Fractal

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: “H ιστορία της καντήλας που έσβησε αιφνιδίως” του Σαμπαχαττίν Αλή (Τουρκία, 1906-1948)

Μετάφραση: Θάνος Ζαράγκαλης //
Επιμέλεια: Χρύσα Σπυροπούλου //

 

Sabahattin Ali

Sabahattin Ali

 

Περπατούσα σ’ αυτό το αθόρυβο και ερημικό μέρος, που μου σύστησαν να πάω για να θεραπεύσω τα εξασθενισμένα νεύρα μου. Επέστρεφα από έναν μακρύ βραδινό περίπατο.

Ήταν το τέλος μιας ζεστής φθινοπωρινής μέρας. Η φύση, βλέποντας να πλησιάζει η νύχτα, ετοιμαζόταν να πάρει μια βαθιά, δροσερή ανάσα.

Καθώς προχωρούσα στο μονοπάτι, το οποίο γυάλιζε σαν βρεγμένο σχοινί ανάμεσα στους θερισμένους αγρούς, το βλέμμα μου έπεσε στο ψηλό, πέτρινο κτήριο που ήταν κτισμένο σ’ έναν από τους απέναντι λόφους.

Ο ήλιος που έπεφτε στα γυμνά από κουρτίνες παράθυρα, τού έδινε τη μορφή θηρίου με κόκκινα μάτια. Κτισμένο στη μέση ενός κήπου με μισογκρεμισμένη περίφραξη, είχε την θλιμμένη μεγαλοπρέπεια ενός κατεστραμμένου πύργου ή μιας εγκαταλελειμμένης έπαυλης.

Αποφάσισα να το δω από κοντά, μιας και είχα αρκετό χρόνο στη διάθεσή μου.

Αφού περπάτησα πάνω στους ξερούς αγρούς και ανηφόρισα, πέρασα τη μισάνοιχτη, σκουριασμένη, σιδερένια πόρτα και άρχισα να προχωρώ σ’ ένα πέρασμα στρωμένο με χαλίκια, ανάμεσα στα οποία φύτρωναν χόρτα.

Δεξιά και αριστερά υπήρχαν απεριποίητα δέντρα και παρτέρια λουλουδιών που είχαν μετατραπεί σε σωρούς από χώμα… Γύρω από ένα ξερό σιντριβάνι είδα πεσμένες γλάστρες. Μεταξύ τους υπήρχε μόνο μία γλάστρα με χρυσάνθεμα που -άγνωστο πώς είχε μείνει- έμοιαζε σαν μια τρύπα για να μπορεί να δει κανείς το παρελθόν πίσω από το μαύρο πέπλο που σκέπαζε τα πάντα.

Το κτήριο, στο οποίο, όσο το πλησίαζα, ένιωθα μια αναίτια ανατριχίλα, είχε ένα περίεργο σχήμα που δεν ταίριαζε με κανένα αρχιτεκτονικό ρυθμό: Σε σχήμα κυλίνδρου, διαμέτρου περίπου δώδεκα μέτρων, υψωνόταν αρκετά προς τα επάνω, έπειτα άρχιζε να στενεύει απότομα και αφού υψωνόταν λίγο ακόμη σαν πύργος, κατέληγε σ’ ένα γυάλινο θόλο. Το κάτω τμήμα περιζωνόταν από έναν πέτρινο δακτύλιο σαν ζωνάρι, κι έτσι το κτήριο θύμιζε τις καντήλες που χρησιμοποιούσαν παλαιότερα. Το δωμάτιο, πάνω ακριβώς από την πόρτα, προεξείχε σαν εξώστης δίνοντας την εντύπωση ότι ήταν η λαβή της καντήλας.

Ήταν αδύνατο να μαντέψει κανείς γιατί κτίστηκε κατ’ αυτόν τον τρόπο, όπως επίσης και ποιος άνεμος της κολάσεως φύσηξε φέρνοντας αυτό το αποτέλεσμα. Τα στενόμακρα παράθυρα, χαραγμένα θαρρείς με μαχαίρι, δεν αποκάλυπταν παρά μόνο ένα τρομακτικό σκοτάδι.

Ανεβαίνοντας μερικά σκαλοπάτια σκαμμένα πάνω στον πέτρινο δακτύλιο, έφθασα σε μια μεγάλη πόρτα με σκουριασμένα καρφιά. Ακούμπησα στα σαπισμένα ξύλα της που φαίνονταν σαν να μην τα είχε αγγίξει επί χρόνια ανθρώπινο χέρι, να ατενίζουν, για μεγάλο χρονικό διάστημα, τον ήλιο που είχε μείνει μισός και έριχνε τις τελευταίες κόκκινες ακτίνες του στριφογυριστά, σαν φιδίσιες γλώσσες, πάνω στα κιτρινωπά λιβάδια και στους μικρούς σωρούς από σύννεφα.

