Fractal

Άλφρεντ Τέννυσον (1809 – 1892)

Επιμέλεια- ανθολόγηση: Μανόλης Ανδρεδάκης //

 

Alfred Tennyson

Alfred Tennyson

 

ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Μικρό το όφελος που βασιλιάς αργόσχολος,

στο τζάκι πλάι, στ’ άγονα τούτα βράχια

με μια γριά συντρόφισσα, ζυγίζω κι εφαρμόζω

άνισους νόμους σε μιαν άγρια φυλή

που θησαυρίζει, θρέφεται, κοιμάται και μ’ αγνοεί.

Απ’ το ταξίδι ησυχία πού να βρω. Θα πιω

ως τα μπούνια τη ζωή. Κάθε που γλέντησα

πολύ, πολύ υπέφερα, αντάμα μ’ όσους

μ’ αγαπήσανε, μα και μονάχος. ναυαγός, όταν,

χάρη σε ούρια ρεύματα, οι βροχερές Υάδες

εξόργισαν τη θάλασσα τη σκοτεινή. Έγινα κάποιος.

πλάνης για πάντα με αχόρταγη καρδιά

πολλά είδα και γνώρισα – ανθρώπων άστεα

και τρόπους, κλίματα, διαβούλια, κυβερνήσεις,

εμέ ουχ ήττον, πλην απ’ όλους τιμημένο –

και τρύγησα την ηδονή της μάχης με τους ίσους μου,

στους κάμπους που αντιλαλούσαν τις κλαγγές στην ανεμοδαρμένη Τροία.

Είμαι κομμάτι απ’ όλα όσα συνάντησα.

μα όλη η πείρα μια αψίδα που ανάμεσά της

λάμπει ο αταξίδευτος κόσμος που η παρυφή του

χάνεται στο διηνεκές όταν μετακινούμαι.

Τι άχαρο να σταματάς, να φτάνεις σ’ ένα τέλος,

να οξειδώνεσαι άπρακτος, αντί να λάμπεις δρώντας!

Σάμπως για την ανάσα πλάστηκ’ η ζωή! Ζωή κι άλλη ζωή

είναι και πάλι λίγη, κι από αυτή για με

λίγη απομένει. μα σώζεται η κάθε στιγμή

απ’ την αιώνια σιωπή, που είν’ κάτι παραπάνω,

μήτρα νέων πραγμάτων. και αν ήταν ποταπό

για τρία φεγγάρια να καταχωθώ,

κι αυτό το σκοτεινό μυαλό που καίγεται από πόθο

στης γνώσης το κατόπι να χαθεί σα φωτεινό μετέωρο,

περ’ απ’ τις εσχατιές της ανθρώπινης σκέψης.

Να ο γιος μου, ο Τηλέμαχος μου,

σ’ αυτόν αφήνω σκήπτρο και νησί –

πολυαγαπημένος μου, έτοιμος ν’ αναλάβει

το έργο αυτό, σιγά – σιγά με σύνεση να εκπολιτίσει

ένα λαό τραχύ, κι αγάλι-αγάλι

στο χρήσιμο και το καλό να τον εθίσει.

Άσπιλος, έχει επικεντρωθεί

στη σφαίρα των κοινών, περίφροντις μην αποτύχει

ως άρχων στοργικός: η πρέπουσα

λατρεία των εφέστιων μου θεών,

σαν θα ‘χω  φύγει. Εφ’ ω ετάχθη ο καθείς.

Να το λιμάνι. πρίμος ο καιρός.

σκοτάδι ζοφερό τ’ απέραντα πελάγη. Ναύτες μου,

ψυχές που δούλεψαν, μόχθησαν και στοχάστηκαν μαζί μου-

που πάντα ξένοιαστοι καλωσορίσατε

λιακάδα ή κεραυνό, κι αντισταθήκατε

έξω καρδιά, το μέτωπο ψηλά- εσείς κι εγώ γεράσαμε.

μα έχουν τα δικά τους, μόχθο και τιμή, τα γηρατειά.

Σιμώνει ο θάνατος. μα κάτι πριν το τέλος,

μια πράξη όλο αρχοντιά, μπορεί να γίνει,

όχι αταίριαστη σ’ άντρες που με θεούς τα βάλανε.

Και να των φώτων η μαρμαρυγή πάνω στα βράχια.

φθίνει η μέρα η μακριά, κι η χαμηλή σελήνη ανηφορίζει.

χιλιόφωνη η άβυσσος βογκά. Εμπρός, καλοί μου φίλοι,

δεν είν’ αργά πολύ ν’ αναζητήσουμε έναν πιο νέο κόσμο.

Βίρα, λοιπόν, και καλοστοιχισμένοι οργώστε

αυλάκια βοερά, γιατί σκοπό τον ίδιο έχω:

αρμένισμα πέρα απ’ το λιόγερμα και τα λουτρά

όλων των αστεριών της δύσης, ώσπου να πεθάνω.

Μπορεί σε κόλπους μέσα να μουλιάσουμε.

μπορεί να φτάσουμε στις Νήσους των Μακάρων,

να δούμε τον τρανό Αχιλλέα, τον που ξέραμε.

Κι αν χάνονται πολλά, πολλά αντέχουν. κι αν

δεν είμαστε πια η δύναμη που τον παλιό καιρό

κινούσε γη και ουρανό, είμαστε αυτοί που είμαστε-

καρδιές ηρωικές που καίει το ίδιο πάθος,

από το χρόνο και τη μοίρα αποδυναμωμένες, με ατσάλινη όμως θέληση

να μάχονται, ν’ αναζητούν να βρίσκουν και να μη λυγίζουν.

 

Μετάφραση: Παντελής Ανδρικόπουλος

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top