Fractal

Σημάδια του χρόνου

Γράφει ο Δημήτρης Παπακωνσταντίνου // *

 

anadoxoi-kairoiΣκέψεις πάνω στην ποιητική συλλογή της Πηνελόπης Γιώσα, “Ανάδοχοι καιροί”, εκδ. Γκοβόστης

 

Η ποιητική συλλογή της Πηνελόπης Γιώσα κέντρισε αμέσως το ενδιαφέρον μου με τον αινιγματικό της τίτλο “Ανάδοχοι καιροί”. Είναι -ασφαλώς- ένας ευρηματικός τίτλος που επιδέχεται πολλές ερμηνείες. Στα 33 μακροσκελή της ποιήματα, βρήκα μεστό ποιητικό λόγο που εκφράζει με εκπληκτική άνεση και χωρίς να κουράζει τον αναγνώστη, έναν βαθύ προβληματισμό γύρω από τον χρόνο που κυλά ασταμάτητα αφήνοντας πίσω του μνήμες γλυκόπικρες που δε σβήνουν.

Ο άνθρωπος είναι γεννημένος να αντέχει ακόμα κι όταν όλες οι προσπάθειες ναυαγούν. Είναι άλλωστε υδρόβια η φύση του από την εποχή που βρισκόταν στην κοιλιά της μάνας του. Έχει μάθει λοιπόν να κολυμπά και να επιβιώνει από τα ποικίλα ναυάγια της ζωής. Ακόμα κι αν οι θάλασσες που τον απειλούν είναι θάλασσες αναμνήσεων, καταφέρνει και γλιτώνει:

 

“Εσύ κολύμπησες με λέπι και κουπί

και προπορεύτηκες

Στη θάλασσα της μνήμης

να μη δειλιάζεις ούτε στιγμή

Και μη μου πεις ξανά κολύμπι πως δεν ξέρεις”

 

Οι ενήλικες γύρω της γέρασαν όλοι κι αυτό την ανάγκασε να συνειδητοποιήσει το χρόνο που άρχισε να βαραίνει και στους δικούς της ώμους. Άλλωστε, οι συνομήλικοί της έκαναν δικές τους οικογένειες και σπρώχνουν τα καροτσάκια με τα δικά τους παιδιά στις πλατείες. Παρόλα αυτά, στην  ψυχή της ποιήτριας παραμένει μια παιδικότητα που δε θέλει να παραδεχτεί το χρόνο που κυλά αδιάκοπα. Κάποιες φορές, μετρά το χρόνο βλέποντας τον τρόπο με τον οποίο αλλάζουν γύρω της τα ίδια τα πράγματα. Στο ποίημα “Η Συκιά” συνειδητοποιεί τη δική της πορεία προς την ωριμότητα, καθώς βλέπει το δέντρο να δυναμώνει και να αναπτύσσεται. Η “γινομένη νιότη” γεννά καρπούς γλυκούς σαν τους γλυκούς καρπούς του δέντρου:

 

“Έι, εσύ συκιά,

κυρά του περβολιού

γεννοβολάς ετοιμόγεννα πουγκιά ηδυπάθειας

μικρά χαρτζιλίκια του ελεήμονος Θεού”

 

Πηνελόπη Γιώσα

Πηνελόπη Γιώσα

 

Η ποιήτρια ψάχνει βαθιά μέσα της την αληθινή της φύση. Ο μίτος που κρατά και ξετυλίγει δεν την οδηγεί έξω στο φως, αλλά βαθιά στον μέσα εαυτό, σε κλειστά, κρυφά και σκοτεινά δωμάτια της ψυχής. Αναρωτιέται αν θα βρει εκεί μέσα κάτι από την καθαρότητα του Θεού ή κάτι από το σκότος του διαβόλου:

 

Mην είσαι δαίμονας ή άγγελος

κατάρα ή ευλογία;

Κι αλήθεια, η πτώση από τον παράδεισο

να` ναι αφετηρία ή προορισμός;”

 

