Fractal

Η αριστουργηματική Λίμνη του Alphonse de Lamartine και η μεταφραστική της τύχη στα ελληνικά γράμματα

Γράφει η Κλεοπάτρα Ζαχαροπούλου // *

 

Alphonse de Lamartine

 

Le lac

 

Ainsi, toujours poussés vers de nouveaux rivages,
Dans la nuit éternelle emportés sans retour,
Ne pourrons-nous jamais sur l’océan des âges
Jeter l’ancre un seul jour ?

Ô lac ! l’année à peine a fini sa carrière,
Et près des flots chéris qu’elle devait revoir,
Regarde ! je viens seul m’asseoir sur cette pierre
Où tu la vis s’asseoir !

Tu mugissais ainsi sous ces roches profondes ;
Ainsi tu te brisais sur leurs flancs déchirés ;
Ainsi le vent jetait l’écume de tes ondes
Sur ses pieds adorés.

Un soir, t’en souvient-il ? nous voguions en silence ;
On n’entendait au loin, sur l’onde et sous les cieux,
Que le bruit des rameurs qui frappaient en cadence
Tes flots harmonieux.

Tout à coup des accents inconnus à la terre
Du rivage charmé frappèrent les échos,
Le flot fut attentif, et la voix qui m’est chère
Laissa tomber ces mots :

 

« Ô temps, suspends ton vol ! et vous, heures propices,
Suspendez votre cours !
Laissez-nous savourer les rapides délices
Des plus beaux de nos jours !

« Assez de malheureux ici-bas vous implorent ;
Coulez, coulez pour eux ;
Prenez avec leurs jours les soins qui les dévorent ;
Oubliez les heureux.

« Mais je demande en vain quelques moments encore,
Le temps m’échappe et fuit ;
Je dis à cette nuit : « Sois plus lente » ; et l’aurore
Va dissiper la nuit.

« Aimons donc, aimons donc ! de l’heure fugitive,
Hâtons-nous, jouissons !
L’homme n’a point de port, le temps n’a point de rive ;
Il coule, et nous passons ! »

Temps jaloux, se peut-il que ces moments d’ivresse,
Où l’amour à longs flots nous verse le bonheur,
S’envolent loin de nous de la même vitesse
Que les jours de malheur ?

Hé quoi ! n’en pourrons-nous fixer au moins la trace ?
Quoi ! passés pour jamais ? quoi ! tout entiers perdus ?
Ce temps qui les donna, ce temps qui les efface,
Ne nous les rendra plus ?

Éternité, néant, passé, sombres abîmes,
Que faites-vous des jours que vous engloutissez ?
Parlez : nous rendrez vous ces extases sublimes
Que vous nous ravissez ?
Ô lac ! rochers muets ! grottes ! forêt obscure !
Vous que le temps épargne ou qu’il peut rajeunir,
Gardez de cette nuit, gardez, belle nature,
Au moins le souvenir !Qu’il soit dans ton repos, qu’il soit dans tes orages,
Beau lac, et dans l’aspect de tes riants coteaux,
Et dans ces noirs sapins, et dans ces rocs sauvages
Qui pendent sur tes eaux !Qu’il soit dans le zéphyr qui frémit et qui passe,
Dans les bruits de tes bords par tes bords répétés,
Dans l’astre au front d’argent qui blanchit ta surface
De ses molles clartés !Que le vent qui gémit, le roseau qui soupire,
Que les parfums légers de ton air embaumé,
Que tout ce qu’on entend, l’on voit et l’on respire,
Tout dise : « Ils ont aimé ! »Alphonse de Lamartine

 

Ελάχιστοι ξένοι ποιητές έγιναν ευρύτατα γνωστοί στους ελληνικούς μεταφραστικούς κύκλους όσο ο Alphonse de Lamartine (1790-1869). Το άστρο του μεσουρανούσε στη Γαλλία, τη στιγμή που στην ελληνική πρωτεύουσα είχε αρχίσει να επιβάλλεται με βήμα γοργό ο πεισιθάνατος ρομαντισμός. Ο Lamartine υπήρξε σπουδαίος ποιητής και πεζογράφος, ένας από τους κορυφαίους κι επιφανέστερους εκπροσώπους του γαλλικού ρομαντισμού, με διεθνή αναγνώριση και ακτινοβολία.

Στις 13 Μαρτίου του 1820 δημοσιεύτηκε η κατά τον Κ. Θ. Δημαρά αιθέρια ποιητική συλλογή ditations poétiques,  μια σειρά ποιημάτων υψίστου λυρισμού και μουσικότητας, η οποία αποτελεί ορόσημο και σφραγίζει την έναρξη της γαλλικής ρομαντικής ποίησης. Όπως επισημαίνει ο κριτικός Sainte-Beuve, οι ελεγείες αυτές προξένησαν αξέχαστη εντύπωση στη συγκαιρινή τους εποχή καθώς με τη δύναμη και τη νέα πνοή τους συνετέλεσαν στο μετασχηματισμό της γαλλικής ποίησης. Ουσιαστικά, πρόκειται για το μανιφέστο του γαλλικού ποιητικού ρομαντισμού, όπου ο Lamartine εξέφρασε πρώτος την πεμπτουσία του, την αρρώστια του αιώνα και την ενδοσκοπική μελαγχολία, που ενίοτε φτάνει στο όριο της καταλυτικής απόγνωσης.

Η συλλογή αυτή αποτελεί τον καρπό του συγκλονισμού του ποιητή από τον άτυχο έρωτά του για την θανάσιμα άρρωστη Julie Charles, την οποία γνώρισε το1816, στη λουτρόπολη του  Aix-les-Bains, στις όχθες της λίμνης του Bourget. Ο κριτικός Λανσόν έγραφε πως «κάθε στοχασμός είναι ένας στεναγμός», πως κάθε λέξη κρύβει κι ένα συγκινησιακό φορτίο που μεταδίδει τη μελαγχολία της προσωπικής του δοκιμασίας. Πράγματι, ο Lamartine θεωρούσε την ποίηση ενσάρκωση των πιο απόκρυφων παθών της καρδιάς, ένα είδος προσωπικής κι ανακουφιστικής κάθαρσης, συγκινησιακή διάχυση κι εκχείλιση δυνατών εμπειριών, γι’ αυτό και προβληματιζόταν για το αν θα έβρισκε τα κατάλληλα λόγια προκειμένου να  εκφράσει το ποίημα που υπήρχε στην ψυχή του. Όπως ισχυριζόταν ο ίδιος, «τα πιο γλυκά τραγούδια μιλούν για τις πιο πικρές μας σκέψεις».

