Fractal

Διήγημα Fractal: “Άλκης”

Του Νίκου Ρούπα // *

 

 

 

 

Σε λιγότερο από δέκα λεπτά ο κόσμος θα έχει αλλάξει.

 

Ώρα  9:20 πμ.

 

Καθισμένος στη καρέκλα της κουζίνας, σχεδόν κουλουριασμένος από το κρύο, ο Άλκης περιμένει το γκάζι να σιγοβράσει τον διπλό ελληνικό καφέ του. Σηκώνεται, ανάβει ένα τσιγάρο και ρίχνει μια πρώτη ματιά από το θαμπό του παράθυρο στον έξω κόσμο.

Το ψιλοβρόχι που εδώ και αρκετή ώρα είχε ξεκινήσει έκανε τα πάντα στο δρόμο να γυαλίζουν.

«…οι λέξεις ήταν πάντα φτωχές και τα νοήματα άστοχα!» Σκέφτηκε.

«Μπερδεύουν τους ανθρώπους, προκαλούν σύγχυση.

Είναι φορές που η ίδια μου η σιωπή ομορφαίνει τον κόσμο γύρω μου.

Τίποτα, απλά σιωπή…»

Οι σκέψεις σα να ήθελαν να βγουν από τα χείλη του με λόγια, απλά το στόμα του ήταν ακόμη μουδιασμένο από τον πολύωρο ύπνο και το σάλιο που λες και είχε απορροφηθεί εντελώς από τον ίδιο του τον οργανισμό, έκανε το τσιγάρο του να κολλά κυριολεκτικά στα χείλη του.

«Είναι βέβαιο πως τα πάντα σε αυτή τη πόλη θα μπορούσαν να κυλήσουν αβίαστα και χωρίς τη δική μου παρέμβαση, με το γνωστό δικό τους φυσικό ρυθμό.». Ξανασκέφτηκε και ανοίγοντας το παράθυρο, άπλωσε το χέρι του για να διώξει από το στενό πρεβάζι τα δυο περιστέρια, που πολύ πρόχειρα είχαν βρει σε αυτό ένα στεγνό πρόχειρο κατάλυμα.

Για μια ακόμη φορά θέλησε να πάει κόντρα στην ίδια του τη σκέψη, δίνοντας ο ίδιος τροφή στη θεά Τύχη που είχε αναλάβει την προστασία των μικρών πετούμενων πλασμάτων αυτής της πόλης.

Εκείνα φτερούγισαν έντρομα και αφήνοντας λίγα από τα πούπουλα τους στον αέρα πέταξαν ψηλά φοβισμένα, πιθανότατα προς τον κοντινότερο φωταγωγό.

Κλείνοντας με δύναμη το παράθυρο, εμφανώς ενοχλημένος από το κρύο και την υγρασία, ο Άλκης συνέχισε να κοιτά τα βρεγμένα περιστέρια, έως ότου χαθούν από τα μάτια του.

 

Σε λιγότερο από οκτώ λεπτά ο κόσμος θα έχει αλλάξει.

 

Από μικρό παιδί του άρεσε να είναι παρατηρητής. Αρεσκόταν στο να στέκεται με τις ώρες πλάι από το παράθυρο της μπαλκονόπορτας και να παρατηρεί τη βροχή να γεμίζει σταδιακά τους λάκκους του ακάλυπτου χώρου της πολυκατοικίας που για δεκαεπτά συναπτά έτη φιλοξενούνταν.

Μόλις πέντε λεπτά δυνατής φθινοπωρινής μπόρας χρειάζονται για να γεμίσουν και την ποιο βαθιά λακκούβα.

Μόλις πέντε λεπτά για να ξεπλύνουν και το τελευταίο φυλλαράκι της άγριο-συκιάς, που στολίζει το γκρίζο και τσιμεντένιο τοπίο που προβάλει από το τότε παιδικό παραθύρι του.

