Fractal

Συνομιλώντας

Γράφει η Βιβή Γεωργαντοπούλου //

 

alla_royxa_coverΖαχαρίας Σώκος «Άλλα Ρούχα», εκδόσεις Γαβριηλίδης

 

Τα ποιήματα του Ζαχαρία Σώκου άρχισα να τα διαβάζω τον Μάρτιο μας πέρασε κι ακόμα δεν έχω σταματήσει. Ούτε πρόκειται. Διαβάζω, βλέπετε, ποίηση μ’ έναν δικό μου άναρχο τρόπο, ίσως να το κάνετε κι εσείς. Πρώτα ας πούμε ξεφυλλίζω το βιβλίο, μετά μπορεί να το αφήσω, ύστερα ανατρέχω σ’ αυτό όπως τα φέρει η στιγμή, δεν μπορώ πάντως σε καμία περίπτωση -για να είμαι ειλικρινής δεν θέλω, κυρίως αυτό, δεν θέλω– να διαβάσω ένα βιβλίο με ποίηση όπως ένα μυθιστόρημα ή ένα θεωρητικό βιβλίο, με την πραγματική σειρά δηλαδή, όταν ακόμα και στων πεζών το διάβασμα κάνω παρασπονδίες, γιατί πιστεύω πώς η λογοτεχνία δεν είναι φιλολογία και αρκετή κακοποίηση υφίσταται ως αγγαρεία/σχολικό μάθημα μου είναι αδύνατον και να την σκεφτώ πια έτσι.

Τα ξαναπιάνω δε σε κάτι στιγμές απίθανες, ανάμεσα σε μυθιστορήματα -που είπαμε ως λογοτεχνικό είδος αυτά και η θεωρία τους κι όλα τα περί αυτών με τραβάνε από το μανίκι-, και σε αλητείες καλώς εννοούμενες σε άλλων μπλογκς και μέσα έκφρασης, μα και σε διηγήματα και γραψίματα δικά μου ή πριν φύγω να πάω για μια βόλτα ή σε μια μουσική βραδιά ή στην συνάντηση μιας από τις λέσχες ανάγνωσης ή εσπευσμένα κλείνοντας με τον εαυτό μου απορημένη, το βλακοκούτι που άνοιξα από μαζοχιστική περιέργεια μετά από καιρό και έπεσα πάνω στα ίδια καρακιοζιλίκια ειδικά των ιδιωτικών καναλιών, τι περίμενα δηλαδή, λες και δεν τα ξέρω, και θέλησα ύστερα με την ποίηση να καθαρίσω το μυαλό μου από την βρωμιά που άφησα να μπει, οπότε καταφεύγω σε βιβλία με ποιήματα που πάντα υπάρχουν στο γραφείο μου, στριμωγμένα, είναι η αλήθεια, από τα μυθιστορήματα και τα ποικίλα θεωρητικά τούβλα.

Από τον Μάρτιο λοιπόν με συντροφεύει η ποίηση του Ζαχαρία Σώκου που φωλιάζει σε ολιγοσέλιδο, καλαίσθητο βιβλίο από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη, με έντονα χρώματα και τον ωραίο πίνακα του Βαγγέλη Ρήνα στο εξώφυλλό του να σε προδιαθέτει ή μάλλον να σε βάζει αμέσως στην ατμόσφαιρα των ποιημάτων.

Ο τίτλος της συλλογής είναι «Άλλα Ρούχα», απλός και μαζί πολύσημος. Είναι η πρώτη συλλογή του Ζαχαρία Σώκου (πάντως δεν νομίζω ότι γράφει ποίηση πρώτη του φορά και αν έχει υλικό θα ήθελα να συνεχίσει να εκδίδει) και την βρήκα εμπνευσμένη, πλούσια, άμεση, ανεπιτήδευτη, λιτή -ναι, και πλούσια και λιτή μαζί, δωρική ας πω καλύτερα- διόλου φειδωλή σε συναισθήματα και εικόνες, ευανάγνωστη και όχι εύκολη, ήρεμη και την ίδια στιγμή παθιασμένη, φευγάτη μα και ρεαλιστική, ικανή να αφήσει στον αποδέκτη τις πόρτες της διάπλατες ώστε να διαβάσει όσα η ψυχή του έχει ανάγκη. Αυτό δεν είναι εξάλλου το ζητούμενο της ποίησης; Να σε γιατροπορεύει, να σε συντροφεύει, να σου μιλάει ή να δίνει νόημα στις σιωπές σου;

 

ΤΑΣΟΥΛΗΣ

“Στης άνοιξης το τάραγμα

Και στης αυγής το κρύο…”

Τασούλης, Δημοτικό τραγούδι Σαρακατσαναίικο.