Η δημοσίευση των Μελετών στέφθηκε με πρωτοφανή και μυθική για την εποχή επιτυχία, αφού, όπως επισημαίνει ο Κ. Θ. Δημαράς, έως τα τέλη του ίδιου έτους γνώρισαν επτά επανεκδόσεις, οι οποίες οφείλονταν στη μεγάλη αξία της λαμαρτινικής ποίησης αφενός κι αφετέρου στην ωριμότητα και τη προδιάθεση του κοινού να κατανοήσει και να θαυμάσει το έργο του. Η δόξα του Γάλλου ρομαντικού δεν περιορίστηκε στα στενά γεωγραφικά όρια της πατρίδας του, αλλά όπως τονίζει ο Αλ. Βυζάντιος:

 

« […] η τρυφερά αισθηματική η δακρυόεσσα ποίησις του Λαμαρτίνου εύρε πανταχού μιμητάς και θαυμαστάς, και αι αρμονικαί στροφαί της Λίμνης εβαυκάλισαν την σύγχρονον γενεάν. Αι Μελέται μετεφράσθησαν εις πάσας σχεδόν τας γλώσσας […]. Εν Ελλάδι μόνον μέχρι προ μικρού η ανάγνωσις του εξόχου τούτου προϊόντος του Γαλλικού Παρνασσού ην απόλαυσις ανέφικτος δια τους μη ευτυχήσαντας να εκμάθωσι την γλώσσαν του Ρακίνα. Είναι αληθές ότι ο Λαμαρτίνος εξήσκησε μεγίστην επί της μορφώσεως της νεωτέρας Ελληνικής ποιήσεως επιρροήν, ότι αντηχήσεις τινές κατά το μάλλον και ήττον επιτυχείς της αρμονίας εκείνου ανευρίσκονται εις πάντας σχεδόν τους περί τα τέλη της επαναστάσεως αναφανέντας ποιητάς και ότι εις τους στίχους του ποιητού της Κιθάρας ιδίως αναφαίνονται νωπαί και ζωηραί […] εντυπώσεις. Αλλ’ ενώ πολλοί εμιμούντο τον Λαμαρτίνον, ουδείς τον μετέφραζεν».

 

Το 1864 ο Άγγελος Βλάχος επέλεξε και δημοσίευσε στην Αθήνα είκοσι εννέα ποιήματα από την ανωτέρω συλλογή, την οποία ο Παλαμάς θεωρεί χαρακτηριστικό δείγμα της γόνιμης επίδρασης που άσκησε ο Lamartine στα νεοελληνικά γράμματα.

Στη συλλογή συμπεριλαμβάνεται και «Η λίμνη», καθαρώς ρομαντικό ποίημα, που χαρακτηρίζεται από την ευγένεια της ιδέας και την αρμονία της εκφράσεως του. «Η λίμνη» δύναται να θεωρηθεί ως ένα από τα αριστουργήματα του γαλλικού ρομαντισμού, καθώς πολύ νωρίς έγινε δημοφιλέστατο και γνώρισε τις περισσότερες μεταφράσεις σε διάφορες ευρωπαϊκές γλώσσες. Στην Ελλάδα το ποίημα είχε τεραστία απήχηση, ενώ βρήκε πρόθυμους μεταφραστές μεταξύ των γνωστότερων ποιητών της συγκαιρινής εποχής του, αλλά και μεταγενεστέρων.

Το θέμα του ποιήματος συνδέεται άμεσα με την προσωπική εμπειρία του ποιητή, ο οποίος κατορθώνει να εκφράσει την φιλοσοφική του ανησυχία περί της ανθρώπινης μοίρας, του πρόσκαιρου, παροδικού και εφήμερου χαρακτήρα της επίγειας ευτυχίας.  Στο συγκεκριμένο ποίημα, η φύση υπάρχει ως μια ανεξάρτητη οντότητα προς όφελος του ποιητή προσφέροντάς του ένα κατάλληλο σκηνικό για το δράμα της αγάπης του. Η λίμνη καθίσταται ερέθισμα και συνεργός στην ανάκληση της παρουσίας της Julie, γίνεται υποδοχέας και δεξιώνεται το λόγο του ποιητή, αποτελεί έμπιστο φίλο και μάρτυρα της προσωπικής του εμπειρίας, καθρέφτη και αντανάκλαση των συναισθημάτων του, φύλακα και εγγυητή της ανάμνησης. Ο Lamartine προσπαθεί να ξεπεράσει τη μοναξιά που νιώθει και την ιδέα του τελικού αφανισμού, με την πίστη σε μια υπεργήινη πραγματικότητα, που διαταράσσεται από εκρήξεις απελπισίας. Ο ποιητής εισάγει το θέμα της επικοινωνίας με τη φύση και χρησιμοποιεί αυτή ως σύμβολο της ανθρώπινης ζωής και του εσωτερικού κόσμου, που έρχεται αντιμέτωπη με την αιωνιότητα και τη φθορά του χρόνου και του θανάτου.

Το πάζλ της ποιητικής παραγωγής του Γάλλου ρομαντικού συμπληρώνουν οι συλλογές Nouvelles méditations poétiques (1823), Harmonies poétiques et religieuses (1830), Souvenirs, impressions, pensées et paysages, pendant un voyage en Orient (1835), Jocelyn (1836), Recueillements poétiques (1839), τα πεζογραφήματα Graziella (1877), Héloïse et Abélard (1859), Antoniella (1876), κ.ά. Ο Γ. Π. Σαββίδης στο σχεδίασμά του για ένα χρονολόγιο στη Νέα Εστία συγκεντρώνει έναν αρκετά ικανοποιητικό αριθμό σπαραγματικών λαμαρτινικών μεταφράσεων που προηγούνταν της δημοσιεύσεως των Ποιητικών Μελετών. Ενδεικτικά αναφέρω τα: Αρμονίες ποιητικές και θρησκευτικές (1830), Ζοσλέν (1836), Η πτώση ενός άγγελου (1838), Ποιητικές κατανύξεις (1839), Ο θάνατος του Σωκράτους (1841), Ραφαήλ (1850), Ελοϊζα και Αβελάρδος (1859), Ρεγγίνα (1862), κ.ά. Εύκολα διαπιστώνει κανείς τη σχεδόν ταυτόχρονη δημοσίευση των κειμένων-πηγή και κειμένων-στόχων, γεγονός που αναδεικνύει την εκτίμηση της γραμματείας μας για το έργο του. Ο Παλαμάς διακρίνει πέντε φάσεις στην πρόσληψη του Γάλλου ρομαντικού στην χώρα μας:

 

  • τον ποιητή Της λίμνης, των ditations poétiques, τον «ψάλτη της Ελίβρας»
  • τον ποιητή που συμμετέχει στην Επανάσταση του 1830, αγωνίζεται κατά της απολυταρχίας και εκφράζει τα φιλελληνικά του αισθήματα στην «Invocation pour les Grecs»
  • τον φιλότουρκο συγγραφέα της Ιστορίας της Τουρκίας, που ύμνησε τις αρετές των Τούρκων και έγραψε πως η ναυμαχία του Ναυαρίνου και η απελευθέρωση της Ελλάδας υπήρξε μεγάλο πολιτικό σφάλμα
  • τον πολιτικό ηγέτη του 1848
  • τον ποιητή που έπεσε από τον θρόνο του πρώτου ύψους και που λησμονημένος έζησε στην ανέχεια.

