Fractal

Διήγημα: “Αληθινό Θαύμα”

Της Κωνσταντίνας Σώζου – Κύρκου // *

 

 

 

Όταν μου έστειλαν το e-mail επιβεβαίωσης με τις φωτογραφίες απ’ το γραφείο γνωριμιών «Ταξιδιώτες στο χρόνο», πέταξα απ’ τη χαρά μου. Ήταν το τέλειο ταίρι. Γύρω στα τριάντα, μελαχρινός, με μούσι και μακριά, σγουρά μαλλιά και καταγάλανα μάτια. Ίδιος ο Χριστός! Απ’ την Καπερναούμ. Τελώνης. Κελεπούρι. Ήθελε να συναντηθούμε σε δημόσιο χώρο και να συνοδεύομαι οπωσδήποτε από κάποιον δικό μου. Ο αδερφός μου ο Τάκης, σκέφτηκα, αν και δεν συμφωνούσε μ’ όλα αυτά. Παπούτσι απ’ τον τόπο σου (και την εποχή σου) κι ας είναι μπαλωμένο, έλεγε. Γνώριζε τόσους συναδέλφους του ταξιτζήδες, παιδιά της πιάτσας, δουλευταράδες και μάγκες, που φορούσαν παντελόνια, όχι μαυριδερούς, αξύριστους και ρακένδυτους σαν αυτόν το Ζαχαρία, που δεν ξέραμε κι από πού κράταγε η σκούφια του. «Έ, κάτσε να τον γνωρίσουμε πρώτα, να δούμε τι καπνό φουμάρει», του είπα. «Μην κρίνετε ίνα μην κριθήτε», όπως έλεγε κι ο Κύριος.’

«Καλά, τον είδαμε κι Αυτόν», είπε ο Τάκης. «Και που δεν έκρινε, τι κατάφερε; Τον κρίνανε οι Φαρισαίοι και τον φάγανε».

«Μην τα πεις αυτά μπροστά στον άνθρωπο, γιατί μπορεί να τον ξέρει το Χριστό, να τον έχει δει να θεραπεύει κόσμο, να πιστεύει…».

«Στο μόνο που πιστεύουν οι τελώνες είναι στο χρήμα. Τίποτα άλλο. Απειλούν και ξυλοφορτώνουν κόσμο και κοσμάκη για να τσεπώσουν τους φόρους. Τους ξέρουμε δα».

«Δεν είναι όλοι το ίδιο’.

«Μακάρι. Αλλά γιατί νομίζεις ότι δε μπορεί να βρει νύφη στα μέρη του; Δεν είναι δα και καμπούρης, αν κρίνω απ’ τις φωτογραφίες τουλάχιστον. Χειρότερη φήμη κι απ’ τις πουτάνες έχουν οι τελώνες εκεί».

Προσπαθώ να τον αγνοήσω. Ποτέ δε γούσταρε κανένα αγόρι μου. Τον τελευταίο μάλιστα τον έλεγε Ιούδα Ισκαριώτη γιατί όταν είχαμε πάει στο γάμο της αδερφής του σ’ ένα κτήμα στην Παλλήνη και του είπα να χωρίσουμε, μου άρπαξε το κεφάλι με το ένα χέρι, μου έδωσε ένα καυτό, υγρό φιλί και με το άλλο χέρι βούτηξε το iPhone μου απ’ την κωλότσεπη και το πέταξε στην πισίνα. Έτσι απλά. Μπροστά σ’ όλο τον κόσμο. Κουράστηκα πια. Έπρεπε να ψάξω για κάτι εντελώς διαφορετικό.

