Fractal

Διήγημα: “Αν είχαν τα δέντρα μιλιά”

Της Μαγδαληνής Θωμά // *

 

 

 

 

«Πήδα το, ρε Λουκουμά, αν έχεις κότσια!»

Μα εγώ κοιτούσα σα χαζός. Μπροστά μου σκιζόταν ο βράχος, η θάλασσα κάτω κόχλαζε. Για να φτάσεις στον άλλο βράχο απέναντι έπρεπε να πάρεις φόρα και να δώσεις σάλτο. Ύστερα το μονοπάτι κατέβαινε ομαλό. Μα έλα που δεν μου ‘φτανε το κουράγιο!

«Λου, λου, λου, η Λουλού, ο Λουκουμάς…»

Χαμήλωνα το κεφάλι μου: ήμουνα «ο Λουκουμάς από την πόλη». Μονάχα η θεία μου μ’ έλεγε με τ’ όνομά μου:

«Θα βγεις για παιχνίδι, Λουκά;»

Κουνούσα το κεφάλι λυπημένα. Έτσι ήτανε, πολύ παιχνίδι είχανε τα καλοκαίρια εκείνα στο χωριό. Και μύγες και κουνούπια και αχινούς. Και βράχια κακοπέρατα. Τρέχανε οι άλλοι στην κατηφόρα κι εγώ τους κοίταγα. Η ώρα περνούσε, μ’ έπιανε αγιάζι. Ύστερα, έπαιρνα σιγά σιγά τον δρόμο για το σπίτι. Ήταν ο δρόμος που με πήγαινε πίσω.

Μέχρι που μια φορά, δεν άντεξα. Πήρα ανάσα και έκλεισα τη μύτη μου με το χέρι σα να έκανα βουτιά. Και κει που κόχλαζε η θάλασσα από κάτω, έδωσα μία στο κενό με την καρδιά να χτυπάει ταμπούρλο. Τσακίστηκα. Μα το είχα περάσει το κακοπέρατο, το καταραμένο! Ο Φώτης έτρεξε να μ’ αγκαλιάσει. Είχα χεστεί απ’ τη χαρά κι απ’ τον φόβο μου.

«Άντε και θα δει αυτός τώρα…»

Εννοούσε τον Αργύρη με το μάτι. Ένα μάτι είχε ο Αργύρης, μα αν σου το ‘ριχνε, να το τινάξεις από πάνω σου, δεν μπορούσες. Τα πάνω έρχονταν κάτω και κείνος τα κανόνιζε με τον τρόπο του. Μια φορά μονάχα τόλμησαν να του το πούνε, «α, ρε αλλήθωρε…», δεύτερη δεν είχε. Σήκωσε τον φταίχτη στα χέρια του και τον κόλλησε στον βράχο. Τον έσφιξε εκεί με δύναμη, του έσφιξε τον λαιμό. Μπλάβισε, κατράμιασε ο Γιωργάκης, μα ο Αργύρης, αντί να τον αφήσει, τον έφτυσε στα μούτρα. Και μόνο όταν είδε τον μικρό να κλαίει, δάκρυα ανακατωμένα με σάλια, τότε τον ξέσφιξε. Έπεσε ο μικρός κάτω, «μη σε ξαναδώ μπροστά μου!» του είπε και του σφύριξε κλωτσιά. Έκανε να σηκωθεί ο Γιωργάκης παραπάτησε, γύρισε την κοιλιά στον αέρα. Κι ο Αργύρης του έδωσε άλλη μία στην κοιλιά.

«Θα σου βγάλω τ’ άντερα!» φώναξε και το μυαλό μου πήγε στον θείο του τον χασάπη. Ήτανε καλός θείος αυτός, κάθε που έσφαζε, μάς χάριζε τις κοιλιές να τις φουσκώνουμε, άσε που όταν το ζώο έσκουζε, δεν το παίδευε όπως άλλοι, μα έκοβε τον λαιμό του μια και κάτω, μαχαίρι. «Καλός άνθρωπος για χασάπης», έλεγε η θεία μου. Πώς έβγαλε τέτοιον ανεψιό να μη δίνει από τη μαχαιριά καλό, δεν το είχα ακόμα καταλάβει. Αλλά ίσως ο Αργύρης να φοβέριζε για τ’ άντερα, επειδή του άρεζε το κοκορέτσι.

