Fractal

Τα συντρίμμια ενός έρωτα και το μη αναστρέψιμο του γραπτού λόγου

Γράφει η Μάριον Χωρεάνθη //

 

Amos Oz

 

ΑΜΟΣ ΟΖ: ΤΟ ΜΑΥΡΟ ΚΟΥΤΙ

 

Στην κριτική του για το Μαύρο Κουτί (εξαιρετικά μεταφρασμένο στα Αγγλικά από τον Νίκολας ντε Λαντζ), την οποία δημοσίευσε η εφημερίδα New Statesman στις 1 Ιουλίου του 1988, ο Σον Φρεντς εκφράζει την έκπληξή του για την επιστολική μορφή του μυθιστορήματος αυτού. “Στα τέλη του 18ου αιώνα”, γράφει, “η τεχνική της έντεχνης επιστολογραφίας εγκαταλείφθηκε σε παγκόσμια σχεδόν κλίμακα και η ανακάλυψη του τηλεφώνου και του τηλεγράφου την απονέκρωσαν εντελώς”. Συγχρόνως εντοπίζει και το αναπόφευκτο πρόβλημα που δημιουργεί σε έναν σύγχρονο μυθιστοριογράφο η εφαρμογή της τεχνικής αυτής: “στην εποχή του τηλεφώνου, οι δεκασέλιδες επιστολές μεταξύ των μελών μιας μη λογοτεχνικής ομάδας δεν μπορεί παρά να θέσουν σε δοκιμασία την καλή πίστη του αναγνώστη”. Παρ’ όλα αυτά, το επιστολικό μυθιστόρημα, όταν μάλιστα συνίσταται στην ανταλλαγή επιστολών ανάμεσα σε ανθρώπους διαφορετικού χαρακτήρα, νοοτροπίας και προέλευσης, δεν παύει να αποτελεί πειρασμό για τη συγγραφική δεινότητα ενός δημιουργού, καθώς η ετερογένεια την οποία συνεπάγεται το καθιστά μια πρώτης τάξεως άσκηση ύφους.

 

“Μαύρο κουτί” ονομάζεται, ως γνωστόν, η αδιάβλητη ταινία η οποία έχει καταγράψει λεπτομερώς τις τελευταίες στιγμές πριν από ένα αεροπορικό δυστύχημα. Ο κριτικός Κλάιβ Σινκλέρ θεωρεί “λαμπρό” το εύρημα του μαύρου κουτιού, το οποίο “τοποθετεί τον αναγνώστη στη θέση ενός κριτή”, αφήνοντας εκείνον “να εξακριβώσει γιατί το τάδε αεροπλάνο καταστράφηκε”. Μέσα από τις 46 επιστολές, τα 56 τηλεγραφήματα, τις 3 αστυνομικές αναφορές και τις 39 κάρτες με σημειώσεις που περιέχονται στο Μαύρο Κουτί του Αμός Οζ, αφήνοντας στην άκρη τα εσώκλειστα σημειώματα, τα αποσπάσματα από κριτικές, ως και μια φωτοτυπία διαζυγίου, παρελαύνει σε μικρογραφία ολόκληρη η ισραηλινή κοινωνία – αλλά και κάθε κοινωνία. Αμφισβητίες διανοούμενοι, νεοφώτιστοι φανατικοί των άκρων, άπιστες σύζυγοι, δικηγόροι του διαβόλου, οργισμένη νεολαία, ήσυχες νοικοκυρές, δαιμόνιοι ντετέκτιβ, βρίσκουν τους υποδειγματικούς αντιπροσώπους τους στο ανελέητο αυτό οδοιπορικό χωρίς ουσιαστική κατάληξη. Το κάθε πρόσωπο ξεχωριστά και όλα μαζί βιώνουν την “εποχή τους στην κόλαση” καθώς αναγκάζονται να κάνουν τον απολογισμό της περασμένης ζωής τους και να αναμετρηθούν με τις συνέπειες, άμεσες και έμμεσες, της συμπεριφοράς τους σε μια δεδομένη στιγμή, αλλά και της ύπαρξης τους της ίδιας: “Να… είναι ότι όπου αγγίζω, φέρνω την καταστροφή”, εξομολογείται, σ’ ένα ξέσπασμα απόγνωσης, η όμορφη και δυστυχισμένη Ιλάνα, η “μοιραία γυναίκα” της ιστορίας. Ενώ ο αγαθός αναλφάβητος, ημιάγριος Μπόαζ, μορφή κατεξοχήν βολταιρική, ένας σύγχρονος Ingénu, αναζητά το νόημα της ζωής στις απλές καθημερινές ασχολίες, οι οποίες βοηθούν τους ανθρώπους να νιώθουν ότι “δεν είναι ντιπ για πέταμα” και “καλλιεργεί τον κήπο του” όπως ο επίσης βολταιρικός Candide, αφήνοντας κατά μέρος τον μάταιο προβληματισμό και τις άγονες φιλοσοφικές διενέξεις.