Τριγύρω επικρατούσε απόλυτη ηρεμία. Ακόμη και οι σαύρες σάλευαν αργά – αργά μες το μισοσκόταδο, επάνω στις χορταριασμένες πέτρες. Το μόνο που ακουγόταν πότε – πότε ήταν το τρίξιμο των υγρών ξύλων της πόρτας από την επίδραση των ακτίνων του ήλιου.

Ξαφνικά, μες τη βαθιά σιωπή, άρχισα να ακούω σε τακτικά χρονικά διαστήματα έναν πνιχτό ήχο, όπως αυτόν που βγαίνει από πηγάδι στο οποίο ρίχνει κάποιος πέτρες. Στην αρχή δεν κατάφερα να προσδιορίσω από πού ερχόταν, σε λίγο όμως κατάλαβα ότι ήταν μέσα από το κτήριο. Οι ήχοι ολοένα πλησίαζαν κατά τα ίδια τακτικά διαστήματα. Τελικά ξεκαθάρισαν εντελώς: ήταν ο αργός βηματισμός πάνω στις σκάλες που σταμάτησε ακριβώς πίσω από την πόρτα στην οποία ακουμπούσα. Ανασηκώθηκα έντρομος• ένα μείγμα τρόμου, περιέργειας και σύγχυσης με είχε κυριεύσει. Δεν τολμούσα να γυρίσω πίσω το κεφάλι μου, όμως –παρ’ ότι δεν ακούστηκε το παραμικρό τρίξιμο- ένιωσα να ανοίγει αργά η πόρτα και η παγωμένη ανάσα να γλείφει το σβέρκο μου.

Γύρισα απότομα και τότε αντίκρισα μέσα στο γοργά αυξανόμενο μισοσκόταδο τον παράξενο άνθρωπο του πέτρινου πύργου.

Αυτός δεν ήταν παρά ένα κεφάλι -τοποθετημένο σ’ ένα αποστεωμένο κορμί-, ένα μεγάλο, κόκκινο κεφάλι. Ανάμεσα στα κατακόκκινα μαλλιά και τα γένια που θύμιζαν τις ίνες φυτών που φυτρώνουν στην κόλαση, πρόβαλε ένα λευκό δέρμα κατάστικτο από φακίδες που είχαν το χρώμα των μαλλιών. Και όλα αυτά τα σκέπαζε, σαν ένα στρώμα σκόνης, το παγωμένο χρώμα σαπισμένου φρούτου.

Και μετά τα μάτια του… Κάτω από τα βλέφαρα με τις κόκκινες φακίδες, δύο μάτια ξεπλυμένου πράσινου. Βυθισμένα σε βαθιούς και σκοτεινούς λάκκους, αυτά τα μάτια που θύμιζαν σκέπαστρο υπογείου, δεν εκφράζανε απολύτως τίποτε.

Ήταν ντυμένος με ένα μαύρο σκισμένο ρούχο, ενώ φορούσε παλιά λουστρίνια. Έδινε την εντύπωση πως φορούσε ακόμη τα ίδια ρούχα που είχε φορέσει σε κάποια κηδεία πριν από πολλά χρόνια. Και τώρα αυτά τα ίδια μαύρα ρούχα που κρέμονταν πάνω στο λιπόσαρκο κορμί, τον έκαναν να μοιάζει με σκιάχτρο.

Άπλωσε το χέρι του προς το μέρος μου. -Αχ, ήταν το πιο φοβερό πράγμα που είδαν τα μάτια μου-. Ήταν καλυμμένο κι αυτό με το ίδιο λευκό, σάπιο δέρμα με τα κόκκινα στίγματα και έμοιαζε περισσότερο με χέρι σκελετού, που φορούσε λεπτό γάντι, παρά ανθρώπινο. Ήταν τόσο αδύνατο, τόσο μακριά από τη ζωή… Και επειδή προεξείχε από ένα μαύρο σακάκι, που μόλις διακρινόταν στο σκοτάδι της νύχτας, νόμιζες πως αιωρείται.

Όταν άγγιξε τον ώμο μου σαν νυχτοπούλι, τινάχτηκα φωνάζοντας τρομαγμένος:

“Αχ… τι θέλετε;”

Όμως αυτό το χέρι, αυτό το κοκαλιάρικο χέρι, είχε γραπώσει τον ώμο μου σαν την δαγκάνα του κάβουρα. Έσκυψε ψύχραιμα και με αδύναμη φωνή που δεν ερχόταν από το στήθος, αλλά μόνο από το στόμα, με ρώτησε:

“Μήπως γνωρίζετε την ιστορία της καντήλας που έσβησε αιφνιδίως;”

“Όχι, απάντησα. Ωχ… Όχι!”