Γι’ αυτά και για όλα, δεν τον χωνεύαμε καθόλου τον Αργύρη κι ας τον είχαμε αρχηγό, αυτό έγινε από φόβο και μόνο. Κι από δέος στη δύναμή του. Όταν είχε τις καλές του, σου ΄δινε μια στον ώμο που σου μούδιαζε το κορμί:

«Βίρα, να τετοιώσουμε τα δέντρα!» έλεγε γελώντας μέχρι τ’ αυτιά του. Το ίδιο μου είπε κι εκείνη τη φορά που πέρασα το κακοπέρατο. Μ’ έπιασε απ’ τον ώμο, «θέλεις να το κάνουμε παρέα, Λουκουμά;» με ρώτησε. Το μάτι του ψαχούλευε το δικό μου, μπιρμπιλάτο. Έριξα ένα βλέμμα στον Φώτη, «τι λέει;» κι ο Φώτης μου έκανε νόημα, «θα δεις».

Και είδα. Από την μία μεριά του βουνού γίνονταν πράγματα που δεν τα ήξερα εγώ από την άλλη. Εκεί, στη ρεματιά με τα πλατάνια. Τα έβλεπες από μακριά, ωραία πλατάνια, κοτσονάτοι κορμοί. Μονάχα αν πήγαινες κοντά, καταλάβαινες τι γινότανε. Τα πλατάνια κείνα ήτανε γεμάτα τρύπες!

«Τι κοιτά, ρε; Δε θες να δοκιμάσεις;» μου φώναξε ο Αργύρης. Και κατέβασε το παντελόνι του. Ο Φώτης πίσω τον έκοβε σοβαρός. Κι όταν έφτασαν ο Χαρίδημος, ο Τάσος κι ο Μανώλης, στάθηκαν κι εκείνοι. Περίμεναν σινιάλο του.

«Έτοιμοι!» έκανε ο Αργύρης και γεμίζοντας τα πνεμόνια του, γκάρισε στον αέρα: «γαμώ τη τη λέρα, τη γαλέρα, πέρα ως πέρα!»

Ύστερα, βάλθηκε να τρίβει με το χέρι το πουλί του.

Τον κοιτούσα σα χαζός κι επειδή λίγο-λίγο έμπαινα στο νόημα, άρχισα να τραυλίζω, όπως ήξερα, «χα, χα, χάζεψες, τι κάνεις», αλλά ούτε που μου έδινε σημασία αυτός.

«Εδώ! Εδώ!» του φώναξαν τα παιδιά και του έδειξαν μια τρύπα στο πλατάνι. Πήγε κοντά, στάθηκε. Ένας κόμπος ιδρώτα δάκρυσε πάνω από το φρύδι του -ήτανε μεσημέρι, κατακαλόκαιρο και παρ’ όλη τη δροσιά της ρεματιάς, άναβε η ζέστη. Ο Αργύρης δεν είχε άλλη υπομονή πια. Έκανε ένα βήμα, τίναξε την κοιλιά του μπροστά. Έβαλε τ’ απαυτό του στο δέντρο μέσα. Άρχισε να κουνιέται ρυθμικά, ενώ στα μάτια του στάλαζε μια αγαλλίαση ανείπωτη.

Σαφώς επηρεασμένοι οι υπόλοιποι, κατέβασαν γρήγορα κι αυτοί τα παντελόνια τους. Στη ρεματιά υπήρχαν -ευτυχώς- πολλά πλατάνια και κανένας απ’ αυτούς δε στερήθηκε παρτενέρ, μόνο τρέξανε ν’ αγκαλιάσουνε το δέντρο του ο καθένας, ανεβοκατεβάζοντας τα πόδια τους και σπρώχνοντας το κορμί στις τρύπες βαθιά!