Συναντηθήκαμε ένα μεσημέρι στην ψαροταβέρνα ‘Το Λαβράκι’ στη Βάρη. Φόρεσα μακριά, μαύρη φούστα, μοβ ζιβάγκο κι έπιασα τα μαλλιά μου αλογοουρά, να μη με περάσει και για κανένα ξέκωλο ο άνθρωπος. Καθίσαμε κοντά στο παράθυρο για να βλέπουμε ο ένας τον άλλο καλύτερα. Ήταν Μάρτης κι έκανε κρύο, ο ουρανός μουντός σα λαδιά σε άσπρο πουκάμισο. Τα σύννεφα σα να ήταν εκεί αλλά και να μην ήταν. Ή να μην τα έβλεπα εγώ τέλος πάντων.

Ο Ζαχαρίας ήταν πιο όμορφος απ’ ότι στις φωτογραφίες. Μιλούσε πολύ και δυνατά και χτύπαγε την πλάτη του Τάκη κάθε φορά που έλεγε κάτι αστείο. Τα μάτια του στρογγυλά και ανήσυχα, σαν δυο υδρόγειοι που στριφογύριζαν στις βάσεις τους, παρατηρούσαν τα πάντα, μύγα δεν του ξέφευγε. Τα μεγάλα, κάτασπρά του δόντια φώτιζαν το πρόσωπό του σα στοιχισμένα κουφετάκια Stimorol. Απευθυνόταν στον Τάκη κυρίως και μίλαγε σε μένα μόνο όταν τον ρωτούσα κάτι. Στην αρχή το θεώρησα αγένεια αυτό, αλλά έπειτα σκέφτηκα ότι μάλλον ήταν επειδή με ντρεπόταν.

Είχαμε τόσα πολλά να μάθουμε απ’ αυτόν κι αυτός από εμάς. Μας είπε για τα θαύματα του Χριστού στην πόλη του κι αλλού. Τυφλοί βλέπαν, χωλοί περπατούσαν, λεπροί καθαρίζονταν, νεκροί ανασταίνονταν. Είπε ότι είχε δει με τα μάτια του τον Κύριο να κάνει το ένα θαύμα μετά το άλλο, μέσα σ’ ένα σπίτι, που είχε συγκεντρωθεί σχεδόν όλη η Καπερναούμ. Κι έπειτα ξαφνικά η οροφή γκρεμίστηκε, σαν κάποιος γίγαντας να τη ρούφηξε από μέσα, πηλός, φύλλα, δοκάρια, ψάθες, όλα θρυψαλιασμένα μπροστά τους σαν πριονίδια. Και μετά τέσσερα χοντρά σκοινιά άρχισαν να κατεβάζουν σιγά σιγά σ’ ένα ξύλινο φορείο έναν παράλυτο, άσπρο σαν ασβέστη και κοκκαλιάρη, που κοίταγε το πάτωμα με γουρλωμένα μάτια και έβριζε ιερά και όσια. Γιατί ήταν λέει πολύ αμαρτωλός αυτός. Αλλά μόλις αντίκρισε τον Ιησού, μουγγάθηκε, έγινε στη στιγμή άλλος άνθρωπος, αρνάκι του Θεού, τον χάζευε με το στόμα ορθάνοιχτο. Και τότε ο Κύριος είπε, «Σήκω επάνω!» και αυτός σηκώθηκε και περπάτησε σα να είχε μόλις ξυπνήσει απ’ το μεσημεριανό του υπνάκο και όλοι του έκαναν χώρο κι αυτός σουλατσάριζε πάνω κάτω στο δωμάτιο και χτύπαγε τα πόδια του όλο χαρά και γονάτισε μπροστά στον Κύριο κι έκλαιγε και τον ευχαριστούσε, και φίλαγε τα χέρια και τα πόδια Του. Τόση χαρά είχε, λέει.