“Τότε ελάτε”.

Ήταν αδύνατο να μην κάνω αυτό που έλεγε. Με τραβούσε βυθίζοντας τα δάχτυλά του στον ώμο μου, και με πονούσε, με πονούσε…

Προχωρήσαμε σε ένα δάπεδο που γλιστρούσε κάτω από τα πόδια μας. Άρχισε να σκαρφαλώνει τις στενές, πέτρινες σκάλες, που θύμιζαν αυτές τις γεμάτες μυστήριο σκάλες των μιναρέδων. Δεν είχα νιώσει ποτέ άλλοτε τον φόβο σαν ένα συμπαγές σώμα. Κυριαρχούσε το σκοτάδι που τριβόταν στο πρόσωπό μου σαν τα φτερά του νυχτοπουλιού, κι η μυρωδιά του είχε εισχωρήσει μέχρι το μεδούλι μου. Ο θόρυβος των σοβάδων που έπεφταν καθώς περπατούσαμε, αναμιγνυόταν με τον πνιχτό ήχο των βημάτων μας.

Κι εγώ, παρά τον μεγάλο μου τρόμο, ανέβαινα στριφογυρίζοντας αυτές τις σκάλες που δεν ήξερα πότε και πώς θα τελειώσουν. Θαρρείς πως η βούληση, που πέρασε από τα δάχτυλα του στον ώμο μου, με έσερνε κινώντας τα πόδια μου γρήγορα – γρήγορα για να τον προλάβω.

Σε κάθε όροφο που φθάναμε, φαινόταν πρώτα το κεφάλι, με τα αχτένιστα μαλλιά του ανθρώπου που με παρέσερνε, και μετά ένας ελαφρύς φωτισμός που φώτιζε το υπόλοιπο σώμα του. Αλίμονο. Ακόμη κι η νύχτα ήταν πιο φωτεινή από αυτήν τη σκάλα…

Σε κάθε όροφο υπήρχε μια μισάνοιχτη πόρτα. Αυτές οι πόρτες άνοιγαν σε εντελώς άδεια δωμάτια… Κι η νύχτα που εισχωρούσε από τα στενά παράθυρα, έφθανε έως εμάς. Έξω από τα παράθυρα υπήρχαν τα δέντρα, τα βουνά με τα διάφορα σχήματα, η ζωή, το φως… Κι εγώ τον ρωτούσα με το θάρρος που μου χάριζε το μισοσκόταδο.

“Πού πηγαίνουμε; Γιατί πηγαίνουμε;”

Ένιωθα την παγωμένη του ανάσα στο πρόσωπό μου τη στιγμή που έσκυβε και μου επαναλάμβανε σιγανά:

“Διαβάσατε την ιστορία της καντήλας που έσβησε αιφνιδίως;”

“Όχι!”

“Καλά, τότε προχωρήστε!”

Τα δάχτυλα σούβλιζαν το σώμα μου, παρασέρνοντάς με σαν άβουλη μάζα.

Και τότε χανόταν πρώτα το κεφάλι του και μπροστά μου έμεναν δύο πόδια λεπτά σαν ξερά κλαδιά μες το μαύρο φαρδύ παντελόνι, που ανέβαιναν γρήγορα – γρήγορα τα σκαλιά. Μετά ξανά το σκοτάδι σαν πυκνόρρευστο υγρό, οι κραυγές των σοβάδων που ξεκολλούσαν κι έπεφταν, ο θόρυβος των βημάτων μας, και τέλος το ανατριχιαστικό, υποχθόνιο βουητό που δημιουργούσαν όλοι μαζί αυτοί οι ήχοι.

Αργότερα, φθάσαμε στο δεύτερο, μετά στον τρίτο όροφο, στα άδεια δωμάτια με τις μισάνοιχτες πόρτες. Από τα στενόμακρα παράθυρα που έμοιαζαν με πληγές από μαχαίρι μπορούσα να διακρίνω μερικά φύλλα στις κορυφές των δέντρων. Σε κάθε όροφο τα χείλη μου σάλευαν όλο και πιο αδύναμα:

“Πού πηγαίνουμε, γιατί πηγαίνουμε;”

Όμως η απάντηση ήταν πάντοτε ίδια:

“Ακούσατε για την καντήλα που έσβησε αιφνιδίως; Τότε προχωρήστε!”

Και άρχιζε πάλι η φοβερή άνοδος.

