Fractal

Ανάδοχοι Καιροί της Ποίησης

Από τον Γιώργο Ρούσκα // *

 

Προσέγγιση της ποιητικής συλλογής της Πηνελόπης Γιώσα «Ανάδοχοι Καιροί», εκδόσεις Γκοβόστη, Αθήνα 2016

 

Τα χρόνια μου φοράν πατίνια

κι εγώ ψηλοτάκουνα…

Πώς να τα προφτάσω;

Πώς να επέλθει η σύγκλιση;

 

Αυτό είναι το μότο του βιβλίου που βάζει κατευθείαν τον αναγνώστη στα βαθιά του βίου νερά, δίνοντας το στίγμα της πλεύσης, ο οποία συνεχίζεται με άυλα κουπιά, από το πρώτο κιόλας ποίημα της συλλογής «Δεινοί Κολυμβητές»

 

ενώ το βλέμμα των γονιών χεράκωνε κουπί να σε διδάξει

πριν απ’ το θήλαστρο

γιατί μονάχα το κουπί θα μείνει.

 

Ας δούμε τώρα την παρουσία του Γιώργου Σεφέρη1 ευθύς εξαρχής:

 

εδώ αράξαμε το καράβι να ματίσουμε τα σπασμένα κουπιά,

να πιούμε νερό, να κοιμηθούμε.

Ξαναμπαρκάραμε με τα σπασμένα μας κουπιά.

 

Η απαίτηση των καιρών για γρήγορη ενηλικίωση, αγκάθι:

 

Με μεγαλώσανε απότομα ή μου φαίνεται;

Οι υπάλληλοι στα μαγαζιά μ’ αποκαλούν κυρία

το ίδιο και τα παιδιά στον δρόμο όταν περνώ.

 

Ο ποιητικός λόγος, για να ξεφύγει από όλα αυτά, παίρνει το πινέλο και ζωγραφίζει εικόνες δυνατές και ολοζώντανες, όπως λ.χ. στο ποίημα «Η Συκιά»:

 

Έι εσύ συκιά

κυρά του περβολιού

γεννοβολάς ετοιμόγεννα πουγκιά ηδυπάθειας

μικρά χαρτζιλίκια του ελεήμονος Θεού

να βαραίνουν λαθραία τις τσέπες των παιδιών

τον Αύγουστο καβάλα στα ποδήλατα

και να δοξάζουν τη γινωμένη νιότη

 

ή  στο ποίημα «Γιάννινα»:

 

Γη

ζυμωμένη με αγριάδα από τα χέρια του Θεού

νοτισμένη από τον κάματο της ηπειρώτικης ψυχής

που μυρίζει χώμα και πέτρα

η πατρίδα μου.

 

Η σχέση με την εικόνα είναι καθοριστική. Το φανερώνει και ο υποβλητικός πίνακας του ζωγράφου Charles Edward Perugini (1839 – 1918) που κοσμεί το εξώφυλλο και απεικονίζει μια τεράστια, ολόχρυση θημωνιά σε ένα πράσινο λιβάδι, επάνω στην οποία κοιμάται γερμένο, σαν άγγελος ένα κοριτσάκι, με το καλάθι του αφημένο λίγο πιο πέρα. Αθωότητα, γαλήνη, χάρη, αρμονία, ήπια ένταξη του ανθρώπου στο περιβάλλον αναδύονται από την οπτική επαφή με την σύνθεση, που παραπέμπει ευθύς σε παλαιότερες εποχές, εκλύοντας την ανάλογη νοσταλγία.