Φαίνεται πως την ψυχή της ποιήτριας διαποτίζει  η χριστιανική διδαχή σχετικά με την αιωνιότητα της ψυχής στον παράδεισο των δίκαιων και αγαθών. Ατενίζει, όμως, με δέος τον ουρανό σκεπτόμενη τη γήινη, φθαρτή και χωμάτινη φύση μας. Γιατί άραγε μας έδωσε ο Θεός την ελπίδα του ουρανού, αφού είναι πάντα τόσο ψηλά και τόσο απρόσιτος; Είναι εφικτή η ομοίωση με τον Θεό; Να που οι άνθρωποι δεν αγωνίζονται να βελτιωθούν κι ορισμένοι κάποτε γερνάνε χωρίς να ωριμάσουν:

 

“Φοβάμαι μη δεν προλάβεις

να κοινωνήσεις συγχώρεση

και μείνουν αυτές οι ρυτίδες

αναίτιες”

 

Ο λόγος της γίνεται καυστικός και ανελέητος καθώς συλλογίζεται την αθλιότητα που κρύβει η αλαζονεία. Είναι -λέει- ένα οίδημα, ένα βρώμικο απόστημα της ψυχής που “εκκρίνει σμήγμα χολικό”.

Τι νόημα έχει να θέλει κανείς να αποκτήσει φήμη μεγάλη; Στο ποίημα “Ο Πολύφημος” αξιοποιεί τον ομηρικό μύθο για να καταλήξει στο συμπέρασμα πως η πολλή φήμη δεν ωφελεί. “Πολύφημος” ονομαζόταν κι ο γίγαντας, αλλά έβλεπε μόνο με ένα μάτι, μέχρι που το έχασε κι αυτό, γιατί τον κατάστρεψε ο υπερτροφικός εγωισμός του που γιγαντώθηκε μέσα του.

Η ποιήτρια επιστρέφει ξανά και ξανά σε υπαρξιακές αναζητήσεις. Μιλά για τον Θεό, για την αμαρτία, για το καθαρτήριο και για την εναγώνια προσπάθεια απόκτησης αυτογνωσίας. Μιλά για την ηθελημένη απομόνωση, για την αυτοσυγκέντρωση, για την αναζήτηση με κάθε μέσο του ξεχασμένου εσώτερου εαυτού. Έπειτα, έρχεται η δύσκολη ανάβαση, ο κάματος, τα πληγωμένα χέρια που σφίγγουν το σχοινί της αναρρίχησης, μέχρι που τα εμπόδια υποχωρούν κι οι Συμπληγάδες συντρίβονται κάτω από μια φτέρνα που σκλήρυνε πολύ κι έμαθε να αντέχει. Το αισιόδοξο μήνυμα που δίνει στον αναγνώστη, είναι πως η ψυχική ανάταση είναι εφικτή. Κι αμέσως μετά, με καθαρά δραματικό τρόπο, τα πάντα ανατρέπονται. Στο ποίημα “Ψυχανέμισμα” που είναι δοσμένο σαν μια μικρή αρχαία τραγωδία, η “Μονωδία” μιλάει για την ηρωική ανάβαση, όμως το “Χορικό” έρχεται να μιλήσει για την τρομακτική πτώση. Οι άνθρωποι δε συγχωρούν την ανάβαση κι όσα κερδίζει κανείς με αγώνα σκληρό, εύκολα καταντούν σκορπισμένα ανεμομαζώματα. Οι άλλοι θα έρθουν με θράσος να σου τραβήξουν το μανίκι:

 

“Σωστά την κατρακύλα δεν εκτίμησες

όταν μια μέρα βάλθηκαν να σου τραβήξουν το μανίκι

και γίνανε ανεμομαζώματα μεμιάς

τα ύψη κι οι αναβάσεις”

 

Στην ποίηση της Πηνελόπης Γιώσα δε βρήκα φως χαράς και αισιοδοξίας. Δε βρήκα λυρικές εξάρσεις και τραγούδι ψυχής. Κι αν μίλησε στη “Μονωδία” για ανάβαση, έχω την αίσθηση πως αυτό είχε ως στόχο άλλο σκοπό : Να τονιστεί στο “Χορικό” η πτώση από ακόμα μεγαλύτερο ύψος! Η ποιήτρια πιστεύει πως τα όνειρα είναι καταδικασμένα να πεθαίνουν ανεκπλήρωτα. Υπακούμε σε ένα προαιώνιο σχέδιο που αγνοεί τη δική μας βούληση και τις δικές μας επιθυμίες. Δυστυχώς, αυτό το σχέδιο δεν αλλάζει.