Δεν προλάβαμε να φάμε μπουκιά ψωμί εκείνο το μεσημέρι. Τρεις ολόκληρες φρατζόλες είχε βουτήξει μέσα στο λάδι της χωριάτικης ο Ζαχαρίας. Με το ένα χέρι ζούλαγε τις ντομάτες μέχρι πολτοποιήσεως, με το άλλο έπιανε τα αγγουράκια και τα κρεμμύδια, σαν κάστανα απ’ τη φωτιά. Άσε που έκανε παπάρες και στα δικά μας πιάτα. Ο Τάκης μου έριχνε λοξές ματιές, αλλά εμένα δεν μ’ ένοιαζε το σαβουάρ βιβρ. Είδαμε και τους άλλους που το κατείχαν.

Όταν τελειώσαμε, έκανα νόημα στο σερβιτόρο και έβγαλα το πορτοφόλι μου να πληρώσω. Ο Ζαχαρίας με σταμάτησε. Κοίταξε επίμονα τον Τάκη, ο οποίος κοίταζε επίμονα μια ξανθιά στο διπλανό τραπέζι, και αφού δεν είδε ανταπόκριση, κούνησε το κεφάλι του αποδοκιμαστικά, παραμέρισε το μανδύα του και έβγαλε απ’ τη ζώνη του ένα πουγκί γεμάτο νομίσματα.

«Πόσες δραχμές;» ρώτησε το σερβιτόρο.

«Δραχμές;» Το αγόρι σήκωσε το φρύδι του. «Πενήντα ευρώ, κύριε».

«Γύρω στις 13.500 δραχμές», είπε ο Τάκης. Ο Ζαχαρίας έκλεισε το ένα μάτι ψιθυρίζοντας κάτι αριθμούς. Ύστερα έβγαλε τέσσερα κομμάτια χαλκού απ’ το πουγκί του (οι στοιχειώδεις ιστορικές μου γνώσεις με βοήθησαν να τα αναγνωρίσω ως τάλαντα) και τα έδωσε στο σερβιτόρο. Αυτός τα κοίταξε λες και έβλεπε πυρηνικό αντιδραστήρα, τα επεξεργάστηκε για λίγο και του τα ‘δωσε πίσω, λέγοντας, «Μόνο ευρώ δεχόμαστε, κύριε».

«Εντάξει, εντάξει. Θα πληρώσω εγώ. Κανένα πρόβλημα. Ορίστε», είπα και του έδωσα ένα πενηντάευρο και ένα ευρώ. Ο Ζαχαρίας σήκωσε τους ώμους κι έχωσε ξανά το πουγκί του στη ζώνη του.

Τελικά έπιασε βροχή. Όχι καταρρακτώδης και τέτοια. Ψιλόβροχο, αλλά παγωμένο ψιλόβροχο, σα μικρές βελονίτσες που μας στέλνει ο Ύψιστος για να μας ξυπνήσει, να μας κεντρίσει την προσοχή. Τρέξαμε μέχρι το ταξί του Τάκη, σκυφτοί και τρεμάμενοι. Τα πόδια του Ζαχαρία γλιστρούσαν κι έσκουζαν σα φώκιες μέσα στα σανδάλια του και ο καφέ μανδύας του είχε νοτίσει στο στρίφωμα, αλλά δεν έδειχνε να ενοχλείται.

Θα τον πηγαίναμε στο ξενοδοχείο του στην Αργυρούπολη και μετά θα συνεχίζαμε εμείς για το σπίτι μας στον Άγιο Δημήτριο. Τα μάτια του καρφώθηκαν στον κερματοδέκτη του Τάκη που ήταν γεμάτη ψιλά. «Μπορώ;» είπε και τον πήρε στα χέρια του. «Είναι όλα δικά σου; Είσαι πλούσιος;»

«Πώς, βέβαια. Πλούσιος σε αισθήματα», είπε ο Τάκης.

«Τι δουλειά κάνεις;»

«Ταξιτζής. Πάω τον κοσμάκη τσάρκες σ’ όλη την Αθήνα».

«Α, και τους παίρνεις φόρους. Συνάδελφος δηλαδή».

«Μέσα έπεσες». Ο Τάκης μου έκλεισε το μάτι μέσα απ’ τον καθρέφτη.

