Fractal

ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: Αμαλία Ρούβαλη

Επιμέλεια – συνεντεύξεις: Πέρσα Κουμούτση //

 

amalia

 

Αμαλία Ρούβαλη: «Αδυνατώ να ασχοληθώ με έργα που δεν μου έχουν «τρυπήσει» τον εγκέφαλο και δεν μου έχουν θολώσει την όραση, διότι φοβούμαι πως δεν θα  καταφέρω να τα αποδώσω όπως τους πρέπει».

 

Πώς ορίζεται το μετάφρασμα από τους ίδιους τους μεταφραστές; Πότε πετυχαίνει και πότε αποτυγχάνει να μεταφέρει αυτούσιο το έργο ενός συγγραφέα, τη φιλοσοφία του, τα υπόγεια όσο και φανερά μηνύματα του; Και πόσο δύσκολο είναι να αναμετρηθεί κανείς με το έργο ενός δημιουργού που έχει ξεπεράσει τα στενά σύνορα του τόπου του; Στα αλήθεια, τι απαιτείται από τον μεταφραστή, ώστε να είναι σε θέση να μεταφέρει επιτυχώς στη γλώσσα του ένα κείμενο χωρίς να προδώσει το πρωτότυπο έργο; Αλλά κυρίως, σε ποιο βαθμό ο μεταφραστής μετέχει ουσιωδώς σε αυτό; Στο πλαίσιο του αφιερώματος που ετοιμάσαμε, ρωτήσαμε καταξιωμένους μεταφραστές και είχαν τη ευγενική καλοσύνη να μας καταθέσουν τις απόψεις τους. Στο σημερινό τεύχος δημοσιεύουμε τις απόψεις της βραβευμένης μεταφράστριας και ποιήτριας Αμαλίας Ρούβαλη. Την ευχαριστούμε θερμά.

 

-Πώς ορίζετε το μετάφρασμα;

Ως το ευτυχές αποτέλεσμα της μεταφοράς από την πρωτότυπη γλώσσα του έργου (γλώσσα-πηγή) στην γλώσσα έκδοσης του (γλώσσα-στόχο), κάνοντας χρήση ισοδύναμων λέξεων και εννοιών στη γλώσσα-στόχο. Ως τέτοιο αποτέλεσμα, αναλογίζομαι πως σηματοδοτεί η επεξήγηση σαν «το καλλίτερο δυνατόν» που θα μπορούσε να δώσει ένας μεταφραστής, περιλαμβάνοντας στην περίπτωση της λογοτεχνικής μετάφρασης την έμπνευση, τη διαθεσιμότητα της στιγμής, τις προθεσμίες παράδοσης , καθώς και ενδεχόμενες αντιξοότητες παντός είδους, αιφνίδιες ή παγιότερες, που δεν σχετίζονται με την συγκεκριμένη εργασία. Όλα αυτά προσμετρώνται και συνυπολογίζονται στο τελικό μεταφραστικό αποτέλεσμα.

 

-Άραγε οι μεταφραστές ενδίδουν ποτέ στον πειρασμό να υποκύψουν σε μια «υπερερμηνεία», σε μια δηλαδή εξεζητημένη απόδοση του αρχικού κειμένου, όταν νιώθουν πώς αυτό αποκλίνει από τα δική τους πρότυπα/ αισθητική/φιλοσοφία;

Από θέση θα απέρριπτα την μεταφορά στη γλώσσα μου έργων που αποκλίνουν πάρα πολύ από τη δική μου αισθητική και θέαση ζωής. Υπάρχει μία κομβική ειδοποιός διαφορά: μεταφράζω λογοτεχνικά έργα, πεζογραφία και ποίηση, από την «πολυτελή» θέση του dilettante, δηλαδή του «εραστή του κειμένου» τουτέστιν, η λογοτεχνική μετάφραση δεν είναι το κύριο επάγγελμά μου, ως εκ τούτου, διαθέτω –ακόμη- την πολυτέλεια να προτείνω ή να αποδέχομαι προς μετάφρασιν έργα που αρέσουν πρωτίστως σε εμέναν και ταιριάζουν με τον δικό μου ψυχισμό. Δοθέντος ότι στην πλειονότητά τους οι μεταφραστές είμαστε παραλλήλως και δημιουργοί, – υπάρχουν εντούτοις συνάδελφοι αμιγώς μεταφραστές που δεν γράφουν οι ίδιοι, είναι, παραταύτα «ευφυείς» μεταφραστές- αυτός είναι ο μέγιστος κίνδυνος. Να υπερ-εκτιμήσουμε τις όποιες ισχνές μας δυνάμεις, να υπο-τιμήσουμε το έργο που έχουμε προς απόδοσιν, να προσπαθήσουμε να παράγουμε ένα καινούργιο έργο που δεν σχετίζεται, καμιά φορά ποσώς, με το πρωτότυπο, υποχωρώντας σε ναρκισσισμούς άκαιρους. Στα ολίγιστα έργα που έχω παράγει στον τομέα της λογοτεχνικής μετάφρασης, έχω προσπαθήσει να «καταπιώ» το «εγώ» της δημιουργού και να αρκεστώ στη δημιουργική μεταγραφή του έργου που έχω μπρος μου, με το νου στην πληρέστερη δυνατή ανάδειξη όσων «θέλει να πει ο ποιητής» και, πέραν αυτού, ουδέν.

