Fractal

Το ατόφιο χρυσάφι της «Αμοργού»: Μικρό κείμενο για τον Γκάτσο

Γράφει η Μηλίτσα Πιέτρη – Αυγούστη //

 

Νίκος Γκάτσος

 

Ο Νίκος Γκάτσος γεννήθηκε το 1911 στην Ασέα της Αρκαδίας. Τελείωσε το γυμνάσιο στην Τρίπολη και στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στην Αθήνα όπου σπούδασε στο τμήμα φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1931 εμφανίζεται στη λογοτεχνία με το ποίημα «της μοναξιάς». Το 1943 εξέδωσε την «ΑΜΟΡΓΟ», ποιητική συλλογή ορόσημο στην ιστορία της Ελληνικής υπερρεαλιστικής ποίησης. Μετά την ΑΜΟΡΓΟ δημοσίευσε μόνο τρία ποιήματα. «Ελεγείο», «Ο Ιππότης και ο θάνατος»  και «Το Τραγούδι του παλιού καιρού». Μετέφρασε Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα (Ματωμένος Γάμος, Το Σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα, Στρίμπερκ (ο Πατέρας), Ευγένιο Ο΄νηλ (Ταξίδι μακριάς ημέρας  μέσα στη νύχτα) και Τένεσι Ουίλιαμς (Λεωφορείο ο Πόθος).

Από την δεκαετία του πενήντα ασχολήθηκε με τη στιχουργική. Στίχοι του μελοποιήθηκαν από το Μάνο Χατζιδάκη, Μίκη Θεοδωράκη, Σταύρο Ξαρχάκο, Λουκιανό Κηλαηδόνη και άλλους Έλληνες συνθέτες. Τιμήθηκε με το βραβείο του Δήμου Αθηναίων για το σύνολο του έργου του (1987). Πέθανε στην Αθήνα το 1992.

 

 

Η μοναδική ποιητική συλλογή του Νίκου Γκάτσου τιτλοφορείται  χωρίς εμφανή λόγο «Αμοργός» 1943. Η γλώσσα αυτών των ποιημάτων είναι πλούσια σε όρους που αντλούνται από την παραδοσιακή αγροτική ζωή της Ελλάδας. Τραγουδάει την εκάστοτε αγάπη του ως μια μυρτιά, μια βαγιά, μια γαριφαλιά, μια μυγδαλιά, λες και οι αγάπες του φυτρώνουν στον κήπο των ερώτων, από τους καρπούς που πέφτουν από των άστρων τα κλαδιά.

 

«Πόσο πολύ σε αγάπησα εγώ μονάχα το ξέρω,

εγώ που κάποτε σ’ άγγιξα με τα μάτια της πούλιας

και με τη χαίτη του φεγγαριού σ’ αγκάλιασα

και χορέψαμε μεσ’ τους καλοκαιριάτικους κάμπους,

πάνω στην θερισμένη καλαμιά».

 

Αν ξεκινήσουμε από την πεποίθηση  του Γκάτσου ότι η γλώσσα είναι πατρίδα και η θάλασσα μαύρη μεγάλη μοναξιά «Μαύρη μεγάλη θάλασσα, με τόσα βότσαλα τριγύρω, στο λαιμό, τόσα χρωματιστά πετράδια στα μαλλιά σου» γράφει ο Γκάτσος.

Κι αν προσθέσουμε τη γενική παραδοχή ότι η χώρα μας είναι θαλασσινή και τη δική του διαβεβαίωση ότι η Ελλάδα είναι παντοτινή καταφυγή θα μπορέσουμε να κατανοήσουμε καλλίτερα το γιατί οι μοναχικές και μοναδικές γυναικείες υπάρξεις του ποιητικού του τόπου δεν περιδιαβαίνουν τον μεγάλο κόσμο μα τον μικρό και πολυσήμαντα Ελληνικό ως τον εγγύτερο του ποιητή.

Ο ποιητής Τάκης Παπατσώνης  σε μία αναφορά του στους «Ορίζοντες» γράφει: «Ομολογώ πως ο τίτλος Αμοργός με πλάνεψε και ίσως τούτο να οφείλεται στο ότι χρωστάω σε ένα ταξίδι μου στο νησί αυτό παλιές αξέχαστες μνήμες. Διαβάζοντας το ποίημα  έβλεπα καθαρά μέσα τις πλούσιες εικόνες του, τοπία  Πελοποννησιακά και τότε τούτο μου έκανε έκπληξη, μη μπορώντας να εξηγήσω γιατί πρέπει η Αμοργός να θυμίζει Πελοπόννησο. Πιο μεγάλη ήταν η έκπληξη μου, όταν από το στόμα του ίδιου του ποιητή έμαθα ότι ολόκληρο το ποίημα μυρίζει Πελοπόννησο και πως ο τίτλος του μόνο ηχητικά σαν ένα τμήμα Ελληνικό διαλέχτηκε χωρίς άλλη αξίωση. Για τη λογοτεχνική αξία της Αμοργού και την ερμηνεία της ο  Ευγένιος Αρανίτσης γράφει: «Η μαγνητική δύναμη που ασκεί αυτό το ποίημα έγκειται ίσως στη συνειδητή του νηφαλιότητα. Δεν υπάρχει ούτε ίχνος δράματος ή δέους ή Διδαχής στην Αμοργό. Ο Γκάτσος είναι ο μόνος σύγχρονος Έλληνας ποιητής που δεν θέλησε ούτε για μια στιγμή να σώσει τον κόσμο με προσευχές».

Στην «Αμοργό» ο κόσμος είναι αυτός που φαίνεται, ούτε για τη χαρά φτιαγμένος, ούτε για τη θλίψη, μόνο ανοιχτός στην κλίση του ανθρώπου για σύλληψη εικόνων. Ο άνθρωπος είναι νικητής και ηττημένος ταυτόχρονα και μπορεί να πολεμάει χωρίς να χάσει τη γαλήνη του κύκλου των εποχών.

Ο Σταύρος Ξαρχάκος για την Αμοργό λέει: «Είναι ο πύργος ενός ελληνικού αλλά και παγκόσμιου οράματος ζωής – έρωτα, πόνου, θανάτου, ελπίδας, ανάστασης».

Ο Μάνος Χατζιδάκις τονίζει την ποιητική αξία των στίχων του Γκάτσου. Είναι από ατόφιο χρυσάφι αυτές οι είκοσι σελίδες της Αμοργού, για να συντηρήσουν τόσα χρόνια το κύρος και τη δύναμη του δημιουργού τους.

 

 

Ετικέτες: ,
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top