Ο Ζαχαρίας έπιασε τα μικρά νομίσματα. «Χαλκός», είπε. Έβγαλε ένα ευρώ και το δάγκωσε. «Ορείχαλκος. Καλά το φαντάστηκα. Και τούτο, λευκός χαλκός. Καλό. Πώς το κάναν έτσι; Και η γλαύκα». Έδειξε την κουκουβάγια πάνω στο ευρώ. «Τετράδραχμο», είπε. «Τέσσερα μεροδούλια, τέσσερα ασημένια δηνάρια, ένας ασημένιος σίκλος, εξήντα τέσσερα ασσάρια, δεκαπέντε από δαύτα ένας δούλος». Τον κοιτάζαμε σα χάνοι.

«Και για να ‘χουμε καλό ρώτημα, σαν τι είδους γυναίκα ψάχνεις να βρεις εσύ τώρα, Ζαχαρία;» Ο Τάκης διέκοψε τους υπολογισμούς του. «Πλούσια σαν και μένα;» Ήθελα να του δώσω μια ανάποδη στο σβέρκο που κορόιδευε έτσι τον ξένο άνθρωπο, αλλά απλά χαμογέλασα γιατί ο Ζαχαρίας γύρισε απότομα το κεφάλι του πίσω και μου έριξε ένα βλέμμα γεμάτο σημασία.

«Σαν την Εύα, εδώ. Όμορφη, έξυπνη και σεμνή». Βρόμισε το ταξί κρεμμύδι, αλλά λίγο μ’ ένοιαζε. Ο άνθρωπος είχε αισθήματα και σίγουρα καλό γούστο.

Στα επόμενα ραντεβού βγαίναμε οι δυο μας ή και με φίλους. Απέφευγα τις ταβέρνες για ευνόητους λόγους και πηγαίναμε σε μπαράκια, καφετέριες, σινεμά. Στους φίλους μου άρεσε πολύ ο Ζαχαρίας. Τους διασκέδαζε με τις ιστορίες απ’ την πόλη του, τον Ιησού, τα τόσα θαύματα. Τα μάτια του έλαμπαν όταν τις εξιστορούσε και όπως κούναγε τα χέρια του πέρα δώθε ο μανδύας του έμοιαζε σαν τέντα σε πάγκο λαϊκής εν ώρα καταιγίδας.

Προσπάθησα να τον πείσω να φορέσει παντελόνι, αλλά έλεγε, «αυτός ο παντελόνης μ’ έχει αρπάξει απ’ τα μπούτια και δε μ’ αφήνει να κουνηθώ, με κόβει

στα δύο, δεν τον θέλω». Παραμείναμε στον χιτώνα και τον μανδύα. Ήθελα να του ράψω καινούρια ρούχα, αλλά τ’ αφεντικό μου χρώσταγε τρεις μισθούς και με το ζόρι πλήρωνα το μερίδιό μου για το νοίκι.

«Πού μένει; Θα πάω να τον δείρω», μου είπε μια μέρα ο Ζαχαρίας. Του εξήγησα ότι δεν λειτουργούμε έτσι εδώ, έπρεπε να τα ξεχάσει αυτά, αν ήθελε να τα πάμε καλά. Μου ζήτησε συγγνώμη και με τύλιξε με τον απαλό, ζεστό μανδύα του, ενώ τα αγκαθωτά του γένια γρατζούναγαν το μάγουλό μου.

Δεν προχωρήσαμε ερωτικά, μείναμε στα φιλιά και τις αγκαλιές. Μετά το γάμο, έλεγε. Δεν με πείραζε. Και τι έγινε; Τους είδαμε και τους άλλους, τους δήθεν φλογερούς εραστές. Βουρ στο ψητό κι ούτε ένα λουλούδι. Ο Ζαχαρίας μου ’φερε τουλάχιστον και λίγα γαϊδουράγκαθα απ’ το ρέμα δίπλα στο σπίτι. Η χειρονομία είχε σημασία.