 

“Στης άνοιξης το τάραγμα”
Τάσο μ΄ Τασούλη μ΄,
ένα ακροκέραμο έπεσε
ρόδι απ΄το κλαδί του
πιάνω τον προφυρό καρπό
αίματα χέρια βάφω

Κι ήσουνα λέει αξύριστος σαν τότε,
στο παραθύρι το γνωστό μου γνέφεις και γελούσες.
Και παίζαμε μπιλιάρδο στου Ανέστη
τα χρόνια μας σε μπίλιες καραμπόλες.
Σε μια παλιά VHS που ξαναβλέπω
ρεμπέτικα τραγούδαγες γελώντας,
μαύρο κραγιόν τα μάτια σου βαμμένα
τρέχουνε δάκρυα γυάλινα
γυάλινη κι η ζωή μας.

Και βλέπω στου οδηγού το καθρεφτάκι
σφαγμένο κόκορα μεσοστρατίς να αναπηδάει
πικρό προαίσθημα που φτερουγίζει.

Πετάω τα σκεπάσματα,Τάσο μ΄ Τασούλη μ΄.

Με καταγοήτευσε το παιχνίδι της, η όποια και όπως γίνεται σεμνή συνομιλία με την δημώδη (ή μήπως πρέπει να πω δημοτική) ποίηση/παράδοση, που μέσω αυτής βρίσκει εξαιρετικό και κυρίως σημερινό τρόπο να μιλήσει για όσα θέλει, ατόφια, αβίαστα κι όχι έντεχνα και δόλια (ναι, αυτή η λέξη, δόλια, μου ήρθε, γιατί σιχαίνομαι τον μιμητισμό των ετερόφωτων που με δέκα φράσεις από κάποια ελληνική ντοπιολαλιά νομίζουν ότι κάτι κάνουν), με αμεσότητα και ζεστασιά, σαν αυτό να΄ναι το πιο φυσικό και ζωντανό, το κύριο στοιχείο του ποιητικού σύμπαντός της ανεξάρτητα από τον χρόνο και τον τόπο, πέρα από την βεβαιωμένη γεωγραφία, τον τόπο της καταγωγής που όμως τον κουβαλά κι εντός της, στοιχείο πολύπλευρο που αυτό καθαυτό εδώ,σ΄αυτή την συλλογή είναι γενναιόδωρα και καλαίσθητα, σεμνά, το ξαναλέω, σεμνά και διάφανα απλωμένο στα μάτια -της ψυχής τα μάτια- του σημερινού, τού (συ)σκοτισμένου από άθλια “πονήματα”, του ανελέητα βομβαρδισμένου από τις ζόρικες ιστορικές συγκυρίες Έλληνα πολίτη/αναγνώστη και χωράει, αυτό το φωτεινό σύμπαν της ποίησης του Σώκου, πολλά και καλά, όντας Ποίηση και όχι η του καθένα μας με μερικά στιχάκια και βαρύγδουπες φράσεις απόπειρα εκτόνωσης από τα βάσανά του που είναι μεν δικαίωμά του μα όταν την βαφτίζουν-το ποιοι και γιατί είναι μια μεγάλη και οδυνηρή κουβέντα-ποίηση τότε αυτό, ε, αυτό είναι ανυπόφορο.

 

Ζαχαρίας Σώκος

Ζαχαρίας Σώκος

 

ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ  ΣΥΜΜΑΘΗΤΩΝ

 

Ως να ήταν σε ταινία βουβή,

σε σύθαμπο του χρόνου

κι ήταν πληγές ψιμύθιο περασμένες,

αλλά του χρόνου τα σημάδια δεν ακούνε.

 

Κι ένα αεράκι άηχο να τρεμοπαίζει,

ρούχα φαρδιά, μαλλιά αραιά που υποχωρούνε,

ευθυτενή τα βλέμματα, συμβιβασμένες υγρασίες.

 

Κατέβαιναν, ανέβαιναν, αποχωρούσαν,

ήταν σε κίνηση αργή ψαρί κοπάδι

με το συναίσθημα, μαλλί ακούρευτων προβάτων

μπλεγμένο κολλιτσίδες και ασπαλάθους να βαραίνει.

 

Και σάμπως κάτι τους συνέδεε

τόσοι μαζί να προχωράνε, χωρίς λόγο, δε συμβαίνει.

 

Τον χρόνο κουβαλούσανε

σαν σε κηδεία.