 

amalia2

 

-Πότε το μετάφρασμα φτωχαίνει ή μειώνει το έργο και πότε το αναδεικνύει;

Δεδομένου πως το ζητούμενο στην μεταφορά ενός λογοτεχνικού έργου από γλώσσα σε γλώσσα είναι η κάλλιστη γνώση και ο δημιουργικότερος ει δυνατόν χειρισμός της γλώσσας στόχου, δεδομένου ότι αναφερόμαστε εν προκειμένω σε μεταφορά από άλλη γλώσσα στην Ελληνική, γλώσσα δύσκολη, συχνά «στριφνή» σε νοήματα και ιδιαιτέρως πλούσια, την οποία αν και από διδαχή και από εμπειρία ακόμη, δεν γνωρίζουμε στο απόλυτο βάθος της οι περισσότεροι εγγράμματοι Έλληνες, τα κυριότερα λάθη που μοιραία φτωχαίνουν το μεταφραστικό αποτέλεσμα οφείλονται σε αυτή την ένδεια, μεγαλύτερη ή μικρότερη. Μικρότερο βάρος θα έδινα σε ελλείψεις γνώσης της γλώσσας πηγής του έργου, οι οποίες, πλην, παίζουν και αυτές ρόλο στο τελικό αποτέλεσμα, για τούτο πρεσβεύω πως η εμπειρία και η τριβή με τις γλώσσες συνιστούν δύο από τα κυριότερα εργαλεία στο οπλοστάσιο των μεταφραστών. Η ύπαρξη επαρκούς πολιτισμικού φορτίου είναι, παράλληλα, αναγκαία. Αλλιώς μεταφράζεις όταν είσαι 18 χρονώ κι αλλιώς 80. Και στις δύο περιπτώσεις ελλείψεων, το αποτέλεσμα θα είναι νομοτελειακά κατώτερο από το αναμενόμενο. Η άριστη γνώση και των δύο γλωσσών, η δημιουργική χρήση της γλώσσας στόχου, τα μεταφραστικά προτερήματα του «μεσάζοντος» που είναι ο μεταφραστής, όχι μόνο η καλή γνώση των γλωσσών του, η δημιουργική στιγμή στην οποία ευρίσκεται όταν μεταφράζει –για τούτο μιλώ πάντοτε για στιγμές έμπνευσης-μπορούν να αναδείξουν ακόμη κι ένα κείμενο ή λογοτεχνικό έργο, το οποίο παρουσιάζει λογοτεχνικά «ελαττώματα» ως προς τη δομή και τα νοήματα. Εδώ υπεισέρχεται, και συγχωνεύεται εν μέρει, απάντηση στο επόμενο ερώτημα της σχέσης μεταξύ συγγραφέα και μεταφραστή: Πόσο καλά έχει συλλάβει το σύμπαν του συγγραφέα προς μετάφρασιν ο μεταφραστής του, την ψυχοσύνθεση και τις απόψεις του, την κοσμοθεωρία του, πόσο καλή προετοιμασία έχει κάνει στο σύνολο έργο του συγγραφέα, στη ζωή και στην όλη στάση του. Αυτά, όπως κι αν έχει, έχουν ρόλο κλείδας στην ανάδειξη τού προς μετάφρασιν έργου του ή στην καταβαράθρωσή του.

 

-Πώς θα περιγράφατε τη σχέση συγγραφέα-μεταφραστή;

Αν θεωρήσουμε πως ως τώρα έχω μεταφράσει έργα λογοτεχνικά που αρέσουν σ’ εμένα πρώτα από όλα,θέλοντας να πιστεύω πως στο μέλλον στον ίδιο δρόμο θα κατορθώσω να βαδίσω, είτε στην πεζογραφία είτε στην ποίηση, η σχέση δεν μπορεί παρά να είναι εκείνη του ερωτεύεσθαι, του αποκλειστικού έρωτα, με το διακύβευμά του, του δούναι και λαβείν εν πλήρη αποκλειστικότητι. Τίποτα λιγότερο και τίποτα περισσότερο από την ώσμωση. Κατά την διάρκεια της μετάφρασης, «κόντρες» μεταξύ μας αποκλείεται να μην αναφύονται, προσπαθώ να λειάνω τις αιχμές όσο γίνεται… Αδυνατώ να ασχοληθώ με έργα που δεν μου έχουν «τρυπήσει» τον εγκέφαλο και δεν μου έχουν θολώσει την όραση, διότι φοβούμαι πως δεν θα καταφέρω να τα αποδώσω όπως τους πρέπει.