 

Ελληνικές μεταφράσεις της λαμαρτινικής Λίμνης

 

Μετάφραση Άγγελου Βλάχου

 

 

Ο Άγγελος Βλάχος (1838-1920) υπήρξε σπουδαίος ποιητής και πεζογράφος, συνεργάτης σημαντικών περιοδικών εντύπων, κριτικός, θεατρικός συγγραφέας-δραματουργός, λεξικογράφος και διαμεσολαβητής της πρόσληψης αρκετών ξένων συγγραφέων στα ελληνικά γράμματα, καθώς αρεσκόταν στο να τους συστήνει στη χώρα δέκτη. Το ποιητικό του έργο εγγράφεται στο κλίμα του φθίνοντος αθηναϊκού ρομαντισμού, που επιζητά την προσγείωση στην πραγματικότητα, με προεξάρχοντα στοιχεία την κλασσική θεματογραφία, αλλά και τον ιδιαίτερα χαμηλό τόνο, όπως πιστοποιούν οι συλλογές Ηώς, Ώραι, Φειδίας και Περικλής, Στίχοι, Εκ των ενόντων, Αηδών και Ιόν, και Λυρικά ποιήματα. Το πεζογραφικό του έργο συγκεντρώνεται σε δύο τόμους Αναλέκτων, ενώ το υπόλοιπο μοιράζεται ανάμεσα στο διήγημα-αφήγημα, στο χρονογράφημα και στην παιδική λογοτεχνία. Η πιο σημαντική προσφορά του συνίσταται στις ενδογλωσσικές μεταφράσεις έργων του αρχαίου ελληνικού δράματος και στις διαγλωσσικές μεταφράσεις έργων του παγκόσμιου θεάτρου και της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, κυρίως από αγγλικά, γαλλικά και γερμανικά (Sand, Séjour, Greisigger, Goethe, Schiller, Tasso, Pichat, Graux, Heine, Byron, Burger, κ.ά.). Μέσα από τις συμμετοχές του στους ποιητικούς διαγωνισμούς δείχνει να συμπαρατάσσεται με τις αντι-ρομαντικές εκδηλώσεις της δεκαετίας του 1860 και να συμφιλιώνεται πλήρως με τις επιταγές του Οικονόμειου μεταφραστικού αγώνος.

Της συλλογής Λαμαρτίνου ποιητικαί μελέται, μεταφρασθείσαι κατ’ εκλογήν εμμέτρως υπό Αγγέλου Βλάχου προτάσσεται πρόλογος, ο οποίος φανερώνει την ανάγκη των μεταφραστών της εποχής να αιτιολογούν τα εκάστοτε πονήματά τους. Σύμφωνα με τον Τούρυ, τα σχόλια και οι στρατηγικές των μεταφραστών που περιγράφονται εκτενώς στα προλογικά σημειώματα που συχνά πλαισιώνουν τις μεταφράσεις πρέπει να αντιμετωπίζονται με επιφυλακτικότητα, καθώς ενδέχεται να είναι μεροληπτικά. Πολύ συχνά, ωστόσο, αποτελούν πηγή εκτεταμένης πληροφόρησης, σημαντικό δείκτη των μεταφραστικών πρακτικών κι ενδείξεις μεταφραστικών θεωρητικών απόψεων που υιοθετήθηκαν στο παρελθόν. Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει ο ίδιος ο Βλάχος:

 

   «Η προκειμένη μετάφρασις των ωραιοτέρων λαμαρτινικών Μελετών, δυναμένων αναμφισβητήτως να ταχθώσι μεταξύ των αξιολογωτέρων προϊόντων του νεωτέρου γαλλικού Παρνασσού, δεν αποτελεί εσκεμμένον και καθ’ ωρισμένον εκ προοιμίου σχέδιον συντελεσθέν έργον. Ούτε διάγραμμα ούτε σκοπός προετάθη […]».

 

Ο Βλάχος επέλεξε να μεταφράσει στον ελεύθερό του χρόνο μερικά από τα αθάνατα αριστουργηματικά λαμαρτινικά έργα της συλλογής, «τας κατ’ εμήν ιδέας καλλιτέρας και πρωτοτυποτέρας των Μελετών του <γ>άλλου λυρικού, συμποσουμένας εις τα δύο τρίτα περίπου του όλου», όπως τονίζει, αποκλείοντας τις πολιτικές ωδές και τα ποιήματα μονότονου φιλοσοφικού σκεπτικισμού, τα οποία αποτελούσαν ανώφελα και κουραστικά αναγνώσματα στην εποχή του. Ο ίδιος υπογραμμίζει πως «ηναγκάσθην εξ’ υπαρχής να μεταφράσω, άλλα δε εις επαισθήτας να υποβάλω αλλοιώσεις, και άλλα να αποκλείσω εντελώς τον περίβολον της ελληνικής δημοσιότητος».

Στον πρόλογο της Ηώς ισχυρίζεται πως αποκλειστικός αυτοσκοπός του ήταν η σύνθεση στίχων. Ουσιαστική ώθηση στη συμμετοχή των στιχουργημάτων του σε συγκαιρινούς του ποιητικούς διαγωνισμούς ήταν η επ’ αυτοφώρω σύλληψή του από το φιλικό του περιβάλλον να συνθέτει στιχουργήματα. Χαρακτηριστικά επισημαίνει:

 

   «Αι μεταφράσεις […] εγένοντο εις πραγματικάς ώρας σχολής και ανέσεως, άνευ ουδεμιάς προηγουμένης εκλογής, άνευ ουδενός προκειμένου σκοπού συστηματικής ξένων ποιήσεων μεταφράσεως· ανεγίνωσκον εις γλυκείας ρέμβης στιγμάς ξένον τινά ποιητήν, … εμαγευόμην εκ του κάλλους των ιδεών του, εκ του ύψους της διανοίας του, εκ της τρυφερότητος των αισθημάτων του, εκ του μελιρρύτου της στιχουργίας του, και προσεπάθουν κατόπιν εγωιστικώς να πολιτογραφήσω το αριστούργημα εκείνο […]· δεν έχω την αξίωσιν ότι δύναμαι να δώσω εις τους μη δυναμένους ν’ αναγνώσωσι τα πρωτότυπα αναγνώστας μου ακριβή εικόνα, οιονεί κατόπτρου αντανάκλασιν […] καθότι […] το να θέλη τις να εννοήση ποιητήν τινά, εις μετάφρασιν αυτόν αναγινώσκων, είνε το αυτό ως αν τις ήθελε να διακρίνη τα ποικίλματα ωραίου κεντήματος, εκ του αναστρόφου αυτό παρατηρών· ταύτα πάντα τα γνωρίζω, και παρακαλώ επίσης τον αναγνώστην να τα γνωρίζη όταν αναγνώση τας μεταφράσεις μου […]».

 

Η μεταφραστική δραστηριότητα του Βλάχου απέβλεπε, όπως υπογραμμίζει, «προς ιδίαν εμαυτού ψυχαγωγίαν», γι’ αυτό και ο ίδιος εκλιπαρούσε «της κρίσεως αυτού την ευμένειαν». Όπως ισχυρίζεται στον πρόλογο των Μελετών:

 

«Μεταξύ δύο συστημάτων μεταφράσεως έχει την εκλογήν ο ξένον τι λυρικόν ποίημα εις την πάτριον αυτού γλώσσαν μεταφέρων. Ο το πρώτον αυτών αιρούμενος προσπαθεί, αν δύναται, να παρακολουθήση πιστώς τον ξένον ποιητήν, κατά στίχον, κατά λέξιν ει δυνατόν, και παραδεχόμενος ότι η ποιητική έννοια μιας στροφής αποτελείται εκ των κατά μέρος εννοιών εκάστου των στίχων των, αρκείται κατορθών πιστήν μετάφρασιν των καθ’ έκαστα εννοιών ή απλώς μόνον και λέξεων, αποδεχόμενος ενδομύχως ότι επέτυχε και την στροφήν ολόκληρον να μεταφράση πιστώς· εννοείται όμως ότι ο τοσούτον θρησκευτικώς εις τας λέξεις του πρωτοτύπου προσαρτώμενος μεταφραστής αναγκάζεται πολλάκις να θυσιάση εις της υπερβαλλούσης αυτού ευλαβείας τον βωμόν την ιδιάζουσαν της πατρίου γλώσσης χροιάν, πολλαχού δε και την καλλίτεχνον του στίχου του διαμόρφωσιν, μη κερδαίνων εν τούτοις πάντοτε ό,τι προσεδόκα, το πιστόν δηλονότι της μεταφράσεως· καθότι πιθανώτατον είνε εν τοιαύτη περιπτώσει, ν’ ανταποκρίνεται μεν η μετάφρασις του πιστότατα κατά στίχον προς το πρωτότυπον, αλλ’ όμως ν’ απέχη σπουδαίως αυτού κατά την εν συνόλω εννοιαν της στροφής. Το σύστημα τούτο […] απέρριψα εκ προοιμίων. Το εθεώρησα ως ομοιάζον προς την ιουδαϊκήν των νόμων ερμηνείαν […] και θυσίαζον εις την εξωτερικήν του στίχου μορφήν την εσωτερικήν του ποιήματος έννοιαν. Δεν ηθέλησα όμως, δια τούτο, να μεταπέσω εις το εντελώς αντίθετον, ν’ ασπαστώ την πλήρη και ανυπότακτον ελευθερίαν, την αχαλίνωτον δηλαδή ακολασίαν της μεταφράσεως, εφ ης συνήθως επιπλέουσι τα οικτρά ναυάγια των εννοιών του πρωτοτύπου».

