Fractal

Διήγημα Fractal: “Εις το Ορφανοτροφείον και Οικοτροφείον της Κερκύρας”

Της Αλίκης Κατσαρού // *

 

οικοτροφειο

 

(1)

Το καλαίσθητο κτίριο δέσποζε στο μεγάλο δρόμο. Αν περνούσες μεσημέρι στη μιάμιση, άκουγες απ’ το παράθυρο ζωηρές φωνούλες και πιρούνια να κουδουνίζουν στα πιάτα. Άκουγες και καμιά φωνή γκουβερνάντας αν κάποια από τα παιδιά ήταν άταχτα. Μια ώρα μετά, σιωπή. Ώρα ξεκούρασης. Εξωσχολικές δραστηριότητες τότε δεν υπήρχαν. Κάποιοι καλοί μαθητές, που το επιθυμούσαν μπορούσαν να πάρουν μαθήματα γαλλικών από τις καθολικές καλόγριες, οι οποίες αφιλοκερδώς πρόσφεραν γνώση και χριστιανική καθοδήγηση δύο φορές την εβδομάδα. Αν βέβαια ο μαθητής ανταποκρινόταν. Αν τεμπέλιαζε, κοβόταν το μάθημα. Πολλές φορές η ανταπόκριση εξαρτιόταν από το σε ποια καλόγρια θα έπεφτες. Αν έπεφτες στην αδελφή Σοφί, χαράς ευαγγέλια. Μέχρι και αστεία έκανε, καλά που ήταν όμορφη, με πρόσωπο καλοσχηματισμένο και λαμπερό. Αν έπεφτες στην αδελφή Ζακελίν, με το στριφνό στόμα και το καχύποπτο ύφος, αμφίβολη απ’ την αρχή ήταν η συνέχεια. Έπρεπε να αγαπάς πάρα πολύ τα γαλλικά για να παραμείνεις. Σπάνιο ένας ορφανός να αγαπάει πάρα πολύ τα γαλλικά, κι έτσι έβλεπες πιο συχνά τα απογεύματα την όμορφη αδελφή Σοφί να μπαίνει στο οικοτροφείο της μικρής πόλης και σπανιότερα τη στριφνή Ζακελίν.

Τα παιδιά ήταν πολλά. Τα νεογνά και τα βρέφη στον όροφο, φασκιωμένα και μοναχικά έπαιρναν άγγιγμα στο τάισμα, στο άλλαγμα στο κάπως σπάνιο μπάνιο. Αν κάποιο αρρώσταινε, μια τροφός θα ξαγρυπνούσε οπωσδήποτε κοντά του ώσπου να αλλάξει βάρδια με μιαν άλλη. Ο φόβος του βρεφικού θανάτου καραδοκούσε, κι ας είχαν περάσει δέκα χρόνια απ’ την κατοχή. Το μητρώο του οικοτροφείου, κόντευε τα 100 έτη, και πολλές από τις σελίδες είχαν το διακριτικό «απεβίωσε». Συνήθως το «απεβίωσε» μαύριζε το μητρώο πριν το πρώτο έτος της ηλικίας. Οι διαδικασίες τότε, συνοπτικές, χωρίς θόρυβο, ολοκληρώνονταν προκειμένου τα μεγαλύτερα παιδιά να μην αντιληφθούν το γεγονός.

Κάποιες φορές αυτό ήταν αναπόφευκτο, ειδικά αν το μωρό που είχε πεθάνει είχε μεγαλύτερο αδέλφι. Ο μεγάλος ή η μεγάλη αδελφή το αναζητούσε και τότε τα πράγματα δυσκόλευαν πολύ. Ψυχολόγοι και κοινωνικοί λειτουργοί δε υπήρχαν τότε. Ο διευθυντής με τη σιγουριά που ενέπνεε στα παιδιά, μια τρυφερή τροφός, μια αστεία γκουβερνάντα αναλάμβαναν να διασκεδάσουν τις εντυπώσεις του μοναχικού αδελφού.

