Fractal

Διήγημα: “Άνθρωποι-ΑΝΘΡΩΠΟΙ”

του Αλέξανδρου Βογιατζή // *

 

f1a

 

 

Άνοιξε την πόρτα της πολυκατοικίας με μία δυνατή σπρωξιά και άρχισε να περπατά βιαστικά. Ποιος ξέρει, τι στα κομμάτια κυνηγούσε να προλάβει πάλι. Προθεσμία που είχε λήξει, ραντεβού με πελάτη, γκόμενα που τον εγκατέλειψε με ένα άψυχο σημείωμα. Ποτέ δεν θα μάθουμε. Ποτέ δεν θα μας πει… Έχει χάσει προ πολλού την ικανότητα να μοιράζεται πράγματα με τους άλλους, να εμπιστεύεται.

Θα μπορούσε να πει κανείς, ότι ο Χάρης τα έχει όλα. Πλησιάζει τα 35, έχει δουλειά με εξαιρετικές για την εποχή απολαβές, κάνα-δυο διαμερίσματα στο όνομα του, σπορ πολυτελές αυτοκίνητο, είναι «εργένης από άποψη», όπως ο ίδιος συχνά-πυκνά δηλώνει, προσπαθώντας να κρύψει, όσο το δυνατόν καλύτερα, την πικράδα που του προκαλεί αυτή η έκφραση πίσω από ένα αμήχανο γελάκι.

Βυθισμένος στις σκέψεις του συνεχίζει να προχωρά μηχανικά και να αυξάνει το ρυθμό βαδίσματος του. Αυτό που κατορθώνει να επαναφέρει την επικοινωνία του με το περιβάλλον, είναι το κινητό του που χτυπά. Στην οθόνη βγαίνει το όνομα Γεωργίου.

«Γεια σας, κύριε Γεωργίου, τι κάνετε; Χαίρομαι. Στο σπίτι όλοι καλά; Και εγώ καλά. Ναι, πείτε μου, σας ακούω».

Μετά από μία μεγάλη παύση κλείνει το τηλέφωνο χωρίς να πει τίποτα άλλο. Μόλις είχε απολυθεί. Κοντοστάθηκε στο ίδιο σημείο για λίγα δευτερόλεπτα και έπειτα συνέχισε να περπατά. Πιο αργά αυτή την φορά, ανόρεχτα, ίσα που κατόρθωνε να σέρνει τα πόδια του. Αυτό το τηλέφωνο ήταν ένα ακόμη χτύπημα στην εμπιστοσύνη του για τον κόσμο.

«Γιατί έχουν γίνει οι άνθρωποι τόσο σκληροί; Ζούμε μια ζωή γεμάτη καχυποψία. Το μόνο που μας χαρακτηρίζει πια είναι το πόσα χρήματα βγάζουμε και με ποιον τρόπο τα βγάζουμε. Όποιον και να ρωτήσεις κάτι θα βρει να σου πει, με ύπουλο πάντα τρόπο, για να σε μειώσει και να σε κάνει να νιώσεις ένοχος για κάτι που έκανες και που στην τελική μπορεί και να σε ευχαριστεί. Τι στα διάλα γίνεται στον κόσμο, γαμώτη μου; Γιατί βρισκόμαστε πάντα υπόλογοι για το τί κάνουμε, πως ζούμε, πως αναπνέουμε; Γιατί δεν κοιτάει ο καθένας την γαμωδουλειά του;».

Η αλήθεια είναι, ότι ο Χάρης θα μπορούσε και να έχει δίκιο που έχει χάσει την πίστη του στην ανθρωπότητα. Ζούμε σε ένα κόσμο που ολόκληρα κράτη για να πουλήσουν τα όπλα τους στήνουν εμφυλίους και μετά αρνούνται να δεχτούνε τους πρόσφυγες που οι ίδιοι δημιούργησαν κλείνοντας τα σύνορα τους. Σε μία κοινωνία πλήρως κατευθυνόμενη από το χρήμα, το οποίο είναι ικανό, αν και ένα κομμάτι χαρτί, να καταστρέψει φιλίες ετών και οικογενειακούς δεσμούς. Σε ένα σπίτι που έχει χαθεί εντελώς η επικοινωνία και ο καθένας κοιτάει την πάρτη του. Και τέλος, σε ένα σώμα για το οποίο σαν γνήσια τηλεπρεζόνια της εποχής μας μάς κάνουν να ντρεπόμαστε και να καταναλώνουμε ώρες καθημερινά κλεισμένοι μέσα σε ένα γυμναστήριο, πάνω σε ένα διάδρομο καταπίνοντας κάθε λογής νέο σκεύασμα που μας πασάρουν.

