Fractal

«Κοίτα να δεις, μια μέλισσα στα Μελίσσια». Επειδή «αυτός ο πίνακας είσαι εσύ».

Γράφει η Ελένη Γκίκα

 

«Μελίσσια» του Αλέξη Σταμάτη, εκδ. «Καστανιώτη», σελ. 241

 

978-960-03-5810-0b«”Όσα λοιπόν έχουν ενδιαφέρον είναι εκείνα που μένουν στην απέξω, τα κρυφά, τα υποφωτισμένα, οι υπαινιγμοί. Εκείνα που υπονοούν τον πραγματικό, υποθαλάσσιο, υποφωτισμένο, κρυφό, αληθινό κόσμο”.

“Κι εσένα, ποια είναι τα κρυφά σου; Ποια είναι τα κρυφά της Αγάπης Λοϊζίδη;”

“Εγώ είμαι νερομπογιά. Ξεπλένομαι”.»

Ένα μυθιστόρημα σε τρεις πράξεις, σαν θέατρο δωματίου, μια ιστορία που θυμίζει οικογενειακή σάγκα και αρχαία τραγωδία, με υποκείμενο κι αντικείμενο να μετασχηματίζεται, ένα παιχνίδι όπου μάσκες και ρόλοι, πρόσωπα και προσωπεία αλλάζουν θέση με την αλήθεια να παραμένει αμετακίνητη, ωστόσο. Γιατί το βασικό, ο άξονας, είναι πάντοτε ο ίδιος εκεί και επιμένει.

Η υπόθεση, στο πρώτο επίπεδό της σαφής και παραπλανητικά απλή: η Αγάπη (τυχαία;) μεγάλη κυρία της λογοτεχνίας είναι κατάκοιτη στο κρεβάτι της στο αρχοντικό στα Μελίσσια και καλεί τα παιδιά της. Όλα συμβαίνουν ουσιαστικά σε ένα δωμάτιο, στην κρεβατοκάμαρα, και διαρκούν φαινομενικά όσο μια επίσκεψη, ουσιαστικά μια ζωή, οι ζωές τους.

Τα πρόσωπα του δράματος: ο ενορχηστρωτής, η Συγγραφέας Μητέρα, εκείνη που υπογράφει τους ρόλους τους και καθορίζει τις ζωές τους, εκείνη εξάλλου τους γέννησε, η Μητέρα Βασίλισσα στην κοινωνία των Μελισσών στα Μελίσσια. Η κόρη της, η εστιάτωρ Ειρήνη όπως την αποκαλεί. Ο διαφημιστής και εξισορροπιστής γαμπρός της και σύζυγος της Ειρήνης, Ανέστης. Ο αλκοολικός ηθοποιός γιος της Κυριάκος. Δυο αινιγματικά πρόσωπα, ένα φάντασμα κι ένας πίνακας: ο μυστηριώδης βοηθός της που επιμελείται την αυτοβιογραφία της και φορά αντιμικροβιακή μάσκα, η Ίρις ένα νέο κορίτσι που ζωγραφίζει και εμφανίζεται σαν αύρα, ο αυτόχειρας γιος της Βασίλης και μια ζωγραφιά του που λειτουργεί σαν μαγικός καθρέφτης: ο καθένας τους βλέπει σ’ εκείνον τα βαθύτερα τραύματά του. Τα ξεχασμένα εκείνα που τον γεμίζουν ρωγμές και αλλόκοτες συμπεριφορές πάντα.

Επειδή ωστόσο υπάρχει «Το παρελθόν. Ο χρόνος. Χρόνος που παράγει χρόνο».

Στην πρώτη πράξη του δράματος, εκείνη, η μεγάλη κυρία της λογοτεχνίας, η βασιλομήτωρ, και ο άνθρωπος με τη μάσκα. Εκείνη και τα δικά της δημιουργημένα φαντάσματα: οι ήρωές της. Με την πραγματικότητα να σπάει από τις δικές της μυθιστορηματικές πραγματικότητες, με την παραδοχή [όπως της είχε πει ένας φίλος της]: «Κάποιοι γράφουν αυτό που τους λείπει. Άλλοι γίνονται αυτό που διαβάζουν. Εκείνοι έγινε τελικά αυτό που της έλειπε γράφοντας αυτό που ήθελε να διαβάσει».

Στις αινιγματικές κουβέντες τους, υπαινιγμοί, σιωπές εύγλωττες, δικά της κείμενα εγκιβωτισμένα σαν παυσίπονες ενέσεις: οι παλιοί καιροί και ένα ξεχασμένο παιδικό αεροπλανάκι στη στέγη. Εκείνη που γράφει και σβήνει και σβήνεται σα νερομπογιά. Εξάλλου μπορεί και αυτός να είναι ο στόχος.