Μια φορά ένα κορίτσι, δέκα ετών, έχασε τον αδελφούλη της που ήταν οχτώ μηνών. Από την ημέρα που η μητέρα τα είχε αφήσει στο οικοτροφείο, ημερών ήταν το μωρό, και για όλους τους οχτώ μήνες που έζησε, η αδελφή του συμπεριφερόταν σαν μητέρα. Τις ώρες που δεν ήταν στο σχολείο το τάιζε, το άλλαζε, το νανούριζε, ακόμη και αρνούμενη το παιχνίδι με τους συνομηλίκους της. Το μωρό έχασε τη μάχη σε δυο βράδια, παλεύοντας με τον πυρετό και τα εξανθήματα και κάποιοι είπαν ότι ήταν τύφος. Ίσως και να μην ήταν, η αδελφή του όμως, έχασε από το ξημέρωμα του θανάτου του, το νόημα της ζωής. Ο μικρός αδελφός ήταν για κείνη αποστολή και οικογένεια, ήταν σκοπός, ευθύνη. Ήταν ο δικός της άνθρωπος. Η κοπέλα έκανε χρόνια να ξαναχαμογελάσει και κοιμόταν με τη φωτογραφία του στο μαξιλάρι της παντοτινά. Ούτε της μάνας, ούτε του πατέρα, αλλά του μπέμπη.

Τέτοιες σκληρές στιγμές πολλές είχε ζήσει το οικοτροφείο, και ειδικά στον πόλεμο. Τώρα όμως τα πράγματα ήταν καλύτερα. Και φάρμακα, και εμβολιασμοί, και φαγητό καλό, και γιατροί καλύτεροι. Και πολλές καλές στιγμές.

Ας πούμε η άφιξη καινούργιων παιδιών ήταν γιορτή για τα παλιά. Η άφιξη των μωρών δεν ανακοινωνόταν επίσημα, αλλά όλο και κάποιο παιδί κάτι μάθαινε, το έλεγε στα άλλα και όλα μαζί ανέβαιναν στον όροφο να μετρήσουν μωρά, για να διαπιστωθεί η αλήθεια της φήμης. Αν την επιβεβαίωναν παρακαλούσαν την τροφό να πάνε να το δουν. Ειδικά τα κορίτσια.

-Αφήστε με ορές! Φώναζε εκείνη εκνευρισμένη, κουβαλώντας τα πανιά για το άλλαγμα ή το μπουκάλι με το γάλα φουριόζα προς την κούνια. Συνήθως την κατάφερναν. Ύστερα εκείνη, προστατευτική προς το νεογνό, τις έδιωχνε.

-Φευγάτε, φευγάτε, θα μου το κολλήσετε τίποτις κι ανάθεμά σας μετά.

Άλλες καλές στιγμές ήταν η επίσκεψη του δημάρχου και της κυρίας του, τα γλυκίσματα από τον Ερυθρό Σταυρό, οι εκδρομές με λεωφορείο, τα καλούδια κάποιων συγγενών αλλά κορυφαία όλων ήταν η επίσκεψη κάποιου μέλους της βασιλικής οικογένειας όταν εκείνη παραθέριζε στο νησί.

Τότε όλα τα παιδιά λούζονταν, ξεψειρίζονταν, φορούσαν τα καλά τους, δυο τρία νούμερα μεγαλύτερα ή μικρότερα, πάντως καλοσιδερωμένα και έκαναν και μια πρόβα καλών τρόπων.

Το διευθυντή τον σέβονταν και τον φοβούνταν μαζί. Ήταν σοβαρός, καμιά εξηνταριά χρονών, με γυαλάκια και λιγομίλητος. Αν καλούσε κάποιο παιδί στο γραφείο του, ήταν ή για κάποιο πολύ κακό ή για κάποιο πολύ καλό λόγο. Ο κακός λόγος ήταν επίπληξη και τιμωρία που μέτραγε σαν βούρδουλας. Γιατί μπορεί να ήταν καλός και δίκαιος αλλά προκειμένου να κρατηθούν οι ισορροπίες με τόσα ορφανά στο κτίριο, κάποιες φορές γινόταν αμείλικτος. Όταν όμως καλούσε κάποιο παιδί για να το επαινέσει για τους βαθμούς στο σχολείο ή για κάποια άλλη αιτία, ο έπαινος τούτος μετρούσε σαν βασιλικό παράσημο.