 

“Όσα αστέρια κι αν φυτέψω στο πανέρι τ` ουρανού

ο δρόμος του πεπρωμένου δεν φωτίζει

Πάντα κάποιο αόρατο χέρι θα σβήνει

την άσπρη κιμωλία στο μαυροπίνακα”

 

Ακόμα κι η ποίηση είναι μια επιτακτική ανάγκη της ψυχής στην οποία η ποιήτρια υποτάσσεται. Όλοι οι ποιητές είναι “έρμαια”. Είναι “όργανα εκτελεστικά μιας ανωτέρας δύναμης, μιας ανάγκης αδήριτης, μιας τρελής φλέβας που χτυπά”, λέει η ποιήτρια με μοιρολατρική διάθεση.

 

Στη ζωή μας κυβερνά η αδικία και η αναξιοκρατία. Το χρήμα στις σύγχρονες κοινωνίες θεοποιείται. Στο ποίημα “υπόκλιση”, η ειρωνεία της ποιήτριας αγγίζει τα όρια του σαρκασμού, χωρίς όμως να χάσει τη λεπτή “καβαφική” της καταγωγή. Οι πλούσιοι πέφτουν στα γόνατα να μαζέψουν τα κέρματα που η ποιήτρια σκορπίζει στο δρόμο και ονομάζει αυτό το θέαμα πράξη ελεημοσύνης “σ` αυτούς που πράγματι το `χαν ανάγκη”. Γιατί είχαν ανάγκη -μολονότι οι ίδιοι δεν το συνειδητοποιούσαν- από μια βαθιά υπόκλιση! Είναι λοιπόν πράξη φιλανθρωπίας το να διδάσκεις τη σεμνή υπόκλιση στους υπερόπτες! Τα κέρματα από το υστέρημά της έπιασαν τόπο! Ίσως περισσότερο απ` όσο θα έπιαναν αν τα έδινε στους επαίτες.

Η ποιήτρια στηλιτεύει την υποκρισία μας στις τυπικές εκφράσεις μιας εξωτερικής φιλανθρωπίας, χωρίς βάθος και χωρίς ηθικό αντίκρισμα. Οι πολιτείες στα μάτια της είναι αμαρτωλές. Τα μεγαθήρια υψώνονται σαν “σφιγμένες βλάσφημες γροθιές” στον ουρανό του Θεού. Μοιάζουν με πύργους της Βαβέλ που χτίζονται με αλαζονεία αξιοκατάκριτη. Οι λαμπερές βιτρίνες καθρεφτίζουν τη ματαιοδοξία και στην άσφαλτο σέρνονται ποικίλα μηχανοκίνητα “αιλουροειδή που τρέφονται με κόπρο του Αυγεία και ξερατό μες απ` τα σωθικά της γης”. Τριγύρω πρίγκιπες, πριγκίπισσες και μεροκαματιάρηδες που παιδεύονται για το ψωμί της μέρας. Τελικά, μόνο μια λύτρωση απομένει: Η καβαφική αναμονή των βαρβάρων…

 

“Ίσως μονάχα η Καβαφική λύτρωση των Βαρβάρων

να `ναι για σένα τώρα πια

μια κάποια λύσις”

 