Τα ποιήματα του Σώκου θα τα χαρακτήριζα πλατιά ανθρώπινα παρόλο που στην πρώτη ανάγνωση τα λες αντρίκια, επιτρέψτε μου αυτή την λέξη, έχουν μιαν αρσενική λεβεντιά και παράλληλα (μπορούν να) φιλτράρονται μ΄εκείνην την μελαγχολία του ανθρώπου που η εποχή του τον φέρνει μπροστά σε μεγάλα διλήμματα και συχνά τον προδίδει ο χρόνος και που αυτή πια δεν έχει να κάνει με τα φύλα.

Είναι ποιήματα ευαίσθητα και μαζί ρεαλιστικά αν και ούτε ο όρος ρεαλιστική μου πολυαρέσει, επειδή η ποίηση είναι φευγάτη και αλληγορική, έτσι νομίζω, προσωπική από την φύση της και μάλλον δεν είναι συνετό να την χωρίζουμε σε γυναικεία και αντρική-όπως κάνουμε στην πεζογραφία, κι αυτό μάλλον χαζομάρα είναι -οπότε πόσο ρεαλιστική και έμφυλη μπορεί να είναι και τι ακριβώς θα πει, είτε το ένα είτε το άλλο, μα τέλος πάντων.

Όπως και να΄χει εκείνο που σίγουρα ξέρω, αφήνοντας τα θεωρητικά ζητήματα της ποίησης σ’ όσους αναμετριούνται μαζί τους, είναι τι ένιωθα, τι νιώθω κάθε φορά που διαβάζω την συλλογή ετούτη που αποτελείται από 43 πανέμορφα ποιήματα που συγκροτούν τρεις, άνισες ως προς τον αριθμό των ποιημάτων που περιέχου, επιμέρους ενότητες, τα «Ανοιχτά Συρτάρια» με 16, τις “Ταΐστρες” με 22 και το “Δέμα” με 5 ποιήματα.

 

ΚΥΔΩΝΙ  ΜΕ ΑΜΥΓΔΑΛΟ

 

Στον Γιώργο Μαρκόπουλο

 

Γεια σου, Γιώργη, άσπρο το άτι σου,

απλόχερα που προσφέρεις, ματαίως,

σάμαλι τις Κυριακές τα πρωινά

και μεγαλοβδομαδιάτικες σταφίδες και στραγάλια της μνήμης.

 

Γεια σου, Γιώργη, φαεινέ και ευφρόσυνε,

Άη Γιώργη του εορτολογίου

[“Εκ Μεσσήνης της νοτιοδυτικής Πελοποννήσου Γεώργιος

ο Ποιητής”]

στο αδειανό του κρεβατιού σου

κλείνουν τα μάτια κοπέλες έτοιμες να φιληθούν.

 

Μα εσύ,φορώντας γαμπριάτικο κουστούμι,

βγαίνεις απ΄τη φυσούνα των δακρύων

στο γήπεδο ολομόναχος -φωνές, αλαλαγμοί-

κι εκεί σου σκάει ντρίπλα ο χρόνος ο άχρονος,

άπραγες βουρκώνουν παρθένες της ψυχής.

 

Ω! Γιώργη!

Πεσκέσι αντίδωρο σου στέλνω

κυδώνι με αμύγδαλο,

άδεια ελπίδα να ντριπλάρω, κάποια μέρα,

εκείνον τον αφύλακτο κρυφό κυνηγό σου,

δεν δύναμαι όμως,

με τρών΄τα ζάρια-δόντια των νεκροκεφαλών

όλων αυτών της τάξεως των αγροφυλάκων.

 

Νιώθω λοιπόν ως ένας φθαρτός άνθρωπος, μια τέλεια και συγχρόνως ατελής κουκκίδα στο κοινό μας Σύμπαν και προβληματίζομαι, σκέφτομαι συνεχώς για τον αέναο αγώνα μας να βρούμε την ευτυχία που όταν την βρίσκουμε ο εχθρός που φωλιάζει μέσα μας μας κυριεύει και ακυρώνουμε τον ίδιο μας τον μόχθο της αναζήτησής της και την σπαταλάμε, την ευτελίζουμε, την πετάμε στα σκυλιά, όμως επίσης νιώθω να παίρνω αγάπη και έλεος, σοφία και ελπίδα, δύναμη και λόγους για να γίνω ένας καλύτερος άνθρωπος, ένας από τους αμέτρητους στο Άπειρο μα που τα τόσα βιβλία σε κάτι αληθινά υψηλό και φωτεινό τού έστρεψαν την ψυχή.

Και τα ποιήματα του Ζαχαρία Σώκου αυτό, ένιωσα, μπορούν να το μου/μας προσφέρουν.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top