Αυτό που διασκέδαζε περισσότερο τα παιδιά ήταν η αδυναμία που είχε ο διευθυντής στην άσχημη, γεροντοκόρη, κόρη του. Παρακολουθούσαν τη μοδίστρα και την κομμώτρια που πέρναγε από την αυλή για να μπει στο σπίτι του διευθυντή, παραπλεύρως του κτιρίου. Ό, τι μπορούσε έκανε ο καημένος για να τη συνεφέρει, μπας και την παντρέψει. Η μάνα της είχε πεθάνει χρόνια τώρα. Πολλά από τα μεγάλα παιδιά ακόμα θυμούνταν την κηδεία. Εκείνη, ήταν που ήταν ξερακιανή και στριμμένη, από όταν χάθηκε η μάνα, έγινε χειρότερη. Μοναχικός χαρακτήρας, λιγόλογη, μπαινόβγαινε στο οικοτροφείο, χαιρετούσε πάντα τα παιδιά, αλλά ποτέ δεν άνοιγε περισσότερη κουβέντα με κανένα. Ο πατέρας της, της είχε πει να ασχοληθεί μερικές ώρες επί μισθώ, για να της περνά η ώρα, αλλά εκείνη προτιμούσε να κάθεται στο σπίτι, να διαβάζει περιοδικά της εποχής και να κουτσομπολεύει με την ξαδέλφη της την Ευανθία τους γάμους, τις απιστίες και τα τεκταινόμενα της μικρής πόλης. Σπάνια καθόταν να φάει με το προσωπικό και τότε απολάμβανε την περιποίηση που της πρόσφεραν, με τυπικά «ευχαριστώ» και «παρακαλώ».

Μια μέρα κατέφθασε ο δάσκαλος. Το Δημοτικό Συμβούλιο της πόλης, που διαχειριζόταν τα οικονομικά του οικοτροφείου, αποφάσισε ότι θα προσλάβει έναν δάσκαλο, ο οποίος θα βοηθά στη μελέτη των παιδιών τις απογευματινές ώρες. Εκτός απ’ το μισθό του, το οικοτροφείο θα του παρείχε στέγη και σίτιση. Μόλις μπήκε ο δάσκαλος μέσα, φωτίστηκε το κτίριο. Τα παιδιά έλειπαν στο σχολείο. Τα μωρά στις κούνιες. Η υποδοχή έγινε από διευθυντή και προσωπικό που ενθουσιάστηκαν. Ψηλός, κομψός, μελίξανθος, με στόμα γλυκό, μάτια αστραποβόλα και φαρδιά χέρια. Κατόπιν διαγωνισμού, και ίσως με τη μεσολάβηση κάποιου συγγενή στο παλάτι, ο κύριος Δημήτριος Κόντογλου, άρτι αποφοιτήσας από την Παιδαγωγική Ακαδημία Αθηνών, εκ Πόντου ορμώμενος, γεννηθείς εν Θεσσαλονίκη, Μακεδών το παράστημα, ανέλαβε καθήκοντα στη μικρή, νησιωτική πόλη.

Το μεσημέρι κάθισε στην τραπεζαρία με τα παιδιά. Μετά το φαγητό θέλησε να τα γνωρίσει όλα με το μικρό τους όνομα. Αφού συστήθηκαν, ο κύριος Κόντογλου ρώτησε τα παιδιά, εάν ήθελαν να του πουν κάτι περισσότερο και ότι εάν δεν ήθελαν μπροστά σε όλους, μπορούσαν να τον βρίσκουν στο γραφείο του, στο διαμέρισμα που του παραχωρήθηκε, το βραδάκι πριν το δείπνο. Τα απογεύματα, θα συναντιόνταν όλοι στη μεγάλη σάλα του φαγητού. Από εκείνα απαιτούσε να έχουν μελετήσει για την αυριανή, αλλά να του εκφράσουν όποιες απορίες και ερωτήσεις θέλουν. Ύστερα θα εξέταζε ενδεικτικά κάποιους, για να είναι σίγουρος ότι θα πήγαιναν καθημερινά διαβασμένοι όλοι στο σχολείο και θα εξηγούσε ό,τι δυσκόλευε κάποιον.

Ο κύριος Κόντογλου, τα πρωινά τα αφιέρωνε στην προσωπική μελέτη, ώστε το απόγευμα να μπορεί να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις των παιδιών και κυρίως εκείνων του εξαταξίου γυμνασίου αρρένων και θηλέων. Από την αρχή διέκρινε μαθητές με θέληση και φιλομάθεια και έβαλε στόχο να τους ενθαρρύνει. Κατά το μεσημεράκι, μες τις δωδεκάμησι, κατέβαινε στο κέντρο της πόλης. Ήθελε να γνωρίσει το καινούργιο μέρος και το περιδιάβαινε με δίψα. Μεγάλο μέρος της πόλης είχε ηλεκτροφωτιστεί κι αυτό διευκόλυνε το δάσκαλο να την ανακαλύπτει και κάποια βράδια μετά το δείπνο.