Τέταρτος μήνας χωρίς μηνιάτικο. Οι συνάδελφοί μου ωρύονταν. Αυτός θα ήταν ο τελευταίος, υποσχέθηκε τ’ αφεντικό μας. Περίμενε μια μεγάλη πληρωμή απ’ το ΥΠΕΧΩΔΕ και θα μας τα έδινε μαζεμένα.

«Να τον αναφέρουμε στον Καίσαρα Τιβέριο», είπε ο Ζαχαρίας. «Θα συλληφθεί αμέσως και θα σταυρωθεί». Κράδαινε την μπριζόλα που του μαγείρεψα σα τσεκούρι.

«Βρε, τι ’ναι τούτος!» είπε ο Τάκης, που πήγε να πνιγεί. «Ψοφάει για τζέρτζελο. Μπας κι είναι γιός του Ηρώδη;»

Έβαλα το χέρι μου στον ώμο του και του είπα όσο πιο ήρεμα μπορούσα, «Τώρα πια όλα λύνονται με πολιτισμένο τρόπο. Ξέχνα τα αυτά. Εντάξει;» Ο Ζαχαρίας έσκυψε το κεφάλι και δάγκωσε απανωτά την μπριζόλα του, με μάτια αγριεμένα και μπούκλες ταραγμένα ελατήρια. Ήταν τόσο όμορφα τα μάτια του όταν θύμωνε, σαν τις γυάλινες μπίλιες που παίζαμε μικροί και νόμιζες ότι έβλεπες τη θάλασσα και τον ουρανό να κολυμπάνε παρέα.

Του έμαθα πώς να χειρίζεται το κινητό. Μάθαινε γρήγορα. Ξετρελάθηκε με την αριθμομηχανή. Έκανε συνέχεια υπολογισμούς και κρατούσε σημειώσεις μ’ ένα στυλό μου σ’ ένα κομμάτι κιτρινισμένο πάπυρο που είχε φέρει μαζί του. «Κάτι δικά μου», έλεγε.

Μια μέρα μπήκα στο viber και είδα σ’ ένα μήνυμα τον εαυτό μου βρικόλακα με ματωμένους κυνόδοντες και κόκκινα μάτια. Ο Ιούδας ο Ισκαριώτης χτύπησε πάλι. Έπρεπε να είχα αλλάξει τον αριθμό του κινητού μου. Δεν μπορούσε να ξεπεράσει την απόρριψη αυτός ο άνθρωπος. Το έσβησα και βγήκα με το Ζαχαρία για καφέ στο Λυκαβηττό. Πήραμε το μετρό και κατεβήκαμε στη στάση Ευαγγελισμός. Ένας άστεγος, με το που τον είδε, του πέταξε το παπούτσι του στο κεφάλι. «Αλήτη!» φώναξε. «Μη σε ξαναδώ μπροστά μου!» Τον τράβηξα απ’ το χέρι και τρέξαμε προς την Πλουτάρχου. Μάλλον είδε το Ζαχαρία έτσι ντυμένο και νόμισε ότι ήταν ζητιάνος και ήθελε να του πάρει τη δουλειά. Ανταγωνισμός παντού, παιδί μου, σκέφτηκα. Φτάσαμε στο τέρμα της Πλουτάρχου με τη γλώσσα γραβάτα και τα πόδια τούμπανο, εγώ με τα ψηλοτάκουνα, ο Ζαχαρίας με τα σανδάλια. «Να πάρουμε το τελεφερίκ», είπα. «Δεν έχουμε τα κατάλληλα παπούτσια για ανάβαση. Δεν θα τα καταφέρουμε». Ο Ζαχαρίας συμφώνησε. Σε πέντε λεπτά ήμασταν στην κορυφή. Δεν είδαμε τίποτα απ’ τη διαδρομή βέβαια. Το τελεφερίκ σκοτεινό και κρύο, τοίχος και ράγες, μέταλλο στο μέταλλο, μοχλοί που στρίγγλιζαν, τα μάτια μας καρφωμένα μπροστά και πάνω ώσπου να δούμε το φως της μέρας στο τέλος του τούνελ. Καθίσαμε στην καφετέρια και ήπιαμε τσάι με μέλι. Μου κρατούσε το χέρι και μου είπε ότι όταν έβρισκε κι αυτός χρήματα θα μπορούσαμε επιτέλους να παντρευτούμε. Θα φέρναμε και κάνα-δυο δούλους απ’ την Καπερναούμ για να με ξεκουράζουν. ‘Όνειρο Θερινής νυκτός, ήθελα να του πω. Δεν μοιράζουνε χρήματα πουθενά – απ’ όσο ήξερα τουλάχιστον. Αν δεν δουλέψεις, δεν τρως. Κι όπως έλεγε και η συγχωρεμένη η γιαγιά μου, «γλυκός ο ύπνος την αυγή, γυμνός ο κώλος τη Λαμπρή». Αλλά τι δουλειά να βρει κανείς σε εποχή κρίσης που τόσοι απολύονται καθημερινά; Σα να κατάλαβε τι σκεφτόμουν, γιατί μου χάιδεψε το μάγουλο και είπε με μάτια ίδια ο Σαρωνικός που απλωνόταν μπροστά μας, «το θαύμα της αγάπης θα τα νικήσει όλα».