Σκέψεις και υπολογισμούς μέσα από τα οποία έβρισκε προσωρινά διέξοδο στα προβλήματα που τον κυνηγούσαν από μικρό παιδί.

«Η βροχή μου τραγουδά ένα ξεχωριστό ρυθμό αυτή τη φορά. Η σκέψη μου είναι ανίκανη να υπερνικήσει, παρόλες τις προσπάθειες που καταβάλει σε αυτά τα πέντε λεπτά και να γεμίσει το μικρό μου μυαλουδάκι με ασυναρτησίες, και να υπερισχύσει της μελωδίας. Καταφέρνω για άλλα πέντε λεπτά να ομορφύνω τη ζωή μου με ένα ακόμη λαμπρό φυσικό φαινόμενο. Βροχή.»

Είπε σχεδόν ψιθυριστά.

Ένα χαμόγελο ευχαρίστησης στην ιδέα πως ο καφές ήταν σχεδόν έτοιμος.

«Τι ανακούφιση!…». Σκέφτηκε πίνοντας κάνα δυο γουλιές.

Και πάλι σιωπή! Μουσική.

 

«Η βροχή, μου τραγουδά!».

 

Θυμήθηκε πως στα μικράτα του κολλούσε τη μύτη στο τζάμι, προσπαθώντας να δει όσο το δυνατό περισσότερες σταγόνες με μια ματιά. Κάτι λιγότερο από μερικά δευτερόλεπτα ανάσας και χνώτων έως ότου σηκώσει το δάχτυλο του και ξεχασμένος απ’ την πρωινή χαζούρα σχεδίαζε φατσούλες σαν εκείνες του Μίκυ μάους και της παρέας του στο γυάλινο πίνακα.

«Νιώθω να ζαλίζομαι στη προσπάθεια να ακολουθήσω κάποιες από εκείνες της χονδρές στάλες που με τα βίας πιάνει το μάτι μου, λίγο πριν προσκρούσουν με εξαιρετική δύναμη στο έδαφος. Προσπαθώ άλλοτε να καταλάβω ποια από όλες ήταν εκείνη που έκανε τον πιο μεγάλο κρότο φτάνοντας με απίστευτη ορμή στο έδαφος.»

 

Οι τότε σκέψεις ξαναζωντανεύουν  αυτή τη φορά ως μια ανέλπιδη εμμονή, και αψηφώντας το ζεστό του καφέ ορμά με το βλέμμα του μικρού παιδιού στο παράθυρο.

 

«Μου δίνεται η εντύπωση πως όλες μαζί αποτελούν τμήμα μια πληθωρικής μοντέρνας οπερέτας, όπου καθεμιά τους πασχίζει να υποδυθεί καλύτερα το ρόλο της, που δεν είναι κανένας άλλος παρά τα πέντε λεπτά που θα χρειαστεί η καθεμιά τους ξεκινώντας από το σύννεφο με αποκορύφωμα το εντυπωσιακό και ηχηρό σβήσιμό της στο έδαφος.

Θεέ μου, τι χορός τη μελωδία, τι αποκορύφωμα! 

Κάτι λιγότερο από πέντε λεπτά ύπαρξης αρκούν, για να μάθει αυτή η μικρή και ορμητική από τη φύση της σταγόνα, ποιος είναι ο ρόλος της.»

Σκέφτηκε και ανάβοντας ένα τσιγάρο, άναψε μονομιάς και άθελά του μύριες σκέψεις.

«Κάποιες από αυτές δείχνουν να τα καταφέρνουν περίφημα.

Είμαι ένας μικρός ακροατής που σίγουρα, την επόμενη μάλιστα στιγμή, θα αδικήσω με τη στάση μου κάποιες από εκείνες που δε θα καταφέρουν να πέσουν στην αντίληψή μου. Τι κρίμα που δε μπορώ από τη θέση που βρίσκομαι να συγχαρώ και όλες εκείνες που δεν καταφέρνω να δω. Αφήνω λοιπόν την ακοή μου να ταξιδεύει παράλληλα, και έτσι ίσως καταφέρω να επανορθώσω.»

