Fractal

«Αλτσχάιμερ αρχόμενο», η ψυχιατρική της ποίησης

Γράφει η Λίλια Τσούβα // *

 

Σωτήρης Παστάκας «Αλτσχάιμερ αρχόμενο», εκδ. Μελάνι

 

«Ένας φίλος». «Μια στιγμή». «Μια πόλη». «Ένας άντρας». «Μια νύχτα». «Μια όμορφη». «Ένας κήπος».

Εφτά ενότητες, με εφτά ποιήματα η καθεμιά, από το α έως το ζ.  Η νέα ποιητική συλλογή του Σωτήρη Παστάκα «Αλτσχάιμερ Αρχόμενο», από τις εκδόσεις Μελάνι, 2017. Με εννέα στίχους σχεδόν όλες οι ενότητες και με τον τελευταίο στίχο ξεχωριστό, κορύφωση του ποιήματος. Εντελώς μινιμαλιστική η πέμπτη ενότητα, «Μια νύχτα», με έναν έως το πολύ τρεις στίχους.

Η 15η συλλογή ποιημάτων του καλλιτέχνη. Αντικατόπτρισμα μιας ζωής εξήντα χρόνων, ενός ανθρώπου που δε διστάζει να αναμετρηθεί με την εικόνα του, να ρίξει το βλέμμα στον καθρέφτη, «κι ας είναι οδυνηρό να κοιτάζεις τον εαυτό σου στον καθρέφτη». Καθηλωτικά αυτοβιογραφικά στιγμιότυπα μιας πρωτοπρόσωπης, σε μεγάλο μέρος της, ποίησης που τολμά να αναμετρηθεί με το ρεαλισμό της ζωής. Λόγος οικείος, παραστατικός, αυτοαναφορικός, που ξεσπά συνεχώς σε ομολογίες: «Πετάξτε από πάνω μου το λευκό μανδύα του ποιητή». «Ένας κακός ευτυχισμένος άνθρωπος είμαι». «Δεν έσφαλλα αρκετά, όχι δεν αμάρτησα αρκετά, το παραδέχομαι».

Στη νόσο Αλτσχάιμερ η μνήμη και η πνευματική κατάσταση φθίνουν. Η ασθένεια επιτίθεται στα νευρικά κύτταρα του εγκεφάλου προκαλώντας βλάβη στην ικανότητα σκέψης. Η λήθη κάνει την εμφάνισή της, οι αισθήσεις μειώνονται, καθώς τα κύτταρα καταστρέφονται και ο πάσχων αδυνατώντας να επικοινωνήσει, αποσύρεται κοινωνικά.

Ο ψυχίατρος Σωτήρης Παστάκας, γνωρίζοντας πολύ καλά τις φάσεις και τα συμπτώματα της ασθένειας, με νηφαλιότητα και τα δικά του πνευματικά κύτταρα εντελώς οξυμμένα, καταγράφει στην ποιητική αυτή συλλογή με τον ευρηματικό τίτλο την αναπόφευκτη φθορά της ηλικίας ψάχνοντας τις παρενέργειες και τα αντίδοτα.

 

«Είμαι αλήθεια ζωντανός ή έχει η ζωή πεθάνει;

Αναρωτιέται ο ασπρομάλλης κύριος

με το σακίδιο (δύο σώβρακα, αμέτρητα ποιήματα)

στον ώμο (διαρκής παρακαταθήκη νεότητας),

ηγούμενος των απέλπιδων αναχωρητών

έτοιμος να σαλτάρει πρώτος τη ράμπα

(γίνονται όλο και ελαφρύτεροι

οι άντρες με τα χρόνια)

στα νυχτερινά φέρι per l’ Italia.

 

Σωτήρης Παστάκας

 

Καθώς ο άνθρωπος γερνάει, καταφτάνουν απρόσκλητες οι ασθένειες. Το έλκος του δωδεκαδακτύλου απαγορεύει την απόλαυση «δύο σπαρταριστών κόκκινων αβγών στο τηγάνι». Η σεξουαλικότητα μειώνεται και «μια αταξινόμητη θλίψη της ηλικίας, όπου δεν είναι πια ο ίδιος» εμφανίζεται, όπως και μεταφυσικές ανησυχίες. Ο ποιητής «αρχίζει και σκαλίζει τη μύτη του στο επέκεινα». Κάνει αλλαγές στον τρόπο ζωής, όπως π.χ. «παίρνει το σκέτο καφεδάκι του στα ΚΤΕΛ» ή γράφει συνοδεία αναψυκτικών.

Από τον τολμηρό απολογισμό της προσωπικής ζωής αναδύεται κοσμοπολιτισμός, αντισυμβατικότητα και τόλμη.

 

«Δεν φοβήθηκα τη ζωή μου. Ταξίδεψα

πολύ μακριά. Πέραν των ορίων

του Νομού Πιερίας οδήγησα

χωρίς δίπλωμα. Ερωτεύτηκα μια ξένη.

Την παντρεύτηκα. Έχασα δυο παιδιά

και κράτησα μια κόρη. Την Άνοιξη

φοβήθηκα. Στάθηκα όρθιος στις Άρπυιες.

Τα ωδικά πτηνά.  Τις άριες του Καζαντζίδη.

Την καλλίφωνη μοναξιά του κάμπου».