Ο Τάκης γκρίνιαζε καθημερινά, «δουλεύω πάνω από δώδεκα ώρες το εικοσιτετράωρο και δε βγάζω τίποτα πια. Κάθε μέρα και λιγότερα. Τι στο καλό, τρύπια είναι τα παντελόνια μου;»

«Μην τον ακούς», είπε ο Ζαχαρίας μια μέρα που ο Τάκης έκανε ντους. «Τα λέει αυτά για να πληρώσεις κι εσύ. Εσύ όμως κάνεις τα πάντα εδώ μέσα. Δε θα ‘πρεπε να δίνεις τίποτα. Αυτός είναι πλούσιος, όχι εσύ».

«Δεν καταλαβαίνεις, Ζαχαρία». Του χάιδεψα το κεφάλι. «Άλλες εποχές τώρα. Άσε, δεν ξέρεις εσύ».

Βγήκε ο Τάκης απ’ το μπάνιο και μπήκα εγώ να το καθαρίσω. Όταν γύρισα στο σαλόνι, ο Ζαχαρίας έλειπε. Ανοίγω το κινητό μου. Ένα μήνυμα στην οθόνη. Ο Ιούδας ο Ισκαριώτης πάλι. Ό,τι και να κάνεις δε θα μπορέσεις ποτέ να ξεχάσεις τα ατελείωτα βράδια που κάναμε έρωτα εγώ κι εσύ. Έμεινα κάγκελο. Σίγουρα το διάβασε ο Ζαχαρίας. Χριστέ μου! Δεν του είχα πει τίποτα για τους προηγούμενους. Γαμώτο!

Τρεις μέρες έκλαιγα, τρεις μέρες τον αναζητούσα, τρεις μέρες μ’ απαρνιόταν. Ώσπου ήρθε ένα πακέτο με ΕΛΤΑ κούριερ. Ο πάπυρος, τα λόγια, Εύχομαι να είσαι ευτυχισμένη. Όμως εγώ δεν μπορώ να πάρω μεταχειρισμένη γυναίκα. Ελπίζω να με καταλάβεις. Τώρα μπορείς να πάρεις ένα δούλο να σε ξεκουράσει. Δεκαπέντε ευρώ σε κέρματα ήταν μέσα. Εγώ έχω πολλά. Του άξιζε του Τάκη.