Στο τέλος, χωρίς να ξέρω ούτε πότε, ούτε πόσο κράτησε αυτή η ανάβαση, κάποια στιγμή που είχα ξεχάσει ακόμη και τον εαυτό μου, σταματήσαμε απότομα. Ο άνθρωπος άνοιξε μια καταπακτή και μπήκαμε. Όταν άφησε τον ώμο μου για να κλείσει την καταπακτή, ένιωσα να ξυπνώ από ένα κακό όνειρο· κοίταξα γύρω γύρω.

Βρισκόμασταν σ’ ένα κυκλικό δωμάτιο. Από τον γυάλινο μικρό θόλο της οροφής κατάλαβα ότι στεκόμουν στην κορυφή του πύργου. Το δωμάτιο, σ’ αντίθεση με τα υπόλοιπα, ήταν επιπλωμένο πολύ όμορφα. Στις σκοτεινές άκρες των τοίχων διακρίνονταν οι σκιές πολυτελών καθισμάτων.

Ακριβώς κάτω από τον γυάλινο θόλο, δηλαδή στο κέντρο του δωματίου, υπήρχε ένα στρογγυλό τραπέζι πάνω στο οποίο έκαιγε η σταθερή φλόγα μιας καντήλας. Μια καντήλα που είχε σχήμα όμοιο με αυτό του κτηρίου…

Σε μιαν άκρη του δωματίου υπήρχε ένα κρεβάτι• το φουσκωτό του σκέπασμα έδινε την εντύπωση πως κάποιος κοιμόταν. Δεν μπορούσα να δω ποιος ήταν από την θέση όπου βρισκόμουν. Ακατανίκητη περιέργεια με έσπρωχνε να πάω κοντά. Πλησίασα και είδα αυτόν που κοιμόταν. Μόλις τον είδα έβγαλα μια άγρια κραυγή όπως τα ζώα όταν κάποιος σουβλίζει το λαιμό τους: στο κρεβάτι ήταν ξαπλωμένος ένας σκελετός! Ένας γυναικείος σκελετός, του οποίου η μαύρη, ξερή σάρκα είχε κολλήσει στα οστά των παρειών, ενώ τα ξανθιά μαλλιά ήταν χυμένα κατά δέσμες στο πετρωμένο μαξιλάρι.

Εκείνη τη στιγμή, ένας καγχασμός που ακούστηκε σαν να σπάνε τζάμια, ξέσπασε κοντά στα αυτιά μου. Ο μαυροντυμένος άντρας ρώτησε:

“Φοβήθηκες πολύ; Μα γιατί, γιατί φοβάσαι; Επειδή είναι πολύ διαφορετικό από εσένα, δηλαδή τη ζωή; Όμως αυτό είναι ανοησία. Ποια είναι η διαφορά μας από εκείνη ή η διαφορά της από εμάς; Τίποτε!… Κοίταξε, σκύψε και κοίταξε. Βλέπεις αυτά τα δόντια, τα καλοσχηματισμένα δόντια; Να ‘ξερες πόσο γλυκά λόγια έβγαιναν από αυτά που δεν έμοιαζαν καθόλου με τούτα που λέμε εμείς τώρα. Δεν μπορείς να φανταστείς πόση ώρα περίμεναν οι άνθρωποι με ανυπομονησία ένα χαμόγελό της που άφηνε να φανούν τα δόντια της, τα οποία εσύ σιχαίνεσαι να κοιτάξεις τώρα! Δεν μπορείς να φανταστείς πώς, αυτά τα μαλλιά που φοβάσαι ότι θα σε πνίξουν τυλίγοντας τον λαιμό σου, έλαμπαν κάτω από τον ήλιο γεμάτα ζωή.

“Επιπλέον, αυτή η γυναίκα ήταν δική μου. Δική μου όπως αυτά τα χέρια, όπως αυτό το στόμα που σου μιλάει αυτή τη στιγμή. Όμως, δεν μπορείς να μαντέψεις το πόσο εύκολα γλίστρησε μέσα από τα χέρια μου… Δεν μας χωρίζει, όμως, τίποτε. Και δεν χρειάζονται πολλά πράγματα για να γίνουμε σαν κι εκείνη, αυτός ο σκελετός είναι τόσο κοντά μας ώστε για να τον φοβηθεί κανείς θα πρέπει να είναι τυφλός και ανόητος, όπως είναι οι άνθρωποι”.

Η φωνή του ηχούσε όπως η μπρούτζινη καμπάνα. Νόμιζε κανείς πως είχε μέσα στο λαιμό του μια κουρτίνα, η οποία ανασηκωνόταν από τη δυνατή φωνή που τρυπούσε τα αυτιά, κι όταν η ένταση έπεφτε, χαμήλωνε σκεπάζοντας τη φωνή· τότε ήταν σαν να ηχούσε πίσω από τον τοίχο.