 

Ο μεταφραστής  συνεχίζει παραθέτοντας τη μέθοδο που ακολούθησε στην εργασία του, έναν μέσο όρο μεταξύ της πιστής και κατά γράμμα παρακολουθήσεως του κειμένου και της ελεύθερης παράφρασης:

 

   «Εβάδισα την μέσην οδόν, πιστός εις την έννοιαν κ’ ελεύθερος εις την εξωτερικήν αυτής διατύπωσιν διαμείνας, και φρονών ότι τότε μόνον αποδίδει πιστώς ο μεταφραστής τον πρωτότυπον ποιητήν, οσάκις περικαθαιρών τας εννοίας αυτού του στιχουργικού και ομοιοκαταληκτικού κόσμου, […] εξευρίσκει την καθαράν και αδιάστροφον έννοιαν, ην είχεν εκείνος εν νω πριν ή την υποτάξη εις της εξωτερικής διατυπώσεως τας απαιτήσεις, και ταύτην διαμορφοί ελευθέρως κατά το πάτριον ιδίωμα· […] ουδαμού, ουδ’ επ’ ελάχιστον, παρέβλεψα του πρωτοτύπου μου τας εννοίας».

 

Οι σκέψεις αυτές του Βλάχου καταγράφονται με παρόμοιο τρόπο και στον πρόλογο της Ηώς:

 

   «[…] σύστημα είχον κατά τας μεταφράσεις ταύτας πάντοτε να μη απομακρύνωμαι, καθόσον η στιχουργία επέτρεπε τούτο, της εννοίας του ποιητού, ον μετέφραζα, και δύναμαι πραγματικώς να ειπώ ότι αι πλείσται των δημοσιευμένων σήμερον μεταφράσεων εισί πισταί, και τινες μάλιστα σχεδόν κατά λέξιν συμφωνούσαι μετά του πρωτοτύπου κειμένου […]. Αι του Λαμαρτίνου […] μεταφράσεις, αι εις στροφάς διηρημέναι, εγένοντο κατά στίχους ανταποκρινομένους προς τους των πρωτοτύπων».

 

Ο Βλάχος αμέσως μετά τον πρόλογό του αφιερώνει μια ωδή στον ποιητή Λαμαρτίνο, η οποία φανερώνει τον υπέρμετρο θαυμασμό του προς το μέγα διδάσκαλο. Επειδή το ποίημα είναι χαρακτηριστικό της διαθέσεως του Βλάχου, αλλά και άλλων ρομαντικών της Σχολής των Αθηνών, παραθέτω μερικές από τις πλέον χαρακτηριστικές του στροφές:

 

Α΄

Ήμην αθώον και μικρόν, αμέριμνον παιδίον,
την γλώσσαν σου την μαγικήν εψέλλιζον εισέτι,
οπότε εις τους στίχους σου, Αλφόνσε, ενθουσίων,
και ήσαν αι “Μελέται” σου η πρώτη μου μελέτη.

Σ’ εμάντευ’ η καρδιά μου, ο νους μου αν δεν ήρκει,
με εβαυκάλουν σιγαλά τα μαγικά σου χείλη,
κ΄ η Μούσα σου, επίχαρις και μειδιώσα Κίρκη,
ως μυθολόγου γέροντος διήγησις μ’ εκήλει.

Εστέναζες κ΄ εστέναζον, εθρήνουν αν εθρήνεις,
αν εβλασφήμεις και εμού το στόμα εβλασφήμει,
και κλαίων μόλις άθφονον το δάκρυ μου εκίνεις, […]

Β΄

Μ’ εκοίμων οι γλυκείς σου στίχοι
ως βαυκαλήματος ωδή,
κ΄ έναυλον έτι το ηδύ
άσμα σου ήχει. […]

Εις κόσμον μ’ έφερες ωραίον,
εις την αγκάλην των νεφών,
κ΄ εκεί, εις έκστασιν τρυφών,
κ΄ εις φώτα πλέων,

σε ησθανόμην Λαμαρτίνε,
εκ της χειρός να με κρατής,
και να μοι λέγης: ποιητής
γενού και μείνε.

Και ηκουόμην κατ’ ονείρους
ψελλίζων και παραλαλών
των στίχων σου των υψηλών
στροφάς απείρως.

Γ΄

Ήσαν ώραι τερπναί και ωραίαι εκείναι·
ποιητής ήσο συ κι εγώ νεανίας,
αετός συ τα νέφη πέραν τολμητίας,
κ΄ εγώ έκθαμβος παις θεωρών, Λαμαρτίνε. […]

Δ΄

Πλην… τας χορδάς συνέθραυσε της μαγικής σου λύρας
ο σάλος ο πολιτικός,
και έγινες ιστορικός,
συ, ψάλτης της Ελβίρας!

Και μερολήπτην κάλαμον εις χείρας σου λαμβάνων,
συ, ο ερώτων αοιδός,
έγινες έθνους υμνωδός,
δημίων και τυράννων.

Και ύμνησες, πώς ύμνησες! Των Τούρκων την αγέλην,
κ΄ ήκουσε σε, χριστιανόν,
να ψάλλης των Οθωμανών
τας αρετάς ο Έλλην!

Ω! λήθ’ εις τας σελίδας σου, και συ λησμόνησέ τας,
και μείν’ ο πρώην ποιητής,
ο της Γρασιέλλας εραστής,
ο γράψας τας “Μελέτας”.

Ελθέ να σ’ αγαπήσωμεν και να μας αγαπήσης,
αφού και συ ο ποιητής
τον οίκτον ήδη επαιτείς,
κ΄ ημείς αυτόν επίσης!

Ε΄

Μη λυπού, αν εράνου τον δίσκον,
Λαμαρτίνε, επαίτης προτείνεις,
αν πτωχός αποθάνης της πείνης,
μη κατάραν ειπής αποθνήσκων! […]

ΣΤ΄

Δέξαι οβολόν μου ένα εις τον δίσκον σου ν’ αφήσω,
χήρα και εγώ πτωχή·
Ό,τι έλαβε να δώση εις τον δωρητήν οπίσω,
η ευγνώμων μου ψυχή.

