Fractal

«Να κάνουμε τόπο στα θαύματα»

Γράφει ο Μιλτιάδης Ζέρβας //

 

Με Αφορμή την ποιητική συλλογή «Ανακομιδή» του Άγγελου Καλογερόπουλου, εκδ. «Εν Πλω», 2016

 

«Ανακομιδή» για την Εκκλησία μας είναι η μεταφορά των οστών του νεκρού σε έναν άλλο τάφο ή σε κάποιο οστεοφυλάκιο. Αυτή η μετακίνηση μπορεί ακόμα να σηματοδοτεί τη μετοικεσία, την απομάκρυνση δηλαδή από τη γενέθλια γη που υποδέχτηκε τους οικείους νεκρούς και την εγκατάσταση σε έναν άλλο τόπο.

Στην συγκεκριμένη περίπτωση η Ανακομιδή που έχουμε μπροστά μας δεν είναι σύμφωνα με τον δημιουργό, μια ποιητική συλλογή, αλλά μια «ακολουθία», δηλαδή μια οργανική συνύπαρξη ποιημάτων, τραγουδιών και μουσικής, όπου ενώ τα «επί μέρους δεν χάνουν την αυτοτέλειά τους, συνυπάρχουν σε μια συναγωγή επί τω αυτώ».

Και επειδή η ποίηση «δεν διαβάζεται μόνο, αλλά ακούγεται κιόλας, κι επειδή τα τραγούδια δεν ακούγονται μόνο άλλα διαβάζονται επίσης», προτιμήθηκε από τον ποιητή η έκδοση ενός βιβλίου που συνοδεύεται από δίσκο ώστε η ακολουθία αυτή να υπηρετεί το ενδιαφέρον τόσο του αναγνώστη όσο και του ακροατή.

Μελετώντας τις ευάριθμες συλλογές που έχει εκδώσει ο ποιητής, παρατηρούμε πως αντλεί πολλές φορές το λεξιλόγιο του από τον πλούτο του εκκλησιαστικού μας λόγου. Έτσι αναδύονται από τα ποιήματά του λέξεις όπως: «ανακομιδή, θαύμα, ασκητές, λιτανείες, ο Αγαθός Πατέρας, το σώμα του Αμνού» κ.ά., λέξεις που κλείνουν μέσα τους, μια μυστική ποιητική διάσταση. Άλλωστε από την ίδια αστείρευτη πηγή άντλησαν και στο παρελθόν οι μεγάλοι ποιητές μας, όπως ο Παλαμάς, ο Σεφέρης, ο Ελύτης στο «Άξιον εστίν», αλλά και ο Ρίτσος στον «Επιτάφιο». Παράλληλα η θεματογραφία του αντλείται από τα ακλόνητα πιστεύω της Ορθόδοξης Δογματικής, αλλά και από τα μεγάλα ζητήματα της Νεοελληνικής πραγματικότητας, όπως ο εμφύλιος, η Μεταπολίτευση, το προσφυγικό και το μεταναστευτικό πρόβλημα. Πραγματεύεται όμως και αιτήματα παγκοσμίου ενδιαφέροντος που έχουν να κάνουν με τον οδοστρωτήρα της παγκοσμιοποίησης, τους σύγχρονους ιμπεριαλιστικούς πολέμους και την ωμή κρατική βία που ασκείται απέναντι στον απλό πολίτη όπως πολύ παραστατικά απεικονίζεται στο ποίημα που ακολουθεί:

«Είδα τους πύργους να πέφτουν

 

Ένα κινέζο φοιτητή να σταματάει τα τανκς

τις νύχτες της Βαγδάτης να τις φωτίζουνε βόμβες

τον Σολωμού να ανεβαίνει τον ιστό με τσιγάρο

και να πέφτει

είδα

ξανά στο δικό μας κενό.

 

Είδα τους πύργους να πέφτουν

 

Το τείχος του Βερολίνου λουσμένο στις μπύρες

Πουτάνες ουκρανές να ξεβρακώνονται σε μάτια εφήβων

Ασιάτες προσανάμματα σ’ ανύποπτα μάτια

από την πρέζα γυρισμένα τα μάτια

είδα…»

ΟΙ ΠΥΡΓΟΙ ( Το φωτεινό παράθυρο, Ίνδικτος 2004)

 

Άγγελος Καλογερόπουλος

 

Μέσα από τα ποιήματα του αναζητά συστηματικά ο ποιητής την ερωτική πλευρά των πραγμάτων και των πλασμάτων, ενσωματώνει στην ποιητική του τέχνη το μυστικό μήνυμα που κλείνει ο έρωτας τόσο στην αρχαιοελληνική όσο και στη χριστιανική του διάσταση που είναι ότι το φθαρτό, το χωμάτινο είναι δυνατόν αν μπολιαστεί με το ουράνιο στοιχείο με το υπερκόσμιο, με τη Χάρη, είναι τότε δυνατόν να μεταμορφωθεί, είναι δυνατόν να νικήσει τα δεσμά του Θανάτου, είναι δυνατόν να ακτινοβολήσει με μια λάμψη θεϊκή, οπότε η στάχτη υψώνει κεφάλι και κερδίζει οριστικά την παρτίδα.

