Fractal

✔ Προδημοσίευση: Κωνσταντίνος Μούσσας |”Αναμνήσεις από την χώρα των ηττημένων”

 

 

Mind-Blowing-Surreal-Paintings-17

 

DAMNATIO MEMORIAE

ΛΟΓΟΣ ΠΡΩΤΟΣ

 

Λ.Α΄

 

Μας έμαθαν να κλαίμε ήρεμα.

Μπροστά σε κυπαρίσσια και κάτω από άμβωνες

στους διαδρόμους πολιτικών γραφείων

σε αίθουσες δικαστηρίων και πλατείες θεάτρων.

 

Με τα χέρια σταυρωμένα, όρθιοι

μα μέσα μας γονατιστοί ή έρποντας

με τους αγκώνες ν’ ανασηκώνουν λίγο το κορμί

πάνω λάσπη των ηττημένων

ψιθυρίζοντας ακολουθίες κι εμβατήρια πένθιμα

χλωμοί και κουρασμένοι.

 

Όχι. Το κλάμα θέλει σήμαντρα αναστάσιμα

σάλπιγγες κι αναμμένους πυρσούς στις κορφές

και στα φτερά της σφίγγας και του αετού.

Είναι βοή πριν τον μεγάλο σεισμό

ξέσπασμα της άνοιξης που δεν είναι ποτέ μάταιο

στα ηφαίστεια της θάλασσας και της καρδιάς.

 

Θέλει Αντιγόνη, Ηλέκτρα, Εκάβη

είναι το σπίθισμα σ’ όλες τις γωνιές του νου

πριν η συνήθεια σαρώσει την σκέψη

κι ανάγκη μέχρι να γίνει γιορτή

του Έρωτα και του Θανάτου.

 

 

 

 

 

Λ.Β΄

 

Δεν νικηθήκαμε ακόμη.

Οι φωνές μας χτυπούν, οι πέτρες αντέχουν.

Μπροστά στις πορείες χίλια βουνά

μεστωμένα αμπέλια στους κάμπους μέσα σε βάτους καιόμενους

πράσινο σπαθωτό στάχυ, μάραθο και χαμομήλι.

Κι ύστερα η θάλασσα που καλπάζει μ’ αμέτρητα αφρισμένα άλογα

κύματα ριγμένα στις πυρκαγιές των πόλεων.

 

Ο ουρανός μας καθαρός, Κυριακάτικος κι όλα τα ποτάμια

των αθώων χάρτινα δάκρυα στις φλέβες μας.

 

Οι καρδιές μας ακόμα γελούν.

Ακόμα διψάνε κι ελπίζουν

όπως τότε που περιμέναμε τ’ αγιοπούλια

στ’ Ανάφη και στο Τρίκερι

ριζωμένοι στους βράχους.

 

Όλα τα μνήματα της μνήμης, ανοίγουν ακόμα μέσα μας.

 

Μόνον ο ήλιος μας πρόδωσε Γεράγγελε

αυτός ο πιο πιστός μας σύντροφος.

 

 

 

 

Λ.Γ΄

 

 

Και μάθε πως στο πατημένο από πίστη και τρέλα χώμα

γονατίζεις πιο εύκολα.

 

Αρκούν μερικά βήματα προς τα πίσω.

 

Γι’ αυτό γκρεμίσαμε τον περασμένο δρόμο

κάψαμε μητρώα ανέργων και λίστες πεσόντων

μαζί και των προγόνων την αρχαία δόξα

στάχτες στον άνεμο να μην μείνει τίποτα

να μας βαραίνει εκεί που πάμε.

 

Και τα κλειδιά, οι φωτογραφίες, τα γράμματα

τα ρούχα που φορούσαμε παιδιά

βότσαλα και καλοκαίρια που είχαμε στα συρτάρια φυλαγμένα

στα σκουπίδια.

 

Έτσι κι αλλιώς ήταν όλα χαμένα.

 

 

 

 

 

Λ.Δ΄

 

Είχα γεννηθεί κι εγώ μαζί σας

νικητής και γενναίος.

 

Μοίρασα τα νιάτα μου στους λαούς για να σωθώ

κι άνοιξα φυλακές να ξεδιψάσουν με φως οι σκιές.

Έκαψα δάφνη και δενδρολίβανο στα σκοπευτήρια

θυμάρι στα υπόγεια και τα πορνεία.