Σε πλήρη αντίθεση με τις πρόσφατες εικόνες φρίκης των απαράδεκτα και απάνθρωπα δολοφονημένων αθώων παιδιών με χημικά στην Συρία. Εκεί οι καιροί είναι άλλοι, ανάδοχοι του μίσους, του συμφέροντος, της εκμετάλλευσης, της εξουσίας, του φόβου, του «εγώ», της τύφλωσης, της ωμής βίας, του παραλόγου, των ενστίκτων, των δολοφόνων. Καιροί της θρησκοληψίας, του χρήματος και της γεωπολιτικής. Τόσο μακριά και τόσο κοντά μας …

 

Πηνελόπη Γιώσα

 

Είναι η δεύτερη ποιητική έκδοση της Πηνελόπης Γιώσα (πρώτη εμφάνιση: «Ενδόμυχα», εκδόσεις Ηριδανός, 2011). Ο λόγος της είναι δουλεμένος, οι έννοιες «ψαγμένες», οι φόρμες κατά κύριο λόγο ποιητικές. Εύκολα στοιχηματίζεις πως έχει στο καλάθι της (για να μην ξεχνάμε και το εξώφυλλο) την εμπειρία της έκδοσης περισσότερων βιβλίων. Εγώ ομολογώ πως έχασα και το στοίχημα με την ηλικία της, αφού η εντύπωση που μου άφησε το κείμενο, ήταν πως προερχόταν από άτομο μεγαλύτερης ηλικίας. Έπεσα στην παγίδα της λανθασμένης πεποίθησης που μας έχουν φυτέψει, ότι δηλαδή η ωριμότητα είναι ευθέως ανάλογη της ηλικίας. Φευ!

Άλλωστε, κατά την άποψή μου, η ποίηση δεν υπόκειται σε κανόνες, αφού ο ρόλος της είναι να υπερβαίνει κάθε νόρμα, κάθε κανόνα, ακόμα και τον ίδιο της τον εαυτό. Γιατί να έχει όρια ηλικίας; Επιπλέον, όπου και να είσαι, όσα έτη κι αν κουβαλάς στην πλάτη σου, αν είναι να γίνει, θα γίνει, εκεί που δεν το περιμένεις, «εκεί απάνω σε βρίσκει η ποίηση», όπως λέει ο ποιητής (Τίτος Πατρίκιος).

«Εκεί απάνω σε βρίσκει ο Έρωτας» όπως λέει ίδια η Ζωή, θα συμπλήρωνα με παρρησία.

Η Πηνελόπη Γιώσα (Π.Γ. στην συνέχεια) λαχταρά της Ποίησης το Άγγιγμα. Το αποκαλύπτει μιλώντας για μια «φλέβα» του χεριού της:

 

απελπισμένα λαχταρά να κάνει έρωτα μαζί της

να στάξουν μελάνι στο χαρτί

να γεννηθεί η ποίηση

ολάκερη η ύπαρξη πίσω απ’ τις λέξεις.

 

 

Ο τίτλος είναι άκρως ευρηματικός. Ανάδοχες Εταιρείες, ανάδοχοι γονείς, ανάδοχα Κράτη προσφύγων, γιατί όχι και ανάδοχοι καιροί; Το επιμελώς κρυμμένο υπονοούμενο πως ήρθε η ώρα, ώστε οι Καιροί να γίνουν Ανάδοχοι της Ποίησης (αν το έχω συλλάβει σωστά, μα και αν όχι, έχω δικαίωμα να προσλαμβάνω κάθε ποιητικό που διαβάζω όπως θέλω) σε κάνει να ψάχνεις μέσα σου, να αναρωτιέσαι , άρα σε προετοιμάζει να ανοίξεις το βιβλίο με εγρήγορση. Δίδονται οι δυο πρώτες λέξεις, ανάδοχοι καιροί , αρκετές για να προσθέσει κανείς αν θέλει τον δικό του προσδιορισμό στη συνέχεια. Ανάδοχοι καιροί: Ελπίδας, Ζωής, Δράσης, Αλλαγών, Αυτογνωσίας, Βελτίωσης, Παιδείας, Επανακαθορισμού Αξιών, …

Προχωρώντας στην ανάγνωση, όχι μόνο δεν απογοητεύεσαι μα έρχεσαι αντιμέτωπος με συμβολισμούς και διατυπώσεις που έχουν την δική τους δυναμική, όπως για παράδειγμα στο ποίημα «Το Γράμμα», στο οποίο είναι σύμφυτη (όπως συχνότατα συμβαίνει στην συλλογή) η ειρωνεία:

 

ο ταχυδρομικός σου κώδικας εκεί παραπέμπει.

