Fractal

Διήγημα: «Ανακοπή»

Του Μιχαήλ Τσιμπλάκη // *

 

 

f9

 

Είναι φορές που συλλαμβάνεις, τσακώνεις, με κάποιον τρόπο, τέλος πάντων, πιάνεις εσένα την ίδια να αναρωτιέται, τι από όλα όσα είχε εκείνος έχουν εγκατασταθεί μόνιμα μέσα σου, υποθέτεις πως είναι αρκετά, θα ήθελες να είναι αρκετά, για ποιο λόγο θα το ήθελες δεν ξέρεις, πιέζεσαι να παραθέσεις έστω ένα για επιβεβαίωση, σκέπτεσαι λίγο, στο τέλος απαντάς σε εσένα την ίδια. Μια πρόσφατη διαπίστωσή μου είναι ότι είμαι δέσμια της αυστηρής τήρησης της καθημερινής μου ρουτίνας, όπως ήταν κι εκείνος, τα πάντα, στη παραμικρή τους λεπτομέρεια, θα πρέπει να είναι προγραμματισμένα και να γίνονται σε συγκεκριμένο χρόνο, τον συγκεκριμένο χρόνο, η όποια χρονική παρέκβαση που μπορεί να οφείλεται σε αμέλεια ή αβλεψία, ακόμη και σε λόγο ανωτέρας βίας με αναστατώνει με τον ίδιο τρόπο που αναστάτωνε κι εκείνον. Το ξέρεις ότι αυτό είναι ένα είδος καταναγκασμού, ή μήπως δεν το ξέρεις, δεν μπορεί σίγουρα θα το ξέρεις, κάποιος θα στο έχει πει, κάπου θα το έχεις ακούσει, για θυμήσου… άστο θα σου έρθει αν είναι, πες καλύτερα ένα παράδειγμα, μπορείς να αναφέρεις ένα; Και βέβαια μπορώ. Ας πούμε, τα καλοκαίρια, στην παραλία προτιμώ να πηγαίνω στις τέσσερις, έχει λιγότερους λουόμενους, τα παιδιά αν δεν απουσιάζουν παντελώς είναι ελάχιστα, αποφεύγεις το ενοχλητικό παιχνίδι τους με τα κουβαδάκια ανάμεσα στα πόδια σου κι ο ήλιος είναι πιο υποφερτός, σχεδόν εκμηδενίζεται ο κίνδυνος εγκαυμάτων του δέρματος. Η παραλία είναι η ίδια, εκείνη όπου με είχε μάθει να κολυμπώ, για μεγάλο χρονικό διάστημα πίστευα ακλόνητα ότι ήταν το μοναδικό που με είχε μάθει, όταν ελαφρυμένος, στις διακοπές, από τον υπερβολικό φόρτο της εργασίας του έστρεφε την προσοχή του πάνω μου, όμως, διάφορες συμπτώσεις που όλο και συχνότερα μου επανέρχονται, με έκαναν να μετακινηθώ από την μέχρι πρότινος βεβαιότητά μου. Ξεκινώ την προετοιμασία είκοσι λεπτά νωρίτερα, είναι ευτυχώς απλή διαδικασία, δεν με αγχώνει, μού αρκούν μια πάνινη τσάντα, μια πετσέτα, ένα ψάθινο καπέλο, ένα βιβλίο κι ένα αντηλιακό. Μα τί κάθομαι και λέω; Όλα αυτά, μου πήρε χρόνο αλλά το παραδέχομαι πλέον χωρίς περιστροφές, δεν είναι πάρα δικαιολογίες για να δικαιολογήσω τα αδικαιολόγητα, αιτία είναι η συγκεκριμένη ώρα, η ώρα τέσσερις, γιατί εκείνη ακριβώς την ώρα, μέχρι τα πρώτα χρόνια της εφηβείας μου, κάθε καλοκαίρι πηγαίναμε μαζί, οι δυο μας, κρατώντας με από το χέρι, στη θάλασσα. Καταφεύγω σε εκείνη την ίδια παραλία εσκεμμένα, την επιζητώ, με βοηθάει να ανασύρω μια οποιαδήποτε ανάμνησή μου που να μπορώ να την συσχετίσω με την εικόνα του, αποσκοπώντας στην εκπλήρωση μιας ανεξέλεγκτης επιθυμίας μου, την ανάκληση αυτής καθαυτής της ύπαρξής του. Κάτι πιο σαφές, χειροπιαστό, πες ότι δεν είσαι εσύ που ρωτάς εσένα την ίδια και απαντάς η ίδια σε εσένα που ρώτησες, πες πως είναι ένας τρίτος, πως θα καταλάβει, σε τι άλλο θα μπορούσες να εστιάσεις από το συγκεκριμένο παράδειγμα; Αφού με ρωτάς θα το κάνω, δεν τρομάζω πια, μονάχα μην μου πεις, μετά, ότι φταίω εγώ.