Ρώτησα αμήχανα αδυνατώντας να βρω μια απάντηση:

“Ποιος ήταν ο λόγος του θανάτου που σας συγκλόνισε τόσο, αλλά συνάμα σας έφερε πιο κοντά στην αλήθεια; Τι είχε;”

Απάντησε λέγοντας: “Τίποτε! Δεν είχε τίποτε. Ήταν γεμάτη ζωή όπως εσύ, γερή όπως αυτό το κτήριο – και δείχνοντας προς το γυάλινο θόλο- κομψή και φωτεινή, όπως αυτά εκεί τα αστέρια.

“Ένιωθα την ευτυχία μας σαν μια φλόγα που με ζέσταινε και με φώτιζε… Όμως… -Η ένταση της φωνής του έπεσε ξανά σαν να ερχόταν από μακριά-. Όμως θα ξέρεις αυτή τη δύναμη που έρχεται και παίρνει αιφνιδίως την φλόγα των καντηλιών τα οποία δεν χρειάζονται τίποτε άλλο από το λάδι, και τα αφήνει στο σκοτάδι! ” Τον κοίταζα στο πρόσωπο δίχως να καταλαβαίνω τι εννοούσε.

“Έλα, είπε, ας διαβάσουμε μαζί την ιστορία της καντήλας που έσβησε αιφνιδίως. Τότε θα καταλάβεις ποιος θάνατος πήρε μακριά αυτή τη γυναίκα.”

Προχώρησε προς το κέντρο του δωματίου όπου ήταν το τραπέζι, πήρε ένα λεπτό βιβλίο με μαύρο, βελούδινο κάλυμμα, το οποίο ήταν ανοιχτό μπροστά από την καντήλα.

“Το έγραψε ένας από τους προγόνους της γυναίκας δίπλα μας, πριν από εκατοντάδες χρόνια” είπε.

Έσυρε ένα μεγάλο καναπέ κοντά στο τραπέζι. Καθίσαμε δίπλα – δίπλα. Κι εγώ άρχισα να διαβάζω τις χειρόγραφες, κιτρινισμένες σαν μαραμένα φύλλα σελίδες, στην αρχή με ενδιαφέρον, και μετά με απορία, ρίχνοντας το βλέμμα μου πότε στο σκελετό που κειτόταν λίγο πιο πέρα και πότε στον άνθρωπο που καθόταν δίπλα μου ακίνητος σαν σφίγγα, με το κόκκινο φως να πέφτει στο κεφάλι του.

“Έγραψα εκατοντάδες έργα. Σε κάθε έργο πρόσθετα ένα κομμάτι της καρδιάς μου ή του εγκέφαλου μου. Αυτά που έγραφα ήταν πολύ κοντά στην πραγματικότητα. Όμως ήξερα ότι σε κανένα από τα γραπτά μου δεν υπήρχε η πραγματικότητα. Έγραφα όπως όλοι οι συγγραφείς που γράφουν ωραία: Αυτά που έγραφα ήταν μία διαφορετική διατύπωση αυτών που είχαν γραφτεί εκατοντάδες φορές πριν από εμένα. Αλλά εγώ ήθελα να πω πράγματα που ποτέ δεν είχαν ακούσει τα αυτιά και δεν είδαν τα μάτια. Γι’ αυτό, στηρίζοντας το πηγούνι στις παλάμες και τους αγκώνες στα γόνατα, έστηνα τη ματιά μου στη γη ή τον ουρανό και προσπαθούσα να καταλάβω πέρα από αυτά που έβλεπα. Όμως η γη ήταν περιπαικτικά σιωπηλή και ο ουρανός μου ξέφευγε με αδιαφορία. Μου έλεγαν ‘Τα μάτια σου είναι μικρά και αδύναμα για να δουν ακόμη κι αυτά που έχουμε αφήσει ακάλυπτα. Με ποιο θράσος ζητάς να καταλάβεις αυτά που έχουμε κρυμμένα;’ Όμως εγώ αναζητούσα, αναζητούσα συνεχώς.

“Μια μέρα στο δωμάτιο μου, είχα ακουμπήσει το πηγούνι μου στο τετράδιό μου κοιτάζοντας τα κατσαρά μου γένια πάνω στο λευκό χαρτί. Ήθελα κάθε μία από αυτές τις λεπτές τρίχες να γίνονταν πένες που θα γέμιζαν τις λευκές σελίδες με όλα αυτά που προσπαθούσα να μάθω, κι εγώ να διαβάζω, να διαβάζω ακατάπαυστα.

