Fractal

Διήγημα Fractal: “Αλύτρωτη σιωπή”

Της Τζίνας Ψάρρη //

 

 

 

 

Μια αρχέγονη δικαιοσύνη ήταν αυτό που εκ βαθέων με καλούσε συνεχώς. Όσο εγώ δεν απαντούσα, τόσο εκείνη επέμενε. Μέχρι που πεισματικά ήρθε να μ’ ανταμώσει για να με θέσει απέναντι στη μια και μοναδική αλήθεια: οι ένοχοι κάποτε πρέπει να πληρώσουν. Τα σκουριασμένα γρανάζια της αλύτρωτης από χρόνια ψυχής μου, λαδώθηκαν και πήραν μπρος ακριβώς τη στιγμή που κράτησα αγκαλιά την κόρη μου για πρώτη φορά, το παιδί του έρωτά μου με τον μοναδικό άντρα που αγάπησα τόσο πολύ.

Δεν είχα μιλήσει ποτέ, σε κανέναν. Ούτε με τον Φίλιππο το έκανα, αυτόν που με μεγάλη ανακούφιση αποκαλούσα το άλλο μου μισό. Οικειοθελώς γύρισα και το άλλο μάγουλο, αποδεχόμενη πως αυτή ήταν η μοναδική λύση αν ήθελα να σωθεί η οικογένειά μου αλλά και η δική του. Εγώ να υποταχθώ κι αυτός ο άθλιος παιδόφιλος να ζει ατιμώρητος. Βίωνα την κακοποίησή του από τα οκτώ μου χρόνια ως τα δεκατέσσερα, αμίλητη. Γιατί ήταν ο αδελφός της μητέρας μου, ο παντρεμένος, με τρία παιδιά κοντά στην ηλικία μου. Βρισκόμασταν όλοι μαζί πάρα πολύ συχνά και πάντα κατάφερνε να βρει λίγο χρόνο ίσα για να μου προκαλέσει ναυτία και τρόμο. Αν οι γονείς μου μάθαιναν, αυτή η γνώση θα τους σκότωνε, το ίδιο και την θεία και τα ξαδέλφια μου που τόσο πολύ αγαπούσα. Σώπασα λοιπόν, παρακαλώντας να έρθει σύντομα η μέρα που πλέον δεν θα τον ενδιαφέρουν τα παιδικά μου κάλλη, πράγμα που έγινε μετά από έξι ανυπόφορα χρόνια. Από την ώρα που ενηλικιώθηκα βέβαια, έκοψα με έξυπνες υπεκφυγές τις επαφές μαζί του, διατηρώντας σχέση μόνο με τα ξαδέλφια μου. Ώσπου ξημέρωσε εκείνη η αυγή που θεώρησα πως όλο αυτό το είχα αφήσει πίσω μου, ότι το ξέχασα.

Λάθος. Οι απεχθείς εικόνες, τα γλοιώδη χέρια του, τα μισάνοιχτα σε ειρωνικό χαμόγελο χείλη του, ξαναταξίδεψαν όλα μπροστά στα μάτια μου, μόλις πήρα το μωρό μου στο σπίτι. Γιατί αυτός ο γερασμένος πια άντρας, είχε το θράσος να μας επισκεφθεί, να ευχηθεί για το παιδί μας, να το ασημώσει. Ο άντρας μου, έκπληκτος, έκανε ερωτήσεις που δεν θα μπορούσε να μην κάνει, αφού αυτό που γνώριζε ήταν πως οικογενειακοί καυγάδες είχαν προκαλέσει την απομάκρυνσή μου. Αφού εκείνος επέμενε, παρακινημένος ίσως από κάποιο προαίσθημα, ίσως και από την ικανότητά του ν’ αναγνωρίζει πλέον τα συναισθήματα που φουρτούνιαζαν το πρόσωπό μου, αποφάσισα να του εξομολογηθώ τα πάντα. Και να τον κάνω συνεργό στο πλάνο που σιγά – σιγά έπαιρνε μορφή στο μυαλό μου.

Ετοίμαζα το σχέδιό μου για μήνες με μεγάλη προσοχή. Παρακολούθησα τις κινήσεις του, έμαθα τις συνήθειές του. Αν και υπήρξε αδέξια και αγωνιώδης η παρακολούθηση την οποία επέβαλα στον εαυτό μου, τελικά δεν ήταν και δύσκολο: η θεία είχε πλέον πεθάνει, τα παιδιά είχαν φτιάξει τις δικές τους ζωές κι ο θείος, αποσυρμένος πια από τον επαγγελματικό στίβο, σύχναζε κάθε απόγευμα σε μια λέσχη συνταξιούχων δικηγόρων. Έμενε πάντα στο ίδιο σπίτι και είχε προσλάβει μια γυναίκα για να τον φροντίζει, η οποία όμως έφευγε το βραδάκι κατά τις οκτώ. Ένας τυφώνας επρόκειτο ν’ αλλάξει την ζωή μου και δεν μ’ ενδιέφερε. Το μόνο σημαντικό, η προστασία της κόρης μου από παρόμοια υποπροϊόντα του ανθρώπινου είδους. Το τι θα συνέβαινε σε μένα, ερχόταν σε δεύτερη μοίρα. Ο Φίλιππος αν και οργίστηκε, προσπάθησε να με αποτρέψει.