Η σκέψη του ταξίδευε και το γκρίζο-μαύρο χρώμα του φωταγωγού ήταν το τέλειο φόντο για τις εικόνες που ξεπετάγονταν δειλά-δειλά από τη θύμησή του. Ένα ταμπλό vivantθαρρείς βγαλμένο από ταινίες του Θ. Αγγελόπουλου.

 

Σε λιγότερο από έξι λεπτά ο κόσμος θα έχει αλλάξει.

 

Ήταν μόλις δέκα ετών όταν άρχισε να αντιλαμβάνεται τη συνήθεια κάποιων πραγμάτων όπως το να ξυπνά κάθε πρωί και να ετοιμάζεται, αν και τις περισσότερες φορές με τις τσίμπλες στα μάτια, για το σχολείο.

Δέκα λεπτά δρόμος, έως ότου περάσει το κατώφλι της αυλής του σχολείου.

Δέκα πολύτιμα λεπτά μέσα στα οποία έπρεπε να σκαρφιστεί όλες εκείνες τις υποτιθέμενες δικαιολογίες που τον ανάγκασαν να μην αποστηθίσει κάποιο από τα  μαθήματα της ιστορίας, τη μία φορά, η κάποια άσκηση των μαθηματικών την άλλη.

Βαριόταν ήδη στη σκέψη του τι θα ξεστομίσει απολογούμενος της τεμπελιάς του, και παραδομένος στις πρώτες πρωινές αχτίδες του ήλιου που του χαϊδεύουν το πρόσωπο, χοροπηδά ανέμελα ένα-ένα τα σκαλοπάτια της ανηφόρας που θα τον οδηγήσουν στο σχολείο.

Είναι ήδη άνοιξη και τα μπουμπούκια των λουλουδιών, ανθισμένα, χαρίζουν ένα απίστευτο άρωμα στη ατμόσφαιρα.

Νιώθει σα κάτι περισσότερο από μεθυσμένος.

Έχει πέντε λεπτά μέχρι να φτάσει στο σχολείο, και να σκαρφιστεί μια αρκετά σοβαρή δικαιολογία, έτσι ώστε να καταφέρει να απουσιάσει και σήμερα.

«Σκέψου! και μάλιστα γρήγορα!» Φώναζε μέσα του.

Σιωπή!

Τα λουλούδια όμως μιλούν σε μια γλώσσα και τον αποσυντονίζουν από τον προβληματισμό της όποιας δικαιολογίας του.

«Κάτι πρέπει να κάνω. Κάτι πρέπει να πω. Έχω μόλις πέντε λεπτά στη διάθεσή μου.»

Όλα πια, του φαίνονται μικρά και χωρίς ενδιαφέρον. Σημασία για εκείνον έχει να βρεθεί οπουδήποτε αλλού, μακριά από το σχολείο. Η δικαιολογία δεν είχε ποτέ ιδιαίτερη σημασία. Όλο και κάτι θα σκαρφιζόταν άλλωστε.

Σταμάτησε προς στιγμήν να τυραννά το μυαλό του και αφέθηκε για τα επόμενα πέντε λεπτά στη μαγεία ενός μεγαλοπρεπούς ανοιξιάτικου ήλιου που του ζέσταινε το πρόσωπο. Καθισμένος σταυροπόδι στα σκαλοπάτια της ατελείωτης ανηφόρας, τίποτε δεν είχε μεγαλύτερη σημασία για τον ίδιο από το παίξει με τις πετρούλες που τον συντρόφευαν κρυμμένες στη τσέπη του.

 

Σε λιγότερο από τέσσερα λεπτά ο κόσμος θα έχει αλλάξει.