 

 

Ο Σον Φρεντς και πάλι χαρακτηρίζει τον Μπόαζ “κύριο πρόσωπο” του Μαύρου Κουτιού, το οποίο προβάλλεται “με υπερβολικά φανερό τρόπο ως παράδειγμα προς μίμηση”. Είναι ένα πλάσμα υπό εξέλιξη, το οποίο, σύμφωνα με τον Τζορτζ Στάινερ, “ωριμάζει από επιστολή σε επιστολή προς κάτι ιδιαίτερα περίπλοκο”. Η πιο ενδιαφέρουσα όμως και ολοκληρωμένη προσωπογραφία είναι εκείνη του άστατου, κυκλοθυμικού και μονίμως οπλισμένου με φονική παγερότητα καθηγητή Γκίντεον. Αυθεντία σε θέματα στρατηγικής, αμείλικτος σαρκαστής των πάντων και ορκισμένος πολέμιος του φανατισμού, ο άνθρωπος αυτός που ήταν ο φόβος και ο τρόμος των υφισταμένων του στον στρατό, αποκαλύπτει βαθμιαία τη βαθύτερη, την πραγματική του φύση: δεν είναι παρά “ένα βαμπίρ παραγεμισμένο με κουρέλια, ένας μοναχικός λωποδύτης, ένα ρολόι του χεριού δίχως το γυαλί του”, θωρακισμένος πίσω από την “πολική του κακεντρέχεια” που όμως κι αυτή εμφανίζεται πληγωμένη κι ανυπεράσπιστη εμπρός στις αλλεπάλληλες βολές του πεπρωμένου. Στον αντίποδά του, μια θυελλώδης και υπερεκχειλίζουσα λυρισμού Ιλάνα, η οποία ακροβατεί επικίνδυνα ανάμεσα στη φαντασία και την πραγματικότητα, την αλήθεια και το ψέμα, το παρόν, το παρελθόν και το μέλλον. Τα γεμάτα ποίηση γράμματά της, καθρέφτης των απότομων ψυχολογικών της μεταπτώσεων, της ακατανόητης για τους άλλους συμπεριφοράς της και της δίχως πραγματικό αντίκρυσμα ευαισθησίας της κρύβουν στο βάθος μια καταλυτική δύναμη: δεν είναι τυχαίο που σ’ αυτήν αποδίδεται η πρόταση μιας πιθανής λύσης του δράματος, μιας σύμπτυξης των πολιτισμών – “η κοινωνική απομίμηση του γενετικού σχήματος”, όπως παρατηρεί ο Σινκλέρ.

 