«Πότε ξεκίνησαν να πηγαίνουν όλα τόσο στραβά και δεν το πήραμε χαμπάρι; Με τι σημαντικότερο μπορεί να ασχολιόμασταν και μας ξέφυγαν όλα αυτά»;

Μες την χαώδη σκέψη του τού ήρθε ξαφνικά στο μυαλό κάτι που διάβασε χρόνια πριν, χωρίς να θυμάται που και πότε. «Σημαντικό δεν είναι να προσθέσουμε μόνο χρόνια στην ζωή μας, αλλά και ζωή στα χρόνια που θα ζήσουμε». Αυτή η φράση ήταν το τελειωτικό χτύπημα. Χτύπημα που τον γέμισε απελπισία. Αυτή την φορά ένιωθε άσχημα για τον ίδιο του τον εαυτό και για το γεγονός, ότι τίποτα δεν πέτυχε από όσα ονειρευόταν.

«Όλοι τα ίδια σκατά είμαστε, τελικά».

Τον μονόλογο του τον διέκοψε ένα απαλό σκούντημα στην πλάτη. Ήταν ένας άνδρας με μια χούφτα μολύβια, ένα γλυκόπικρο χαμόγελο και μάτια λυπημένα που περιέργως δεν είχαν χάσει την ελπίδα τους. Προσπαθούσε να βγάλει κάνα ευρώ για να περάσει και αυτή την μέρα.

-Γεια σας και συγγνώμη που σας ενοχλώ, μήπως θα μπορούσατε να αγοράσετε ένα μολυβάκι; Ένα ευρώ έχει. Ντρέπομαι που σας το ζητάω, αλλά…

– Όχι, ευχαριστώ, δεν ενδιαφέρομαι. Να είστε καλά.

-Καλώς, δεν πειράζει. Εγώ ευχαριστώ για τον χρόνο σας, γεια σας, είπε ο άνδρας και άρχισε να απομακρύνεται φορώντας πάντα εκείνο το γλυκόπικρο χαμόγελο και χωρίς να χαθεί η ελπίδα από το βλέμμα του.

Ξαφνικά ο Χάρης ένιωσε ένα ρίγος να διαπερνά όλο του το σώμα. Όχι τόσο, γιατί αισθάνθηκε άσχημα που δεν ανταποκρίθηκε στο ευγενικό αίτημα του άνδρα, αλλά γιατί συνειδητοποίησε κάτι που τον σόκαρε.

Κατάλαβε, ότι κάποια πράγματα τα βρίσκεις στα πιο απίθανα μέρη. Ο άνδρας που μόλις συνάντησε του παρέδωσε ένα εξαιρετικό μάθημα. Αν και η ζωή του είχε φερθεί με τον πιο σκληρό τρόπο, δεν το έβαλε κάτω. Το πρόσωπο του έδειχνε, ότι η εμπιστοσύνη του στον κόσμο δεν είχε χαθεί. Συνεχίζει να πιστεύει σε αυτό το όν που ονομάζεται άνθρωπος και σε μία από τις πολυτιμότερες αρετές του. Την ανθρωπιά. Κανείς θα πίστευε, ότι βρισκόμενος σε τέτοια κατάσταση, θα τα είχε παρατήσει. Όχι, όμως.

Φωνάζει με την στάση του, ότι δεν πρόκειται να το βάλει κάτω. Έχοντας χάσει τα πάντα, βρήκε τα πάντα. Αυτά που πραγματικά αξίζουν. Και δεν είναι διατιθέμενος να τα χάσει πια. Ενώ οι άλλοι συνεχίζουν να ασχολούνται με κομπίνες και να κοιτούν καχύποπτα γύρω τους, αυτός προσδοκά στην στιγμιαία έκφραση τη καλύτερης πλευράς του εαυτού τους. Ξέρει, ότι κάπου εκεί βαθιά μέσα σε όλους μας ακόμα “καίει” κάτι που μας κάνει να νοιαζόμαστε ο ένας για τον άλλο. Τι και αν δεν κατάφερε να το αναδείξει σε κάποιους, δεν σταματά να προσπαθεί και όταν το πετυχαίνει, νιώθει μοναδικός και παντοτινός.

«Τελικά, ίσως και να υπάρχει ελπίδα», μουρμούρισε ο Χάρης και γύρισε γρήγορα να προλάβει τον άνδρα, αγοράζοντας όλα του τα μολύβια.

 

 

* Ο Αλέξανδρος Βογιατζής είναι 24 ετών, Μεταφραστής, έχει τελειώσει το Τμήμα Ξένων Γλωσσών Μετάφρασης και Διερμηνείας του Ιονίου Πανεπιστημίου στην Κέρκυρα. Γλώσσες εργασίας του είναι η Αγγλική, η Γερμανική, η Ισπανική. Λατρεύει την λογοτεχνία και του αρέσει να αποτυπώνει τις σκέψεις του στο χαρτί ή στην οθόνη του Η/Υ.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top