«Α, τον άτιμο! Αυτός με ξάφριζε! Έτσι και τον πιάσω στα χέρια μου, τον πούστη, τον κουρελιάρη, το μουλωχτό… Εμ, στα ‘λεγα γω, παπούτσι απ’ τον τόπο σου…», είπε ο Τάκης και στρίμωξε ένα δούλο μοιρασμένο σε δεκαπέντε μονόευρα πίσω στον κερματοδέκτη.

Ένα πρωί πέρασα απ’ την πλατεία έξω απ’ το μετρό Ευαγγελισμού. Είχα ραντεβού με μια φίλη μου στο Λυκαβηττό. Δεν ήθελα να ξαναπάω εκεί, όλα θα μου θύμιζαν το Ζαχαρία, τα πάντα γύρω μου τα έβλεπα μέσα από ένα θολό φίλτρο, τα πάντα με πονούσαν, αλλά η φίλη μου επέμενε. Ο ζητιάνος που είχε πετάξει το παπούτσι στο κεφάλι του Ζαχαρία με αναγνώρισε. «Πού ’ναι ο φίλος σου ο νταής; Του ‘δωσες σουτ; Καλά να πάθει».

«Μα, τι σου ‘κανε;»

«Σε μένα μόνο; Σ’ όλους τους άστεγους εδώ γύρω. Ερχότανε κι άρπαζε τα τενεκεδάκια με τα κέρματα που ξεροσταλιάζαμε στο κρύο μερόνυχτα για να γεμίσουμε. Φόροι για τον αυτοκράτορα, έλεγε. Δασμοί στα πεζοδρόμια. Από πότε, ρε μάγκα; Από τώρα, μου ‘λεγε και σήκωνε τα φουστάνια που φόραγε κι όπου φύγει φύγει. Ο φόβος και ο τρόμος του κέντρου ήτανε. Έχω καιρό να τονε δω, κακό ψόφο να ‘χει».

Αποφάσισα να ανέβω με τα πόδια στον Λυκαβηττό, κι αυτή τη φορά ήμουν οργανωμένη. Ελαφρύ πρωινό, φόρμα και αθλητικά παπούτσια. Τα σκαλιά ως την κορυφή αμέτρητα, μηροί και γάμπες καίγανε αλλά κάθε σκαλοπάτι και διαφορετική θέα, διαφορετική προοπτική, κάθε ανάσα το φιλί της ζωής από δεντρολίβανο, μυρτιά, αγιόκλημα, κισσό. Τόσα διαφορετικά χρώματα και τόσες ξεχωριστές φωνές από καρδερίνες, παπαδίτσες, κοτσύφια, σπίνους. Έπρεπε ν’ ανέβω αυτό το βράχο με το Ζαχαρία. Με τα πόδια, όχι με το τελεφερίκ. Θα κουραζόμασταν, μπορεί και να σκοντάφταμε, να πέφταμε, αλλά θα ξανασηκωνόμασταν, θα ζούσαμε την κάθε στιγμή. Χωρίς παπούτσια, χωρίς βοηθήματα, χωρίς θαύματα. Δεν θα μας ένοιαζε πόσο γρήγορα θα φτάναμε στην κορυφή. Τα πρόσωπά μας θα λάμπανε από ιδρώτα και φως. Θα ήταν σα να σμιλεύαμε το βράχο με τα πόδια μας, βήμα, βήμα, θα χτίζαμε ένα μικρό σύμπαν από ιδρώτα και φως, ένα αληθινό θαύμα.

 

 

 

 

 

* Η Κωνσταντίνα Σώζου – Κύρκου έχει σπουδάσει Λογοτεχνία και έχει πάρει το MA Creative Writing απ’ το Lancaster University. Τα διηγήματά της έχουν δημοσιευθεί σε online και έντυπα λογοτεχνικά περιοδικά και ανθολόγια στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Ζει στην Αθήνα με το σύζυγό της και τα δυο της παιδιά.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top