 

Σε κάθε σπίτι φύτεψα ροδιές για τα πουλιά

σε κάθε γειτονιά δάσος για τ’ αγρίμια.

Έχτισα στις πόλεις μοναστήρια των τρελών

και στα βουνά θέατρα αγίων.

 

Άλλαξα τα ονόματα των δρόμων, τους νόμους, τα σύνορα

τις παρατάξεις, τα γήπεδα, τις θρησκείες,

τον σιδερένιο ήχο της ημισελήνου

και τον ξύλινο αντίλαλο του σταυρού

τον τριγμό των οδόντων και των ματιών το βλεφάρισμα

θρήνους, παιάνες, εμβατήρια, ψαλμωδίες κι ορατόρια

όλα τα σώπασα για ν’ ακουστεί από μακριά

ριζίτικο η καταιγίδα στις κορφές των ακατοίκητων θαυμαστικών

καθώς επαναλαμβάνονται τρεις φορές μετά την προδοσία.

 

Κι όταν πια κουράστηκα ακούμπησα

στον ιερό βράχο κάτω από το ίδιο σύννεφο

που κυματίζει αιώνες και μου είχαν δείξει οι μοίρες

για μάνα και πατρίδα.

 

 

 

 

 

Λ.Ε΄

 

 

Τι γυρεύουμε σ’ αυτούς τους δρόμους

ρυτίδες πάνω απ’ τα υπόγεια των τυφλών καταδικασμένων

γενιές ολόκληρες χαμένες

μόνο με την πίστη της ιδέας που κάποτε θύμιζε

αλήθεια κι επανάσταση;

 

Γιατί περιμένουμε ακόμη στους ίδιους σταθμούς

τα ξεχασμένα τρένα του βορρά

που όλο κινούν και πάνε μακριά, πάντα για αλλού;

 

Πώς να κατεβάσουμε λάβαρα, να θάψουμε σπαθιά

να βγούμε γελώντας στις πλατείες

όλοι μαζί σαν παιδιά, αγκαλιασμένοι

με την φωτιά στο μέτωπο και το φιλί στα μάτια;

 

 

 

 

 

Λ.Ζ΄

 

Όλα τ’ αδιέξοδα είναι θλιβερά κι έρημα.

 

Καταλήγουμε σ’ αυτά από μια λάθος στροφή

που αναρωτιόμαστε μετά γιατί την διαλέξαμε

κι αμέσως μας κυριεύει ο φόβος του εγκλεισμού

κι η ανάγκη διαφυγής από την μοίρα.

 

Όλα τ’ αδιέξοδα στέκουν μπροστά μας

σαν επίγεια μνήματα οριστικής λύτρωσης.

 

Κι ας τα προσπερνούν ανατριχιάζοντας και φυσώντας αγριεμένες οι γάτες

κι ας τ’ αποφεύγουν τα παιδιά

που ακόμα δεν ξέρουν πόσο αναπόφευκτη είναι η παγίδα της ελπίδας.

 

Τι θα ήταν οι λεωφόροι των καινούργιων οραμάτων

και των μεγάλων αγώνων χωρίς αυτά;

 

Αλλοίμονο στις διαδρομές χωρίς αδιέξοδα.

 

 

Κωνσταντίνος Μούσσας

 

ΛΟΓΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ

Λ.Α΄

 

Είπαν:

Θα σας φέρουμε έναν καλύτερο ήλιο λιγότερο φωτεινό

να μη φτάνει τόσο βαθιά μέσα σας.

 

Θ’ ανατέλλει και θα δύει σιωπηλός

χωρίς το ενοχλητικό τρίξιμο

της παμπάλαιας ελπίδας και τον παλμό

για τη ζωή που πέρασε κι ησυχάζει τις καρδιές σας.

 

Θα είναι ο δικός σας ήλιος

ανακυκλωμένης συνείδησης και τελευταίας τεχνολογίας

με αχτίδες προσαρμοζόμενες σε κάθε ανάγκη κι εποχή.

Άλλωστε όλος ο πολιτισμένος κόσμος τέτοιους ήλιους χρησιμοποιεί.

 

Πρέπει να προοδεύσετε, να εξελιχθείτε, ν’ αλλάξετε.

Πιο ομοιόμορφα ρούχα και συναισθήματα.

Οι αποχρώσεις περιττεύουν, δυο βασικές γεύσεις αρκούν

το πικρό και το στυφό και μια νότα σκοτεινή

για τον επαναλαμβανόμενο ήχο που θα αντικαταστήσει την αρμονία της μουσικής.