Να σοι προσφωνήσω άφες, ό,τι έγραψες συ μόνος,
σε με σε αυτόν κοσμών,
ως του πλάστου δώρα φέρει ο ικέτης ευγνωμόνως
εις του πλάστου τον βωμόν. […]

 

Ο Βλάχος καταλήγει με τις ακόλουθες σκέψεις:

 

«Ως προς τους ολίγους […], προς τον Λαμαρτίνον απευθυνόμενους στίχους μου, περιττόν νομίζω οιονδήποτε σχόλιον· άμα συλλάβων την ιδέαν να δημοσιεύσω την μετάφρασιν των Μελετών και αρχίσας να διαμορφώ αυτήν επί το συστηματικώτερον, συνέλαβον συγχρόνως και την ιδέαν να προσφέρω το έργον μου εις τον ένδοξον, αλλ’ ατυχή ποιητήν των. Ίσως πολλοί δεν αγαπώσι τον Λαμαρτίνον, διότι εφάνη επ’ εσχάτων, μη αγαπών την Ελλάδα, διότι γράψας ιστορίαν των Τούρκων, ελησμόνησε την των Ελλήνων, διότι ανέγνωσε φοβερόν διά το μέλλον ημών: τ ε τ έ λ ε σ τ α ι επί των ηκρωτηριασμένων λειψάνων της παλαιάς ελληνικής ευκλείας· εγώ τον αγαπώ, διότι έγραψε τας Μελέτας».

 

Η μετάφρασή του χαιρετίστηκε ως φιλολογικό γεγονός και γνώρισε σπάνια επιτυχία. Όπως χαρακτηριστικά διαβάζουμε στην Χρυσαλλίδα, «η αναχείρας έμμετρος μετάφρασις του Κ. Α. Βλάχου είναι λίαν επιτυχής και περί το λεκτικόν και περί το μέτρον». Αν και αυτό το εγχείρημα ενέπνευσε και να ανέθρεψε τους συγκαιρινούς του ποιητές, ωστόσο, συστηνόμενος ο Λαμαρτίνος μέσα από τους στίχους και τη γλώσσα του Βλάχου έπαψε να θεωρείται ανακαινιστής και αναβαπτιστής της γαλλικής ποιητικής τέχνης. Κάτι τέτοιο, ωστόσο, δεν αίρει τη σημαντική προσφορά του διαμεσολαβητή, ο οποίος συνετέλεσε στη μύηση του ελληνικού λογοτεχνικού κοινού με το λαμαρτινικό έργο.

  

Το ζήτημα της αναμετάφρασης

 

Μια από τις κυριότερες στιγμές του στοχασμού επί της χρονικότητας του μεταφράζειν είναι η διάκριση ανάμεσα στο χωρό-χρονο της πρώτης μετάφρασης και των αναμεταφράσεων που ακολουθούν. Με τον όρο αναμετάφραση εννοούμε τη μετάφραση ενός κειμένου-πηγή, το οποίο έχει ήδη διεισδύσει μεταφρασμένο στην εκάστοτε γραμματεία άφιξης. Η αναμετάφραση αποτελεί ενδιαφέρουσα περίπτωση, καθώς υποδηλώνει το ατελές και το ανολοκλήρωτο μιας μεταφραστικής προσπάθειας. Ενώ το κείμενο-πηγή παραμένει ες αεί νέο, το κείμενο στόχος ή διαφορετικά το μετάφρασμα γερνά. Κάθε μετάφραση που συντελείται μετά την «πρώτη μεταφραστική εκδοχή», που θεωρείται δοκιμή, ατελής, άτεχνη, «τυφλή και διστακτική» και ποτέ μεγάλη μετάφραση, αποκαλείται αναμετάφραση. Συνήθως, η πιο ολοκληρωμένη μετάφραση, στην οποία κυριαρχεί γλωσσικός, κειμενικός και νοηματικός πλούτος, λαμβάνει χώρα από την πρώτη αναμετάφραση κι εξής. Η υψηλή μετάφραση είναι διπλά δευτερογενής: σε σχέση με το πρωτότυπο και σε σχέση με την πρώτη μετάφραση. Η αναμετάφραση, σύμφωνα με τον Berman, γίνεται υπέρ του πρωτοτύπου και αναδύεται μέσα από την ανάγκη περιορισμού της πρωτογενούς αστοχίας (υπέρβαση και τελειοποίηση των πρώτων μεταφράσεων). Ο αναμεταφραστής οφείλει να λαμβάνει υπ’ όψιν του εκτός από το κείμενο πηγή, την πρώτη μετάφραση ή τις πιθανές αναμεταφράσεις, τις προγενέστερες γλωσσικές, νοηματικές, υφολογικές και μετρικές προσεγγίσεις, καθώς επίσης και τις πρωτοβουλίες του εκάστοτε διαμεσολαβητή. Τα κίνητρα των αναμεταφράσεων ποικίλουν και ενδέχεται να συνδέονται με λόγους θαυμασμού, λαγνείας, λογοτεχνικής έλξης και συμπάθειας, ή ακόμα με ιστορικές συγκυρίες, πνευματικές επιταγές, ή τάσεις ανανέωσης και τόνωσης. Ο Goethe παρουσιάζει τρεις μεταφραστικούς τρόπους – εποχές της μετάφρασης:

 

  • Ενδοστιχική ή παραστιχική μετάφραση (εποχή ενότητας): Πρόκειται για πιστή μεταφορά του πρωτοτύπου λέξη προς λέξη, που αποσκοπεί στο να δώσει μια γενική ιδέα του κειμένου-αφετηρία στη γλώσσα του μεταφραστή, χωρίς να έχει λογοτεχνικές αξιώσεις. Με άλλα λόγια, μιλάμε για τη στιγμή της οικειοποίησης κάτι ανοίκειου, όπου βαρύνουσα σημασία δεν έχει τόσο η μορφή, όσο το περιεχόμενο. Η μετάφραση αυτή είναι ατελής ή κατά τον Schiller αφελής· δεν έχει συνείδηση και καμία απαίτηση από τον εαυτό της.
  • Ελεύθερη ή διασκευαστική ή παρωδιακή μετάφραση (εποχή διχασμού): Προσαρμόζει το κείμενο-πηγή στη γλώσσα, στη λογοτεχνία και στην κουλτούρα του μεταφραστή. Ουσιαστικά, πρόκειται για τη στιγμή της ανοικείωσης του οικείου, της ιδιοποίησης του ξένου. Η μετάφραση αποκτά συνείδηση του εαυτού της και της διαφοράς της από το κείμενο-αφετηρία. Αρχίζει να αγωνίζεται και να αγωνιά. Πλέον δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στη μορφή, στην καλλιέπεια και η μετάφραση αποκτά καλλιτεχνικές αξιώσεις.
  • Κατά γράμμα ή επεξεργασμένη διάστιχη μετάφραση (εποχή ολότητας): Αναπαράγει τις πολιτισμικές, κειμενικές και λοιπές «ιδιαιτερότητες» του πρωτοτύπου. Η εποχή αυτή μοιάζει με επιστροφή στην πρώτη, μόνο που περιέχει μέσα της και το πέρασμα από τη δεύτερη. Αποτέλεσμα είναι η παραγωγή ενός τρίτου όρου, που αποτελεί προϊόν του πρωτοτύπου και της λογοτεχνίας που μεταφράζει. Ο μεταφραστής επινοεί λύσεις, συγχωνεύει στοιχεία της γλώσσας και κουλτούρας παραγωγού και δέκτη και πρωτοτυπεί παράγοντας κάτι νέο που ίσως προκαλεί αντιδράσεις.