Ξαπλώνω στην ξαπλώστρα κι ανοίγω το βιβλίο, είναι ένα σχολικό βοήθημα μαθηματικών του εβδομήντα εννέα, το φυλλομετρώ φύλλο – φύλλο αγγίζοντας απαλά με τα ακροδάχτυλά μου τις κόκκινες μολυβιές στις σελίδες του, μου το είχε αγοράσει όταν πήγα στην πρώτη γυμνασίου. Τότε καθόμασταν στο μπλε τραπεζάκι, λίγα μέτρα πιο πάνω από τη γραμμή της θάλασσας, στη σκιά της πέργολας του ουζερί και με τάιζε γαρίδες, το επιδίωκα κάθε φορά επίμονα, καθισμένοι αντικριστά, άνοιγε τις παλάμες του κι έκλεινε μέσα τους σφιχτά τα ακουμπισμένα στη μαρμάρινη επιφάνεια χέρια μου κι εγώ παραδινόμουν στη δύναμή τους, «με πονάς», έλεγα κι εκείνος χαμογελούσε, απορούσα που την έβρισκε τόση δύναμη, είναι αγόρι σκεφτόμουν, έτσι είναι φτιαγμένα τα αγόρια, πιο δυνατά από τα κορίτσια, όμως, εγώ ότι ήθελα το είχα, έβρισκα τον τρόπο να το παίρνω, έτσι ήθελα να καθόμαστε κι έτσι καθόμασταν, όχι δίπλα, αντικριστά για να κοιταζόμαστε στα μάτια, κοίταζα τα πρασινωπά του μάτια και τα δευτερόλεπτα μου φαίνονταν ώρες, κοιταζόμασταν χωρίς να λέμε λέξη κι όμως ένοιωθα ότι μιλούσαμε, τα λόγια που δεν προφέραμε ήταν σαν να τα ακούγαμε, πρωτόγνωρη αίσθηση που επιζητώ να την αναβιώνω στις αναπολήσεις μου. «Θα σε μάθω μαθηματικά», έλεγε κι εγώ ταραζόμουν, «τα μαθηματικά είναι η ποίηση της λογικής, είναι μουσική χωρίς ήχους», συνέχιζε κι εγώ ξεχείλιζα από έντονο θυμό, διέκρινα καθαρά ότι αγαπούσε τα μαθηματικά με έναν ξεχωριστό τρόπο, όταν κατάλαβα ότι ήταν ο δικός του τρόπος να υπάρχει μέσα στον κόσμο ήταν πλέον αργά και για τους δυο μας, αυτή του η αγάπη έγινε το μαρτύριό μου, μού μετέδιδε ανασφάλεια και μου προξενούσε ζήλεια, επέμενε να τα αγαπήσω κι εγώ, τα μίσησα, εγώ ή τα μαθηματικά, τα μαθηματικά ή εγώ αναρωτιόμουν συνεχώς, «μόνον εγώ», έλεγα κι έκλαιγα ασταμάτητα, τον ήθελα αποκλειστικά για εμένα, κατάδικό μου, βασανιζόμουν με την αναποφασιστικότητά του κι απέφευγα να τον ρωτήσω φοβούμενη την απόρριψη, σιωπηρά τού έδινα χρόνο ελπίζοντας να επιλέξει, ένοιωθα τέτοια απογοήτευση που τα βράδια δεν μπορούσα να κλείσω μάτι.

Εκείνες όμως τις στιγμές, της απόλυτης απομόνωσης μας, έχοντας επίγνωση της ικανοποίησής μου και της επιβολής μου πάνω του επινοούσα τα πάντα για να παρατείνω την διάρκειά τους, εκείνες τις στιγμές, τις σπάνιες, τις μόνες που αναπλήρωναν μέσα μου το κενό της έλλειψής του, της έστω και πρόσκαιρης κυριαρχίας μου, δεν αμφέβαλα, ήμουν σίγουρη ότι τον κρατούσα στη χούφτα μου σαν κάτι εύθραυστο και πολύτιμο προσέχοντας μην μου πέσει, μην μου σπάσει, μην τον χάσω. Και μετά, τί έγινε μετά, όλα αυτά χάθηκαν, τα άφησες τόσο εύκολα να χαθούν, έβλεπες τη θάλασσα να τα παίρνει στο πάτο της κι εσύ δεν έκανες τίποτε; Είσαι υποκρίτρια, η συνέχεια σού είναι λίγο πολύ γνωστή, αλλά αφού επιμένεις θα στην επαναλάβω. Όταν τον έβγαλαν στην ακτή, ήσουν κι εσύ εκεί, ακούμπησαν το σώμα του ανάσκελα πάνω στα βότσαλα, οι λουόμενοι σχημάτισαν γρήγορα έναν κύκλο γύρω του και δυο από αυτούς βρέθηκαν πάνω του, ένας του έκανε μαλάξεις με ρυθμό στο στέρνο, από τα μελανιασμένα χείλη του έφτυνε θάλασσα, σταμάταγε και συνέχιζε ο άλλος, στόμα με στόμα του φύσαγε μέσα την πνοή του, «μακάρι να είναι ο Θεός», ψέλλισα, αλλά δεν ήταν. Αργότερα, και μη με μέμφεσαι για αυτό, όταν έκρινα ότι ήρθε η ώρα μου, παντρεύτηκα για να κάνω οικογένεια κι έφερα τον άντρα μου να ζήσουμε στο ίδιο σπίτι που ζούσα και με εκείνον. Το ξέρεις, είμαι ήδη πενήντα ετών, όσο κι εσύ, και εξακολουθώ να ζω μαζί με τις κόρες μου στο ίδιο σπίτι που ζούσα και με εκείνον, η μόνη αλλαγή που έκανα ήταν στο υπνοδωμάτιο, εκτιμώ ανούσια, αντικατέστησα το συζυγικό κρεβάτι με ένα ημίδιπλο, καθώς κι από τον παράμεσο του αριστερού χεριού μου έβγαλα την βέρα του άντρα μου και φοράω την δική του. Μα για ποιον μιλάς τόσην ώρα;

 

 

 

 

* Ο Μιχαήλ Τσιμπλάκης, αρχιτέκτονας μηχανικός, κατάγεται από το Πυθαγόρειο Σάμου, ζει και εργάζεται στην Αθήνα.

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top