“Όμως ξαφνικά οι σελίδες και τα γένια μου έγιναν αόρατα. Το δωμάτιο σκοτείνιασε αιφνιδίως. Όταν σήκωσα το κεφάλι μου διαπίστωσα ότι η καντήλα που έκαιγε ανελλιπώς επί χρόνια, είχε σβήσει. Εφόσον δεν είχε φυσήξει άνεμος, ούτε έγινε κάποια απότομη κίνηση, θα έπρεπε να είχε τελειώσει το λάδι της. Όμως, όταν κοίταξα προσεκτικά είδα ότι το λάδι ήταν αρκετό και το φιτίλι σε καλή κατάσταση, το στόμιο και το δοχείο λαδιού ήταν, επίσης, άψογα.

“Προσπάθησα να την ανάψω πάλι, αποδίδοντας την αιτία σε κάποιο αεράκι που δεν αντιλήφθηκα… Όμως τι περίεργο, δεν άναβε. Η φωτιά κοκκίνιζε μονάχα το φιτίλι από το οποίο έβγαινε δυσάρεστη μυρωδιά. Η κοκκινωπή φλόγα που έκαιγε για πολλά χρόνια δεν υπήρχε πια.

“Όπως έψαχνα την αιτία που έσβησε αυτήν την παλιά καντήλα, ένιωσα να λάμπει ένα φως μέσα στο κεφάλι μου, όμοιο με αυτό της χαμένης φλόγας. Και είδα να εμφανίζονται καντήλες ακαθόριστου αριθμού, πίσω από αυτήν που είχα μπροστά μου. Κάποιες ήταν σβησμένες, μερικές άλλες έκαιγαν μ’ ένα αναλλοίωτο κόκκινο φως. Όμως, πότε – πότε κάποια από αυτές έσβηνε μολονότι δεν σχηματιζόταν αέρας, ή δεν φυσούσε κανείς, ενώ όσες έσβηναν δεν ήταν δυνατό να ανάψουν ξανά.

“Ταράχτηκα, το θεώρησα προειδοποίηση. Πλέον θα αναζητούσα εδώ την αλήθεια που έψαχνα.

“Έπρεπε να βρω την αιτία, για την οποία έσβηναν οι καντήλες παρ’ ότι είχαν άφθονο λάδι και άφθαρτα φιτίλια, καθώς επίσης και το πού πήγαιναν οι φλόγες όταν εξαφανίζονταν…

“Γι’ αυτό έκτισα ένα σπίτι όμοιο με το σχήμα της καντήλας και εγκαταστάθηκα σ’ αυτό. Ήξερα ότι εδώ θα συναντούσα την αλήθεια την οποία αισθανόμουν να περιφέρεται τριγύρω μου. Τώρα σ’ αυτό το δωμάτιο που δεν άφηνα να μπουν ακόμη και οι πιο κοντινοί μου, κάρφωνα ψηλά τη ματιά μου τρυπώντας τα τζάμια, ψάχνοντας να βρω τις χαμένες φλόγες των καντηλιών…”

Τα υπόλοιπα τμήματα του βιβλίου έδειχναν πώς ένα μυαλό, κάτω από υψηλή πίεση, προσπαθούσε να ανακαλύψει κάνοντας άκαρπες προσπάθειες, ένα φάντασμα που δεν μπορούσε κανείς ούτε να το δει, ούτε να το ακούσει, ούτε να το αγγίξει. Οι χοντρές σελίδες που ανέδιδαν την υγρασία και την ξινή μυρωδιά των σαπισμένων καλαμιών στους βάλτους, κυλούσαν ταχύτατα κάτω από τα δάχτυλά μου σαν τις ώρες μιας ευτυχισμένης μέρας.

Και διάβαζα συγκλονισμένος σαν Εβραίος προφήτης την θλιμμένη ιστορία των καντηλιών που έσβηναν αναίτια:

“Υπήρχαν δύο καντήλες φτιαγμένες για να καίνε μαζί. Πλησίαζαν τις φλόγες τους σαν να ήθελαν να τις ενώσουν και ό,τι δεν μπορούσε να το φωτίσει η μία το φώτιζε η άλλη…

“Οι στριφτές κι αστραφτερές σαν μεταξωτό ύφασμα φωτεινές δέσμες, πηγαινοέρχονταν ανάμεσά τους… Το φως που εξέπεμπαν ήταν σε τέτοιο βαθμό όμοιο, ώστε ήταν αδύνατο να πιστέψει κανείς ότι προερχόταν από διαφορετικές πηγές… Κάποια μέρα, μια από τις καντήλες που είχε άφθονο λάδι, άφθαρτο φιτίλι και δοχείο, σε μια απρόσμενη στιγμή, έσβησε αθόρυβα. Η άλλη, που στην αρχή σαν να ήθελε να πενθήσει, φώτιζε με τρεμάμενο φως, δεν άργησε να την ακολουθήσει.

