Fractal

“Όσο και αν έζησε μες στη διαφθορά | Αλέξης Τραϊανός”

Του Απόστολου Θηβαίου // 

 

 

[…Μια κάποια θλίψη, μια κάποια

Μικρή απόλαυση στην παιδική ηλικία,

Υπερπολλαπλασιασμένη

Από μια βαθιά ευαισθησία,

Αποβαίνει αργότερα

Για τον ενήλικα,

Έστω και εν αγνοία του

Η αρχή

Ενός έργου τέχνης]

Λόγια του Μπωντλαίρ

 

 

f5

 

Χθες βράδυ είπαν τέλειωσε το μνημείο. Δυο τρεις εργάτες μάζεψαν τις αξίνες, τα σακιά με το τσιμέντο, κάτι σκόρπιες πέτρες που περίσσεψαν από τον μικρό περίβολο. Μέρες πριν φύτεψαν τριανταφυλλιές και μικρές, χαριτωμένες ανεμώνες. Ο προβολέας τοποθετήθηκε στον παράπλευρο πυλώνα, δοκιμάστηκε δε μ’ άκρα επιτυχία. Το φως του λούζει το δρόμο. Οδός Μαγνησίας, Πριάμου, Αντιοχείας και το ραδιόφωνο από μια άγνωστη κατεύθυνση να παίζει στη διαπασών τα μπλουζ της νιότης μας. Μια ολόκληρη εποχή ξυπνά με φόντο τοπογραφίες σαν τις σκοτεινές γενιές που τραγουδά ο ποιητής Γιώργος Σαραντάρης.

Το μνημείο αποκαλύπτεται αύριο. Οι δημοτικές αρχές, εκπρόσωποι του αστυνομικού σώματος, οι αξιότιμοι βουλευτές, η πνευματική και εκκλησιαστική ηγεσία θα παρίστανται δίχως αμφιβολία. Ωστόσο κάποιοι είπαν δεν κάνει, ο ποιητής έγραφε κάπως σκοτεινά και πεισιθάνατα και άλλωστε το τέλος του, θέλω να πω η αυτοχειρία βαραίνει κάπως στη μνήμη του δημιουργού.

Ας είναι. Άμα χάθηκαν οι εργάτες έπεσε ερημιά στο δρόμο. Έμπαινε φως σκληρό μες στα σπίτια μας. Μας έβρισκε πληγιασμένους, έγδερνε τα πατώματα, έπεφτε πάνω σε λάμπες και εικονοστάσια, γεμίζαμε σκιές. Όλες οι νύχτες μας θα ΄ναι πια κομμάτι πιο δύσκολες, οι μέρες μας μικρές για χάρη τούτου του μνημείου.

Σαν τη συλλογή του ποιητή με τα εκκωφαντικά ποιήματα που αντηχούν σε Θεσσαλονίκη και Αθήνα, πονώντας τις καρδιές μας. Ένα από αυτά μάλιστα στάθηκε η αφορμή για την ιδέα περί του μνημείου. Ο γλύπτης πρότεινε να παραμείνουν ασχημάτιστα τα χαρακτηριστικά του προσώπου, έτσι που εκείνο το ποίημα με τον τίτλο Αφίσα να συμβαίνει, υπομνηματίζοντας λέει τα χίλια πρόσωπα του καλλιτέχνη. Διαφημίσεις, σκίτσα της πρωτοπορίας, πολύχρωμα κολλάζ από ερυθρό και γλαύκο και υπόλευκο χαρτόνι θα αντικαθιστούν κάθε χάραμα την παλιά όψη του μνημείου. Έτσι που να λάμπουν εις το διηνεκές οι πέρα ως πέρα αληθείς εξομολογήσεις του Αλέξη Τραϊανού για τη χάρτινη όψη που του στιγμάτισε τη ζωή. Όψη που αλλάζει χρώμα και σχήμα, πότε με υπογένεια και πότε με ματογυάλια, σκισμένες λέει παρειές και μέτωπα.