Έτριψα τα μάτια μου. Κι επειδή μου ‘κανε παράξενο να βλέπω πώς ανεβοκατεβαίνανε στη σειρά τόσα κωλαράκια ξασπρισμένα, πάτησα φωνή, λες και συνέβαινε κάτι τρομακτικό και στη φωνή μου απαντήσαν τα πουλιά που σηκώθηκαν από τα δέντρα στον ουρανό και σκοτείνιασαν τον ορίζοντα, σκοτείνιασαν μαζί και την καρδιά μου. Να πω στους άλλους, «τι είναι αυτά που κάνετε, δεν ντρέπεστε», δεν έβγαλα κουβέντα. Κι αφού τέλειωσαν σιγά σιγά ο καθένας με τον τρόπο του, ήρθε ο Αργύρης και με κοίταξε με βλέμμα μελανιασμένο:

«Για δε πήρες δέντρο εσύ, ρε;» με ρώτησε, λες και είχα γυρίσει πίσω τον αρραβώνα. Σήκωσα τους ώμους μου. Με έσπρωξε. Πήγα να φύγω, μ’ έσπρωξε πάλι.

«Άσε με…» μουρμούρισα κι εκεί που ξεγλιστρούσα, κατάλαβα τη χερούκλα του στον λαιμό μου. Το μπράτσο του με γάντζωνε, να πάρω ανάσα δεν μπορούσα κι όπως πάλευα μονάχος -κανένας δεν τόλμαγε να με υπερασπίσει πια- έκανα να στηριχτώ στο δέντρο και τότε ο Αργύρης με βούτηξε, έβγαλε ένα σπάγκο κι έδεσε τα χέρια μου γύρω από τον κορμό. Έπειτα μου κατέβασε το παντελόνι. Άρχισαν τότε όλοι να γελάνε και πιο πολύ απ’ όλους αυτός στ’ αυτιά μου μέσα.

«Δικιά σου τώρα η νύφη για όσο θέλεις!» φώναξε. Και μ’ άφησε έτσι γυμνωμένο.

Κι αφού γέλασαν και το φχαριστήθηκαν, πήρανε δρόμο και με παράτησαν δεμένο εκεί, μες στο καταμεσήμερο. Οι στριγκλιές τους ακούγονταν όλο και πιο μακριά, στο τέλος σώπασαν κι αισθάνθηκα ανακούφιση, αλλά μετά πήρα να φαγουρίζομαι, τα χέρια μου μούδιασαν κι όπως πάλευα να ελευθερωθώ, η τριχιά τα ‘καιγε και να στρίψω το κεφάλι, ούτε αυτό μπορούσα, να κοιτάξω γύρω μου, μήπως έρχεται κανένας να με ξελύσει για να σωθώ. Η ώρα περνούσε και κανένας δεν ερχότανε. Μυρμήγκια άρχισαν ν’ ανεβαίνουν στα μπράτσα μου και στο κορμί μου μια ακρίδα πετούσε απλωτά και τη ζήλεψα. Ούτε να κουνηθώ δεν γινότανε καλά καλά.

«Βοήθεια!» φώναξα, ξαναφώναξα. Μα εκτός από τα πουλιά, δεν μ’ άκουγε κανένας. Ο ήλιος άρχισε να τρέμει μέσα από τα κλαδιά, το γυμνό κορμί μου το έκοβε αεράκι. Ένιωσα την κοιλιά μου να με δαγκώνει, ανατρίχιασα και δίχως να το καταλάβω, άρχισα να βρέχω το δέντρο, να βρέχω μαζί και το παντελόνι μου. Κι όπως στεκόμουνα έτσι εξαθλιωμένος, κατουρημένος και δυστυχής, με πήρανε τα κλάματα και ούτε που έλεγα να σταματήσω, δάκρυα ποτάμια έβγαζε το σώμα μου σαν λόγια που δεν έλεγα, σαν πράγματα που δεν μπορούσα. Ποιος να τα ακούσει τα ανείπωτα λόγια αυτά;

Πόση ώρα πέρασε έτσι, δεν θυμάμαι. Το μόνο που θυμάμαι ήταν όταν είδα τον Φώτη να καταφθάνει. Έβγαλε το σουγιαδάκι του ο Φώτης και άρχισε να κόβει τους σπάγγους, η καρδιά μου αγαλλίασε, αλλά ήταν αργά. Ο ήλιος κόντευε να δύσει και η υπομονή μου είχε πετάξει. Η ανακούφιση έφτανε τόσο καθυστερημένα που τίποτα δεν είχε σημασία πια. Όταν μας δίνουνε ζωή κει που πεθαίνουμε, έχουμε δύναμη να την κρατήσουμε; Η βοήθεια εκείνη είχε έρθει αργά.