 

Ύστερα η νοσταλγία, ο θυμός, η προσμονή, το πάθος

να καταργηθούν, δεν μας αρέσουν.

Θάψτε πάλι το λευκό των μαρμάρων

πάρτε το, κρύψτε το

μαζί με το φως της πρώτης γραφής

γιατί ζεσταίνει το κουκούλι που κοιμάται

η ελευθερία μ’ αδύναμα και ζαρωμένα τα φτερά.

Να μην απλώσουν ποτέ κι ανοίξουν και τιναχτούν

γερά στους ώμους των ανθρώπων.

 

Αρχίστε όμως με τον ήλιο και τα υπόλοιπα θ’ ακολουθήσουν.

 

 

 

 

 

 

Λ.Β΄

 

 

Κάποτε ζούσαμε διπλά τα καλοκαίρια

ξαπλωμένοι στις πευκοβελόνες και τ’ αλμυρίκια.

 

Πίναμε στερνιασμένο το νερό πάνω στα φύλλα της ελιάς

του βράχου και της άμμου κι ύστερα μαζεύαμε χτύπο χτύπο

τον κρεμασμένο χρόνο απ’ το παλιό ρολόι.

 

Φέτος στις κεραίες ακούμε σήματα ηλεκτρισμένα

με του νοτιά όλη τη συρμάτινη δίψα

της συντριβής των γεννημένων αιχμαλώτων

στις πόλεις που ζήσαμε άγνωστοι, περαστικοί

και ξένοι.

 

 

 

 

 

Λ.Γ΄

 

 

Απόψε θα βγούμε και πάλι στους δρόμους.

Άλλοι χορεύοντας κι άλλοι βαδίζοντας γρήγορα.

 

Απόψε θα βγούμε και πάλι στις στέγες.

Άλλοι πετώντας κι άλλοι σκαρφαλώνοντας γρήγορα.

 

Κράτα το χέρι μου όσο πιο σφιχτά μπορείς

να μην σε χάσω μέσα στις τόσες σκιές.

Γιατί να ξέρεις, η ελευθερία είναι η τελευταία ψευδαίσθηση των μελλοθανάτων.

 

 

 

 

 

 

Λ.Δ΄

 

Κι οι ποιητές; Οι ποιητές που είναι;

Μόνον εκείνοι θα τολμούσαν να μιλήσουν

όπως ήξεραν πάντα.

 

Άσε τους λογοπλόκους, τους αυλικούς, τους στρατευμένους.

Όλοι τους «Ηγεμόνες εκ Δυτικής Λιβύης»

σαλτιμπάγκοι του ισχυρού και διώκτες του σπουδαίου.

 

Οι ποιητές, οι Ποιητές που είναι για να πεθάνουν πρώτοι;

 

 

 

 

 

 

Λ.Ε΄

 

 

Μου έμαθαν γραφή κι ανάγνωση

μιας άγνωστης γλώσσας

που κανείς δεν μιλούσε

πέρα από την χώρα των παιδιών.

 

 

 

 

 

Λ.Ζ΄

 

Ο κόσμος σταμάτησε.

Ούτε περιστρέφεται, ούτε πάλλεται στον αιθέρα.

 

Οι μεγάλες φωτιές τ’ Αϊ Γιάννη στις πλατείες

καίνε τα πρόσωπα όπως τα καντήλια

τις ξεθωριασμένες φωτογραφίες στα μνήματα.

Τα μαγιάτικα στεφάνια, πεταμένα στο χώμα

ανάμεσα στα σπασμένα μάρμαρα.

 

Ο κόσμος σταμάτησε κι η βροχή

συρμάτινη αμέτρητα καρφιά στη γη

σαν τα τραγούδια που επαναλαμβάνονται

άσκοπα και ίδια.

 

 

 

 

 

 

ΛΟΓΟΣ ΤΡΙΤΟΣ

 

 

 

 

 

Λ.Α΄

 

Άναψε το πιο ακίνδυνο φως.

Πιο άτονο κι από πέτρας σπινθήρισμα

στις κοιλάδες του ήλιου.

Πιο ελαφρύ κι από σταγόνα βουτηγμένη

στον μεγάλο ωκεανό.

 

Φως αποφασισμένο σαν κεντρί μέλισσας

να καεί για να νικήσεις το σκοτάδι.

 

Κοίτα μπροστά.