Η “Αποκάλυψη του Ιωάννη”, οι “τέσσερις καβαλάρηδες”, οι “επτά φιάλες”, το “Αρνίο”, το “θηρίο” και το “ανοιχτό βιβλίο του ουρανού” απηχούν τη βαθιά θρησκευτική πίστη της ποιήτριας και την πίκρα της απέναντι σε έναν κόσμο που φθείρεται και καταρρέει. Μάταια ζητά στη δέησή της να μην αφήσει ο Θεός να τραβούν μπροστά τα αμαρτωλά του παιδιά που βαστάζουν μαχαίρια και ρόπαλα. Δε μένει όμως μόνο στην κρίση του κόσμου γύρω της. Επιστρέφει με αυτοκριτική διάθεση και αυστηρότητα και μιλάει για το θυμό που κάνει τη γλώσσα της να τρέχει με εγωισμό και πείσμα, απαιτώντας χειραφέτηση από τον νου. Τα λόγια της δείχνουν άνθρωπο που έχει πάρει μέσα του την απόφαση να ξεριζώσει οριστικά κάθε κακή συνήθεια κι οτιδήποτε εμποδίζει την πνευματική ανάταση.

 

“Αυτό το ύπουλο μαλάκιο

που κείτεται στον βυθό

καλά κρυμμένο

μπόρεσε κι απόψε να διαφεντεύσει

του λόγου τον ωκεανό”

 

Ξεχώρισα αμέσως ένα ωραίο ποίημα με τίτλο “Οίκαδε”. Ένα μακροσκελές ποίημα με καθαρό πάνω του το άγγιγμα του μεγάλου δασκάλου Σεφέρη, ένα ποίημα νοσταλγικό, που μιλά για την επιστροφή εκεί που είναι οι ρίζες μας και η καρδιά μας

 

“ ……

Σου το `χα πει κάποτε, θυμάσαι;

Να στρέφεις πάντα την πυξίδα σου στα νότια

σε κλίμα Μεσογειακό.

Εκεί πάντα θα υπάρχει

ένας ανεμόμυλος να σε περιμένει

ιστίο ασιδέρωτο, απλωμένο στην ελευθερία των επάλξεων

τσιτωμένο από τον Μπάτη που φυσάει

την ωραία τόλμη να ταξιδεύει μονάχο του

……….

 

Έγινα έρμαιο των καιρικών δελτίων

σε μια χώρα που της απαγόρευσαν

να λιάζεται στο Ήλιο που της αναλογεί.

Έκλεψα τότε κι εγώ μια ηλιαχτίδα μες στα μάτια μου

κι από τότε την πάω και τη φέρνω στους Βορεινούς”

 

Τι παίρνει, λοιπόν, κανείς για αν θυμάται την πατρίδα; Μια ηλιαχτίδα στα μάτια είναι ικανή να φωτίσει τη ζωή στα ξένα. Από την πατρίδα ποτέ δε φεύγουμε στ` αλήθεια. Την κουβαλάμε μαζί μας σε ένα πλήθος αναμνήσεων που τις φυλάμε με αγάπη, σαν να είναι το πιο πολύτιμο πράγμα στον κόσμο. Ακόμα κι αν είναι συλημένοι οι τάφοι των προγόνων κι αν ο τόπος μας είναι γεμάτος χαμόσπιτα φτωχικά, οι βαλίτσες που πάνε κι έρχονται κουβαλάνε ελπίδες για ένα μέλλον καλύτερο, όμως οι αποχωρισμοί γεμίζουν από λυγμούς. Η εικόνα της πατρίδας φυλάγεται στην καρδιά της ποιήτριας και δε σβήνει:

 

“Κουβαλάω την εικόνα σου πάντοτε μαζί μου

σαν τσαλακωμένη παλιά φωτογραφία

σε στέρνο στρατιώτη

σαν καύχημα αρχοντικής καταγωγής

και σαν λουλούδι ευωδιαστό”

 

Η αγάπη για τους ανθρώπους είναι εμφανής στο ποίημα “αποχαιρετισμοί”. Είναι “πικρή πρόγευση θανάτου” το να αποχωρίζεσαι τους ανθρώπους. Ίσως γιατί οι άνθρωποι υφαίνουν μικρά και μεγάλα κομμάτια της δικής μας ζωής κι όταν απομακρύνονται ξηλώνεται κάτι βαθιά στην ψυχή μας που δεν κλείνει εύκολα:

