Fractal

Διήγημα: “Ανάμεσα σε ένα «ναι» και ένα «όχι»”

Του Μάνου Μαυρομουστακάκη // *

 

 

 

Ανάμεσα σε ένα ναι και ένα όχι έσκυψε το λουλούδι του να μυριστεί και να μυρίσει. Δεν περίμενε να ακούσει. Ό,τι θυμόταν – παινευτικό οπωσδήποτε- το συντηρούσε χρόνια τώρα. Δεν άντεχε να κοιταχτεί. Την εικόνα του την είχε εντυπωθεί, στα βαθειά του μυαλού του αναλλοίωτη. Σήμερα σηκώθηκε όπως… κάθε μέρα. Άνοιξε την ντουλάπα και σήκωσε δύο φορεσιές. Μια θερινή και μία χειμωνική. Ανάμεσα τους θα επέλεγε. Ανάμεσα σε ένα ναι και ένα όχι. Κοίταξε τον καιρό από το παράθυρο. Είχε κάποια σύννεφα. Ούτε ηλιόλουστη ούτε ανήλιαγη μέρα. Φώναξε για πρωϊνό. Στην αρχή σιγανά, μετά δυνατά. Κανείς δεν απάντησε. Όπως κάθε μέρα. Έμενε μόνος. Με την ανάμνηση τού ανθρώπου- συντρόφου. Τον εγκατέλειψε και ήταν σαν να μην έφυγε ποτέ. Σαν τίποτα να μην ήταν οριστικό. Ανάμεσα σε ένα ναι και ένα όχι. Κινήθηκε προς στο μπάνιο. Το … που κάπως φωτίζονταν από το μικρό του παράθυρο. Μισοσκότεινο, μισοφωτεινό. Δεν άναψε κανένα φως. Έψαξε τα καλλυντικά του ψαχουλευτά, μα από την πολλή επανάληψη, η συνήθεια του τα έβρισκε με τα μάτια κλειστά και ας μην ήταν σίγουρος για την ακριβή τους θέση, για το ναι και για το όχι. Με την αφή των πραγμάτων συνεννοείτο. Δεν χρειαζόταν να βλέπει, αφού είχε μάθει να κινείται ανάμεσα. Να κινείται και να ξεγλιστρά από τις βεβαιότητες, εκείνες που πάνω τους σκάλωναν οι ανυποψίαστοι. Μετά… έφτιαχνε με τα χέρια του την κόμμωση και πιο πολύ χάιδευε τις τρίχες που τού έλειπαν. Την ανάμνηση τους, που γλιστρούσε στο γυμνό κρανίο του. Ήταν έτοιμος για δουλειά. Να αναρωτηθεί για ποιά δουλειά. Πρόσφερε τελικά ή όχι; Δεν ποθούσε την απάντηση. Θα κινούνταν ανάμεσα. Σε ένα ναι και ένα όχι. Κατέβηκε τα σκαλιά που ερχόμενος ανέβαινε, έτσι που ούτε γι’ αυτό να είναι σίγουρος, για το τι στ’ αλήθεια σήμαινε «ανεβαίνω-κατεβαίνω». Βγήκε από την εξώπορτα που επιστρέφοντας θα έμπαινε και κινήθηκε προς τη στάση. Πόσο οξύμωρο αλήθεια… «κινήθηκε προς τη στάση». Μετά θυμήθηκε ότι και η ζωή του όλη προς τη στάση εκινείτο και ησύχασε. Τρόπος τού λέγειν, αφού όταν το ξανασκέφτηκε αναστατώθηκε περισσότερο, αντιλαμβανόμενος ότι η ησυχία που αναζητούσε θα έπρεπε να είναι προσωρινή. Πριν τη μόνιμη, την ασάλευτη. Ήταν τυχερός λοιπόν που ήταν ακόμη στη διαδικασία; Ήταν τυχερός που σκεπτόταν η σκέψη του αεικίνητη σαν το μπαλάκι του πινγκ-πονγκ σε ένα παιχνίδι σε εξέλιξη; Ανάμεσα σε ένα «ναι» και ένα «όχι»; Κοίταξε τον ουρανό με τα μάτια του. Τα σημερινά του μάτια. Ήταν καλός ή άσχημος; Ρώτησε τη διάθεση του. Δεν περίμενε απάντηση.

 

 

 

* Ο Μάνος Μαυρομουστακάκης (γεν. 1960) είναι μαθητής στον σχολείο τής ποίησης συνεχώς … μεταξεταστέος. Έχει υπογράψει μέχρι στιγμής δύο ποιητικές συλλογές (ΟΔΟΙΠΟΡΕΣ ΛΕΞΕΙΣ, 190 & 1 ΧΑΊΚΟΥ. Εκδ. Γαβριηλίδης) και ένα θεατρικό (Η ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ, Εκδ. Δωδώνη)

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top