 

Πέντε λεπτά, πέντε ώρες, πέντε μήνες πέντε χρόνια.

Στα δεκαπέντε χρόνια ζωής του Άλκη, οι μικρές πετρούλες είχαν αντικατασταθεί από ένα πακέτο τσιγάρα Άσσο κασετίνα. Ένα είδος πακέτου που διακριτικά σφήνωνε στη μικρή τσέπη του τζάκετ του, με σκοπό να μη γίνει αντιληπτό από τους καθηγητές.

Του αρκούσε ήδη η ρετσινιά του παιδιού χωρίς οικογένεια.

Άλλωστε πολλοί ήταν πάντα και  εκείνοι που αντικρίζοντάς τον είτε έστρεφαν το κεφάλι τους προς άλλη κατεύθυνση, είτε ψιθύριζαν σχολιάζοντας κάποιο από τα αιωνίως λερωμένα και ταλαιπωρημένα του ρούχα.

Χωρίς καμιά ιδιαίτερη προσπάθεια ο Άλκης είχε καταφέρει να κερδίσει τον τίτλο του «μαύρου πρόβατου».

Όλοι από τους συνομήλικούς του θα ήθελαν πολύ να του

συμπαρασταθούν, αλλά κανείς του δεν θα άντεχε παραπάνω από πέντε λεπτά έντονης κριτικής και άμεσου στιγματισμού.

Το τίμημα φάνταζε για όλους βαρύ πλην της Κατερίνας, μιας κοπέλας δύο χρόνια μεγαλύτερης του, που οι αφραγκίες της την ανάγκασαν όντας εκείνη μαθήτρια της τρίτης λυκείου να τρακάρει μια δεδομένη χρονική στιγμή – συμπαντική θα έλεγε κι ο ίδιος – ένα τσιγάρο από τον Άλκη μαθητή της πρώτης.

Η αρχή είναι το ήμισυ του παντός, και ύστερα από εκείνο το πρώτο αληθινό «ευχαριστώ» της Κατερίνας, η ζωή του Άλκη έμελλε να αλλάξει.

«Ένα παιδί της πρώτης γίνεται αποδεκτό από την κλίκα των παιδιών της τρίτης λυκείου. Περίεργο!» είπαν κάποια στόματα.

Η είδηση έφτασε στα αυτιά ακόμη και των αναπληρωτών καθηγητών και πολλοί ήταν εκείνοι που με τον πιο αγενή τρόπο ρωτούσαν τον ίδιο, τι ήταν αυτό που έδινε ως αντάλλαγμα προκειμένου να μπορεί να συνεταιρίζεται με τους μεγαλύτερους του.

Τίποτα όμως από όλα αυτά δε φάνταζε ικανό να ταράξει τη διάθεση του Άλκη, του παιδιού με το μακρύ και βαμμένο σε χρώμα μπλαβί τσουλούφι.

Υπήρξαν φυσικά πολλές οι φορές που πλήρωσε για αυτή του την επιλογή. Η προσφορά του Άλκη στην αποφοίτηση πολλών ταραξιών της τρίτης τάξης ήταν υπέρ του δέοντος σημαντική.

Το αστείρευτο του φιλότιμο ήταν εκείνο που αρκετές φορές τον οδηγούσε απολογούμενο στο γραφείο του λυκειάρχη για πράγματα που δεν έκανε, τις ώρες που παρευρίσκονταν στο σχολείο, ενώ άλλες για πράγματα που συνέβησαν την ημέρα ή τις ώρες που εκείνος αδικαιολογήτως απουσίαζε.

Ίσως το μόνο πράγμα που κατάφερε για πρώτη φορά να γρατσουνίσει τη σκληρή καρδιά του δεκαπεντάχρονου αγοριού, ήταν η πρώτη και συναρπαστικότερη ερωτική σχέση που απέκτησε ευθύς αμέσως με την Κατερίνα.