Τα μεσημέρια δεν έτρωγε με τα παιδιά, άλλωστε δεν προβλεπόταν από τον κανονισμό, αλλά με το διευθυντή ή με το προσωπικό. Από τη μέρα που αφίχθη ο κύριος Κόντογλου στο οικοτροφείο, όλοι προσπαθούσαν να δείξουν έναν καλύτερο εαυτό. Εν τω μεταξύ κακό μαντάτο είχε καιρό ν’ ακουστεί, τα μωρά όλα ήταν υγιή και γενικά ο χειμώνας αυτός ξεκίνησε ευχάριστα. Λες κι ο δάσκαλος από τη Μακεδονία έφερε φως και νόημα στην ορφάνια του κτιρίου. Εκτός από τη γενικότερη αισιοδοξία, παρατηρήθηκε κάτι ακόμα, ειδικά από τα μεγαλύτερα παιδιά. Η ξερακιανή κόρη του διευθυντή, Τερέζα, όλο και πύκνωνε τις επισκέψεις για γεύμα στο οικοτροφείο. Σαν να γλύκανε κιόλας η συμπεριφορά της. Μάλιστα κάποιες φορές που ήταν παρών ο δάσκαλος στη σάλα, η δεσποινίς Τερέζα χάιδεψε για πρώτη φορά στα χρονικά, κάνα δυο παιδικά κεφαλάκια.

Οι γυμνασιόπαιδες κατάλαβαν νωρίς. Η γεροντοκόρη ερωτεύτηκε το δάσκαλο. Κι από την ώρα που συνέλαβαν το συναίσθημα, παραμόνευαν με μανία τις κινήσεις της και χασκογελούσαν πίσω από την πλάτη της. Ουέ κι αλίμονο αν τους έπαιρνε χαμπάρι ο διευθυντής. Γι’ αυτό όλα τούτα συνέβαιναν με εχεμύθεια οργανωμένης καμόρας. Παρατήρησαν ακόμα ότι η μοδίστρα και η κομμώτρια πύκνωσαν τις επισκέψεις τους. Και ο διευθυντής όλο και πιο συχνά έστελνε κάποιο τελειόφοιτο να του φέρει τσιγάρα, φαίνεται πως είχε περισσό άγχος, βλέποντας την Τερέζα να υποφέρει.

Οι μήνες περνούσαν και ο σταθερός έρωτας της Τερέζας για το δάσκαλο έγινε καθεστώς, όπως και η σταθερά ευγενική αδιαφορία του δασκάλου απέναντι της.

 

(2)

 

-Μην ξαναβρώ τα πανιά σου λερωμένα, Τασούλα, θα το πω στο διευθυντή, επέπληξε αφηνιασμένη μια γκουβερνάντα στο διάδρομο την Τασία. Η Τασία ντράπηκε δυο φορές. Μια την γκουβερνάντα και μια το δάσκαλο που εκείνη την ώρα περνούσε και άκουσε τις προσβλητικές φωνές.

Οι κοπέλες που είχαν έμμηνο ρήση έπρεπε να πλένουν τα υφάσματα που χρησιμοποιούσαν για προστασία, μόνες τους. Όποια το αμελούσε, έτρωγε κατσάδα, όπως τώρα η Τασία. Μα ήταν ανάγκη τώρα να ακούσει ο δάσκαλος τέτοια κουβέντα; βόγκηξε το κορίτσι τρέχοντας και πήγε και χώθηκε κάτω από την κουβέρτα της κι έκλαιγε και ούτε που κατέβηκε για δείπνο το βράδυ. Είδαν κι έπαθαν οι άλλες να την πείσουν την επόμενη να πάει στο μάθημα της σάλας το απόγευμα.

Εκείνη, κάθε που γύρναγε ο δάσκαλος προς το μέρος της κοκκίνιζε σαν παντζάρι και έστρεφε το βλέμμα αλλού. Πέρασαν όμως οι μέρες και φαινόταν σαν ο δάσκαλος να μην είχε ακούσει την επίπληξη προς την Τασία γιατί φερόταν εντελώς φυσιολογικά. Και η Τασία πείστηκε ότι δεν την είχε ακούσει και φερόταν κι εκείνη φυσιολογικά. Μόνο, που από τη μέρα εκείνη, άρχισε να αναρωτιέται αν ο δάσκαλος ξέρει τι έχουν οι γυναίκες κάθε μήνα, πώς είναι οι γυναίκες κάτω από τη φούστα, και άλλα σκεφτόταν πολλά και κατέληγε ότι ο δάσκαλος όλα θα τα ξέρει τόσο μορφωμένος που ήταν. Ίσως και να είχε κάποια αγαπητικιά, ίσως και να φιλούσε κάποια κοπέλα τα βράδια που κατέβαινε στην πόλη.