Οι άλλοι δυο κυρίαρχοι χαρακτήρες, ο θρησκευόμενος εθνικιστής Μισέλ και ο δαιμόνιος δικηγόρος Μάνφρεντ, παρουσιάζουν μια κωμικοτραγική διάσταση κοινή και στους δυο – το μοναδικό σημείο επαφής τους ύστερα απ’ την ανόσια συμμαχία την οποία συνάπτουν στα μισά της ιστορίας. Ο πρώτος είναι ένα περίεργο κράμα υπερβολικής τυπολατρίας, πολιτικάντικης ευελιξίας και ταλαιπωρημένης τιμιότητας, ενώ ο δεύτερος αποτελεί μια τραγική καρικατούρα βγαλμένη κατευθείαν μέσα από την Κομέντια ντελ Άρτε, την κωμική υπερβολή ενός καλοπροαίρετου και παρεξηγημένου Ιάγου. Και πλάι τους, η “καλή, έξυπνη και σωστή Ραχήλ” την οποία ο Στάινερ ονομάζει “φωνή ενός χορού, σαν της αρχαίας τραγωδίας”, ευαγγελιζόμενη μια “απεγνωσμένη – και αποκαρδιωτική – αρμονία”, μοναδική εκπρόσωπος της κοινής λογικής αλλά όχι λιγότερο δυστυχής, παρ’ όλα αυτά.

 

Χαρακτηριστική πάντως είναι η γενική ανεκτικότητα και αντικειμενικότητα, θα έλεγα, την οποία τηρεί ο Αμός Οζ απέναντι στους ήρωές του. Αποφεύγει συστηματικά τόσο να τους καταδικάσει αμετάκλητα, όσο και να τους εξυψώσει στα ουράνια. Και ακόμα επιμένει, με εξαντλητική σχολαστικότητα, στο ξεγύμνωμα της ψυχής τους ως το έσχατο όριο, έτσι ώστε ο αναγνώστης συχνά να αισθάνεται κάπως σαν τον Σιωπηλό Μάρτυρα του Χίτσκοκ, να γίνεται άκων ωτακουστής των πιο αδιόρατων παλμών της καρδιάς τους. Το οικογενειακό, αλλά και συγχρόνως κοινωνικό δράμα το οποίο εκτυλίσσεται βαθμιαία στο Μαύρο Κουτί, μας αφήνει ανεξίτηλα στη μνήμη τα πορτρέτα των πρωταγωνιστών του, καθώς και τη γλυκόπικρη γεύση της αποφασισμένης παραίτησης και της ανολοκλήρωτης ευτυχίας.

 

 

Κλείνοντας εδώ, θα ήθελα να παραθέσω μια φράση του Στέφαν Τσβάιχ, παρμένη από τη μονογραφία του για τον Τολστόι, η οποία έχει τη θέση της στην παρουσίαση αυτή του Μαύρου Κουτιού: “Η ιστορία”, παρατηρεί ο μεγάλος κριτικός, “είναι το άσκοπο χάος απ’ τα γεγονότα που συμβαίνουν τυχαία. […] Ποτέ δεν καταβάλλουμε την ελάχιστη προσπάθεια να ξεφύγουμε απ’ τον καταπιεστικό αυτόν μηδενισμό. […] Πάντα η άσπλαχνη περιγραφή, η αντικειμενική, η ωμή, που περιγράφει αυτά τα σκοτάδια”.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Το κείμενο αυτό διαβάστηκε ως εισήγησή μου στη συνέντευξη Τύπου για την πρώτη ελληνική έκδοση του Μαύρου Κουτιού (που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ψυχογιός, σε δική μου μετάφραση από τα Αγγλικά – ενώ προσφάτως ξαναβγήκε από τις εκδόσεις Καστανιώτη, σε μετάφραση Ιακώβ Σιμπή), στο αθηναϊκό ξενοδοχείο Τιτάνια. Συμμετείχαν επίσης ο συγγραφέας Μάνος Κοντολέων, ο εκδότης Θάνος Ψυχογιός και ο ίδιος ο Αμός Οζ. Χρόνια αργότερα και εντελώς κατά σύμπτωση, έμελλε να γνωρίσω προσωπικά τον κριτικό λογοτεχνίας Σον Φρεντς (τον οποίο επανειλημμένα μνημονεύω στο άρθρο) και τη σύζυγό του, επίσης πρώην δημοσιογράφο και κριτικό Νίκι Τζέραρντ, ως το αποκλειστικά συγγραφικό, πλέον, δίδυμο Νίκι Φρεντς – και μάλιστα να τους πάρω κοινή συνέντευξη, με αφορμή την κυκλοφορία σειράς αστυνομικών τους μυθιστορημάτων στην Ελλάδα.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top