 

Τα ποιήματα, παρά την φαινομενική αντικουλτούρα στη γραφή, μια γραφή που παραπέμπει στο «Ουρλιαχτό» του Allen Ginsberg και το αντισυμβατικό γράψιμο της beat generation, παρουσιάζουν έντονες ποιητικές στιγμές ευφάνταστης σύλληψης. Ο ποιητής Σωτήρης Παστάκας βγαίνει από τα σπλάχνα ενός τέτοιου προσανατολισμού, ενώ οι ποιητικές του στιγμές είναι απόδειξη σπουδαίου τεχνίτη και ποιητή.

«Ένας επιβάτης στο τελευταίο κάθισμα του λεωφορείου με τη σωστή ρυτίδα της σκέψης πίσω από το τζάμι με κοιτάζει και τον κοιτάζω λοξά, από Αλεξανδρούπολη στη Σπάρτη και από Ηράκλειο Ληξούρι, τον κοιτάζω να με κοιτάζει με το λοξό βλέμμα όσων έχουν ατακτοποίητο παρελθόν και τετελεσμένο μέλλοντα, απολιθωμένος ήρωας μιας λοξοδρομημένης ανάμνησης».

Τα θέματα των ποιημάτων καθιστούν τον ποιητή αυτοσαρκαζόμενο απολογητή της δικής του ζωής αλλά και εξαιρετικό γραφέα καταστάσεων του κοινωνικού βίου. Με καυστική ματιά σχολιάζει την οικονομική κρίση, τη στρατιωτικοποίηση της οικονομίας, αλλά κυρίως τη μικροαστική επαρχιακή ζωή που πνίγεται στα πάθη και τον κομφορμισμό. «Κακοί γάμοι που δημιουργούν όμορφους κήπους», σε «πόλεις φιλικές, με πυκνές ομίχλες και μεγάλα καφενεία, οτέλ με αυτοκρατορικά κρεβάτια για τα παράνομα ζευγάρια, κωφάλαλες πόλεις, χαμένες στη συμβατικότητα, βουβά πλάνα του Αγγελόπουλου».

Αναλύει την προσωπικότητα μιας κατηγορίας γυναικών καταγράφοντας τα αδιέξοδα και τις παθογένειες που γεννά η σύγχρονη κοινωνία με την καθοριστική επίδραση των παραστάσεων της τηλεόρασης, της διαφήμισης και των ταινιών. «Κοκέτα με φρέντο καπουτσίνο: φρεσκοβαμμένο μαλλί, λαιμός λαίμαργος στα φιλιά, δυο μάτια μεγάλα ψυχοφάρμακα. Μαύρες κάλτσες καλτσοδέτες μετά τα δεσίματα στα ψυχιατρεία».

Βουτηγμένες στη μιζέρια μιας κομφορμιστικής λογικής, αλλά και παραπλανημένες από τα ομοιώματα της ζωής που παρουσιάζουν οι ταινίες –που πόρρω απέχουν από την πραγματική ζωή- κάποιες γυναίκες εκπαιδεύονται στη διπροσωπία, ασκούνται σε έναν κοινωνικό ρόλο αρρωστημένο, «μαθαίνουν να είναι όμορφες, να τις πληρώνουν τα γεύματα, να συνδυάζουν τακούνι με τσάντα, μαθαίνουν να κοιμούνται αγκαλιά και να σκέφτονται μονίμως κάποιον άλλον». Η κουλτούρα της «υπερπραγματικότητας», η ζωή μέσα από τη μεταμοντέρνα φιλοσοφία του Μπωντριγιάρ.

Αλλά και του Φρόυντ. Το ποιητικό εγώ αναπτύσσει μηχανισμούς άμυνας στη φθορά μέσα από «ψευδείς αναμνήσεις» που «φτιάχνουν το κέφι», ενώ «οι νέες κοπέλες με το δελφινάκι κτυπημένο στην αριστερή ωμοπλάτη» γίνονται «κάρτα μνήμης για παλιά γλυκά καλοκαίρια με έναν σκύλο ξαπλωμένο στην άμμο και τα ρούχα πεταμένα εδώ κι εκεί». Εκτροχιασμένες αναμνήσεις, τώρα που οι φιλενάδες γίνονται ένα με τα «φιλήδονα σκοτάδια του ύπνου» και η παρουσία μιας όμορφης «οξύς ρευματικός πόνος στους ώμους, στον αυχένα».

 

Ένα κόκκινο τραπουλόχαρτο στον δρόμο.

Με οκτώ καρό ανοίγει την παρτίδα του

αυτό το καλοκαίρι, στο άδειο απόγευμα

της Κυριακής βρέθηκα με δύσκολο φύλλο

κι ούτε έναν άσο κρυμμένο στο μανίκι μου.

 

Ο Σωτήρης Παστάκας, αν και με δύσκολο φύλλο, με ισχυρό άσο στο μανίκι την ποιητική του δεινότητα, χειριστής ενός λόγου αντισυμβατικού, σαρκαστικού, βιωματικού, χωρίς λυρισμό, αλλά με έντονη ποιητικότητα, κατορθώνει να μας δώσει άλλη μια υπέροχη ποιητική συλλογή, βαθιά ανθρώπινη και ευαίσθητη, που τολμά να ψέξει κακώς κείμενα προσωπικά και κοινωνικά.

 

 

* Η Λίλια Τσούβα είναι φοιτήτρια στο μεταπτυχιακό τμήμα της δημιουργικής γραφής του ΕΑΠ. Είναι απόφοιτος του τμήματος Βυζαντινών και νεοελληνικών σπουδών του ΑΠΘ. Ασχολείται με το δοκίμιο και την κριτική. Κείμενά της έχουν δημοσιευτεί στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο. 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top