Fractal

Επιζήσας ναυαγίου

Γράφει η Τούλα Αντωνάκου //

 

alogaki-tis-panagiasΑρχοντούλα Διαβάτη «Το αλογάκι της Παναγιάς», Μυθιστορίες, εκδ. Νησίδες 2012

 

Μια συλλογή από αναμνήσεις και σημερινές καταγραφές, που αλληλοδιαδέχονται οι μεν τις δε και λειτουργούν πολλές φορές συγκριτικά, συνθέτουν το ΑΛΟΓΑΚΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ της Αρχοντούλας Διαβάτη. Ένα παζλ με ετερόκλητα κομμάτια που φωτίζουν διάφορες στιγμές – εποχές της ζωής της Ναυσικάς, κεντρικής ηρωίδας και alter ego της συγγραφέως. Το κείμενό θυμίζει υπερκείμενο με πολλά links που συνδέουν παρελθόν με παρόν και οι ήρωες είναι πραγματικοί και ενίοτε επώνυμοι.

Η Ναυσικά, συνταξιούχος καθηγήτρια, βιώνει τη «ζωή σαν παλίρροια» που «φτάνει κάθε πρωί στο παράθυρό της με κελαηδισμούς, φωνές περαστικών, ήλιο, αυτοκίνητα, μουσικές, ομιλίες. Και τη νύχτα αποσύρεται κατά πίσω, ρηχαίνει». Κι αυτή, «παιδί φανατικό για γράμματα» αναρωτιέται, τι «έχει φτιάξει μ’ αυτά τα υλικά»; αυτή που φοβάται ότι «το τέρας που έχει κλείσει στην καταπακτή και του ρίχνει ξεροκόμματα κάποτε θ’ ανέβει και θα την φάει», «πρέπει να γράψει», πρέπει να καταθέσει το δικό της αισθηματοποιημένο περιβάλλον. Έτσι, «κλείνει τα μάτια, κοιτάζει μέσα της, συγκολλά ψηφίδα- ψηφίδα τις παλιές εικόνες και φτιάχνει τον κόσμο που την έφτιαξε» κι από τον οποίο αυτοεξορίστηκε.

«Ποιο το όνειρο, ποια η αλήθεια;» αναρωτιέται εισαγωγικά η Ναυσικά ξυπνώντας από ένα όνειρο, όπου παίζει «κουτσό» σε παιδική ηλικία, και «ξεκολλώντας το απαλά από την πραγματικότητα σαν τσιγαρόχαρτο» προσγειώνεται στη μέρα της.

Η συγγραφέας- Ναυσικά, αυτοπαρουσιάζεται απλώνοντάς μπροστά μας «ό,τι την έφτιαξε πρόσωπο, στέρεο άνθρωπο»: «οι ταινίες που είδε, τα βιβλία που διάβασε, οι φιλίες που αξιώθηκε, η εκτίμηση στο γραφείο, τα παιδικά της χρόνια, η αγάπη των γονιών της και του αδελφού της». Δίνει το στίγμα της ως μια γυναίκα που «χωρίς  αυτοσεβασμό χάνει το κέντρο της»

Ακολουθεί μια σειρά επιστολών του Άγγελου, νεανικού και ανολοκλήρωτου έρωτά της, μέσα από τις οποίες επιστολές θέλει να διηγηθεί την ιστορία της γενιάς της, της γενιάς που μπορεί να μην ήταν σπουδαία αλλά «κάτι, κάποιοι ήταν ωστόσο, ωραία παιδιά». Περήφανη για τη συμμετοχή της σ’ έναν θερινό κύκλο μαθημάτων στη Γενεύη τον Σεπτέμβριο του 1973, παρομοιάζει τους συμμετέχοντες φοιτητές με τους υπότροφους του μεταπολεμικού Ματαρόα. Τα μαθήματα στη Γενεύη τα βίωσε ως μια πολιτική, αντιχουντική εκδήλωση που την έφερε σε επαφή με ονόματα – μύθους της εποχής, ρούφηξε τα λόγια τους και την διαμόρφωσαν.

