Fractal

Μικρή αναφορά στην αφροαμερικανή ποιήτρια Άλις Ντάνμπαρ Νέλσον

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

nelson

 

(Alice Moore Dunbar-Nelson, 1875–1935)

 

Η Άλις Ντάνμπαρ Νέλσον εκπαιδευτικός, συγγραφέας και κοινωνική ακτιβίστρια, γεννήθηκε στις 19 Ιουλίου του 1875, στη Νέα Ορλεάνη, στη  Λουιζιάνα.  Παρακολούθησε το δημόσιο σχολείο και στη συνέχεια γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο Straight, συγκεκριμένα στο πρόγραμμα κατάρτισης των εκπαιδευτικών, στην ίδια πόλη το 1890. Δύο χρόνια αργότερα αποφοίτησε και άρχισε να διδάσκει εκεί. Ταυτόχρονα ανέπτυξε τις λογοτεχνικές της δεξιότητες, της, και σύντομα εξελίχτηκε σε παραγωγική  συγγραφέα. Το πρώτο της βιβλίο, ‘Βιολέτες και Άλλες Ιστορίες’ (Violets and Other Tales), μια συλλογή διηγημάτων, δόθηκε στη δημοσιότητα το 1895. Αργότερα, εκείνο το έτος, δημοσίευσε το ‘The Goodness of St. Rocque, and Other Short Stories’. Συνολικά, έγραψε τέσσερα μυθιστορήματα, άρθρα σε στήλες εφημερίδων, δύο συλλογές δοκιμίων, ποιήματα, διηγήματα και σχόλια, τα περισσότερα από τα οποία βασίζονταν στην εκτεταμένη γνώση της Κρεολικής κουλτούρας.

 

nelson_2

 

Σε όλες τις συλλογές, η Άλις Ντάνμπαρ Νέλσον αποδείχθηκε αρκετά οξυδερκής κριτικός της αμερικανικής κοινωνίας. Παντρεύτηκε συνολικά τρεις φορές. Ο πρώτος γάμος της ήταν με τον ποιητή Paul Laurence Dunbar. Ο  τελευταίος την πρόσεξε με αφορμή ένα ποίημά της στο Boston Monthly Review, το 1895, και προσπάθησε να τη γνωρίσει από κοντά.   Άρχισαν αλληλογραφία που κράτησε δύο χρόνια και τελικά συναντήθηκαν το Φεβρουάριο του 1897. Ξεκίνησε μια θυελλώδης σχέση, ώσπου παντρεύτηκαν στις 6 Μαρτίου 1898, στη Νέα Υόρκη, και μετακόμισαν στην Ουάσιγκτον. Το 1902, χώρισαν. Ως σύζυγοι, μοιράστηκαν τις λογοτεχνικές αναζητήσεις και το καθεστώς που επικρατούσε στην Ουάσιγκτον, αλλά η κοινή τους ζωή αμαυρώθηκε από τη σωματική βία και  την κακή μεταχείρισή της από εκείνον. Σε ένα τέτοιο περιστατικό, μάλιστα,  οδηγήθηκε σε κακή κατάσταση στο νοσοκομείο, όπου παραλίγο να πεθάνει από την βίαιη επίθεσή του. Μετά τον αναπόφευκτο χωρισμό, εκείνη  μετακόμισε στο Wilmington, του Ντέλαγουερ. Εργάστηκε σε Γυμνάσιο της περιοχής σε διάφορες θέσεις και δημιούργησε αρκετές, στενές και πολυποίκιλες σχέσεις, με άντρες και γυναίκες. Το 1910, παντρεύτηκε κρυφά τον  συνάδελφό της καθηγητή Henry A. Callis, αλλά τον χώρισε λίγο μετά. Το 1916, έκανε τον τρίτο  της γάμο με τον Robert J.Nelson, δημοσιογράφο και πολιτικό ακτιβιστή.

Η Άλις Ντάνμπαρ Νέλσον εργάστηκε σε κοινωνικούς και πολιτιστικούς οργανισμούς από τα νεανικά της χρόνια στη Νέα Ορλεάνη. Ο γάμος της με τον Nelson, ωστόσο, φάνηκε να την ενθάρρυνε για  μεγαλύτερη συμμετοχή στη δημόσια αρένα. Στο Ντέλαγουερ, δραστηριοποιήθηκε στην πολιτική, καθώς και στις υποθέσεις   των πολιτικών δικαιωμάτων  και του γυναικείου κινήματος για ψήφο, κι ακόμα ενεπλάκη στενά με τους Ρεπουμπλικάνους της ίδιας Πολιτείας.  Επίσης ήταν συνεκδότης με τον σύζυγό της, σε μια αφροαμερικανική εφημερίδα. Η σταδιοδρομία της κορυφώθηκε στη δεκαετία του 1920 και στις αρχές της δεκαετίας του 1930, όταν έγραφε κριτικές και δοκίμια για εφημερίδες και επιστημονικά περιοδικά. Μαζί με όλα αυτά, συνέχισε επίσης να γράφει ιστορίες, ποιήματα, θεατρικά έργα και μυθιστορήματα. Η δουλειά της έγινε γνωστή  σε  εθνικό επίπεδο και με το χρόνο εξελίχτηκε σε  δημοφιλή ομιλήτρια.

