Fractal

Διήγημα: “Ανάγκη”

Του Βαγγέλη Αντωνάκη // *

 

 

 

 

Ήταν δεν ήταν 10 χρονών όταν οι Γερμανοί κατέλαβαν το νησί. Ζούσε ψηλά στο χωριό με τις χαρουπιές και την μεγάλη εκκλησία, στα ιερά κοντά τα αρχαία. Κατέβαινε στον κάμπο ξυπόλυτη και πηδούσε από βράχο σε βράχο με άλματα σίγουρα. Αστιβίδες και γαϊδουράγκαθα πέτσωσαν τις πληγωμένες της πατούσες. Δεν ένιωθε πια να της τρυπούν τα πόδια, ούτε αίμα έβγαινε. Τώρα λαχτάρα ένιωθε, μόνο, και τρόμο. Παντού γύρω σειρήνες και όπλα. Κρύβονταν οι άνθρωποι στο χώμα, στις σπηλιές σαν τα κυνηγημένα μηρυκαστικά.

Τρώγανε τζιτζίκια για να ζήσουν. Ανοίγανε τα βαρέλια με τα σύγκλινα, που είχαν από καιρό αδειάσει και έγλυφαν το λίπος, λίγο λίγο. Την μικρή την έπιασε τύφος και δεν έτρωγε πια καθόλου. Χόρτα μαζέψανε και της έβρασαν να γίνει καλά μα χειροτέρευε και την έλουσαν στο κουτσουνάρι με της πηγής το κρύο νερό. Μα περνούσαν οι μέρες κι έμεναν μόνο κόκκαλα.

Ένα ξένο, σύμμαχο, Νεοζηλανδό έκρυβαν στο σπίτι, πίσω απ’τα βαρέλια με τα σύγλινα. Είχε τ’αυγά για χρυσάφι και τα έκρυβε καλά στο τσουβαλάκι με τα κουρέλια που κουβάλαγε.

Μισός έμεινε κι αυτός εδώ που τα όρνια τρώνε τους ανθρώπους και οι κατσίκες γλύφουν τις πέτρες να χορτάσουν.

Γυμνά τα βράχια, και σκαλίζουν το σώμα και την ψυχή σ’αυτόν τον τόπο. Φιλόσοφοι κι ερημίτες βρήκαν εδώ πνεύμα χαμένο και βούτηξαν κατάκορφα στα βράχια να το φτάσουν.

Κι ο ξένος είδε το κορίτσι κι άφησε τ’αυγά και το τσουβάλι και πείνασε πιο πολύ. Βγήκε κρυφά μια νύχτα και μέσα από τις πέτρες πέρασε σκυφτός να φτάσει στο στρατώνα να κλέψει φάρμακα.

Δεν κρύφτηκε καλά και σφαίρα τον βρήκε από τα όπλα και τον πήρε στο κατόπι. Χτυπήθηκε βαριά και του ‘κοψαν το χέρι, από την ρίζα, το δεξί. Μισός ανέβηκε πάλι το βουνο να φέρει φάρμακο να σώσει την μικρή. Δεν έτρωγε παρά σκαθάρια και στάρι με νερό και τρύπησαν τα δόντια του και το στόμα του.

Μέρες έκανε να γυρίσει και το κορίτσι δεν το θελε πια το φάρμακο.

Δεν θα ‘θελε ούτε νερά από πηγές και χόρτα νερόβραστα.

Μισός καιρό πια, έμαθε πως βαπόρια συμμαχικά φεύγουν από το νότο κι έπρεπε να κατέβει ανάποδα το βουνό.

Ήταν πολύς ο δρόμος και σκληρός. Ούτε σκαθάρια και τζίτζικες να φάει είχε εκεί. Έπεσε από του γκρεμού το φρύδι και τα πόδια του γέμισαν πληγές. Δεν κουνούσε, μα δεν πέθαινε. Ένας Άγγλος τον πήρε για νεκρό και συνέχισε να πιάσει το χώμα της λευτεριάς στην απέναντι όχθη της Αφρικής.

Μόνος του με τα όρνια πάλευε να τον κοιτάζουν και να τον γυρίζουν. Κατακόρυφα έπεσαν και του φαγαν τα κόκκαλα, τα χωρίς κρέας.

Του το είχε φάει, όλο, ο πόλεμος.

 

 

* Ο Βαγγέλης Αντωνάκης είναι απόφοιτος του τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης. Ασχολείται με την δημιουργική γραφή, αρθρογραφεί σε δύο blogs και εργάζεται ως υπάλληλος βιβλιοθήκης.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top