Μέσα από τα γράμματα του Άγγελου, που ήταν μαζί στη Γενεύη, διαβάζουμε, χωρίς να μπορούμε να συγκρατήσουμε ένα συγκαταβατικό μειδίαμα στα χείλη, για τις ιδέες της Μαοϊκής αριστεράς της εποχής της Μεταπολίτευσης: Για ν’ αλλάξει ο κόσμος πρέπει πρώτα να καταστραφεί, η καταστροφή είναι δημιουργία, καταστρέφοντας θα γίνουμε λεύτεροι ή μάλλον πεθαίνοντας, χωρίς τον πόλεμο δεν γίνεται ιστορία, μια μάζα από κρέατα είναι οι άλλοι και ένα άθροισμα από συμφέροντα οι ιδέες.

Ο Άγγελος, όντας φαντάρος («άνθρωπος πλην κάτι»), οραματίζεται ποικιλότροπα την επανάσταση αλλά τη θεωρεί  μονόδρομο. Πνίγει στο βωμό της επανάστασης τις ερωτικές του ανάγκες. Τα υπαρξιακά διλήμματα σ’ αυτή την πορεία δεν έχουν θέση, είναι για μικροοαστούς. Η Ναυσικά «δεν αντέχει την υπεραπλούστευση ή την επαναστατική πόζα». Όταν του γράφει ότι θέλει να δημιουργήσει, θέλει να γράψει, την κατηγορεί ως πολύ «διανοούμενη», ως «καταναλωτή ευτυχίας», ότι ηδονίζεσαι με τα βιβλία, κολακεύει τον εαυτό της, κατρακυλά στο βάραθρο της αντίδρασης και λίγο αργότερα ξεκαθαρίζει ότι «ποτέ δε θα ‘θελα για κοπέλα μου μια ρεβιζιονίστρια και πολύ περισσότερο συνειδητή». Τα γράμματα και η όλη σχέση τελειώνουν  με τη διαπίστωση του Άγγελου: «κανείς δεν κυνήγησε μια συνάντηση, όλο υποσχέσεις ήμασταν», επαληθεύοντας το εισαγωγικό μότο του Κάφκα «τα γραμμένα φιλιά δεν φτάνουν στον προορισμό τους»

Συνεχίζοντας τις βουτιές στο παρελθόν και την ανάδυση στο παρόν η Ναυσικά, σκιαγραφεί εντονότερα την προσωπικότητα της μέσα από το «λιγνό αγόρι με πέδιλα μεγαλύτερο νούμερο απ’ ό,τι του αναλογούν και πλαστικά γυαλιά ηλίου πιο μεγάλα από το μπόι του- αγορασμένα στο πανηγύρι» που κρατημένο στο χέρι του πατέρα του της θυμίζει τον εαυτό της. «Κι αυτηνής όλο μεγαλύτερα νούμερα της τα ‘παιρναν..» Το αγόρι το ονομάζει ΑΛΟΓΑΚΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ , εξ ου και ο τίτλος του βιβλίου.

 

Αρχοντούλα Διαβάτη

Αρχοντούλα Διαβάτη

 

Με μότο «η κατάθλιψη επί θύραις, αν δεν βγεις να συναντήσεις τον εαυτό σου- αν παραιτηθείς από την αυτοπραγμάτωση» της Βιρτζίνια Γουλφ, η Ναυσικά αποφεύγει την κατάθλιψη συναντώντας τον εαυτό της. Θυμώνει αναδρομικά γι’ αυτά που δεν έζησε. Για τις μέρες χωρίς αυτοσεβασμό, χωρίς αυτοσυνειδησία  για την εξάρτηση, τη σιωπή, «αισθάνεται επιζήσας ναυαγίου»

Με τρυφερές αναμνήσεις από συμμαθήτριες και φιλενάδες δίνει το κλίμα της παιδικής της ηλικίας με φράσεις κλειδιά:«τέτοια παιδιά ήταν, καθόλου μπουχτισμένα στα δώρα και στο ανικανοποίητο. Μες την καλή χαρά με το τίποτε. Καταχαρούμενα άνευ λόγου και αιτίας» «δεν είχαν κούκλες κανονικές. πάνινες κάποτε, με ζωγραφισμένο στόμα και μάτια, και μαλλιά τα φρέσκα ξανθοκόκκινα μαλλιά των καλαμποκιών»