Όχι τις σκιές που σέρνονται γονατιστές

τάματα των πανηγυρικών εορτασμών

και των κοσμικών δεξιώσεων

αλλά τα καρφωμένα σώματα στον τροχό της ιστορίας.

 

 

 

 

 

 

 

Λ.Β΄

 

Νύσταξα ακούγοντας τη θάλασσα.

Πως ήξερε άραγε τόσες ιστορίες

για δάση στοιχειωμένα, ποτάμια δίχως γεφύρια

ξωκλήσια του προφήτη Ηλία γιορτινά

στ’ απάτητα οροπέδια του βορά;

 

Πως θυμόταν μέσα σε κοχύλια, άμμους και βότσαλα

τόσα αλώνια, τρύγους κι αγκαλιές βιαστικές;

 

Η θάλασσα δεν ξέχασε γι’ αυτό μας περιμένει.

 

 

 

 

 

 

Λ.Γ΄

 

Όχι , μην κάνεις τους στίχους μου τραγούδι.

Θέλω ν’ ακούς μόνο

των γραμμάτων τις νότες στην αρμονία των λέξεων.

 

Με ρυθμό δοξαστικό και μέτρο αρχαίο

η συγχορδία των ανέμων.

 

 

 

 

Λ.Δ΄

 

Η μόνη ελπίδα που απομένει σ’ αυτόν τον κόσμο

είναι να νοιώσει το τέλος του.

 

Να καταλήξει κυλώντας, μέσα στη λάσπη

των τσακισμένων ανθρώπων

σε χέρια λιωμένα φτερά

με κομμάτια σπασμένα βλέμματα

βροχερών σκιών κι αποστεωμένων αγνώστων.

 

Τελευταία θυσία

στον ωκεανό της βαθιάς σκουριάς

με την μεταλλική οσμή του αίματος

πάνω στο χνάρι του άωρου Θεού των Καβείρων

και τα καμένα δαφνόφυλλα.

 

 

 

 

 

Λ.Ε΄

 

Ήρθε επιτέλους.

Πάνω που είχαμε χάσει κάθε ελπίδα.

Κι ούτε που θυμόμαστε πια

ποιοι κι από που τον έστειλαν.

 

Κανείς δεν νοιάζεται τώρα για τέτοιες θλιβερές

λεπτομέρειες. Πρωτεύει να σωθούμε.

 

Αυτός θα εξυγιάνει, θα νομοθετήσει, θα εφαρμόσει.

Φτάνει να μην είναι αργά για την αυταπάτη.

Αρκεί να μην είναι αργά για τον πολιτικό αναμορφωτή.

 

 

 

 

Λ.Ζ΄

 

Σίδερα στο Μεταξουργείο ως την Πειραιώς

και ποτάμια οδοφράγματα, φλόγες παλιές και λάβαρα

συνθήματα-πανό των ιδεών κι Άγιοι μύθοι όπως

η Πρώτη γραφή.

Πώς να φτάσεις στην Καισαριανή κι από κει στην Κοραή

ως το ανακριτικό

μέχρι την Πατησίων 42, των προδομένων ιδανικών

μπροστά απ’ την «ταράτσα της Μπουμπουλίνας»;

 

Πρώτη φορά στροφή αριστερά, στο αδιέξοδο.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΛΟΓΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟΣ

 

 

 

 

 

Λ.Α΄

 

 

Μεγάλη και φέτος η καθιερωμένη πορεία

προς την ένδοξη πρεσβεία των γενναίων ελευθερωτών.

Ψηφιακά προσκλητήρια σταλμένα μαζικά

στα έξυπνα κινητά αυτοκόλλητα σε τοίχους

και σε σχισμένες περσινές αφίσες. Και τι πειράζει;

Τα αιτήματα μας είναι πάντα επίκαιρα και προπάντων δίκαια.

 

Αύριο Παρασκευή μέσα Νοέμβρη κι όμως έχει έναν ήλιο

επίτηδες θαρρείς ανοιξιάτικο πρόωρα αναστάσιμο

όπως η αποτυχημένη μας επανάσταση.

 

Ας τους λοιπόν αυτούς να τρέχουν.

Ας τους ν’ απαγγέλουν στίχους ξεχασμένων ποιητών

κι όσων δεν τόλμησαν να πεθάνουν νωρίς.

 

Εμείς πια μάθαμε.

Κι ούτε που αρνούμαστε κι αδιαφορούμε

κι ούτε βέβαια πως θέλουμε.