Όλο με τούτες τις σκέψεις καταπιανόταν η Τασία, κι όλο σκεφτόταν το δάσκαλο με την αγαπητικιά του να φιλιούνται σε κάποιο σκοτεινό σοκάκι, κι όλο κοιτούσε τα χείλη του στο απογευματινό μάθημα, κι όλο τον φανταζόταν αγκαλιά με την αγαπητικιά, κι οι σκέψεις τούτες την απομόνωναν από τις άλλες και της έγιναν έμμονη ιδέα. Μια ζήλεια και μια ηδονή την πλημμύριζε μαζί, και μια νύχτα, μέσα στις πολλές σκέψεις, ξύπνησε η Τασία με το δάσκαλο αγκαλιά. Είχε κάνει στο όνειρο της τον εαυτό της αγαπητικιά, και έλιωνε στα φιλιά και στα χάδια του, δε θυμόταν πόση ώρα.

Το ίδιο απόγευμα, ντρεπόταν και να τον κοιτάξει. Το ίδιο βράδυ παραδέχθηκε στον εαυτό της ότι ήταν ερωτευμένη. Πού μπορούσε να το πει; Πουθενά. Θα την πρόδιδαν. Κι ύστερα, μπορεί να ήταν κι άλλες ερωτευμένες σαν κι αυτήν. Μήπως να το έλεγε στην αδελφή Σοφί, την ώρα των γαλλικών; Αποκλείεται, τι θα ήξερε να της πει μια καλόγρια από έρωτα; Τίποτα. Λύση δεν υπήρχε. Θα το κατάπινε. Άλλωστε λίγοι μήνες της έμειναν στο οικοτροφείο. Τον Ιούνιο τέλειωνε την έκτη, θα έπαιρνε το απολυτήριο και θα πήγαινε εργάτρια στη βιοτεχνία ζυμαρικών και το μαρτύριό της θα τελείωνε. Το είχε υποσχεθεί ο προσωπάρχης στον μπάρμπα της το Χαράλαμπο από το χωριό. Ο μπάρμπας ήταν ηλικιωμένος, αλλά πού και πού της έστελνε λίγα λεφτουδάκια, κάνα ρούχο και είχε έννοια να την τακτοποιήσει πριν πεθάνει. Ορφανό εγγόνι του αδελφού του βλέπεις. Μια φορά εφέτος που την επισκέφθηκε, της είπε ο μπάρμπας, «μην ανησυχείς, δουλειά θα ‘χεις, μα θα ξυπνάς χαράματα. Κυριακή θα ξεκουράζεσαι. Και κοίταξε Τασία μου , είσαι ωραία πολύ, βάσταξε την τιμή σου, να σε ζηλέψει κάνα καλό παλικάρι να σε κάμει κυρά, να μην παλεύεις όλη σου τη ζωή για ένα κομμάτι ψωμί». Έτσι λοιπόν θα γινόταν. Θα πήγαινε στο εργοστάσιο η Τασία και θα ξέμπλεκε από το μαρτύριο της έμμονης σκέψης του κυρίου Κόντογλου.

Τα Χριστούγεννα ο κύριος Κόντογλου πήγε στη Θεσσαλονίκη. Η Τασία για δεκαπέντε μέρες νόμιζε ότι πέθανε. Μαζί της πέθανε και η Τερέζα. Δε βγήκε η Τερέζα από το σπίτι, ούτε η Τασία από το οικοτροφείο όλες τις γιορτές. Όταν της μήνυσε ο μπάρμπας να πάει με το λεωφορείο στο χωριό να κάμουνε Χριστούγεννα μαζί, η Τασία είπε ότι είχε ψυχρωθεί και θα μείνει στην κάμαρα της.

Η πίσω σκάλα του κτιρίου είχε παράθυρα που έβλεπαν τα παράθυρα του σπιτιού του διευθυντή. Αυτό ήταν. Ένα βράδυ, η Τασία είδε την Τερέζα να μιλά στο τηλέφωνο. «Σίγουρα μιλούσε με τον κύριο Κόντογλου. Σίγουρα τον κατάφεραν πατέρας και κόρη να την πάρει και να κληρονομήσει και τη θέση του διευθυντή αργότερα. Ο δάσκαλος έκαμε την τύχη του, κι η Τερέζα τη δική της. Καλύτερα. Έτσι καταλαβαίνω ποιος είναι. Έτσι θα τον ξεχάσω. Σιγά, μήπως είχα δικαίωνα η ορφανή να κοιτάξω το δάσκαλο;» αποφάσισε η Τασία και θύμωσε και από την άλλη μέρα συμμετείχε περισσότερο στις εκδηλώσεις των γιορτών.