Καμιά φορά λέω, φαντάσου όταν όλα τούτα θα χουν χαθεί πια, φαντάσου σαν γυρέψουν ότι κρύφτηκε κάτω από τα χαρτιά και τις κιτρινισμένες επιγραφές και βρουν λέει, ένα σβησμένο πρόσωπο, τις λεπτομέρειες που απέμειναν αφρόντιστες, την πιστή εικονογραφία του κοιμώμενου πια αδελφού. Γιατί ποιητές σαν τον Αλέξη Τραϊανό κοσμούν τους μυστικούς ναούς, μ΄ολόλευκα κοστούμια, αρχάγγελοι της καρδιάς εγείρονται εκ δεξιών των νεκρών απογευμάτων, πρόσωπα ψυχικά που δεν ανήκουν σ΄αυτόν τον κόσμο. Νότες έγχρωμες, ινδάλματα που έπεσαν, ζωές χαμένες, κάμαρες σκοτεινές με θέα τους μέσα χώρους, αυτούς που είπαν εσωτερικούς, στίχοι γραμμένοι μ΄αίμα τις ώρες της πολλής μοναξιάς. Ώρες κοινής ησυχίας, άγονες παράγραφοι, ζωές που εισήλθαν στα προπύλαια και φέραν φως, σηκώσαν εξώστες με φωτισμούς μες στη βαθιά νύχτα.

Το μνημείο το΄παν των θαμπωμένων χρωμάτων, της κερδισμένης ήττας ανάμνηση. Ένα ενδιαφέρον ζωηρότερο γύρω απ΄ τη ζωή του ποιητή προέκυψε.

Η διάσημη, γλυπτή σύνθεση θα περάσει και εκείνη στη φθορά. Ο περίβολος θα καταργηθεί από σμήνη πουλιά και ακροβάτες των κιγκλιδωμάτων, δοσμένους ολημερίς σε νούμερα επικίνδυνα μοναχικά. Τον Αλέξη πια ολοένα και λιγότεροι θα τον θυμούνται. Στις ακαδημίες θα εισέρχονται άλλοι, νεότεροι, με στίχους πατριωτικούς, η Αθήνα κατάκοπη θα σέρνεται στους αιώνες και η έμπνευσή μας και αυτή λιγοστή, μέρα τη μέρα θα φυραίνει. Στην Θεσσαλονίκη απόψε αλλάζουν οι χάρτες, παλιά λιμάνια ζώνουν την πόλη. Ο ποιητής μες στις ομίχλες κοιμάται στη σαρκοφάγο του διδασκάλου Γιώργου Ιωάννου, αφήνοντας πνοές και στίχους στα πόδια του Αγίου, αναμνήσεις θέρους του 1980. Το μνημείο το΄παν των θαμπωμένων χρωμάτων ανάμνηση.

Βλέπεις το έργο του Αλέξη Τραϊανού το προσεγγίζεις επιστρατεύοντας όλη σου τη μοναξιά, υποκλινόμενος σ΄έναν που δόθηκε στο σκληρό αγώνισμα της ζωής, σ΄έναν που πέρασε μέσα από φλογισμένες νύχτες μ΄ατόφιο σώμα. Χρειάζονται όλες οι επιστήμες της αίσθησης για να τον περιγράψουν, απαιτούνται τέχνες και μέρες οδύνης.

Φέρνω στο νου μου το σπίτι του ποιητή. Στέκομαι για μια στιγμή, με δέος προχωρώ. Πίσω μου οδοί των χαμένων ελπίδων, του πνεύματος και των ονείρων, όλων των λησμονημένων βιωμάτων δρόμοι. Πρόσωπα και ρούχα που πια τίποτε και κανέναν δεν χωρούν, σκελετοί στις διασταυρώσεις, παλιές προσπάθειες που δεν πάψαν ποτέ να συμβαίνουν, τα φώτα των θεάτρων και οι απεγνωσμένες κινήσεις των πουλιών που ποτέ δεν αξιωθήκαμε Αλέξη.

Το σπίτι για όσους ενδιαφέρονται βρίσκεται, λέει στην οδό Εδμ. Ροστάν, νούμερο 52. Όλο το σπίτι μυρίζει από την απουσία της Μίνας, ήδη απ΄το 1969. Εδώ, σε κάποιο μακρινό δωμάτιο κοιμάται η πεθαμένη του φωνή, το μακρινό καλοκαίρι και λείψανα από ηλικίες παιδικές.

 

 

* Ο Απόστολος Θηβαίος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1980. Απασχολείται στον τραπεζικό τομέα. Κείμενά του δημοσιεύονται σε ηλεκτρονικά και έντυπα περιοδικά. Γυρεύει εναγωνίως κάτι απ’ τη φωνή του.

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top