Στο δεύτερο μέρος, έρχεται η οικογένεια. Η Ειρήνη με τα χίλια παράπονα και τα χίλια τραύματα. Η Ειρήνη που έζησε και ζει στη σκιά της. Η Ειρήνη που αναγνωρίζει τον εαυτό της στον πίνακα και τα δεινά της στο νεκρό αδελφό της. Και ο εξισορροπιστής σύζυγος διαφημιστής Ανέστης. Έχει μάθει σαν κατσαρίδα ν’ αντέχει. Ο τσακισμένος και μεθυσμένος Κυριάκος. Με την δική του αλήθεια και το γονατισμένο υποκριτικό του ταλέντο. Κανένας δεν είναι εκείνο που φαίνεται και κανείς τους δεν λέει την αλήθεια ωστόσο λέγοντας την αλήθεια. «Όμως να πώς προσωποποιείται ο ήρωας, λες και ο Σέρλοκ Χολμς έγραφε τα βιβλία- που με κάποιο τρόπο αυτό έκανε». Επειδή «Αν πραγματικά κοιτάξω, θα δω’ είναι όλα εκεί».

Και είναι: ο πατέρας τους κι άνδρας της Λάμπρος με την διπλή εκδοχή ενός αντιφατικού θανάτου. Ο νεκρός Βασίλης που τους στοιχειώνει, είναι δεν είναι αυτόχειρας; Υπήρξε εκείνος ο αίτιος για τα δεινά τους; Και φυσικά η Ίρις. Ένα κορίτσι σαν όραμα, η συνέχεια, αυτό που θα γεννηθεί σαν λουλούδι απ’ τις στάχτες και θα αναδυθεί απ’ τις ρωγμές τους.

Κανένας δεν θα παραμείνει ως εκείνος που εισήλθε. Η μεγάλη κυρία της λογοτεχνίας, η βασιλομήτωρ κρατά τα λουριά τους. Τις τύχες τους, εξάλλου παιδιά της είναι, τα γέννησε, μαριονέτες και τους κουνά τα νήματά ακόμα και με τον ίδιο τον θάνατό της.

Στην Τρίτη πράξη, η ανατροπή της ανατροπής. Κι εδώ σταματάμε, θα πρέπει η ανάγνωση να γίνει βίωμα.

 

αλέξης-σταμάτης-μελίσσια-1728x800_c

 

Ο Αλέξης Σταμάτης αποφασίζει παραβολικά μεν αλλά όλα να μας τα υποδείξει: τις ραφές και την φόδρα. Τα όρια. Τα κενά σημεία. Την αλήθεια που χωρά μονάχα στους υπαινιγμούς και στις παύσεις.

Έχοντας στη φαρέτρα του όλα τα δυνατά του σημεία:

Τον Χώρο, στο προκείμενο την έπαυλη στα Μελίσσια, σαν ζωντανό οργανισμό. Εκεί μέσα ό,τι έζησες ξαναζεί. Κι εσύ μεταβάλλεσαι. Το έχει κάνει με επιτυχία και στη Βίλα Κομπρέ και στο «Οδός Θησέως».

Την Τέχνη, και συγκεκριμένα ένα έργο που ανοίγει ρωγμή στον Χρόνο. Στο «Σαν τον κλέφτη μες στη νύχτα» ήταν μια φράση σε θεατρικό έργο. Εδώ είναι ένας πίνακας, λειτουργεί σαν καθρέφτης αλλά και σαν κάψουλα χρόνου. Βλέπεις ό,τι φοβήθηκες, πας εκεί όπου πόνεσες.

Το Παρελθόν, ως απολύτως γόνιμο χρόνο: ό,τι θέλω θυμάμαι. Όπως το θέλω. Με αυτό που έγινα. Με εκείνο που είμαι.

Το «Αίμα της Οικογένειας». Στον πυρήνα της εξάλλου παίζονται όλα (Μπαρ Φλωμπέρ, Οδός Θησέως, Βίλα Κομπρέ, Χαμαιλέοντες, Μητέρα Στάχτη…)

Τα Όρια. Ανάμεσα στην Τέχνη και στην Πραγματικότητα (Σκότωσε ό,τι αγαπάς).

Το διπλό Φινάλε. Από ανατροπή σε ανατροπή. Από πτώση σε πτώση. Ή μάλλον, τελικά, εντελώς αναστάσιμα.

Το αποτέλεσμα, ναι , ένα παλίμψηστο. Ο καθένας βλέπει σ’ αυτό εκείνο που ο αναγνωστικός εαυτός του, του επιτρέπει: Ένα οικογενειακό δράμα. Ένα δοκίμιο για το πώς ζωντανεύουν οι ήρωες. Το μεγάλο παιχνίδι του χρόνου. Το τραγικό της ανθρώπινης ύπαρξης. Την ειρωνεία του «ποτέ» και «για πάντα». Ένα βιβλίο που είναι πάνω από δέκα βιβλία: ατμοσφαιρικό και ποιητικό, αλληγορικό και ρεαλιστικό όμως ταυτόχρονα, κινηματογραφικό και θεατρικό, εσωτερικό, βιτριολικό, απολύτως λευκό ωστόσο και μαύρο. Αρχετυπικό, με τους αστερισμούς στα μέλη της οικογένειας, που ανατέμνει την Ομορφιά, την Τέχνη, την Αλήθεια, το Ψέμα. Το Τραύμα μαζί και την υποτιθέμενη θεραπεία του. Τα Μελίσσια είναι ένας ολόκληρος κόσμος. Ο Κόσμος. Η αλήθεια και το ψεύδος της ανθρώπινης ύπαρξης.

Αλλά τι να λέμε: «Ό,τι δεν έχει βιώσει κανείς, ποτέ δεν θα το καταλάβει αν το διαβάσει τυπωμένο».

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top