Fractal

Διήγημα: “Ως αύριο τουλάχιστον”

Της Αλίκης Κατσαρού // *

 

aliki-story

 

Ροζ και άσπρα. Πολλά, πάρα πολλά. Μικρά. Κινούνταν συντονισμένα προς την ίδια κατεύθυνση. Πέρασαν τη χαραμάδα της μπαλκονόπορτας, και απ’ το μωσαϊκό δάπεδο του μπαλκονιού, βρέθηκαν όλα μαζί στο λευκό και βρωμερό μάρμαρο της κουζίνας. Είχαν γεννηθεί στις ξεχασμένες στο μπαλκόνι σακούλες σκουπιδιών.

-Μαμά! ούρλιαξε η Ελίνα. Παρά το κρύο που έκανε, ίδρωσε από το φόβο της.

Ακούστηκε ο νευρικός ήχος από τις παντόφλες της όπως διέσχισε το διάδρομο του διαμερίσματος και μόλις μπήκε στην κουζίνα, άστραψε ένα χαστούκι στην Ελίνα.

-Τι σκούζεις;

-Σκουλήκια, σκουλήκια!

-Βούλωστο!

Το μικρό κεφάλι του Άλκη πρόβαλε από την πόρτα, χωρίς καμία έκπληξη, μονάχα με το συνηθισμένο ύφος της περιέργειας που καταγράφει τα πρακτικά του σπιτιού. Χωρίς έκπληξη. Χωρίς έκφραση. Συνήθεια.

-Φύγε Άλκη. Φύγε. Σκουλήκια, του φώναξε η Ελίνα.

-Σκάσε, την πρόσταξε η μάνα τους.

-Τσακίσου φέρε τη σκούπα, συμπλήρωσε.

Τα έσπρωχνε με τη σκούπα προς εκεί από όπου ήρθαν. Το κρύο έμπαινε αλύπητα από την ανοιχτή μπαλκονόπορτα. Η Ελίνα έτρεμε τώρα, πάγωνε κι ο ιδρώτας πάνω της όπως κοιτούσε τα σκουλήκια που κόλλαγαν  και σκαρφάλωναν  στο κοντάρι της σκούπας.

Η μάνα τους συμμάζεψε τις σακούλες όπως-όπως, τις έχωσε σε καινούργιες, ευτυχώς είχαν αυτή τη φορά στο ντουλάπι αρκετές, και τις κατέβασε σε δυο δόσεις.

Μόλις ανέβηκε, τα διαολόστειλε και τα δύο, που της μαυρίζουν τη ζωή και τι καλά που θα ‘ταν μόνη της και αν δεν τους αρέσει εκεί να τσακιστούν να πάνε να μείνουν με τον πατέρα τους.

Μετά ντύθηκε φανταχτερά, έφαγε μια τσίχλα μέντας και έβαλε δυνατή κολόνια για να μη μυρίζει το αλκοόλ που ρευόταν από χθες.

Βρόντηξε την πόρτα.

Έστρωσε τα μαλλιά της μπροστά στον καθρέφτη του ασανσέρ και ψιθύρισε σκατόπαιδα.

Η Ελίνα πήρε τον Άλκη αγκαλιά.

-Πεινάω, της είπε.

Η Ελίνα άνοιξε το ψυγείο. Ήταν εννιά χρονών και ο Άλκης τεσσάρων. Έχασκαν και οι δυο απέναντι απ’ το άδειο ψυγείο. Κοίταξαν το τραπέζι. Είχε πάνω μια ανοιχτή συσκευασία με φρυγανιές. Η Ελίνα τις κοίταξε μήπως είχαν σκουλήκια και έδωσε μια στον Άλκη.

-Θα φέρει φαγητό η μαμά, του είπε καθησυχαστικά.

-Μαμά! φώναξε με προσμονή ο μικρός μόλις άκουσε τα κλειδιά της στην πόρτα.

Έφερε δυο μερίδες εστιατορίου, τις μοίρασε σε τρία πιάτα, έφαγαν καθισμένοι στον καναπέ.

Μετά πήρε αγκαλιά τον Άλκη και τράβηξαν για το δωμάτιό της. Κοιμήθηκαν αγκαλιά.

Ξύπνησαν λίγο πριν νυχτώσει τελείως. Είναι χειμώνας και νυχτώνει νωρίς.

-Ελίνα, φτιάξε μου έναν καφέ.

Έτρεξε η Ελίνα στην κουζίνα να ψήσει τον καλύτερο καφέ. Έβαλε και μια από τις φρυγανιές στη χαρτοπετσέτα, τα τοποθέτησε σε δίσκο και τον ακούμπησε με προσοχή στο κομοδίνο της μάνας τους.

-Ευχαριστώ αγάπη μου.

-Παρακαλώ μαμά. Θέλεις κάτι άλλο; ρώτησε και  μετά  κλείστηκε ευτυχισμένη στο δωμάτιό της. Αγάπη μου, δεν  άφηνε τη λέξη να δραπετεύσει, την κράταγε ζωντανή, σαν απόηχο δύναμης, που δεν έπρεπε να σβήσει.

Σε λίγο ο ήχος απ’ το σαλόνι. Η μπουκάλα του ουΐσκυ έχυνε το υγρό της στο κρυστάλλινο ποτήρι ξεκινώντας να γράφει την αυριανή μέρα του παγωμένου τους σπιτιού.

Συνέχισε να ακούει αχνά το αγάπη μου.

Ως αύριο τουλάχιστον.

 

 

katsarou_photo* Η Αλίκη Κατσαρού γεννήθηκε στην Αθήνα το 1975. Βιβλιοθηκονόμος με μεταπτυχιακά στην Πολιτισμική Κληρονομιά, μόνιμη κάτοικος Κέρκυρας και συγγραφέας του βιβλίου «Μικρή Ιστορία της Παλιάς Πόλης της Κέρκυρας» για παιδιά και μεγάλους. Διατηρεί το blog Spiral (spiralik.blogspot.com) και αρθρογραφεί σε έντυπα και ψηφιακά Μέσα. Διδάσκει στο ΔΗΠΕΘΕ Κέρκυρας.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top