“Είδα αρκετές ακόμη καντήλες. Υπήρχαν μερικές ολοκαίνουριες που έλαμπαν σαν αστραφτερό σπαθί, κι άλλες που θύμιζαν μουχλιασμένα βαρέλια υπογείων. Και δίπλα στις μεγάλες καντήλες υπήρχαν μικρούλες σαν νεογνά που έφεγγαν με παιχνιδιάρικο φως. Και ενώ έκαιγαν όλες μαζί, σχεδόν ηχηρά εύθυμες, ο ίδιος ανεπαίσθητος αέρας ήρθε και τις έσβησε μία – μία χωρίς διάκριση.

“Το λάδι δεν είχε τελειώσει ακόμη. Θεέ μου, θα μπορούσαν να καίνε ακόμη για μεγάλο διάστημα. Εγώ θέλω πλέον να καταλάβω, ποια είναι αυτή η ακατανίκητη δύναμη που παίρνει τις φλόγες και φεύγει, ποια αβάσταχτη αιτία, ποια λογική της δημιουργίας;

“Και τότε είδα μια χρυσή, καινούρια και πολύ ωραία καντήλα. Από τα στολίδια, που είχε στις άκρες, ήταν φανερό ότι είχε βγει από τα χέρια ενός καλού τεχνίτη.

“Είχε τόσο γλυκό φως, το οποίο κυλούσε πάνω στο γυαλιστερό μέταλλο, ώστε έμοιαζε με τα καστανά μαλλιά που πέφτουν σε γυμνούς ώμους.

“Κι η φλόγα της ήταν τόσο λευκή τόσο ζωντανή ώστε, αν λέγαμε πως θα καίει αιώνια, θα ήταν σαν να περιορίζαμε την ζωή της.

“Όμως κι αυτή, σαν ένα όνειρο που χάνεται μόλις ανοίξεις τα βλέφαρα, αποσύρθηκε από τα μάτια αυτών που την κοίταζαν με λαχτάρα.

“Αχ … Η δύναμη, που έσβηνε χωρίς λόγο τις καντήλες που λαχταρούσαν να ζήσουν, είχε άραγε τόσο ωραίους τόπους όπου θα φύλαγε αυτές τις φλόγες;…”

Έσφιγγα τώρα στις παλάμες μου το βιβλίο που έφτανε στο τέλος, και πλησιάζοντας στο φως της καντήλας διάβαζα τις αράδες, οι οποίες, ενώ στην αρχή εξέφραζαν εξέγερση και θυμό, άρχισαν να μιλούν για πίστη και καρτερία:

“Διαισθανόμουν ότι για να φθάσω κοντά στις επιθυμίες μου έπρεπε να ελαττώσω τους δεσμούς μου με τον έξω κόσμο. Κάθε κατάρρευση του σώματος μου προκαλούσε μια νέα αναλαμπή στο μυαλό μου. Αυξήθηκε η τρεμούλα των χεριών μου, όμως άρχισα να βλέπω τα πράγματα με μεγαλύτερη καρτερία και τάξη. Αχ, άραγε, αν και τόσον καιρό σε ψάχνω, θα σε ανακαλύψω στο τέλος;”

Οι επόμενες σελίδες γραμμένες με μια γραφή που γινόταν όλο και περισσότερο δυσανάγνωστη, συνέχιζαν ως εξής:

“Βλέπω… Άρχισα να διακρίνω το μαύρο χέρι που απλώνεται πάνω στις φλόγες και τις εξαφανίζει. Τα μάτια μου που δυσκολεύονται να διαβάσουν τα γραπτά μου, μπορούν και ακολουθούν έως πολύ μακριά αυτές τις φλόγες. Σύντομα ίσως να μπορέσω να μάθω πού φυλάγονται όλες αυτές. Είμαι πολύ κοντά στο να μάθω ποια δύναμη τις σβήνει ξαφνικά και το πού τις φυλάει. Ω ζωή που αποσύρεσαι σιγά – σιγά από κοντά μου, συσσωρεύσου πια μόνο στο κεφάλι και τα μάτια!”

Είχα πλέον φθάσει στην τελευταία σελίδα. Τα γράμματα είχαν γίνει σχεδόν αδύνατο να διαβαστούν. Με περιέργεια που με τρέλαινε, πλησίασα κι άλλο τα μάτια μου στις σελίδες και συνέχισα.

“Τι σημασία έχει που τα χέρια μου δύσκολα κινούνται και τα μάτια μου δύσκολα διαβάζουν αυτά που γράφω; Είμαι πια πολύ κοντά στην αλήθεια.

“Νιώθω το χτύπημα από τις φτερούγες του πουλιού που πετάει σιμά στο κλαδί στο οποίο ετοιμάζεται να καθίσει.