Ποτέ δεν πάψαμε -βλέπεις- να καθοριζόμαστε από κώδικες

 

και το πάει πολύ παραπέρα, στο ίδιο ποίημα, λίγο πιο κάτω:

 

απ’ τα πολλά γραμματόσημα

τυπολατρικά παράσημα της εποχής

που θέλει σίελο πολύ να τ’ αποκτήσεις.

 

Ακόμη ένα παράδειγμα, αναφερόμενη στη «γλώσσα»:

 

αυτό το ύπουλο μαλάκιο

που κείτεται στον βυθό

καλά κρυμμένο

μπόρεσε κι απόψε να διαφεντεύσει

του λόγου τον ωκεανό.

 

«Μυς / μαλάκιο»-«βυθός»-«ωκεανός». Έξοχη απόδοση για τη γλώσσα που «κόκαλα δεν έχει και κόκαλα τσακίζει».

 

Μέλημα της ποίησης η Αλήθεια, παρά την αντίθετη γνώμη του Πλάτωνα. Η αναζήτηση της αλήθειας, μνημονεύεται τόσο διαπιστωτικά όσο και φιλοσοφικά:

 

Η αλήθεια είναι άφατη

την ξέρεις ήδη

έστω κι αν δεν στην είπανε ποτέ.

 

Η ενδοσκόπηση είναι διαρκής και ανελέητη:

 

Μόνη τώρα, στις εσχατιές του κόσμου

ψάχνω να βρω το φταίξιμο

αν βρίσκεται στου έρωτα τη λάγνα φύση

ή στα δικά μου σημάδια ανυπακοής

στης μοίρας το τετελεσμένο

 

έχοντας συνείδηση πως

 

όσες σκάλες κι αν ανεβώ

πάντα εμμένω στη χθόνια φύση μου

Την ομοίωση ακόμα προσδοκώ.

 

Ο σύγχρονος πολιτισμός πνίγει τους ανθρώπους. Οι νέοι το βιώνουν εντονότερα. Εδώ, αυτή η καταπίεση, δίνεται σε αρκετά επίπεδα. Από το πνιγηρό οικιστικό περιβάλλον,

 

Μεγαθήρια σε στάση αμετάκλητη

ορθώνονται

σφιγμένες βλάσφημες γροθιές

προς τον ορίζοντα

 

περνάει στην αναξιοκρατία με ιδιαίτερα σκληρό αλλά αληθινό τρόπο,

 

φάσματα θλιβερά

ολοένα τριγυρνούν σε αξιώματα και θώκους

 

στις σχέσεις των ανθρώπων, στιγματίζοντας την αλαζονεία,

 

αυτοάνοσο νόσημα η αλαζονεία

απόστημα πολλών ποθημένων

 

αλλά και την υποκρισία,

 

τα καθιερωμένα “Merry Christmas

τυπικά, υποκριτικά, ανώφελα,

Την επαύριο ο επαίτης

θα στέκεται στο ίδιο σημείο της γέφυρας

 

ενώ έχει την τόλμη να προειδοποιήσει πως όλα γίνονται βιαστικά χάνοντας την ουσία τους.  Ακόμη και αυτός ο ίδιος ο έρωτας, που μεταλλάσσεται σε κάτι άλλο

 

γιατί κι οι δυο αρκούμαστε

σ’ ένα γοργό συναπάντημα των χνώτων

σε μια συνεύρεση επιπόλαια, βιαστική.