 

Το τριαδικό σχήμα του Goethe αντιστοιχεί στη διαλεκτική του γερμανικού Ιδεαλισμού, σύμφωνα με την οποία κάθε ξεκίνημα είναι αδέξιο. Η στιγμή της μετάφρασης δεν αποτελεί δουλική μίμηση του πρωτοτύπου· αντανακλά τον αγώνα μιας ατελούς, ανεπαρκούς κι άπειρης φιλολογίας με κάποια ώριμη κι ολοκληρωμένη. Με αυτόν τον τρόπο, η νεαρά φιλολογία αναμετράται με τον ίδιο της τον εαυτό κι αποκτά συνείδηση αυτού.

 

Οι αναμεταφράσεις της Λίμνης

 

Αναμετάφραση Σπυρίδωνος Ν. Βασιλειάδη

 

 

Τη μετάφραση του Βλάχου ακολουθεί εκείνη του θεατρικού συγγραφέα, πεζογράφου και κριτικού, Σπυρίδωνα Βασιλειάδη (1845-1874), ο οποίος χαρακτηρίζεται από τον Παλαμά ως λαμαρτινοπαθής και λαμαρτινολάτρης. Ως συγγραφέας υπήρξε ιδιαίτερα πληθωρικός, καθώς δημοσίευσε τις συλλογές Εικόνες και κύματα, Έπεα πτερόεντα και Παντοίαι ποιήσεις, ενώ έγραψε και διηγήματα, χρονογραφήματα, λόγους, κριτικά κείμενα, δράματα, κ.ά. Οι ποιητικές του συλλογές κερδίζουν επαίνους (Βουτσιναίος, 1873) και εύφημες μνείες στους ποιητικούς διαγωνισμούς. Ο Βασιλειάδης είναι ένας από τους τελευταίους εκπροσώπους των αρχαϊστών ρομαντικών ποιητών της Α΄ Αθηναϊκής Σχολής με βασικές επιρροές από τον Hugo και τον Lamartine. Σύμφωνα με τον Κ. Θ. Δημαρά, ο τελευταίος υπήρξε ο μεγάλος ποιητής του Βασιλειάδη:

 

«Συ είσαι, Λαμαρτίνε,

και είναι παραδείσιαι οι στίχοι σου μυρσίναι.

Εγήρασεν, εγήρασεν ο κόσμος, Λαμαρτίνε,

και ήδη κ’ εις τους έρωτας τον τάφον διαβλέπει.

Εγήρασεν, απηύδησεν… και η φωνή σου είναι

του κύκνου επιθάνατα και μοσχοβόλα έπη».

 

Υποθέτουμε πως τα ειλικρινή αισθήματα θαυμασμού που έτρεφε για τον Lamartine τον έκαναν να ενσωματώσει στη συλλογή Παντοίαι ποιήσεις το κατεξοχήν λαμαρτινικό αριστούργημα, Τη λίμνη, η  μετάφραση της οποίας χρονολογείται στα 1870.

 

Αναμετάφραση Ιωάννη Καρασούτσα

 

 

Τη σκυτάλη παίρνει  το 1872 ο ποιητής της Παλαιάς Αθηναϊκής Σχολής, αυστηρός καθαρευουσιάνος αλλά και ένθερμος οπαδός και κήρυκας των δημοκρατικών ιδεών, Ιωάννης Καρασούτσας (1824-1873), ο οποίος συνετέλεσε με τη σειρά του στην πρόσληψη και διάδοση του λαμαρτινικού έργου στην Ελλάδα. Η ποίησή του χαρακτηρίζεται από λυρισμό, μελωδικότητα και ευαισθησία, λεπτότητα των αποχρώσεων και αρμονία των στίχων, ενώ είναι αξιοσημείωτη η πρωτοτυπία και η συχνά εμφανιζόμενη υψηλή ποιότητα των ποιητικών του εικόνων, παρά το πλήθος των «προγραμματικών» στοιχείων που περιέχει σχεδόν ολόκληρο το έργο του (Λύρα, Μούσα θηλάζουσα, Εωθιναί μελωδίαι, Βάρβιτος, κ.ά.). Και ο Καρασούτσας συμμετείχε στους ποιητικούς διαγωνισμούς του Πανεπιστημίου Αθηνών και μάλιστα επαινέθηκε τρεις φορές. Επιπλέον, υπήρξε αξιόλογος μεταφραστής από τα γαλλικά και τα αγγλικά (Hugo, Lamartine, Racine, Byron, κ.ά.).

 

Αναμετάφραση Ε.

 

 

Το 1877 στο μηνιαίο περιοδικό Ζακύνθιος Ανθώνας, που εκδιδόταν τῃ προθύμῳ συνδρομή διαφόρων λογίων (1874-1878), δημοσιεύεται μετάφρασις του ποιήματος Η Λίμνη, με το αρχικώνυμο «Ε.». Σύμφωνα με την Κ. Κωστίου, στο περιοδικό υπάρχουν πέντε εγγραφές με την υπογραφή «Ε.», την οποία μέσω μιας άλλης πηγής ταυτοποιεί στο όνομα του Ελισαβέτιου Ματρινέγκου (1832-1885), ήσσονος λυρικού ποιητού της Επτανησιακής Σχολής, μεταφραστού, στιχουργού και μουσουργού. Στηριζόμενοι στη ζακυνθινή καταγωγή του ποιητή, στο γεγονός ότι εμφανίστηκε στα γράμματα σε έντυπα της Ζακύνθου δημοσιεύοντας ανώνυμα διάφορα ποιήματά του και στην αναφορά της Ευγ. Κεφαλληναίου περί ανωνύμων εκ μέρους του δημοσιεύσεων στο ίδιο περιοδικό την ίδια χρονική περίοδο, μπορούμε να υιοθετήσουμε την παραπάνω πληροφορία. Ο Μαρτινέγκος εξέδωσε αρκετά έργα όπως: Ο Αλαμάνος, Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου. Αυτοβιογραφία, Οι τρεις καλλιτέχναι. Ήτοι το ιδανικόν, Κυρά-Φροσύνη, κ.ά. Επιπροσθέτως, μετέφρασε ποιήματα των Byron, Giusti, Lamartine, Manzoni, Petrarca, Regaldi, κ.ά.

 

Αναμετάφραση Αριστοτέλους Βαλαωρίτου

 

 

Ακολουθεί η μετάφραση του Αριστοτέλους Βαλαωρίτου (1824-1879), η οποία φιλοτεχνήθηκε στα 1878 και δημοσιεύτηκε στη συλλογή Μνημόσυνα και έτερα ποιήματα. Όπως επισημαίνει ο Παλαμάς, ο Λαμαρτίνος «εκβαλαωρίζεται» στην παράφραση του Βαλαωρίτη. Ο ρωμαλέος πατριδολάτρης και Λευκαδίτης βάρδος, με τη μετάφραση του περίφημου ρομαντικού ποιήματος Η Λίμνη του Λαμαρτίνου χάρισε στη νεοελληνική λογοτεχνία ένα πραγματικό διαμάντι. Η κριτική επεσήμανε πως η προσπάθεια αυτή αποτελεί ολοκληρωμένη μεταγραφή των ιδεών του κειμένου-πηγή, καθώς αντανακλά τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της πρωτότυπης σύνθεσης και δεν προδίδει το κείμενο-πηγή. Η μετάφραση θεωρήθηκε μια από τις επιτυχέστερες του ίδιου του Βαλαωρίτη, καθώς μετάγγισε πιστά το νόημα και το πνεύμα του πρωτοτύπου.