Το 1932, μετακόμισε στη Φιλαδέλφεια, όταν ο σύζυγός της έγινε μέλος της Αθλητικής Επιτροπής στην  Πενσυλβάνια, αλλά λίγο  αργότερα η υγεία της άρχισε να επιδεινώνεται. Τον Σεπτέμβριο του 1935 εισήχθη σε νοσοκομείο της Φιλαδέλφειας για καρδιακή πάθηση, και τελικά πέθανε εκεί στις 18 του Σεπτεμβρίου 1935, στην ηλικία των εξήντα ετών. Τα παρακάτω δύο ποιήματά της είναι χαρακτηριστικά.

 

 

 

Αν γνώριζα

 

Αν γνώριζα

Δυό χρόνια πριν, πόσο θλιβερή αυτή η ζωή πρέπει να είναι,

Και το πλήθος το ίδιο παράξενα λυπημένο,

Ίσως άλλο τραγούδι θα ’σκαζε απ’ τα χείλη μου,

Θα πλημύριζε με   την ευτυχία των μελλοντικών ελπίδων

Ίσως  άλλος χτύπος απ’ εκείνον της χαράς.

Θα χτυπούσε την ψυχή μου στα μύχια βάθη της,

Αν γνώριζα.

 

Αν γνώριζα

Δυό χρόνια πριν την ανικανότητα της αγάπης,

Τη ματαιότητα ενός φιλιού, πόσο άγονο είναι το χάδι,

Ίσως η ψυχή μου πήγαινε σε εξοχότερα πράγματα,

Κι ούτε θα επέμενε σε  γήινες αγάπες και τρυφερά όνειρα,

Αλλά ποτέ μέχρι ψηλά στο γαλάζιο στερέωμα,

Και εκεί για να ελέγξω όλο τον κόσμο του νου,

Αν γνώριζα.

 

 

If I Had Known

 

  If I had known

  Two years ago how drear this life should be,

  And crowd upon itself allstrangely sad,

  Mayhap another song would burst from out my lips,

  Overflowing with the happiness of future hopes;

  Mayhap another throb than that of joy.

  Have stirred my soul into its inmost depths,

                    If I had known.

  If I had known,

  Two years ago the impotence of love,

  The vainness of a kiss, how barren a caress,

  Mayhap my soul to higher things have soarn,

  Nor clung to earthly loves and tender dreams,

  But ever up aloft into the blue empyrean,

  And there to master all the world of mind,

                    If I had known.

Σονέτο

 

Δεν είχα σκεφτεί τις βιολέτες τελευταία,

Τις άγριες και άτολμες που φυτρώνουν κάτω απ’ τα πόδια σου

Στις παθιασμένες μέρες του Απρίλη, όταν   ζευγαρώνουν οι εραστές

Και περιπλανιούνται μέσα απ’ τα χωράφια με ηδονή εκστατική

Η σκέψη για βιολέτες σήμαινε ανθοπωλεία,

Και φιογκάκια  και καρφίτσες, και όμορφα αρωματισμένο χαρτί

Και φανταχτερά φώτα, και ναζιάρηδες μικρούς   δανδήδες

Και καμπαρέ και σαπούνια, και χαλαρωτικά  κρασιά.

 

Μέχρι τώρα, απ’ τα όμορφα αληθινά πράγματα, οι σκέψεις μου είχαν φύγει,

Είχα ξεχάσει τα μεγάλα χωράφια και τα αίθρια μελαψά ρέματα

Την τέλεια ομορφιά που ο Θεός έπλασε,

Τις άγριες, άτολμες βιολέτες και τα κρεμασμένα όνειρα απ’ τον Ουρανό

Και τώρα, άθελά σου, μ’ έκανες να ονειρεύομαι

Τις βιολέτες, και την ξεχασμένη λάμψη της ψυχής μου.

 

Sonnet

I had not thought of violets late,

The wild, shy kind that spring beneath your feet

In wistful April days, when lovers mate

And wander through the fields in raptures sweet.

The thought of violets meant florists’ shops,

And bows and pins, and perfumed papers fine;

And garish lights, and mincing little fops

And cabarets and soaps, and deadening wines.

So far from sweet real things my thoughts had strayed,

I had forgot wide fields; and clear brown streams;

The perfect loveliness that God has made,—

Wild violets shy and Heaven-mounting dreams.

And now—unwittingly, you’ve made me dream

Of violets, and my soul’s forgotten gleam.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top