 

Τι απέμεινε από αυτόν;

Απαντά η ίδια σε άλλο ποίημα (η Υστεροφημία του Πόθου)

 

Μονάχα οι πτυχές στα σεντόνια

κι η απόπνοια της ζώσας ύλης

μετά τον κάματο της ένωσης.

 

Η ένωση, έτσι όπως γίνεται, αφήνει ως κυρίαρχη αίσθηση κάματο, όχι πληρότητα, χαρά, ευτυχία. Άρα δεν είναι αυθεντική Ένωση ούτε αυθεντικός, καθάριος Έρωτας. Καταλήγει να είναι μόνο σωματική επαφή. Η Π.Γ. επιλέγει τη λέξη «κάματος» και όχι τη λέξη π.χ. «απόλαυση» ή «ελευθερία» ή «απογείωση» που διψούσα να δω. Τυχαίο; Στην ποίηση τίποτε δεν είναι τυχαίο.

 

Μπαίνει φιλοσοφικά πλέον με ένταση σε καθημερινά (και άκρως επίκαιρα) θέματα, όπως η φήμη

 

τι να την κάνω τη φήμη

αν είναι σαν τον πολύφημο να καταντήσω

 

παίζοντας ωραιότατα με τις λέξεις «φήμη» – «Πολύ-φημος».

 

Η μοναξιά, συστατικό της εποχής:

 

άραγε έτσι να ’ναι τα προεόρτια της μοναξιάς

και του θανάτου η πικρή πρόγευση;

 

σιγά σιγά σπρώχνει προς την απογοήτευση αλλά και την παραίτηση (βλ. ομότιτλο ποίημα)

 

πάντα κάποιο αόρατο χέρι θα σβήνει

την άσπρη κιμωλία στο μαυροπίνακα

 

ενώ μπορεί να οδηγήσει κάποτε και στην αυτοκτονία, όπως αποδίδεται στο ποίημα «Ο Αυτόχειρας».

 

Ο Θεός, παρουσιάζεται ως σωτήριο φως στη σκοτεινιά και την ασάφεια των ανάδοχων καιρών μέσα από διαπιστώσεις ή επικλήσεις

 

μην αφήσεις τ’ αμαρτωλά παιδιά σου

δίχως το έλεος της αγκάλης σου.

 

Σανίδα σωτηρίας για την κ. Γιώσα αποτελούν επίσης η λογοτεχνία και τα γραπτά κείμενα των προγόνων. Γίνονται αναφορές στον Οδυσσέα, στον Φιλοκτήτη, στους Προφήτες, στον βασιλιά Πύρρο αλλά και στον Σάντζο Πάντζα. Ιδιαίτερη μνεία γίνεται σε οριακές καταστάσεις ζωής που την έχουν ταρακουνήσει (βλ. π.χ. στο ποίημα «Το Σπίτι της Άννας Φρανκ»). Στο τελευταίο ποίημα της συλλογής, αναπτύσσεται η γοητεία και επιρροή των παραμυθιών, από τους μύθους του Αισώπου ως τον Κοντορεβιθούλη. Λαχταρά η συγγραφέας την εποχή «που κάποτε πίστευα(ε) στα παραμύθια».

 

 

Η ευρύτητα της παιδείας της Π.Γ. ανιχνεύεται χωρίς δυσκολία, ενώ υπάρχουν επιρροές από την ορολογία του αντικειμένου των σπουδών της (νομικά), όπως συμβαίνει συνήθως. Στα ποιήματα, τα σχήματα λόγου αφθονούν, αποδιδόμενα με μια γλώσσα που άλλοτε καυστική, άλλοτε λυρική, άλλοτε φιλοσοφική, καταφέρνει πάντοτε να είναι ακριβής.