Μια σχέση με ημερομηνία λήξεως, αφού η ίδια ήξερε πως μόλις λίγοι μήνες την χώριζαν από την αποφοίτησή της. Ένα ηχηρό χαστούκι για τα συναισθήματα του μικρότερου Άλκη, που περίμενε ελπίζοντας για κάτι μακρόπνοο μαζί της.

Έτσι το παιδί με το μακρύ και βαμμένο τσουλούφι χρειάστηκε να φτάσει  στα πρόθυρα αυτοκτονίας, προκειμένου να δώσει όσο πιο γρήγορα γινόταν ένα τέλος στα βάσανά του.

Χρειάστηκαν έξι ολόκληροι μήνες για να αναρρώσουν πλήρως τα σπασμένα πλευρά του Άλκη από το μοιραίο αγκάλιασμα που κατάφερε σε μια κολώνα, οδηγώντας εσκεμμένα την μηχανή του με υπερβολική ταχύτητα.

Έκτοτε κανείς δε θα μπορούσε να βεβαιώσει τον οποιοδήποτε για τις διαθέσεις και τις προθέσεις αυτού του παιδιού.

«….βιάζεται να πάει για τον άλλο κόσμο», έλεγαν κάποιοι, ενώ άλλοι, περισσότερο κοντινοί του άνθρωποι και συνομήλικοί του, τον προέτρεπαν να ακολουθήσει πρόωρα το επάγγελμα του στρατιωτικού.

Η τύχη για μια ακόμη φορά θέλει τον Άλκη να ξεχωρίζει στο πλήθος. Η αναιμία που τον ακολουθούσε εκ γενετής στάθηκε η αφορμή για να απαλλαγεί διαπαντός από τα καθήκοντα του φαντάρου.

Τίποτα δε φάνταζε περισσότερο προδιαγραμμένο στη ζωή του παρά το γεγονός της ίδιας του της ύπαρξης στους δρόμους της γειτονιάς, όπου σκότωνε το χρόνο του είτε δουλεύοντας για μερικά ψίχουλα είτε ρεμβάζοντας ολημερίς στα παγκάκια της πλατείας.

 

Σε λιγότερο από δυο λεπτά ο κόσμος θα έχει αλλάξει!

 

Το γκρίζο φόντο του φωταγωγού αρχίζει να γίνεται και πάλι ορατό στα μάτια του Άλκη. Το μυαλό του σαν να βγαίνει από ένα απίστευτα μακρύ και τρομακτικά σκοτεινό τούνελ, κάνοντας τα βλέφαρά του να τρεμοπαίζουν στη θέα του γκρίζου.

 

Ξεροκαταπίνει και ανάβει ένα τσιγάρο.

 

Έχουν περάσει μόλις κάποια λεπτά και ο καφές του σχεδόν ανέπαφος.

Δείχνει να προσπαθεί να θυμηθεί κάτι, αλλά είναι μάλλον ακόμη πολύ νωρίς για προβληματισμούς και έννοιες.

 

Στα είκοσι εννιά του χρόνια ζωής έχει καταφέρει να συντηρεί μια γκαρσονιέρα πλυσταριό στην ταράτσα μιας παλιάς επταόροφης πολυκατοικίας και να έχει τα προς το ζην, δουλεύοντας ως οδηγός εμπορευμάτων σε μια νεοσύστατη εταιρία.

Τα λεφτά του λίγα για να  του παρέχουν την άνεση ενός μεγαλύτερου χώρου, πόσο άλλωστε για κάτι περισσότερο προσεγμένο και ιδιαίτερο από μεριάς επίπλων.

Τέσσερις τοίχοι στολισμένοι πρόχειρα με πολύχρωμα ινδικά παρεό, ένα μικρό κομοδίνο πλάι από το μονό του κρεβάτι, ήταν αυτά που έβλεπε κάποιος μπαίνοντας στην γκαρσονιέρα του Άλκη.