«Κάλλιο αργά, παρά ποτέ» μονολόγησε η θεία μου που μ’ έσφιγγε στην αγκαλιά της σαν τρελή.

«Είσαι καλά, αγόρι μου, έπαθες κάτι;» κι εγώ κουνούσα το κεφάλι μου, «καλά, καλά».

«Έννοια σου και θα την πληρώσει ο μασκαράς», μου σφύριξε ο Φώτης στ’ αυτί, την ώρα που με ξάπλωνε στο κρεβάτι κοκαλωμένο. Τον κοίταξα με μάτι που δεν έβλεπε. Τι θα μπορούσε να του κάνει, δηλαδή, του κακού, για να καταλάβω;

«Αυτό κι αυτό», μου είπε ο Φώτης. Και μου ανέπτυξε το πλάνο του. Τον άκουγα με γουρλωμένα μάτια και όταν τέλειωσε, ξεροκατάπια κανονικά. Αυτό που ήθελε να κάνει του αρχηγού δεν ήταν λίγο.

«Και οι άλλοι;»

«Τι, οι άλλοι;»

«Το ξέρουνε το σχέδιο οι άλλοι;»

Κούνησε το κεφάλι του.

«Αμέ, τι νομίζεις!»

Νέος νταμπλάς εγώ.

«Και συμφωνούνε να του το κάνουνε;»

Ο Φώτης ξανακούνησε το κεφάλι του.

«Συμφωνούνε και παρασυμφωνούνε. Τον έχουνε σιχαθεί πια! Άι μα πια…» Και κούνησε το πέτο του σαν να τίναζε ψύλλο.

Στάθηκα προβληματισμένος. Αν κάναμε κάτι τέτοιο στον Αργύρη, κούνια που μας κούναγε, σκέφτηκα. Και ήρθε στο μυαλό μου η εικόνα: να πλησιάζει ο Αργύρης το πουλί του στην οπή του πλατανιού, ενώ μέσα κει καιροφυλακτούνε σφήκες! Πόσο κουράγιο θα ‘χαμε να βάλουμε στην τρύπα του αρχηγού ολόκληρη σφηκοφωλιά;

«Όσο κουράγιο είχε αυτός που σ’ άφησε κει δεμένο και ξεβρακωμένο!» αντιγύρισε ο Φώτης. «Μην πω τώρα τίποτα, τα καντήλια μου…» έκανε με φωνή βαθιά.

Τα πράγματα ετοιμάστηκαν ακριβώς όπως τα πρόβλεψε. Κι όταν περάσαμε το κακοπέρατο -η ψυχή μου λιγώθηκε τόσο που παραλίγο να πέσω στον γκρεμό εκείνη τη φορά και να τσακιστώ- τρέξαμε την πλαγιά, φτάσαμε. Κάναμε νόημα ένας στον άλλο. Ο Αργύρης προχώρησε μπροστά αποφασισμένα. Δεν είχε πονηρευτεί, ως φαίνεται, αυτό που τον περίμενε. Χτύπησε στην πλάτη τον Φώτη, «άντε ρε μάγκα, κάνε την αρχή», είπε και ο Φώτης τον κοίταξε με μάτια γουρλωμένα, «εσύ πρώτος αρχηγέ», μουρμούρισε, «καλώς», είπε ο Αργύρης. Και έκανε λίγα βήματα προς στο πλατάνι του.

Αλλά πάλι κάτι έγινε που τον σταμάτησε τον Αργύρη ξανά, μια γουστέρα σύρθηκε στον θάμνο μέσα κι αυτός πισωπάτησε, μα όταν την είδε στην πέτρα ξαπλωμένη να λιάζεται, έβαλε τα γέλια, «έχει και κροκόδειλους», φώναξε, «σήμερα θα πιάσουμε δουλειά!» Γιατί του άρεζε να πιάνει τις σαύρες και να τις ξεκοιλιάζει κι ύστερα να δείχνει τις κοιλιές τους στα κορίτσια που τρέχανε τρομαγμένα να ξεφύγουνε. Μοιράστηκε ο Αργύρης στην αρχή με ποιο απ’ τα δυο ν’ ασχοληθεί, τη σαύρα ή το δέντρο (και τα δυο είχανε το γούστο τους) και αποφάσισε να συνεχίσει με ό,τι είχε αρχίσει. Προχώρησε προς το δέντρο.