Η εφηβεία της κατατίθεται μέσα από μια συνάντηση με κολλητές φίλες με κοινά βιώματα: έζησαν την ομιλία του Λαμπράκη και τη δολοφονία του, το πολιτιστικό κλίμα πριν το ’67 αλλά και την εισβολή στην Πράγα και τον Παρισινό Μάη όταν στο «Μεσολόγγι» το δικό της υπήρχε η Χούντα των Απριλιανών. Κάποιες έφυγαν στο εξωτερικό, ακολούθησε ο «νόστος, η δημοκρατία, η εκπλήρωση όπως- όπως των ονείρων» και «ώριμες τώρα, με όλο και πιο λίγα κοινά μεταξύ τους, αλλαγμένες όλες τους, εγωκεντρικές – «πού ‘σαι νιότη που ‘λεγες πως θα γινόμουν άλλος…» με «ατέλειωτες αντεγκλήσεις σήμερα για τα επαγγελματικά τους , για τα σπίτια και τα εξοχικά τους», χαρακτηριστικές περιπτώσεις της απόστασης ζωής – ιδεολογίας.

Συνθέτει το πορτραίτο της μάνας της που «είχε περάσει κατοχή και πείνα, φτώχεια και στερήσεις και δε γελούσε εύκολα- αλλά ούτε κι έκλαιγε εύκολα» και αποθησαυρίζει τη στωική και στο βάθος αισιόδοξη φράση της «δράκου φωνή δεν άκουσες»

Στο εξαιρετικό «ΕΠΙ ΠΤΙΛΩΝ… «ΑΥΡΑΣ» ΝΥΧΤΕΡΙΝΗΣ» περιγράφει λυρικά ακόμη και την «αύρα» της ημικρανίας με τα συνακόλουθα όνειρα του παυσίπονου που έρχονται «ουρές μπροστά της» και δεν «προλαβαίνει να τα πρωτοκολλήσει». Μέσα απ’ αυτά ανασύρονται οι ενοχές της μήπως έδωσε την εντύπωση στον πατέρα της ότι ντρεπόταν γι αυτόν, τον ηρωικό καραγωγέα πατέρα της που «ένα βραδάκι ζεύτηκε μόνος του το κάρο και γύρισε σπίτι, τι είχε πάθει το άλογο;»

Μας μιλάει για τα διαβάσματά της με τόσο ενθουσιασμό που μας τον μεταδίδει. Ταχτσής, Κουμανταρέας, Ιωάννου, οι συγγραφείς της», συγγενείς, δικοί της άνθρωποι γιατί μπορούν να τσαλακώνουν τον εαυτό τους

Σαρκάζεται και αυτοσαρκάζεται για μοντέλα αιώνιας αγάπης που καλλιεργήθηκαν στην εποχή της και κατέρρευσαν αλλά και εξυμνεί την ανανεωτική δύναμη του έρωτα σε μια δυνατή περιγραφή ερωτικής σκηνής

Αναρωτιέται για το πόσο προκαθορισμένες είναι οι ταυτότητες των φύλων  γελώντας στο ΚΛΟΥΒΙΟΣ ΚΑΙ ΣΟΥΒΛΙΤΣΑ «όταν έμαθε για τα αγόρια που βρέθηκαν τυχαία να παίζουν με κούκλες στον παιδικό σταθμό και λόγχιζαν μ’ αυτές και κυνηγούσαν αλύπητα τον αντίπαλο, προτάσσοντας την κούκλα-όπλο!..» αλλά παίρνει θέση στο καυτό θέμα της γυναίκας- θύματος βίας στο εξαιρετικό Σ΄ΑΓΑΠΩ ΓΙΑΤΙ ΕΊΣΑΙ ΩΡΑΙΑ, Σ’ ΑΓΑΠΩ ΓΙΑΤΙ ΕΊΣΑΙ ΣΥ: «…θα  ‘ρθει ένας καιρός που θα λέμε τις στρεβλώσεις στρεβλώσεις κι όχι ρωμαίικο φιλότιμο ή αντριλίκι ή μαγκιά. Θα μεγαλώνουμε τα παιδιά μας, αγόρια και κορίτσια με ειλικρίνεια κι όχι με τη διπλή ηθική στο ναρκοθετημένο τόπο του «τι θα πει ο κόσμος», με τα εγκλήματα τιμής- κατ’ ευφημισμόν»

Άνθρωποι της γειτονιάς, συνάδελφοι και λούμπεν στοιχεία απασχολούν την λυρική αλλά ταυτόχρονα στοχαστική πένα της Ναυσικάς. Φιλοσοφεί την «εφηβική αντισυμβατικότητα», της οποίας τα «ιδεογράμματα φιγουράρουν» ως γκράφιτι και βλέπει τα παιδιά στο σχολείο αλληλέγγυα και περιπαιχτικά στο σύνολό τους..