Γιατί να ξέρεις και το «εμείς» περισσεύει.

Ο καθένας να λυπάται χωριστά για τον εαυτό του.

 

Ένα μόνον ελπίζουμε: νέοι να λησμονήσουμε

πριν να λησμονηθούμε.

 

 

 

 

 

 

Λ.Β΄

 

 

Αν πετάξω μ’ εκατό φτερά

πάνω από τις οχυρωμένες πόλεις

με χίλια λέπια στη ράχη

με τη φωτιά και στο σπαθί στα χέρια

αν περπατήσω θάλασσες,

θα έρθεις να φύγουμε για εκεί

που δεν περιμένουν πια Σωτήρες;

 

 

 

 

 

Δεν είμαι ξένος σε καμιά πατρίδα.

Συνεπής στις απαιτήσεις και το καθήκον

ενήμερος φορολογικά, δανειολήπτης συνεργάσιμος

νομοταγής και πρόθυμος.

 

Ψηφίζω, ορκίζομαι, τηρώ.

 

Στα γήπεδα, στις συγκεντρώσεις, στα σωματεία.

Σε εκδηλώσεις, διαμαρτυρίες και πορείες καθιερωμένες

για την εξέγερση, την απελευθέρωση, την αποκατάσταση.

 

Δεν είμαι ξένος λοιπόν σε καμιά πατρίδα.

 

Όσο για εκείνες τις πατρίδες που με ρωτάς

των ποιητών και των αθώων ποιος νοιάζεται;

 

Ποιος ξέρει κι αν ποτέ υπήρξαν στ’ αλήθεια.

 

 

 

 

 

 

Λ.Δ΄

 

Ως την πόρτα μας κολύμπησε το δελφίνι.

Μέσα στ’ ασπρόμαυρα κύματα

της μαρμάρινης σκάλας για να μας σώσει

μοτίβο σε ψάθινο χαλάκι.

 

Άδικος κόπος.

Έχουμε ναυαγήσει και χαθεί εδώ και χρόνια.

 

 

 

 

 

 

Λ.Ε΄

 

Τώρα ξέρουμε.

Ζήσαμε το παρελθόν μιας αυταπάτης.

Τότε που και το μέλλον μας θα ήταν μια χούφτα

αναμνήσεις από την χώρα των ηττημένων.

 

 

 

 

 

 

Λ.Ζ΄

 

Σήμερα ο ήλιος καίει.

Κι ας μην τον άφησε η βροχή να κλείσει μάτι όλη την νύχτα.

 

Πώς να δικαιολογηθούμε που πάλι σκεφτήκαμε

το κάτασπρο καλοκαίρι στις αυλές και στις πλατείες;

Το κρυφτό στις αγκαλιές και στις αλάνες

το χνούδι του χειλιού και του ροδάκινου;

 

Πώς να δικαιολογηθούμε που φταίξαμε;

 

 

 

 

 

 

 

Λ.Η΄

 

Εξάγγελος και μύστης

στην πομπή της μεγάλης στοάς προς το θυσιαστήριο

των ψυχών κήρυκας κι απόστολος

είδα την αλήθεια.

Και πριν προλάβω να φωνάξω

έκρυψα την φλόγα στην παλάμη μου

σφιχτά, όλο και πιο σφιχτά

ώσπου μ’ ένα ρίγος σαν ανατριχίλα θανάτου

λιγόστεψε και χάθηκε.

 

Έτσι λοιπόν σβήνουν τα όνειρα!

 

 

 

 

 

Λ.Θ΄

 

Κάποτε θα γυρίσω απ’ το σκοτάδι

πατώντας με τ’ ακράνυχα στα όρια της νύχτας.

Θα’ χω το βλέμμα στυλωμένο στον λαιμό και τη ράχη σου

βλέφαρα μολυβοκάρφια βουτηγμένα στο πρώτο δάκρυ.

 

Θα τιναχτώ με ορμή και την σκιά λυμένη

βραχνάς και πνιγμονή

μέσα από τοίχους, ξύλα, σίδερα και μνήμες

σαβανωμένος κέρινος και σιωπηλός

σαν τελευταίος πόνος που δεν βρίσκει πια

τίποτα για να πονέσει.

Ψυχοπομπός του κόσμου και λυτρωτής.

 

Αν ήταν όλα μάταια θα ήταν τουλάχιστον κάτι.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top