Ένα άλλο θέμα που πραγματεύεται με επιμονή στις συλλογές του είναι η ξενιτειά, κυρίως στην πνευματική της διάσταση, το πλάσμα δηλαδή που ζει μακριά από την πραγματική του εστία, και βασανίζεται από την νοσταλγία για τον Ουρανό, τη δική του και τη δική μας «λησμονημένη Ατλαντίδα». Γι’ αυτήν την ανώτερη πραγματική μας πατρίδα, χωρίς να αρνείται ο ποιητής την προσήλωση του στα ελληνικά χώματα καταθέτει τους ακόλουθους στίχους:

Η πατρίδα είναι χώρος αμφίβολος,

τόπος οικείος, ξένος κι απόξενος

όνομα θηλυκό του αγαθού πατέρα.

Οι ορφανές ημέρες μας, εκεί μας επιστρέφουν…

Ο τόπος μας είν’ ανοιχτός

Τον ταξιδεύουνε βουνά, τόνε πηγαίνουν θάλασσες

Τον φέρνει ο αέρας σαν οσμή

[…]

Κοινός μας τόπος είναι το χώμα

όπου έσμιξε με το νερό

όταν το φύσηξε η πνοή.

Αυτός ο τόπος δεν έχει όριο

Είμαστε μέσα του ξενιτεμένοι

μαζί πατέρας και μητέρα

μας υποδέχεται στην κρύα προσφυγιά.

 

Η ανάσα του

σπέρνει το σπέρμα

της ζωής.

ΠΕΡΙ ΠΑΤΡΗΣ ( Σύρραμμα, Αρμός 1996)

 

Πράγματι όντας εν αγνοία μας ξενιτεμένοι, ψάχνοντας αγωνιωδώς για φτηνά υποκατάστατα, μας αποκαλύπτει ο δημιουργός τη φθαρτή και τη ματαιόδοξη επιδίωξη για μιαν επίπλαστη καταναλωτική αφθονία, στην οποία έχουμε επιδοθεί οι περισσότεροι μετά τη Μεταπολίτευση, περιφρονώντας και βάζοντας στην άκρη την πλούσια πνευματική περιουσία, της οποίας είμαστε κληρονόμοι, και η οποία κατάντησε για μας «σα μια ξένη φορτική» όπως αναφέρει κι ο Καβάφης.

Έτσι ζούμε μέσα μας , σε προσωπικό επίπεδο αλλά κι έξω μας στην κοινωνική μας διάσταση και χαιρόμαστε, όπως αναφέρει σκωπτικά ο ποιητής,

«το αποτέλεσμα πολλών καταστροφών».

Η καταναλωτική μανία, η αποστροφή για κάθε τι πραγματικά πνευματικό που μας δυσκολεύει, η λατρεία προς την ευκολία και την άνεση, η θεοποίηση κατά συνέπεια των μηχανών στην εποχή μας, θα μας φέρει, αν δεν μας έχει ήδη φέρει, σε μια κατάσταση όπου θα ξυπνήσουμε ένα πρωί και θα παραδεχτούμε πως:

«ξύπνησα σε κάτι σαν πόλη, κτίρια ψηλά, λίγα φυτά, ζώα, δεν είχε μηχανές, δεν υπήρχαν, οι μηχανές ήταν μέσα μας κι έβλεπα μπροστά μου αντί για θάλασσα και γλάρους, ολογράμματα».

ΚΑΠΩΣ ΑΛΛΙΩΣ ( Ανακομιδή, Εν πλω 2016)

Από κοντά έρχεται και η κοινωνική απομόνωση, η μοναξιά όπου ο άνθρωπος δεν είναι πια μέλος μιας κοινότητας, αλλά  κάνει ένα επίμοχθο αγώνα για να καταχτήσει μια πλούσια υλική επιφάνεια μόνος του, αποκομμένος αλλά και σε ανταγωνισμό με τον γείτονά του, τον συντοπίτη του, για να κερδίσει έτσι μια επίπλαστη καταξίωση. Ο ίδιος ο άνθρωπος δεν είναι πια μια αυταξία, αλλά είναι ένα μέσον για την επίτευξη του στόχου των άλλων, πάνω στον οποίο πατάμε για να κερδίσουμε την διάκριση, οπότε τότε ακόμη κι ο έρωτας δεν βιώνεται πια μέσα στην ουσιαστική σχέση των πραγματικών εραστών, αλλά έξω από τις σχέσεις, καμία φορά και επί πληρωμή, έτσι μας λέει ο ποιητής πως

«η Άιντα θα γίνει κάποτε μοντέλο

ή νοσοκόμα ή πόρνη.

θα παντρευτεί νωρίς,

θα κάθεται τα βράδια

και θα χαζεύει την οθόνη μόνη.

[…]]

Η Άιντα που έπειτα την είπανε Ματίνα».

ΑΪΝΤΑ, (Το φωτεινό παράθυρο, ό.π.)