 

Μεταφραστικά Συμπεράσματα

 

   Σύμφωνα με τις αρχές των ποιητικών διαγωνισμών, οι σημαντικότερες προϋποθέσεις για τη δόκιμη μεταφραστική πράξη αφορούν στα εφόδια του μεταφραστή, τη γλωσσομάθεια, τον φιλολογικό οπλισμό, την πολιτισμική ενημέρωση, την κριτική και ερμηνευτική ικανότητα, την καλλιτεχνική προδιάθεση, κ.ά. Η εις βάθος γνώση της γλώσσας-πηγής, η χρήση άλλων μεταφράσεων, καθώς επίσης και η ενδελεχής γνώση της γλώσσας-στόχου θεωρούνται απαραίτητα στοιχεία κάθε μεταφραστικής προσέγγισης. Ο μεταφραστής όφειλε να γνωρίζει το σύνολο του έργου του συγγραφέα που μετέφραζε, την εποχή, τη χώρα, τον πολιτισμό, την ιδεολογία, τα ήθη, τις νοοτροπίες, τις συνήθειες, τα φιλολογικά συμφραζόμενα και τους ιστορικούς όρους.

Μια αντιβολή του κειμένου-αφετηρία και των κειμένων-στόχων σε μακροεπίπεδο μας επιτρέπει να εξαγάγουμε συμπεράσματα σχετικά με τον τίτλο, τη διαίρεση-δόμηση και την εσωτερική αφηγηματική δομή του πρωτοτύπου, ενώ σε μικροεπίπεδο για το λεξιλογικό επίπεδο, τα γραμματικά και συντακτικά πρότυπα, τις μετρικές δομές, τη ρίμα, τις τεχνικές, κ.ά.

Η απόδοση της Λίμνης είναι πλήρης κι όχι αποσπασματική. Όπως εύκολα μπορεί να παρατηρήσει κανείς, και οι πέντε, μεταφράζοντας ομοιοτρόπως τον τίτλο του κειμένου-αφετηρία, αποδίδουν έμμετρα το γαλλικό ποίημα ακολουθώντας τις επιταγές της εποχής, που αναγνώριζαν το προβάδισμα της έμμετρης απόδοσης, σε ισάριθμο αριθμό στροφικών ενοτήτων (16) και στίχων (4) με το πρωτότυπο. Ο Βεργωτής φρονούσε πως η μετάφραση από έμμετρο σε έμμετρο λόγο ήταν πολύ δυσχερές έργο, καθώς ο λόγος έπρεπε να βρίσκεται στην ανώτατη ένταση του, να εποπτεύει ως «άγρυπνος διευθυντής» και να θερμαίνεται από το αίσθημα.

Η προβλεπόμενη γλώσσα, σύμφωνα με τις αρχές των ποιητικών διαγωνισμών ήταν η καθαρεύουσα, χωρίς ρητή απαγόρευση της «λαλουμένης». Γενικότερη επιδίωξη υπήρξε η αποφυγή της μη «άσκοπης ανάμειξης τύπων της καθαρεύουσας και της δημοτικής». Συγκρίνοντας κανείς τις μεταφραστικές παραλλαγές θα μπορούσε να εξαγάγει σημαντικά συμπεράσματα για τη γλώσσα της εποχής. Αν και ο Βλάχος τόνισε την ανάγκη για χρήση της δημοτικής γλώσσας, η απόδοση της τρίχρονης μεταφραστικής του ενασχόλησης έγινε σε άκρατη και «αλύγιστη» καθαρεύουσα. Σύμφωνα με τον Βυζάντιο, «η γλώσσα είναι πανταχού ακριβής, εικονική», χωρίς  ωστόσο, ο Βλάχος να κατορθώνει να ελευθερωθεί από τη σχολαστική διατύπωση των Αθηναίων καθαρολόγων. Οι προσεγγίσεις των Βασιλειάδη και Καρασούτσα μιμούνται σε μεγάλο βαθμό τις μεταφραστικές στρατηγικές και το γλωσσικό όργανο του Βλάχου, τροποποιώντας το μετάφρασμά του. Η απόδοση του Βασιλειάδη βρίθει αρχαϊσμών, γεγονός που λειτούργησε ως ανασχετικός παράγοντας για τη φυσιολογική ανάπτυξη μιας ποίησης που στηρίζεται σχεδόν αποκλειστικά στο συναίσθημα. Η μετάφραση του Καρασούτσα ξεπερνώντας την απλή καθαρεύουσα και ρέποντας προς τον αρχαϊσμό δεν κατόρθωσε να σημειώσει μεγαλύτερη επιτυχία από εκείνη του Βασιλειάδη. Ο Μαρτινέγκος αποδίδει το γαλλικό ποίημα σε μια πιο απλοποιημένη λεκτική μορφή, στη δημοτική, που αφενός αντικατοπτρίζει το επτανησιακό πνευματικό κλίμα και αφετέρου ανταποκρίνεται πλήρως στη γραμμή του Ανθώνα, όπου δημοσιεύονταν «ποιήσεις εις την καθαράν δημοτικήν γεγραμμέναι γλώσσαν», προκειμένου να καταστούν κτήμα του λαού. Ο Βαλαωρίτης υμνεί σε μια δημοτική γλώσσα γεμάτη ηρωική και ρομαντική έξαρση. Στο έργο του ενώνεται η γλωσσική δημοτικιστική παράδοση της Επτανησιακής Σχολής με τον στόμφο και τη ρητορεία της Παλαιάς Αθηναϊκής, ενώ ανιχνεύεται η επίδραση του γαλλικού ρομαντισμού και του δημοτικού τραγουδιού. Η μεταφραστική του προσέγγιση επιβάλει μια άλλη γλωσσική μορφή, καθώς αποδίδει τη λαμαρτινική Λίμνη σε μια γλώσσα γεμάτη ηρωική και ρομαντική έξαρση, όπου «η λέξη υπάρχει αυτόνομη και κυριαρχεί στρογγυλή, ογκωμένη, ροδοκόκκινη, απάρθενη, πρωτόβλαστη, πρωτόδρεπτη, πρωτόγραφτη, περισσή». Σύμφωνα με τον Κ. Παλαμά, μόνο όσοι αγνοούν την ελληνική γλώσσα σε όλες της τις εκφραστικές αποχρώσεις ή όσων το γλωσσικό αισθητήριο παρέμενε αδρανές αδυνατούν να συναισθανθούν την τεράστια διαφορά μεταξύ Της λίμνης του Καρασούτσα και εκείνης του Βαλαωρίτη. Ο Ροΐδης έβρισκε την παράφραση του Βαλαωρίτη «ωραίαν, πρό πάντων πιστήν ως σκύλον εις το πρωτότυπον». Ο Ρήγας Γκόλφης, στο άρθρο του «Ο Ψυχάρης για το Λαμαρτίνο και το Βαλαωρίτη», έγραφε πως μεταφράστηκε στη δημοτική μας γλώσσα η ξακουστή μετάφραση Της λίμνης από έναν λαμπρό ποιητή της νέας Ελλάδας, ενώ ο Ψυχάρης δεν έβρισκε τη μετάφραση αντάξια του πρωτοτύπου. Πιστεύω πως ένας από τους πλέον προφανής λόγους που συνετέλεσαν στην γενική αποδοχή της υπεροχής της βαλαωριτικής μετάφρασης ήταν η επιλογή της δημοτικής για την απόδοση του γαλλικού ποιήματος. Η μετάφραση του Βαλαωρίτη φιλοτεχνήθηκε σε μια γλώσσα που παρουσιάζει αποκλίσεις, με τη χρήση απλούστερων γραμματικών τύπων και λέξεων της δημοτικής, γεγονός που επηρέασε τη μουσικότητα του ποιητικού λόγου κι την αισθητική απόλαυση του ποιήματος.