Η ειρωνεία είναι διάχυτη σε μια προσπάθεια καθορισμού εκ νέου των αληθινών αξιών της ζωής. Στο ευρηματικό ποίημα «Υπόκλιση», κάποιος σκόπιμα πετάει στο δρόμο μια χούφτα κέρματα και παρατηρεί αυτούς που τα μαζεύουν, βρίσκοντας την ευκαιρία να στηλιτεύσει ταυτόχρονα και την πλεονεξία και τον εθισμό στο χρήμα

 

Οι περισσότεροι απ’ αυτούς περαστικοί

μες σ’ ακριβά κοστούμια

πέφτουν στα τέσσερα σαν κτήνη                               και βλέπει

 

ολάκερη πλουτοκρατία στα γόνατα

να υποκλίνεται.

 

Ένα τελευταίο ζήτημα. Η μεταμέλεια καθώς μεγαλώνουμε. Ας θυμηθούμε τον Γιάννη Ρίτσο2

 

η μεταμέλεια, λένε, φοράει ξυλοπάπουτσα,

κι αν κάνεις να κοιτάξεις σ’ αυτόν ή στον άλλον καθρέφτη,

πίσω απ’ τη σκόνη και τις ραγισματιές

διακρίνεις πιο θαμπό και πιο τεμαχισμένο το πρόσωπό σου,

το πρόσωπό σου που άλλο δε ζήτησες στη ζωή παρά να το κρατήσεις

καθάριο κι αδιαίρετο.

 

Η αμυαλιά του γήρατος και η πορεία προς τον θάνατο; Η Κική Δημουλά3, έχει την άποψη:

 

Μήπως μαθαίνουμε ποτέ ότι δεν ζούμε;

Κρυφό μας το κρατάει για πάντα ο θάνατός μας.

Το ξέρει μόνον η ζωή που συνεχίζεται των άλλων.

Κουτσομπολιά ονείρων παρεξήγηση οι άλλοι.

 

Παραθέτω τώρα ένα ποίημα ως αντιπροσωπευτικό της γραφής της Π.Γ., το οποίο αναφέρεται μεταξύ άλλων στην μεταμέλεια και στην «αμυαλιά του γήρατος», έχον κατά την άποψή μου, ενεργή σχέση με τα αμέσως πριν παρατεθέντα δυο αποσπάσματα :

 

ΤΟ ΑΦΡΟΝ ΓΗΡΑΣ

 

«Ατάσθαλον ύβριν έτισας»

Με νεανίζοντα εγωισμό

άφησες να μουχρώσει ο νους

κι έβγαλε δόντι και νύχι

πάνω στην αμφιλύκη της ζωής.

 

Κι υπάρχει πάντα χρόνος

για νέμεση και τίση

μετά την ύβρη˙

όμως για μεταμέλεια;

Φοβάμαι μη δεν προλάβεις

να κοινωνήσεις σχώρεση

και μείνουν αυτές οι ρυτίδες

αναίτιες.

  

 

Αναφορές
  1. Γιώργος Σεφέρης, Μποτίλια στο Πέλαγο, Μυθιστόρημα, ΙΒ΄, Ποιήματα, εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα 1979, σελίδα 57.
  2. Γιάννης Ρίτσος, Η σονάτα του σεληνόφωτος, Τέταρτη Διάσταση, εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 1972, σελ. 49.
  3. Κική Δημουλά, Ένα ματσάκι Ωχρότητα, Χαίρε Ποτέ, Ποιήματα, εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα 2003, σελ. 372.

 

 

* Ο Γιώργος Ρούσκας έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές Αχλύς  2 (εκδόσεις ΑΩ, 2010), Αλεξίλυποι Σκιαλύτες (εκδόσεις ΑΩ, 2012), Άυλο Πύαρ (εκδόσεις Χίλων, 2013), Ερώ (εκδόσεις Σοκόλη, 2017),  Χαϊκού (εκδόσεις Σοκόλη, 2017) και το δοκίμιο Νυκτουργία εμβαπτίσεως εις τα ποτάμια του Γιώργου Γεωργούση (εκδόσεις Σοκόλη, 2017).

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top