Μα τη στιγμή που κατέβαζε το παντελόνι του, στάθηκε ξανά. Μέσα από την τρύπα του κορμού ξεπρόβαλε μια σφήκα!

«Άι σιχτίρ από δω!» έκανε ο Αργύρης και την έδιωξε με το χέρι του. Η σαφής αυτή προειδοποίηση δεν στάθηκε ικανή να τον σταματήσει, αντίθετα τον εξόργισε περισσότερο. Είχαν τέτοιο κέφι τα μάτια του, τέτοια χαρά που η καρδιά μου σκίστηκε. Κι ενώ όλη εκείνη την ώρα περίμενα την αποπληρωμή των ευθυνών και την τιμωρία του, όσο τον έβλεπα ανυποψίαστο στον τόπο της επικείμενης σφαγής του, δεν κρατιόμουν άλλο. Τη στιγμή που η τύψη μ’ έκοβε ψιλόν ιδρώτα, «μη, Αργύρη, μη το κάνεις!» ούρλιαξα και σωριάστηκα στο χώμα. Με χτύπησε ο ήλιος ή έτσι μου φάνηκε και είδα από πάνω μου το πρόσωπό του να μου χαμογελά. Μα ήταν ένα χαμόγελο άγριο, σκληρό, ένας ήλιος με δόντια.

«Να μην το κάνω, λες, λουκουμά;» με ρώτησε ο Αργύρης με σφιγμένα τα δόντια. Και άπλωσε το χέρι του να με σηκώσει.

«Και γιατί να μην το κάνω; Μήπως θα προτιμούσες να το κάνεις εσύ;»

Ξεροκατάπια. Κάτι μου θόλωσε τη σκέψη σαν έντομο, άλλη μια σφήκα πέταξε δίπλα μου και πήρα να κιτρινίζω. Γύρισα το μάτι να ζητήσω βοήθεια, στέκονταν όλοι γύρω άψυχοι κι ούτε φύλλο δεν κουνιόταν… Αναστέναξα. Είχα μείνει μόνος μου μ’ αυτόν.

«Από δω, παρακαλώ», έκανε ο Αργύρης και με τράβηξε προς το δέντρο. Τινάχτηκα πίσω, μα ήταν αργά, έσφιγγε τώρα το μάγουλό μου στο στήθος του και «νόμιζες ότι θα ‘βαζα την τσουτσούνα μου στις σφήκες να τη φάνε; Μη δεν το ‘μαθα, νομίζεις Λουκουμά, τ’ άτιμο το σχέδιό σου;» Και γυρίζοντας προς τους υπόλοιπους, τους έκανε νόημα να πλησιάσουν.

Μ’ άρπαξαν τότε όλοι σηκωτό -το θυμάμαι ακόμα- και με κολλήσανε πάλι στο δέντρο πάνω. Αλλά τούτη τη φορά δεν μ’ άφησαν, μόνο άρχισαν να με ψαχουλεύουν κι ένιωθα κατάσαρκα τα χέρια τους τα βρώμικα, μύριζα τις αναπνοές τους. Βάζει τότε ο Αργύρης το χέρι του στο βρακί μου, μού το γραπώνει και προτού προλάβω να το καταλάβω, το παίρνει και πάει να το χώσει στην τρύπα του δέντρου μέσα! Αισθάνθηκα κάτι να με δαγκώνει και ούρλιαξα, αλλά δεν πρόλαβα πιο πολλά. Σωριάστηκα στα πόδια τους εκεί, λιποθυμισμένος.

Συνήρθα στο κρεβάτι της θείας μου, μόνος. Σουρούπωνε, από τις κουρτίνες περνούσε μια ανταύγεια και όλα γύρω ήταν ήσυχα σαν ακατοίκητα.