“Βγαλ’ τον απ’ το μυαλό σου κορίτσι μου, έχουμε χίλιους λόγους για να είμαστε ευτυχισμένοι, μην τα καταστρέψεις όλα”, έτσι μου είπε κι ίσως να είχε και δίκιο.

“Είναι ζήτημα δικαιοσύνης Φίλιππε, μόνο δικαιοσύνης”, αντέτεινα και πραγματικά το πίστευα. Επέμεινα, ώσπου τον έπεισα να με βοηθήσει.

Αποφάσισα πως η καλύτερη ευκαιρία που θα μου δινόταν για να υλοποιήσω το σχέδιό μου, ήταν να τον περιμένω στη γωνιά του σπιτιού του το βράδυ, την ώρα που επέστρεφε από την λέσχη. Θα είχα κρυμμένο κάτω από την φαρδιά μου καπαρντίνα ό,τι χρειαζόταν για να τον στείλω γραμμή στην κόλαση. Αν ο φόβος του που θα μ’ έβλεπε μπροστά του, τον σώριαζε λιπόθυμο στα πόδια μου ή και νεκρό, πριν εγώ του προσφέρω το δώρο του θανάσιμου πλήγματος που είχα ετοιμάσει ειδικά για κείνον, ακόμα καλύτερα, θα μ’ έβγαζε κι απ’ τον κόπο. Γυρνούσα και ξαναγυρνούσα στο μυαλό μου όλες τις εικόνες, σαν να παρακολουθούσα ταινία δράσης. Ο θείος μ’ εκείνη τη σιχαμερή φάτσα του διεστραμμένου κυνικού, βλέπει να ξεπετιέται μπροστά του μια σκιά. Οι λάμπες του δρόμου δεν ρίχνουν αρκετό φως ώστε να ξεχωρίσει τον διώκτη του. Γυρίζει με αγωνία προς το φωτισμένο παράθυρο του σπιτιού του αναζητώντας την βοήθεια που δεν θα έχει. Η κυρία που τον περιποιείται έχει φύγει από ώρα αφήνοντας ένα φως ανοιχτό, σεβόμενη την επιθυμία του να μην γυρίζει σε σπίτι σκοτεινό. Απόψε όμως το φως δεν του χρειάζεται, αν και δεν το ξέρει ακόμα. Την μια και μοναδική φράση που σκοπεύω να του πω, την αφήνω για το τέλος, αφού πρώτα βγάλω το κρυμμένο μου όπλο.

Στις οκτώ ακριβώς, άνοιξα την πόρτα του αυτοκινήτου. Με σταθερές κινήσεις έπιασα το τιμόνι και ξεκίνησα. Περίεργο, δεν νιώθω καμία ανησυχία, καμία ενοχή. Όλα θα γίνουν όπως πρέπει να γίνουν. Οδηγώ ψύχραιμα, υπακούοντας στα όρια ταχύτητας και στα φανάρια περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Παρκάρω διακόσια μέτρα μακριά από το σπίτι του. Εκεί ακριβώς όπου είχα πει στον Φίλιππο να με συναντήσει. Έχω δέκα λεπτά ακόμα πριν πάρω την θέση μου κάτω από την φυλλωμένη νεραντζιά. Ο Φίλιππος θα έμενε μέσα στο αυτοκίνητο. για να παρέμβει μόνο αν χρειαστεί, έτσι είχαμε συμφωνήσει. Τον βλέπω να με προσπερνά και να παρκάρει ακριβώς απέναντι από την νεραντζιά. Σβήνει τα φώτα, ανάβει τσιγάρο. Τώρα, νιώθω ακόμα πιο σίγουρη γι’ αυτό που σκοπεύω να κάνω. Έπρεπε να πληρώσει με ψυχή αντί ψυχής, ήμουν σίγουρη, και παρακαλούσα το μυαλό μου να μην μ’ αφήσει αδύναμη, να μην λιγοψυχήσω.

Όταν τον είδα να έρχεται από το βάθος του δρόμου σέρνοντας ελαφρά το δεξί του πόδι, ένιωσα τον πιο μικροπρεπή, τον πιο καθηλωτικό φόβο της ζωής μου. Ήμουν και πάλι ένα παιδί που έκλαιγε βουβά ζητώντας δικαιοσύνη. Στρέφω το κεφάλι κι ψάχνω το βλέμμα του Φίλιππου. Αν και είναι αδύνατον να ξεχωρίσω το πρόσωπό του στο σκοτάδι, φαντάζομαι πως η καύτρα του τσιγάρου του μου χαμογελά ενθαρρυντικά. Ο θείος με αναγνωρίζει πριν εγώ καταλάβω πως είχε πλησιάσει τόσο κοντά.