 

-Είστε υπέρ της πιστής μετάφρασης ή της απόδοσης ενός κειμένου; Ποια η διαφορά;

Ούτως ή άλλως, μετάφραση = η μετα-φράση, άρα, η ανάπλαση ενός λογοτεχνικού έργου… Μέλημα κύριο η απόδοση του πνεύματος του έργου με λέξεις ισοδύναμες με τις πρωτότυπες, «κατασκευάζοντας» ένα νέο έργο όσο πιο κοντά στο πρωτότυπο επιτρέπουν οι δυνάμεις του μεταφραστή. Εδώ ίσως να έπρεπε να γίνει διαχωρισμός (ο μόνος, ευτυχώς) μεταξύ πεζογραφίας και ποίησης: για τη μεν πεζογραφία κλίνω προς τον όρο «μετάφραση», για την δε ποίηση θα μιλούσα για απόδοση, διότι στο δεύτερο είδος υπεισέρχονται κραταιά ο ρυθμός και ενίοτε η ρίμα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, αν στην πεζογραφία ένα μεταφρασμένο έργο είναι ένα έργο που προσομοιάζει όσο γίνεται στο πρωτότυπο, στην ποίηση, ένα μεταφρασμένο ποίημα μπορεί να είναι ένα πανέμορφο πόνημα, έχοντας μείνει το πρωτότυπο ποίημα στον δρόμο, με όσα αυτό συνεπάγεται….

 

-Είναι εύκολο να συμμεριστεί ο μεταφραστής το πνεύμα, τη φιλοσοφία του δημιουργού, όταν απέχει πολύ από τη κουλτούρα του; Όταν δεν αντιλαμβάνεται επαρκώς το ‘πνευματκό / πολιτισμικό περιβάλλον μέσα στο οποίο δημιουργείται το πρωτότυπο έργο;

Μία ανάληψη μετάφρασης αποτελεί και μία σύμβαση, όχι μόνον μεταξύ μεταφραστή και εκδότη αλλά και μεταξύ μεταφραστή και συγγραφέα. Ως dilettante, η άποψη εξετέθη στο 4ο ερώτημα. Ως επαγγελματίας, ο μεταφραστής οφείλει να προβεί σε πλήρη προετοιμασία και έρευνα του σύμπαντος του συγγραφέα που καλείται να μεταφράσει. Επειδή ασχολούμαι για χρόνια πολλά με την επονομαζόμενη «τεχνική» μετάφραση και με μετάφραση έργων κοινωνικών επιστημών, δύο τομείς που απαιτούν την μέγιστη ακρίβεια στην μεταφορά από γλώσσα σε γλώσσα, έχω την αίσθηση που αυτά είναι ψευδοδιλήμματα που ως επαγγελματίας, ένας μεταφραστής μπορεί εύκολα να επιλύσει.

 

-Σας ευχαριστούμε πολύ.

Και εγώ σας ευχαριστώ πολύ για τη φιλοξενία.

 

Αμαλία Ρούβαλη: κοινωνιολόγος, μεταφράστρια, ποιήτρια. Σπούδασε πολιτικές επιστήμες και κοινωνιολογία στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Μεταφράζει ιδίως από λατινογενείς γλώσσες. Ως τώρα έχει μεταφράσει Κλαρίσε Λισπέκτορ και Κάρλος Φούντες, Αλεχάντρα Πισαρνίκ και Κάρλος Πεγισέρ. Το μυθιστόρημα του Φουέντες «Η ήσυχη συνείδηση» (Las buenas conciencias) ήταν υποψήφιο για το κρατικό βραβείο λογοτεχνικής μετάφρασης το 2012. Ολοκληρώνει το πρώτο μυθιστόρημα του Φουέντες «Η καθαρότερη περιοχή» (La región más transparente).Έχει εκδώσει δύο ποιητικές συλλογές και ως τις αρχές του επόμενου έτους θα εκδοθούν άλλες δύο. Σε προχωρημένη προετοιμασία έργα της Λισπέκτορ και δοκίμια σχετικά με την σχέση κοινωνιολογίας-λογοτεχνίας, περιμένει να συνταξιοδοτηθεί σύντομα για να εκδοθούν.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top