«Θεία Παγώνα!» φώναξα. Καμία απάντηση. Με χέρι που έτρεμε σήκωσα το σκέπασμα να δω. Όλα ήταν άθικτα, ευτυχώς. Όλα, εκτός από μένα τον ίδιο! Το σώμα μου δεν έδειχνε κάποιο σημάδι, εκτός φυσικά απ’ τα ζουλήγματα των παιδιών, έντομο ή άλλο κακό δεν με είχε βλάψει. Αλλά η καρδιά μου ήταν κομματιασμένη. Είχα γίνει τροφή για θηρία κι ούτε να μπορούσα να καταλάβω το γιατί.

Δεν ξαναπάτησα στον τόπο κείνο από τότε, τα καλοκαίρια μου στο εξής τα έβγαζα στην Αθήνα. Γύριζα με ευδαιμονία τους ζαλισμένους δρόμους του καύσωνα, τα άγνωστα πλήθη γύρω με παρηγορούσαν. Και κει πάνω τον Αύγουστο, όταν η πόλη άδειαζε, μπορούσα να ακούω τα κρυμμένα της μυστικά ήσυχα, δίχως ουρλιαχτά με μια σιγανή φωνή μόνο.

Μ’ έχασε βέβαια, η θεία μου, μα σα να το κατάλαβε κι εκείνη δεν επέμεινε να πάω ξανά. Μπορεί και να είχε μάθει, στο μεταξύ, τι συνέβη. Αλλά μπορεί και όχι. Μήπως το ‘ξερα κι εγώ ο ίδιος τελικά; Χρόνια παίδευα το μυαλό μου να καταλάβω, ποιος ήταν τέλος πάντων ο προδότης αυτός που κατέδωσε το σχέδιο στον αρχηγό και πώς στάθηκε δυνατό ένα τέτοιο σχέδιο να διαρρεύσει. Αδύνατο. Όσο κι αν ανακαλούσα στη μνήμη μου τα παιδιά – ένα προς ένα έπαιρναν θέση μπροστά μου και τελευταίος έσκαζε μύτη ο Φώτης με το συνωμοτικό του χαμόγελο. Εσύ ήσουνα, ρε Φώτη; Απόκριση καμιά. Κανένα σημάδι δεν σημάδευε τα περασμένα.

Όταν γύρισα ύστερα από χρόνια πολλά στο χωριό, μεγάλος πια, για την κηδεία της θείας μου, λίγα πράγματα κρατούσα. Ούτε μια βαλίτσα καλά-καλά. Ήταν φθινόπωρο, τα φύλλα από τα πλατάνια είχαν αρχίσει να πέφτουν και η θάλασσα μολύβωνε μακριά αγριεμένη. Πήρα τον δρόμο για τη ρεματιά με ανάμεικτα αισθήματα σα να προσπαθούσα να θυμηθώ, μαζί και να ξεχάσω. Στα μισά του δρόμου, το κατάλαβα: τίποτα από τα δυο δεν μπορούσα να κάνω καλά.

Έφτασα στο μέρος που ήτανε το κακοπέρατο, είχανε ρίξει μπάζα και το ‘χανε φράξει, ένας πέτρινος δρομάκος πέρναγε από πάνω γεφυρωτά. Στάθηκα, περίμενα. Ύστερα έκανα στροφή και γύρισα πίσω. Να πάω στη ρεματιά με τα πλατάνια δεν μου έκανε όρεξη. «Πρέπει να φύγω», είπα στον εαυτό μου και σκέφτηκα τις δουλειές που με περιμένανε.

Το ίδιο βράδυ στην πλατεία, πέρασα από τον μεγάλο καφενέ. Λίγους γνώρισα. Οι πιο πολλοί είχανε αφήσει το χωριό σαν εμένα. «Μην είδατε τον τάδε ή τον τάδε;» ρώταγα. Κανένας δεν ήξερε πού είχαν πάει εκείνοι οι παλιοί γνωστοί. Ήπια ένα τσίπουρο μαζί με κάτι παππούδες, ύστερα άλλο ένα.

Βγαίνοντας έξω, έκανε κρυαδάκι, το φεγγάρι φώτιζε καθαρό ουρανό ψηλά. Σ’ ένα τραπέζι παραπέρα καθότανε κάποιος. Περασμένη ώρα, οι θαμώνες σκορπισμένοι. Δεν μπορούσα να ξεχωρίσω. Ξαφνικά, κάτι φώτισε απότομα το σκοτάδι. Ένα σπίρτο έσβησε κι ύστερα άναψε άλλο. Το πρόσωπό του φάνηκε καθαρά. Η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει. Γύρισε, με κοίταξε. Σήκωσε το χέρι και μου έκανε νόημα. Πλησίασα. Τα πόδια μου δεν με κρατούσανε άλλο.