 

“βαραίνει την τρύπια φόδρα

του λεπτοδείκτη χρόνου”

 

Η ποιήτρια πιστεύει πως ο έρωτας συνδέεται με μικρά καθημερινά πράγματα που μοιράζεται κανείς με έναν άλλο άνθρωπο. Όμως, η απόκτηση κοινών συνηθειών απαιτεί χρόνο. Ο χρόνος συνδέει στ` αλήθεια τους ανθρώπους. Ψυχρές, βιαστικές ερωτικές συνευρέσεις δεν είναι ικανές να καλύψουν τα μεγάλα κενά της ψυχής και μένει πάντα το πικρό συναίσθημα της έλλειψης.

Το “γοργό συναπάντημα των χνώτων” δεν μπορεί να γαληνέψει την ψυχή της. “Ανέραστη καταφρόνια” βλέπει στα μάτια του εραστή της, κάθε φορά που συνειδητοποιεί το ψυχικό κενό. Μετά μένει με τα αιώνια ερωτηματικά της που καμπυλώνουν κι ορθώνονται σαν απειλητικά φίδια, κι οι εξομολογήσεις, “οι άκρως εμπιστευτικές”, αργούν πολύ με το ταχυδρομείο ή χάνονται στο δρόμο και δε φτάνουν ποτέ στον προορισμό τους.

 

Συνοψίζοντας, κεντρικά θέματα αυτής της ωραίας ποιητικής συλλογής είναι η εναγώνια έρευνα στα πιο βαθιά κι ανεξερεύνητα μέρη της ψυχής με σκοπό την αυτογνωσία, ο Θεός που προσφέρει τον ουρανό του παρά τη χωμάτινη φύση μας, ο κακός εαυτός που παρασύρεται στην αλαζονεία, η θεοποίηση του χρήματος, η απουσία συμπόνιας προς τον συνάνθρωπο και ο παράλογος τρόπος ζωής στις τερατώδεις “αμαρτωλές πολιτείες”. Τέλος, ένα θέμα που εμφανίζεται κατ` επανάληψη σε τουλάχιστον τέσσερα ποιήματα είναι οι δεσμοί με την πατρίδα. Ο έρωτας δεν κατέχει σημαντική θέση στην ποιητική συλλογή “Ανάδοχοι καιροί”. Ίσως γιατί πλημμυρίζει την ψυχή της ποιήτριας με λύπη και απογοήτευση, αντί να τη γεμίζει με φως.

 

Κλείνοντας αυτήν την εργασία, οφείλω να πω με θαυμασμό πως η πηγαία ποίηση της Πηνελόπης Γιώσα με γοήτευσε. Άκουγα διαρκώς τη φωνή της διαβάζοντας τους ωραίους στίχους της. Άκουγα την ώριμη φωνή μιας ψυχής που δεν έχασε στιγμή την παιδική της αθωότητα και το δικαίωμα να ονειρεύεται και να χάνεται μέσα στα δικά της παραμύθια. Μια φωνή ειρωνική και σκληρή σαν οργισμένη καταγγελία, όταν μιλάει για το άδικο ή την ασχήμια που καταστρέφει τη ζωή μας, για να ξαναγίνει σε λίγο απαλή, τρυφερή και νοσταλγική.

 

 

 

* O Δημήτρης Παπακωνσταντίνου είναι απόφοιτος της φιλοσοφικής σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου και εργάζεται ως καθηγητής Μ.Ε σε σχολείο της Κοζάνης, όπου μένει μόνιμα με την οικογένειά μου. Το 1996 εκδόθηκε η πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «ΜΙΚΡΗ ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ» (Θεσσαλονίκη, εκδόσεις «ΝΕΑΣ ΠΟΡΕΙΑΣ»). Η δεύτερη ποιητική του συλλογή έχει τίτλο «ΨΙΘΥΡΙΣΤΑ ΣΤΟ ΦΩΣ, ΣΤΟ ΕΡΕΒΟΣ» (Θεσσαλονίκη, εκδόσεις «ΠΗΓH»).

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top