“Μπροστά μου στέκονται στη σειρά πάρα πολλές καντήλες… Κακόμοιρες καντήλες που ξαφνικά χάνουν το φως τους…

“Βλέπω να απλώνεται πάνω τους ένα μεγάλο μαύρο φάντασμα. Κι οι τρεμάμενες φλόγες τους πετούν προς μία κατεύθυνση. Όμως πού πηγαίνουν, Θεέ μου; Και τι είναι αυτό το φάντασμα;

“Αυτό το πέπλο που κάνει πως θα σηκωθεί αλλά ξαναπέφτει πάνω στα μάτια μου, πότε θα παραμεριστεί εντελώς;

“Παρ’ όλα αυτά είναι σίγουρο πλέον πως είμαι πολύ κοντά να δω τον κόσμο της αλήθειας. Ένα φως που διαρκώς δυναμώνει με πλησιάζει, με πλησιάζει… Ο περίγυρός μου συνεχώς γίνεται πιο φωτεινός… Αχ…Να! Ιδού η δύναμη που σβήνει αιφνιδίως τις καντήλες…”

Αλίμονο… Το βιβλίο τελείωσε εδώ. Άρπαξα από τα χέρια, σαν τρελός, τον άνθρωπο που καθόταν δίπλα μου αμίλητος όσο διάβαζα:

“Πείτε μου – είπα – γιατί το βιβλίο τελείωσε εδώ έτσι ξαφνικά; Πείτε μου, ποια είναι η δύναμη που σβήνει τις καντήλες; Πείτε μου, αυτός ο άνθρωπος γιατί δεν το έγραψε μέχρι το τέλος, γιατί δεν συνέχισε;…”

Ο μαυροντυμένος άντρας σηκώθηκε αργά – αργά, και είπε χαμηλόφωνα:

“Μια μέρα τον βρήκαν νεκρό σ’ αυτό το τραπέζι, με το μολύβι στο χέρι και το κεφάλι πεσμένο πάνω σ’ αυτό το βιβλίο… -Ξαφνικά κάγχασε με τρόπο που έτριξαν τα τζάμια πάνω από το κεφάλι μας- Όμως, είπε, η δύναμη που σβήνει αναίτια τις καντήλες με το δοχείο γεμάτο λάδι και με τα ατόφυα φιτίλια, αυτή η δίκαιη και στοργική δύναμη, λυπήθηκε τους κόπους αυτού του ανθρώπου, και μη θέλοντας να χαθεί το μεγάλο μυστικό που μπορεί να βρήκε, αλλά δεν κατάφερε να αποκαλύψει, συνέχισε να μεταδίδει αυτήν την αλήθεια σταθερά και στα παιδιά του!” -Μ’ έπιασε από το μπράτσο και προχώρησε προς το κρεβάτι. Εκεί, σαν να ήθελε να ολοκληρώσει το παράπονο που είχε μείνει μισό, έδειξε τον σκελετό με το μισάνοιχτο στόμα. Μετά, με φωνή που θύμιζε τον ήχο που κάνει ο αέρας περνώντας μέσα από τα ξερά κλαδιά- : “Να, είπε, από τότε όλοι οι απόγονοι εκείνου του ανθρώπου, δίχως καμία αιτία, στην πιο καλή περίοδο της ζωής τους, σβήνουν έτσι δια μιας…”

Δύο δάκρυα, που δεν κατάλαβα από πιο σημείο του σκελετωμένου κεφαλιού προήλθαν, κυλούσαν από τους βαθείς λάκκους των ματιών του… Καθώς σήκωνε το κοκκαλιάρικο χέρι του, για να τα σκουπίσει, το δωμάτιο σκοτείνιασε αιφνιδίως.

Η κόκκινη φλόγα της καντήλας πάνω στο τραπέζι, δίχως να μικρύνει και δίχως να τρεμουλιάσει καθόλου, είχε σβήσει αθόρυβα.

 

Μετάφραση: Θάνος Ζαράγκαλης

 

Αντί οποιουδήποτε σχολίου γι’ αυτό το εξαιρετικό αλληγορικό διήγημα του Σαμπαχαττίν Αλή, παραθέτω έναν από τους στοχασμούς του Μάρκου Αυρηλίου ( Τα εις εαυτόν): « Είμαστε όλοι πλάσματα μίας μέρας• και εκείνος που θυμάται κάτι, και αυτό το κάτι. Παν εφήμερον, και το μνημονεύον και το μνημονευόμενον. Κοντεύει ο καιρός που θα τα ξεχάσεις όλα• κοντεύει ο καιρός που θα σε ξεχάσουν όλοι. Να στοχάζεσαι πάντα ότι σε λίγο θα είσαι ο καθένας στο πουθενά.»

Επιμέλεια: Χρύσα Σπυροπούλου

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top