείδι, με τη σχετικά ολιγοσέλιδη αυτή συλλογή διηγημάτων, ο Ν.Μ. μας φέρνει για μια ακόμη φορά μέσα στη νησιώτικη ζωή. Σε όλες τις λογοτεχνικές του καταθέσεις, ο συγγραφέας, με την τρυφερότητα της ματιάς του, παρατηρεί επίμονα την ανθρώπινη κλίμακα να εγκαταλείπεται, την προηγούμενη κοινωνικότητα να προσβάλλεται και να στρεβλώνεται και την ισορροπία της φύσης να διαταράσσεται ραγδαία.

Από πλευράς μου επιμένω κι ας μη φανεί απλώς φιλική υπερβολή. Ο Ν.Μ. με τη γραφίδα του συνεχίζει επάξια μια μακρά παράδοση στη λογοτεχνία του τόπου μας σε ότι αφορά τη θαλασσινή θεματολογία, στη γραμμή του Καρκαβίτσα, του Παπαδιαμάντη, του Κόντογλου, του Καββαδία.

 

 

[1] «Με τον θαλασσινό κόσμο στο επίκεντρο», Fractal – Γεωμετρία των Ιδεών, 26/04/2017 και Πειραϊκά Γράμματα, τ. 80, Απρ.-Ιούν. 2017, σ. 25-28

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top