Η κουζίνα τόσο μικρή, ώστε βίαια να χωρά ένα μικρό ψυγείο και το τραπέζι που ήταν και το μοναδικό σημείο πάνω στο οποίο μπορούσες να ακουμπήσεις το μικρό γκαζάκι του καφέ. Το ηλεκτρικό μάτι που προ διετίας δανείστηκε από μία φίλη, ήδη χαλασμένο.

 

Είναι Κυριακή και ο Άλκης σήμερα δε δουλεύει.

Έχει όλη τη μέρα μπροστά του για να ασχοληθεί και μόνο με εκείνον. Μικρά αλλά σημαντικά πράγματα. Ένα ζεστό μπάνιο, να πλύνει κάποια από τα ρούχα που για μέρες γεμίζουν το καλάθι του πιθανότατα να σπαταλήσει περισσότερο απ’ το χρόνο παίρνοντας κάποια τηλεφωνήματα σε φίλους.

Κάποια άσπονδη σκέψη τον κάνει να ανασηκωθεί απότομα από τη καρέκλα και να αφήσει το καφέ. Προχώρα προς το μπάνιο και μπαίνοντας, απλώνει το χέρι στο ράφι που υπήρχε πλάι απ’ τον καθρέφτη. Έδειχνε να ξέρει τι ακριβώς ψάχνει.

Ένα χάρτινο κουτί μέσα στο οποίο θα μπορούσε να βρει κανείς πολλά πολύχρωμα, μπλε, κόκκινα, μωβ και λευκά χαπάκια. Τα περισσότερα από αυτά, αντικαταθλιπτικά, αγχολυτικά… άλλα πάλι, κοινές αντιβιώσεις.

Πιάνει στα χέρια του μια μικρή καρτέλα που το όνομα της ξεκινούσε με ένα Χ κεφαλαίο. Την σπάει βγάζοντας ένα μωβ χάπι και αφήνοντας την, γυρνά στη κουζίνα.

Με τα δυο του δάχτυλα κρατά με χάρη το τόσο μικρό χάπι. Πλησιάζει το παράθυρο, ρίχνει μια φευγαλέα ματιά στο κόσμο έξω.

Τα πάντα μούσκεμα, ανυπόφορα γυαλίζουν!

Τεντώνει το χέρι του, τοποθετώντας το μικρό λευκό χαπάκι στη θέση του κρυμμένου ήλιου. Βρίσκει το τέλειο κεντράρισμα με το ένα του μάτι κλειστό.

Σημαδεύει με ιδιαίτερο τρόπο τον ίδιο τον κόσμο.

 

«θα μπορούσα να έχω άλλα πέντε λεπτά από αυτό που βλέπω;» μουρμούρισε.

Οι πρώτες λέξεις που βγαίνουν από το στόμα του απ’ τη στιγμή που σηκώθηκε.

Δεν πρέπει να του πήρε περισσότερο από δυο δευτερόλεπτα για να καταπιεί το μωβ χάπι και ένα πέτρινο χαμόγελο διαγράφτηκε στο πρόσωπό του. Αισθάνεται σα να μουδιάζει στην ιδέα και μόνο αυτού που μόλις πριν δέκα δεύτερα είχε καταπιεί και σχεδόν κοκαλωμένος άπλωσε τα δυο του χέρια για να ανοίξει το παράθυρο. Χωρίς πολλές σκέψεις και με τον κρύο υγρό πρωϊνιάτικο αέρα κόντρα σκαρφάλωσε στο πρεβάζι του παραθυριού.

Μερικές γρήγορες ματιές στα γύρω και κάτω από αυτόν μπαλκόνια και στις ταράτσες των γύρω πολυκατοικιών.

«Θεέ μου! κρυώνω!» ψιθύρισε.