Διαπιστώνει ότι «χάσαμε την αίσθηση του χρόνου», είμαστε «πληθυσμοί αντί για κοινωνίες πολιτών, χωρίς συνδετικό ιστό άλλο παρά μόνο τη γλώσσα. Χωρίς ειρμό της συνέχειας, ξιπασμένοι με την τεχνολογία, ανασφαλείς, γεμάτοι ψυχολογικά προβλήματα» «συνεκτική κουλτούρα καμιά». Απλώς «αναπαράγουμε την εργασιακή μας δύναμη»

Πάνω απ’ όλα, η Ναυσικά φοβάται την εξέλιξη της ζωής της ως «ένα βαρετό αφήγημα».

Στο εξαιρετικό ΓΗΡΑΣ, μέσα από ένα όμορφο ξεστράτισμα του νου στο παρελθόν, καθώς προσπαθεί, σαν άσκηση, να θυμηθεί από τη μια φρούτα και από την άλλη ποιήματα του Καβάφη, παρουσιάζει τα γεράματα σαν κάτι καθημερινό και οικείο σαν «συννεφιά που έρχεται και περνάει πάλι». «Ώστε αυτό ήταν τα γεράματα. Παλιά έρχονταν ακάλεστες οι λέξεις χωρίς να τις φωνάζει, σαν παιδιά, άτακτα παιδιά που παίζουν στην αυλή. Τώρα και τις φωνές τους βάζει και αργούν να έρθουν. Κι όχι μόνο οι λέξεις. Κι οι επιθυμίες.» Ωστόσο, «παραμένει η όρεξη να γνωρίσει ανθρώπους, ν’ αγαπήσει και ν’ αγαπηθεί- αυτό δεν τελειώνει φαίνεται»

 

Η Ναυσικά πού «όλα ήθελε να τα χαϊδέψει, να τα γιατρέψει, να τους γιάνει όλους, σαν μικρός θεός»,

που δεν ήθελε να είναι ποτέ απεριποίητη, μελαγχολική και παραιτημένη όπως μια καθηγήτριά της,

που έχει συμφιλιωθεί  με «το σώμα της, καράβι, σκαρί που μ’ αυτό διέσχισε τη ζωή της»,

που γι αυτήν η εκκλησία σήμαινε πάντα «χαζεύω το εκκλησίασμα»,

που μπορεί σήμερα να «μαθαίνει από τα παιδιά της» και δεν σταματάει να αποταμιεύει «νέες συνάψεις στις έλικες του γερομυαλού της»

που μπορεί να παρατηρήσει με ευαίσθητες κεραίες τα λουλούδια της κάπαρης,

που μπορεί να ορίσει ως ευτυχία «ομελέτες, σαλάτα με κάπαρη και μετά λουκουμάδες»,

που παρατηρεί αλλαγές στην πόλη με νοσταλγία για το παρελθόν αλλά χωρίς να υποτιμά και τη σημερινή ομορφιά,

αυτή η Ναυσικά που, έχοντας κουβέντα στο όνειρό της με την πεθαμένη αδελφή της (στο ποιητικό ΟΝΕΙΡΑ), ξυπνάει με την εναγώνια ερώτηση «τι ξέρουμε που μας διαφεύγει το πρωί;» και καταλήγει στη φιλοσοφημένη παρατήρηση ότι αφού τα όνειρα δεν ξέρουν από θάνατο, εκεί υπάρχει η αιώνια ζωή,

αυτή η Ναυσικά που πίστευε ότι «η ελευθερία είναι ό,τι περισσότερο αξίζει στη ζωή» κι ωστόσο “διάλεξε την πειθαρχία και τα καθήκοντα. Κι αυτά την ελευθέρωναν μες σ’ ένα σπιτικό με παιδιά που την χρειάζονταν, κι αυτή τους χάριζε τον εαυτό της».

Αυτή η Ναυσικά μας αποχαιρετά ζυγίζοντας προβλήματα και αντοχές, ομορφιές κι ασχήμιες κι αφήνει την ομορφιά του καλοκαιριού να την κερδίσει. Ενός καλοκαιριού με την αψιά μυρωδιά από πιπεριές και μελιτζάνες τηγανιτές με σάλτσα.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top