Όμως είναι γνωστό, πως τα επίπλαστα και τα εφήμερα δεν έχουν διάρκεια, και αυτά για τα οποία δώσαμε και σπαταλήσαμε τη ζωή μας θα φθαρούν και θα καταρρεύσουν, οπότε

«θα ’ρθει ο καιρός που θ’ αραχνιάσουν τα νεόδμητα

και τα εξοχικά θα χάσκουν ρημαγμένα».

ΔΕΥΤΕΡΟΛΟΓΙΑ (Το φωτεινό παράθυρο, ό.π.)

Στο μεταξύ «να γεμίζουν αυτοκίνητα οι δρόμοι, να πλημμυρίζει η αφθονία τους κάδους», οπότε φτάνουμε να ζούμε «αψηφώντας το αύριο/που θα ’ναι οι σημαίες διπλωμένες πια/ και τα στεφάνια, φύλλα στα πόδια των περαστικών».

Έτσι, ο καθένας από μας, ώριμος πια, αν και θα έχει υποστεί «σοβαρά εγκαύματα σε τρυφερή ηλικία», επωμίζεται το βάρος μιας ανυπόφορης καθημερινής ζωής και βιώνει τα αδιέξοδα των επιλογών του.

Όμως όπως μας διαβεβαιώνει ο ποιητής δεν έχει σβήσει η κάθε ελπίδα. Φέγγει ακόμη μέσα στα σκοτάδια «το φαναράκι του ποδηλάτου» των παιδικών και των εφηβικών μας χρόνων και μας δείχνει το δρόμο.

Αν και μας περισφίγγουν τα προβλήματα της καθημερινότητας,  αν και έχει πέσει ζοφερό το σκοτάδι της κρίσης πάνω μας, εξακολουθούν να σπινθηροβολούνε μέσα στον καθένα από μας σπόροι φωτός, με τους οποίους έχουμε μπολιαστεί αξεδιάλυτα από τη γέννησή μας.

Μπορεί «οι ίδιες έγνοιες να μας κλέβουν τον ύπνο», ταυτόχρονα όμως, «το ίδιο όνειρο μας τρέφει». Το ίδιο όνειρο για μια καλλίτερη ζωή, το όνειρο για ποιότητα και ουσία στην καθημερινότητα μας.

Τώρα τι να απομένει άραγε σ’ αυτόν τον ζόφο που μας περιβάλλει; Να περιμένουμε ίσως από κάποιον εξωτερικό παράγοντα να δώσει τη λύση, κάποιο θαύμα ίσως, δικαιώνοντας έτσι για άλλη μια φορά τον Βάρναλη όταν αναφέρει πως: «δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα/ προσμένουμε ίσως κάποιο θάμα», ή να αποφασίσουμε μια άλλη στάση ζωής, εκτιμώντας και όχι περιφρονώντας τα πράγματα που μας περιβάλλουν και έχουμε διαθέσιμα στα πόδια μας, στην αυλή μας, κεφάλαια δυνατά όπως η παράδοσή μας, τα έθιμά μας, η μουσική μας, η γλώσσα μας, ο τόπος μας αυτός, ο μικρός. Ας επανεκτιμήσουμε μέσα μας αυτόν τον κόσμο τον Μικρό και τον Μέγα, όπως μας τον φανέρωσε στις κρυφές του διαστάσεις ο Ελύτης.

Κι αυτό ας είναι όντως το θαύμα που περιμένουμε, αυτό που μας έχει από καιρό δοθεί κι όμως το αγνοούσαμε. Το θαύμα αυτό είναι ο τόπος μας με την παράδοση του και τους ανθρώπους του. Μην περιμένουμε άλλο θαύμα, εκείνο που μας μένει είναι να αλλάξουμε την οπτική γωνία που βλέπουμε τα πράγματα, δουλεύοντας από σήμερα με συναίσθηση, ο καθένας από το πόστο του, εφ ω ετάχθη, στο πλούσιο ποτάμι της ελληνικής παράδοσης και του πολιτισμού της.

Διότι, όπως λέει και ο ποιητής μας:

«ναι, μα ναι το θαύμα έγινε

μάλλον το προσπεράσαμε θηρεύοντες τις ηδονές του

καθ’ ημέραν βίου

κι άλλ’ αντ’ άλλων γυρεύοντας μες στα ξένα τα μέρη».

ΑΛΛ’ΑΝΤ’ΑΛΛΩΝ (Λύσις της συνεχείας του δέρματος, Πλανόδιον 1990)

 

Μένει σε μας να «μεριάσουμε το κουρτινάκι / για να κάνουμε τόπο στα θαύματα».

Άλλωστε δεν είναι μακριά ο Ουρανός που θα φωτίσει τη συννεφιασμένη μας ζωή:

Όσο  απέχει το τζάμι από το χνώτο μας

τόσο απέχει κι ο ουρανός από τη γη.

ΚΥΜΑΤΟΘΡΑΥΣΤΗΣ (Λύσις της συνεχείας του δέρματος, Πλανόδιον 1990)

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top