Του Άη Γιαννιού, ο κύριος Κόντογλου κατέφθασε από την πατρίδα του. Η γεροντοκόρη, μετά από τόσες μέρες απουσίας, παρουσιάστηκε με καινούργιο φόρεμα, με κόμμωση και κοκκινάδι στη σάλα. Ο δάσκαλος τυπικά ευγενικός με τους μεγάλους, χαμογελούσε μόνο στα παιδιά, ο διευθυντής κάπνιζε σαν φουγάρο, τα μικρά του δημοτικού είχαν ζώσει το δάσκαλο με ερωτήσεις για τα χιόνια και την πατρίδα του, και η Τασία μιλούσε με τις άλλες, κοιτώντας αφηρημένη έξω από το μεγάλο παράθυρο της σάλας. Όταν γύρισε προς το δάσκαλο, φευγαλέα της φάνηκε ότι εκείνος την κοιτούσε. Η Τασία ήξερε ότι ήταν ωραίο κορίτσι, δεν ήξερε όμως ότι μπορεί να την κοιτάξει κάποιος μεγάλος. Πάντως έπεισε τον εαυτό της ότι ήταν ιδέα της όπως και ότι ο Κόντογλου με τη δεσποινίδα Τερέζα σύντομα θα αρραβωνιαστούν.

Την άλλη μέρα ξεκίνησε το σχολείο. Το ίδιο απόγευμα, ο δάσκαλος ζήτησε από όλους τους μεγάλους μετά τη μελέτη να μείνουν στη σάλα για μια συζήτηση. Ήταν πέντε. Δυο αγόρια, τρεις κοπέλες, μεταξύ τους και η Τασία. Τα ρώτησε όλα τι σκέφτονταν να κάνουν μετά τα δεκαοχτώ αφού δε θα είχαν πια δικαίωμα παραμονής στο οικοτροφείο πέραν του εξαμήνου. Αν βεβαίως σπούδαζαν, είχαν κάποιες πιθανότητες, να βρεθεί μια οικονομική στήριξη για τις σπουδές τους, σίγουρα όχι μεγάλη αλλά ο κόπος τους θα άξιζε και θα επιβραβεύονταν με τα χρόνια.

Η Τασία αποκάλυψε τη μεγάλη της τύχη. Το εργοστάσιο την περίμενε. Θα νοίκιαζε και κάποιο σπιτόπουλο κοντά, ήταν τυχερή.

Ο κύριος Κόντογλου της είπε ότι με τις επιδόσεις που είχε στο σχολείο, η Τασία θα έπρεπε τουλάχιστον να γίνει καθηγήτρια γαλλικών αν μη τι άλλο.

-Πώς κύριε; ξεστόμισε απ’ τα ευγενικά της χείλη. Σκούπισε δυο δάκρυα, είπε καληνύχτα και έφυγε βιαστική για την κάμαρα.

Όταν ήρθαν και οι άλλες την έβρισαν.

-Τον πρόσβαλες, της είπαν. Να σε βοηθήσει θέλει. Αλλά εσύ…

 

(3)

Το διάστημα ως το Πάσχα πέρασε σαν νερό. Ο δάσκαλος σίγουρα θα παντρευόταν την ξερακιανή, η οποία δεν ξεκολλούσε από το οικοτροφείο όλη μέρα. Απλά δεν το έλεγαν για λόγους ευπρέπειας. Περίμεναν να περάσει η σχολική χρονιά για να το ανακοινώσουν. Τη Μεγάλη Εβδομάδα ο δάσκαλος ξαναπήγε στην πατρίδα του. Σίγουρα στις επόμενες διακοπές του καλοκαιριού θα γύριζε με το σόι του για να ζητήσει τη νύφη. Η Τασία ήταν πλέον πεπεισμένη και πήγε κι έκανε Πάσχα στο χωριό του μπάρμπα της. Τα συμφωνήσανε κιόλας για το εργοστάσιο. Ο μπάρμπας τα είχε κανονίσει στα σίγουρα.

-Εργατικιά θα είσαι, το γλέπω από το σκολιό. Καλή κοπέλα να είσαι. Μη σε καταφέρει κάνας λοιμοκοντόρος και κατεβάσεις το βρακί σου. Πρόσεχε που σου λέω και θα καλοπαντρευτείς. Μπορεί εγώ να μη ζω, αλλά αν είσαι κοπέλα σωστή την τύχη σου θα τη βρεις, την ορμήνεψε πριν φύγει για την πόλη.