 

Σε λιγότερο από ένα λεπτό ο κόσμος θα έχει αλλάξει!

 

Κρατώντας το πέτρινο χαμόγελο, διέκρινε με την άκρη του ματιού του μια σκοτεινή αντρική φιγούρα να τον κοιτά κατάματα από την απέναντι ταράτσα.

Δεν έμοιαζε με κανένα από τους γνωστούς ενοίκους των γύρω διαμερισμάτων. Το παράδοξο είναι πως και εκείνος ο σκυθρωπός και αδιάφορα στημένος στη βροχή άντρας έδειχνε να του χαμογελά ή μάλλον έδειχνε να τον παρατηρεί με ένα αξιοθαύμαστο τρόπο και μια έκπληξη σαν τους ακροατές του τσίρκο που με μεγάλη λαχτάρα και με μάτια όλο ενθουσιασμό περιμένουν για την επιτυχή έκβαση ενός δύσκολου ακροβατικού.

«Παράξενο!» σκέφτηκε ο Άλκης, και ανοιγοκλείνοντας τα μάτια έσκυψε το παγωμένο του από σκέψεις κεφάλι κοιτώντας κατάματα τον τσιμεντένιο και γκρίζο ακάλυπτο από τον οποίο τους χώριζαν επτά όροφοι.

Σηκώνοντας ξανά το κεφάλι, διέκρινε τουλάχιστον δέκα πρόσωπα, αντρικά και μη, ντυμένα εξίσου με ρούχα γκρίζα και μαύρα να τον κοιτούν σιωπηλά όλο ενθουσιασμό.

Κάποιοι από αυτούς φαίνονταν να ανοιγοκλείνουν το στόμα τους στη προσπάθεια να του φωνάξουν ή να του πουν κάτι αν όχι να ξεδιψάσουν με βροχή, αλλά ο ήχος την προκείμενη στιγμή ήταν κάτι που έλειπε από το μουντό και βροχερό περιβάλλον του φωταγωγού.

Εστίασε ξανά με τα μάτια του ο Άλκης κάποιες από τις φιγούρες που συνέχιζαν να ανοιγοκλείνουν το στόμα τους μα δίχως ήχο ή φωνή.

Πρόσωπα ξένα άντρες και γυναίκες μεσήλικες, παιδιά που δε έδειχναν καμιά εντύπωση, που με ύφος αδιάφορο συνέχιζαν να ανοιγοκλείνουν το στόμα τους σαν σε ομαδική απαγγελία άσκησης ομάδας θεάτρου ή σαν σε πρωινή προσευχή δημοτικού σχολείου.

Κάποια από τα παιδιά που κοιτούσαν του ανοιγόκλειναν πονηρά το μάτι ενώ κάποια άλλα γυρνούσαν παντελώς αδιάφορα τη πλάτη τους προς την αντίθετη κατεύθυνση.

Ακίνητοι, ασάλευτοι, ακούνητοι. Σκούρα αγάλματα με έκφραση παγωμένη και πλάτες γυρισμένες.

 

«Μα τι ζητούν από μένα;» σκέφτηκε σχεδόν φωναχτά και τράβηξε με την ίδια ιδέα το βλέμμα του ψηλά στον συννεφιασμένο ουρανό όπου το ψιλοβρόχι που μόλις είχε ξεκινήσει, γίνονταν εντονότερο.

Άφησε ξάφνου τα δυο του χέρια που τον στήριζαν από την κάσα του παραθύρου και ισορρόπησε τρεμάμενος.

Μια μικρή ταλάντευση των χεριών του μπροστά, κίνηση που θύμιζε ρώσικο παραδοσιακό χορό, πράγμα όμως που έκρινε απαραίτητο προκειμένου να βρει το κέντρο βάρους.