«Με γνωρίζεις;» είπε φουντώνοντας την κάφτρα απ’ το τσιγάρο του. Το μάτι του έκοβε τη νύχτα περιπαιχτικά.

«Αργύρη…» μουρμούρισα.

«Κάτσε να τα πούμε, Λουκουμά», έκανε, λες και με περίμενε.

«Πάει καιρός έτσι;».

Η καρδιά μου σκίρτησε. Τα χρόνια εκείνα είχανε περάσει.

«Εδώ ζεις;» τον ρώτησα αρχίζοντας την κουβέντα. Μου ‘κανε «ναι» με το κεφάλι.

Στο καΐκι του το πιο πολύ, δηλαδή. Νύχτες με φουρτούνα, όπως αυτή, έβγαινε και περίμενε. Έκανε ένα τσιγάρο στο σκοτάδι. Ξύπναγε νωρίς και περίμενε.

Τον άκουγα σιωπηλός, η φωνή του είχε αλλάξει, το παρουσιαστικό του όλο έδιωχνε τη θύμηση μακριά. Αλλά τα μάτια του που αστράφτανε, τα χέρια του που κρατούσαν το τσιγάρο κι όλα εκείνα τα ανείπωτα λόγια που στοίχειωναν… Τι θα μπορούσαν να πούνε τόσα λόγια; Ανασκουμπώθηκα στο κάθισμα:

«Να σε ρωτήσω κάτι, Αργύρη, με το συμπάθιο».

Περίμενε. Σα να πήρε μια βαθύτερη ρουφηξιά.

«Τη φορά εκείνη που με στήσατε στο δέντρο, θυμάσαι… Πώς είχες μάθει το σχέδιό μας;»

Τον ένιωσα να μαζεύεται. Πάτησε το τσιγάρο κάτω.

«Το σχέδιό σας…» φύσηξε μαζί με τον καπνό. Και σώπασε.

«Ποιος σ’ το μαρτύρησε;» συνέχισα απτόητος εγώ. «Κάποιο από κείνα τα παιδιά; Ο Φώτης μήπως;» Πέταξα το όνομα που μου προξενούσε περισσότερη οργή και πόνο.

Ο Αργύρης γύρισε, με κοίταξε. Μα ήτανε σκοτάδι.

«Δεν το ρωτάς σωστά» έκανε. Κι επειδή με κατάλαβε πώς κρεμόμουν απ’ τα χείλη του, «Δεν το μαρτύρησε ο Φώτης σε μένα», έκανε, «εγώ το μαρτύρησα σ’ αυτόν!» Ένιωσα στη φωνή του ανακούφιση. Αν το ένιωθα σωστά, ο Αργύρης ξεφόρτωνε το βάρος του μαζί μου. Όπως κι εγώ.

«Δεν καταλαβαίνω…» είπα, γιατί αυτό που φανερωνότανε τώρα δεν το χωρούσε το μυαλό μου, «εσύ έβαλες τον Φώτη να με παραπλανήσει;»

Ήταν απλό, παρ’ όλα αυτά. Μονάχα εγώ το σκεφτόμουνα λάθος τόσα χρόνια.

«Και οι σφήκες;» ρώτησα με ζέση. Ο Αργύρης παρέκαμψε το εντομολογικό μου ενδιαφέρον:

«Δεν είχε σφήκες, άδεια ήτανε η τρύπα από μέσα».

Σήκωσε τον γιακά από το σακάκι του. Έδειχνε κάπως σεκλετισμένος τώρα. Έβγαλε έναν μικρό αναστεναγμό. Ξαναέβηξε.

«Περνάς, τουλάχιστο, καλά;» με ρώτησε. Και σα να κρατούσε αμείωτο κάποιο ενδιαφέρον: «με τι ασχολείσαι, Λουκουμά;»

Μου ήρθε να του πω ένα ψέμα – δεν θα καταλάβαινε την πραγματική μου δουλειά, έτσι κι αλλιώς:

«Ζαχαροπλάστης!» είπα και άκουσα στη φωνή μου ειρωνεία.