Στον κήπο του οικοτροφείου μοσκοβολούσαν οι πασχαλιές. Φως έμπαινε από παντού. Τα παιδιά ήταν φέτος πιο γελαστά. Και ως εκ θαύματος, καμία σοβαρή αρρώστια δεν τους είχε χτυπήσει. Κάτι κρυολογήματα, κάτι ψείρες, κάτι ανεμοβλογιές, μόνον αυτά τάραξαν την ομαδική ζωή τούτη τη χρονιά. Τα μωρά και τα νήπια μεγάλωναν. Κάνα δυο μεταφέρθηκαν στον πρώτο όροφο γιατί από Σεπτέμβρη θα πήγαιναν στο δημοτικό. Τίποτα δεν έλειψε φέτος. Οξών από αυτό που λείπει πάντα. Τη στοργή των γονιών. Αλλά αυτό ήταν κάτι σαν μόνιμη αναπηρία για τα παιδιά. Πώς ζεις με ένα χέρι; Κάπως έτσι ζούσαν αποφασισμένα όλα τούτα, μεγάλα και μικρά παιδιά, κοντά σαράντα τον αριθμό.

Λίγο η κατοχή, λίγο ο εμφύλιος, λίγο η ανέχεια, ο αριθμός είχε αυξηθεί τα τελευταία χρόνια αλλά σύμφωνα με το τοπίο που άνοιγε για την Ελλάδα, τα πράγματα θα βελτιώνονταν σταθερά στο μέλλον.

Να, ας πούμε για την Τασία υπήρχε δουλειά. Ήταν και αυτό μια αισιόδοξη αχτίδα.

Ο Ιούνιος πλησίαζε και η Τασία διάβαζε πολύ. Οι απολυτήριες εξετάσεις έπρεπε να τη βρουν πανέτοιμη. Ο κύριος Κόντογλου, πιο φωτεινός κι απ’ τα απομεσήμερα της άνοιξης έδωσε μεγάλο βάρος στα παιδιά που ετοιμάζονταν για τις εξετάσεις και ακόμα περισσότερο στην άριστη Τασία.

Οι εξετάσεις έφτασαν. Η τελευταία σχολική χρονιά της Τασίας και άλλων πέντε παιδιών έφτανε μιαν ανάσα πριν το τέλος. Τα γραπτά διορθώθηκαν και όταν βγήκαν οι βαθμοί και δόθηκαν τα απολυτήρια στο γυμνάσιο θηλέων σε εορταστικό κλίμα, το απολυτήριο της Τασίας, το έδωσε ο Δήμαρχος γιατί βγήκε η πρώτη των πρώτων. Οι εφημερίδες είχαν φωτογραφία της ως παράδειγμα νέας με θέληση. Ο μπάρμπας της περήφανος σαν το παγώνι, της είπε ότι μπορεί να καταφέρει να τη βάλει σε γραφείο στο εργοστάσιο και όχι απλή εργάτρια, με τέτοια δόξα. Την άλλη εβδομάδα θα πήγαιναν αντάμα να βρουν τον προϊστάμενο.

Ο διευθυντής του οικοτροφείου της έδωσε έναν φάκελο με χρήματα, δώρο από το ίδρυμα για μιαν αρχή και έσκυψε και τη φίλησε στα μαλλιά, δακρυσμένος. Η γεροντοκόρη της έδωσε χλιαρά το χέρι και όλο το προσωπικό την καμάρωνε, λυπημένο όμως γιατί η Τασία θα τους έφευγε.

-Θέλεις, δε θέλεις, μοναχή σου θα τα πλένεις τα πανιά σου τώρα, της είπε εκείνη η γκουβερνάντα που την είχε μαλώσει και γέλασαν κι οι δυο καλόκαρδα.

Λίγο πριν το δείπνο, ο κύριος Κόντογλου τη συνάντησε στη σκάλα. Σαν να την περίμενε ώρα εκεί.

-Τασία, θέλω να σου μιλήσω ιδιαιτέρως. Μπορείς αύριο να έρθεις στις έξι στο καφενείο του Τρέμου, στην πλατεία;

Ξόδεψε η Τασία λίγα από τα λεφτά του φακέλου για φόρεμα, μια κορδέλα για τα μαλλιά και πήρε και το πρώτο κοκκινάδι. Στις έξι παρά δέκα ήταν έξω από του Τρέμου. Ο δάσκαλος ήταν ήδη εκεί.

Κάθισε ντροπαλά η Τασία. Λίγο κοκκίνισε, λίγο ίδρωσε, και μόλις πήγε ο δάσκαλος να μιλήσει, εκείνη τον έκοψε και του είπε «δε σπουδάζω, κύριε. Θα εργασθώ. Ίσως και σε καλή θέση. Αλλά έχω ανάγκη τα χρήματα».