Αν και κατά γενική ομολογία στις μεταφραστικές απόπειρες του Βλάχου αναβιώνουν αρχαία μέτρα, εδώ επιλέγει το ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο μέτρο, με εναλλασσόμενα μέτρα ως εν τῳ πρωτοτύπῳ. Σύμφωνα με τον Βυζάντιο, η στιχουργία είναι «σχεδόν γλυκεία και αβίαστος, τα αισθήματα αληθή και τρυφερά». Και ο Βασιλειάδης υιοθετεί τον δεκαπεντασύλλαβο, με κάποιες εναλλαγές, ενώ η στιχουργία του Καρασούτσα είναι γλυκύτατη και ρέουσα. Η απόδοση του Μαρτινέγκου χωλαίνει μετρικά και παρουσιάζει αδυναμίες. Τέλος, θα μπορούσε κανείς να συμπεράνει πως η μεταφραστική ματιά του Βαλαωρίτη επέδειξε σεβασμό στο ρυθμό του πρωτοτύπου και φιλοτεχνήθηκε στον προσφιλή του δεκαπεντασύλλαβο, αποδίδοντας με μεγαλύτερη ζωηρότητα και συγκίνηση τη σκέψη και τα αισθήματα του Λαμαρτίνου.

Η ρίμα αποτελεί βασικό μορφολογικό κι εκφραστικό γνώρισμα όλων των μεταφράσεων. Όπως και στο πρωτότυπο, ο πρώτος στίχος ομοιοκαταληκτεί με τον τρίτο και ο δεύτερος με τον τέταρτο (πλεκτή ομοιοκαταληξία).

Σχετικά με το θέμα της στίξης, και οι πέντε μεταφράσεις αποκλίνουν από εκείνη του πρωτοτύπου. Οι αποκλίσεις αυτές (ελλείψεις, προσθήκες και αντικαταστάσεις) αλλοιώνουν τους ιδιαίτερους λεπτούς χρωματισμούς του γαλλικού κειμένου-πηγή.

Στις ανωτέρω μεταφραστικές προσεγγίσεις -και ιδιαιτέρως στις τέσσερεις πρώτες-θα μπορούσε κανείς να ανιχνεύσει αρκετές από τις κατά τον Βerman παραμορφωτικές τάσεις. Όπως επισημαίνει, κάθε μετάφραση έχει την τάση να διογκώνει τη σύνολη μάζα του πρωτοτύπου, χωρίς να αυξάνει την ευγλωττία ή τη σημαινότητά του. Εδώ, οι επιμηκύνσεις, οι προσθήκες λεκτικών στοιχείων και η παρουσία στίχων που δεν ανιχνεύονται στο πρωτότυπο μάλλον ζωντανεύουν την εικόνα, εξυπηρετούν την πομπώδη στιχουργία, το μέτρο, το χρώμα και το ρυθμό του μεταφράσματος. Ωστόσο, οι πλατειασμοί συχνά αλλοιώνουν την ένταση του πρωτοτύπου και σε καμία περίπτωση δεν δικαιολογούνται από μεταφραστές με επαρκή γνώση της γαλλικής. Συνακόλουθοι στη μεταφραστική αυτή μέθοδο είναι επαναλήψεις και παρηχήσεις που αποτελούν χαρακτηριστικό γνώρισμα της ποιητικής τεχνοτροπίας της εποχής για τη δημιουργία ισχυρών εντυπώσεων, υπερβολές στα εκφραστικά μέσα που είναι στοιχεία ξένα προς τη μεταφραστική δεοντολογία, ποιοτικές εκπτώσεις με αντικαταστάσεις όρων που δεν έχουν ούτε τον ηχητικό ούτε τον σημαίνοντα πλούτο του πρωτοτύπου, ποσοτικές εκπτώσεις που πλήττουν τον λεκτικό ιστό του έργου, καταστροφή των συστηματισμών, ακυρολεξίες, μεταθέσεις φράσεων ή στίχων σε θέση διαφορετική από την αρχική στο πρωτότυπο για λόγους μετρικούς, διατυπώσεις εσφαλμένης ή ανεπιτυχούς απόδοσης ορισμένων σημείων, υποτονικότητα, χρήση διακοσμητικών επιθέτων, κ.ά.

 

 

Η λίμνη συγκίνησε όσο λίγα ποιήματα όχι μόνο τη ρομαντική κοινωνία των Αθηνών, αλλά και μεταγενέστερες γενιές. Ο Lamartine μεσουράνησε στην Αθήνα του 1864-1884, ενώ παράλληλα το έργο του συνάντησε αρκετούς θαυμαστές και μιμητές. Των ανωτέρω μεταφράσεων ακολούθησαν κι άλλες. Ενδεικτικά, αναφέρω εκείνη του ποιητή και παραγωγικότατου μεταφραστή Γ. Σημηριώτη (1878-1964), σε δημοτική γλώσσα και ολιγοσύλλαβο μέτρο το 1940 που δίδει στο ποίημα μια νέα πνοή κι εκείνη του κριτικού, ποιητή, πεζογράφου και μεταφραστή Κλ. Παράσχου (1894-1964), που φιλοτεχνήθηκε στη δημοτική και δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό Νέα Εστία το 1962. Και αυτό το ποίημα είναι γραμμένο σε δεκαπεντασύλλαβο, με τον τελευταίο όμως στίχο στις περισσότερες στροφές οκτασύλλαβο. Σε αντίθεση με τη μελωδικότητα της μετάφρασης του Βαλαωρίτη, εδώ ο ρυθμός διακόπτεται σε πολλά σημεία από παρατονισμούς, χασμωδίες και διασκελισμούς. Ποιήματα του Γάλλου ρομαντικού μετέφρασαν πολλοί ακόμα από την κατά τον Παλαμά «λαμαρτινολάτριδα γενιά», όπως οι Α. & Η. Καλαμογδάρτης, Ι. Σκυλίτσης, Κ. Πωπ, Στ. Βάλβη, Δ. Κοντογιάννης, Π. Χ. Ζητρίδης, κ.ά.

 

 

 

* Η Κλεοπάτρα Ζαχαροπούλου είναι πτυχιούχος Φιλολογίας και πρωτεύσασα του Πανεπιστημίου Πατρών, κάτοχος Μεταπτυχιακού Διπλώματος με τίτλο «Σύγχρονες προσεγγίσεις στη γλώσσα και στα κείμενα» και Πιστοποιητικού Συμπληρωματικής Εκπαίδευσης του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών με θέμα  «Μαθησιακές δυσκολίες – δυσλεξία». Η πτυχιακής της εργασία «Ζητήματα ποιητικής και ιδεολογίας στο έργο του Ηλία Βενέζη και της Αιολικής Σχολής» βρίσκεται στο ΕΛΙΑ και η διπλωματική της διατριβή «Μακεδονικές Ημέρες: η διαμόρφωση του νεωτερικού λόγου στην πρωτεύουσα του βορρά και οι μεσοπολεμικές πνευματικές αναζητήσεις» στο http://nemertes.lis.upatras.gr. Το 2010 ταξινόμησε μαζί με την Άννα Κατσιγιάννη το αρχείο της Νένης Ευθυμιάδη. Έκτοτε εργάζεται ως εκπαιδευτικός στην ιδιωτική εκπαίδευση, ενώ παράλληλα αρθρογραφεί σε εφημερίδες και εκπαιδευτικά portal.

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top