Μες στη παγωμένη και υγρή ατμόσφαιρα το μόνο που ένιωθε ο Άλκης δεν ήταν παραπάνω από τις ανάσες του που ολοένα γίνονταν γρηγορότερες σαν εκείνες τις στιγμές που απεγνωσμένα προσπαθούμε να επανέλθουμε στη πραγματικότητα μετά από έναν ισχυρό και απαίσιο εφιάλτη. Σαν κάτι ή κάποια έξοδο που απεγνωσμένα έψαχνε στην ατμόσφαιρα.

Οι κόρες των ματιών του διαστάλθηκαν στην πρώτη λάμψη ενός κεραυνού ερχόμενου κυριολεκτικά από το πουθενά. Δεν ήταν από τα συνήθη καιρικά φαινόμενα. Σαν μια αστραπή που ξεκίνησε με στόχο και μόνο τον Άλκη που πολύ θύμιζε κάτι από τους συμβολικούς αναγεννησιακούς πίνακες με αναφορές σε αγιοσύνες θνητών ή στο όραμα κάποιου οσίου μετέπειτα προφήτη.

Ένα κατάλευκο φως που κυριολεκτικά έλουζε το πρόσωπό του και που τον άφηνε εντελώς αδιάφορο από τις γκρίζες μορφές που τον παρακολουθούσαν ασάλευτες.

Έκανε να πλησιάσει περισσότερο και έγειρε λίγα εκατοστά το κορμί του εμπρός. Σαν από θαύμα κατάλαβε πως αιωρούνταν περπατώντας μες σ’ αυτή τη κάτασπρη στήλη φωτός και έτσι τέντωσε με σιγουριά τα δυο του πόδια.

Τα γκρίζα πρόσωπα που κοιτούσαν, άρχισαν να σβήνουν ένα – ένα από το βροχερό σκηνικό και όλα στο ουρανό ξεκίνησαν να παίρνουν το χρώμα και το φως μιας ανοιξιάτικης μέρας.

Τα πουλιά στον γαλανό ουρανό, τα πράσινα ολάνθιστα κλωνάρια μιας γηραιάς και κατάλευκης αμυγδαλιάς, τα μυριάδες ζουζούνια και εκείνο το δυνατό φως του ζεστού ήλιου που φώναζαν κάτι από ανάσταση, συνέθεταν μια εικόνα παραδείσου.

Η μεσημεριανή σχόλη των διακοπών του Πάσχα στο χωριό, μέρος τοπίου των παιδικών μας αναμνήσεων! Κι αυτή η μυρουδιά του φρέσκου χόρτου… Σκέτη Άνοιξη!

 

Αυτή τη στιγμή ο κόσμος αλλάζει.

 

Ώρα  9:30 πμ.

 

Ένας εκκωφαντικός θόρυβος στον τσιμεντένιο και βρεγμένο ακάλυπτο χώρο της πολυκατοικίας, έκανε τα κρυμμένα από την υγρασία και το κρύο περιστέρια, να φτερουγίσουν ψηλά με ορμή.

Την ίδια στιγμή και κοιτώντας ψηλά μέσα απ’ την καταιγίδα στον βροχερό ουρανό μπορούσες να δεις…

 

Αθήνα 2001

 

 

* Ο Νίκος Ρούπας γεννημένος στην Αθήνα και με καταγωγή από την Εύβοια, είναι μουσικός. Απ’ το 2002 ασχολείται εντατικά με τη μετάφραση ελληνικών αρχαιολογικών κειμένων στην αγγλική σε συνεργασία με πολλούς Έλληνες αρχαιολόγους. Κείμενά του έχουν εκδοθεί στο Archaeology Magazine of New York, καθώς και προσωπικές του αρθρογραφίες κατά το 2011-2012. Η αγάπη του τόσο για τη γλώσσα όσο και την ιστορία αυτής αποτελούν αναπόσπαστοι παράγοντες τόσο στις ποιητικές του απόπειρες, στα πεζά, όσο και στα διηγήματά του.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top