-Τασία, δε θέλω να σου μιλήσω για αυτό. Τασία… κόμπιασε ο κύριος Κόντογλου, ήπιε λίγο νερό, και θαρρετά άπλωσε το χέρι του και αγκάλιασε με τα δάχτυλα του το δικό της. Τασία, σ’ αγαπάω. Θέλω να σε παντρευτώ. Περίμενα το απολυτήριο για να στο πω.

-Και η Τερέζα;

-Μπορεί ο διευθυντής να με απολύσει γιατί η Τερέζα ελπίζει αλλά εγώ θέλω να γίνεις γυναίκα μου. Θα βρούμε μια λύση ωσότου να διορισθώ σε κάποιο σχολείο. Πες μου μόνο πως αυτό που κατάλαβα, ότι με αγαπάς κι εσύ, δεν είναι ψευδαίσθηση.

-Δεν είναι, είπε εκείνη κατακόκκινη, κι εκείνος της έσφιξε το χέρι.

 

(4)

Όλη νύχτα η Τασία δεν κοιμήθηκε. Ούτε ο κύριος Κόντογλου. Στον ήλιο της επόμενης μέρας, ο δάσκαλος συνάντησε πρώτη στο κτίριο τη σκιά του διευθυντή.

-Πότε φεύγετε κύριε Κόντογλου για Θεσσαλονίκη;

-Ακόμη δεν το έχω αποφασίσει κύριε διευθυντά.

-Θα ήθελα να σας μιλήσω, κύριε Κόντογλου. Πάμε αν θέλετε στο γραφείο μου.

Κάθισε ο δάσκαλος απέναντι απ’ το διευθυντή, μέχρι και τσιγάρο πήρε που του πρόσφερε, από την ταραχή του, και περίμενε ν’ ακούσει.

Και άκουσε, ότι η Τερέζα υπέφερε, ότι ήταν άξια και αγνή, ότι είχε μια διόλου ευκαταφρόνητη προίκα, με ακίνητα και λίρες χρυσές, ότι η εργασία του θα ήταν εξασφαλισμένη και με προοπτικές, ότι θα στεκόνταν στο πλευρό του ζευγαριού ο ίδιος σαν πατέρας και και και…

Και ο κύριος Δημήτριος Κόντογλου, εκ Πόντου ορμώμενος, γεννηθείς εν Θεσσαλονίκη, Μακεδών το παράστημα, έπιασε μια κόλα χαρτί, έγραψε δυο γραμμές, από κάτω υπέγραψε, και το έδωσε στο διευθυντή.

Η παραίτηση έγινε αμέσως δεκτή, και ο κύριος Κόντογλου πήγε στο διαμέρισμά του για να μαζέψει τις αποσκευές του. Όχι για Θεσσαλονίκη αλλά για ένα σπιτόπουλο, πεντακόσια μέτρα πιο κάτω, για να ζήσει με την Τασία, κοντά στο εργοστάσιο ζυμαρικών, με έναν μισθό εργάτριας, ώσπου να έρθει ο διορισμός του και να την πάρει μαζί του στη μεγάλη πόλη, όπου μπορούσε εκείνη να γίνει δεκτή στην Παιδαγωγική Ακαδημία και να σπουδάσει δασκάλα, όμως ως γυναίκα του πια, αγαπημένη και παντοτινή.

Το μυστήριο ετελέσθη σε συνοικιακό εκκλησάκι. Την ευχή του έδωσε ο μπάρμπα Χαράλαμπος, μαζί με μια κασελίτσα φτωχοπροικιά, καθώς και οι γονείς Κόντογλου ενώ παραβρέθηκαν η αδελφή Σοφί, η μαγείρισσα,

δυο τροφοί που είχαν μεγαλώσει την Τασία από μωρό και η γκουβερνάντα που της έβαζε τις φωνές. Κουμπάρα έγινε μια καθηγήτρια απ’ το γυμνάσιο θηλέων.

Το προσωπικό του οικοτροφείου παρακάλεσε να μη γίνει γνωστή η παρουσία τους στο μυστήριο.

 

-ΤΕΛΟΣ-

 

* Η Αλίκη Κατσαρού είναι αρχειονόμος-βιβλιοθηκονόμος, με ειδίκευση στη διαχείριση της πολιτιστικής κληρονομιάς. Είναι μητέρα δύο παιδιών, ζει και εργάζεται στην Κέρκυρα.

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top