“Τι συμβαίνει παιδί μου; τι θέλεις εδώ τέτοια ώρα”; Η απάθειά του, το ηφαίστειο του πόνου μου.

“Σου έφερα ένα μικρό δωράκι . Διάβασε το άρθρο που σου δίνω με την ησυχία σου, κι ύστερα αν θέλεις, μπορείς να αυτοκτονήσεις. Αύριο θα δημοσιευτεί στην εφημερίδα και ένα αντίγραφο ήδη βρίσκεται στην Λέσχη των φίλων σου”.

Η φωνή μου τρέμει, τα πόδια μου μουδιάζουν. Ο Φίλιππος βγαίνει από το αυτοκίνητο, ακουμπάει στην κλειστή πόρτα και διπλώνει τα χέρια σε στάση αναμονής. Ανακούφιση, δεν είμαι μόνη, έχω σύμμαχο. Αφήνω τον θείο εμβρόντητο στην μέση του δρόμου και τρέχω στην ασφάλεια της αγκαλιάς του. Και τότε, δίνω και σ’ εκείνον το άρθρο. Η ψυχή μου γελά χαιρέκακα όταν παρατηρεί τον πιο αγαπημένο άντρα της ζωής μου να διαβάζει την καταδίκη του πιο μισητού, ταυτόχρονα μ’ εκείνον.

“Σκληρό βίωμα που κρατούσα κλειδωμένο για περισσότερα από είκοσι χρόνια. Με ανάγκασε με τον τρόπο του να νιώσω ενοχές χωρίς να φταίω. Ποτέ δεν μίλησα για το τραύμα μου, σε κανέναν. Το δημοφιλές πρόσωπό του, ο δικηγόρος με τις δεκάδες επιτυχίες, ο ευτυχισμένος οικογενειάρχης που μεγάλωνε παιδιά χωρίς να ντρέπεται, για μένα υπήρξε μόνο μια σκοτεινή πτυχή που κανένας άλλος δεν γνώριζε την ύπαρξή της. Για χρόνια, ένιωθα ταπεινωμένη, εξαφανισμένη. Κάτι έπρεπε να κάνω για να σώσω την ψυχή μου, αφού μέχρι και σήμερα γαλήνη δεν βρήκε ποτέ. Τα κατάλοιπα αυτής της εμπειρίας ήταν ισχυρότερα από μένα. Δεν αισθάνομαι πια ντροπή, είμαι έτοιμη ν’ αντιμετωπίσω αυτό που απωθούσα.

Ο παιδόφιλος, μπορεί να είναι ο γείτονας, ο δάσκαλος, ο οικογενειακός φίλος, ο ίδιος σου ο πατέρας. Σε μένα έλαχε ο κλήρος του θείου. Το διαρκές αίσθημα του να ζω μέσα στο ψέμα δεν το αντέχω άλλο. Την ενσυναίσθηση που ποτέ δεν μπόρεσε αυτός ο άρρωστος άνθρωπος να αποκτήσει, θα τον αναγκάσω εγώ να το κάνει, όσο πιο τραυματικά μπορώ. Δεν με αφορά αν ο θύτης μου στο παρελθόν υπήρξε κι ο ίδιος θύμα, δεν θα το προσεγγίσω ως βίωμα όλο αυτό, αλλά ως ένα φαινόμενο που πρέπει να λάμψει στο φως του ήλιου.

Κι αν η δική μου λύτρωση είναι η δική του καταστροφή, αν τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα περάσει μέσα στην κατακραυγή, δεν είναι πια δικό μου πρόβλημα. Το σήκωσα το βάρος από τους ώμους μου και θα ξεχάσω όλα εκείνα που με βασάνισαν. Ναι, τα παιδιά είναι αθώα, καταλαβαίνουν τα πάντα όμως. Μην κάνετε το δικό μου λάθος, μιλήστε, μάθετε και στα παιδιά σας να μιλούν. Δώστε στους παιδόφιλους αυτό που τους αρμόζει, είτε αυτό λέγεται θεραπεία, είτε φυλακή.

Ο δικός μου εφιάλτης, έχει ονοματεπώνυμο πια:

Μίλτος Παπανικολάου – Συνταξιούχος δικηγόρος

Μουσών 87 – Εκάλη”

Κάτι μικρά θραύσματα ευτυχίας άρχισαν να χορεύουν διστακτικά στο μυαλό μου. Τα ζύγισα για μερικά λεπτά κι ύστερα τ’ άφησα να πετάξουν προς τη θάλασσα.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top