Ο Αργύρης έσκυψε απότομα κάτω:

«Αααχ!» έκανε.

Καταθορυβημένος για το εφέ που είχαν τα λόγια μου, «θέλεις βοήθεια;» τον ρώτησα και πετάχτηκα όρθιος. Τρέκλιζε, να σταθεί δεν μπορούσε κι όπως έκανε προσπάθεια να κρατηθεί, κλώτσησε την καρέκλα του πέρα. Έκανα να του δώσω το χέρι, αρπάχτηκε από πάνω μου:

«Να ‘σαι, καλά», ξεροκατάπιε, «δεν μ’ αφήνει σε ησυχία, τ’ άτιμο!» Κι επειδή -ναι, δεν έκανα λάθος- ο Αργύρης ξεκούμπωνε με βιασύνη το παντελόνι του, «πρέπει να πάω προς νερού μου, δεν κρατώ!», τον στήριξα στον τοίχο δίπλα και γύρισα το κεφάλι μου διακριτικά. Μια μικρή λιμνούλα κύλησε αθόρυβα κάτω από τα παπούτσια μας. Τον ένιωσα που ντράπηκε. Έκανα λίγα βήματα πιο πέρα.

«Μη φεύγεις!», βόγκηξε και ‘γω τον στήριξα πίσω με το κορμί μου. Ανάσαινε βαριά και στο μυαλό μου φτερούγισε μια μνήμη, αλλά πέταξε κι έφυγε και μείναμε οι δυο μας, εγώ κι αυτός. Δίχως μνήμη άλλη, τίποτα.

«Τι έχεις;» του είπα.

«Ο γαμιόλης, ο προστάτης!» έσφιξε μέσα από τα δόντια του. «Και να ‘τανε το μόνο…»

Πήγα να κάνω πλάκα, να του πω, «πού έβαλες πάλι το πουλί σου». Δεν μίλησα. Ούτε στον δρόμο, ούτε στο σπίτι του που τον γύρισα μετά. Περπατούσε αργά, με δυσκολία. Ανέβηκα μαζί του στο παλιό δίπατο, τον βοήθησα να ξαπλώσει στο κρεβάτι. Ήταν όλα βρώμικα, ανακατωμένα, ρούχα λερά και πιάτα άπλυτα και σα να ήθελα να τον κάνω να μην τα βλέπει, του ανέβασα την κουβέρτα ίσαμε τον λαιμό. «Σ’ ευχαριστώ, Λουκά», τον άκουσα μουρμούρισε. Κι ήταν η πρώτη φορά που έλεγε ο Αργύρης τ’ όνομά μου.

 

 

* Η Μαγδαληνή Θωμά είναι διδάκτορας φιλολογίας (αφηγηματολογία). Έχει διδάξει νεοελληνική γλώσσα στα Τ.Μ.Γλώσσας του Μπορντώ και της Λίλλης, στο Liceo Classico “Marco Foscarini” της Βενετίας και στο Κέντρο Γλωσσών του πανεπιστημίου του Τάρτου. Ζει και εργάζεται στο Νότιο Πήλιο. Έχει δημοσιεύσει διηγήματα, ένα μυθιστόρημα («Ο πόνος είναι μοναχικό ζώο», Γαβριηλίδης 2014) και μια νουβέλα («Θα ερχόσουν μαζί μου στη Νορβηγία;» Βακχικόν 2015»). Το διήγημά της, «Τα όρια του Κόσμου» έχει λάβει διάκριση στον 5ο Διεθνή Διαγωνισμό Διηγήματος Eyelands – Παράξενες Μέρες (2015) και συμπεριλαμβάνεται στον συλλογικό τόμο «Στα όρια» (Παράξενες Μέρες 2015). Καταπιάνεται με τη μετάφραση της Εσθονικής λογοτεχνίας και έχει δώσει στη δημοσιότητα μεταφράσεις από το ποιητικό έργο των Jüri Talvet, Jaan Kaplinski, Doris Kareva, Jühan Viiding, Heiti Talvik, Hando Runnel και Karl Ristikivi.

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top