Fractal

Διήγημα: “Κάπου στον κόσμο”

Του Αλέξανδρου Κυβεριανού // *

 

images

 

Δεν θυμάμαι καν πως ν’ αρχίσω. Βράδυ Δευτέρας. Όχι. Καλύτερα ξημέρωμα Τρίτης. Παγωμένα χέρια. Τώρα πια δεν αντέχω να βγω ούτε μια βόλτα μόνος μου. Φοβάμαι, ανησυχώ, ίσως απλά και να βαριέμαι. Μα αυτός ο περαστικός που διέσχισε το δρόμο από κάτω μου, ήμουν εγώ. Άφησα ένα κομμάτι μου στο μπαλκόνι. Ένα άλλο είναι στο δρόμο. Περπατώ αλλά πάω, που; Σκοτεινός είναι αυτός ο δρόμος. Μια πέτρα. Ακόμα μια. Κολλημένες με λάσπη φτιάχνουν ένα δρόμο. Καμία μουσική. Καμία μουσική. Κολλημένες στ’ αυτιά μου δεν φτιάχνουν τίποτα.

Ξημέρωμα Τρίτης. Στην πόλη ησυχία. Στην πόλη δυστυχία. Γκρινιάζουν τα μωρά στα κρεβάτια, οι γάτες διαμαρτύρονται άπραγες. Μια εξάτμιση, ένα τρένο, γέφυρες που ενώνουν τον κόσμο με παλιοσίδερα. Όμορφα τσιγάρα. Τρύπια ονόματα. Πινακίδες ξηλωμένες διαφημίζουν τον εαυτό τους. Μη λέτε πια αυτές τις λέξεις. Αύριο οι οθόνες σας θα φορούν το πιο όμορφο γαλάζιο. Το τραγούδι της πεταλούδας έμεινε όνειρο ανάπηρο. Καθημερινά, ξεχνώ τα κομμάτια μου. Αφήνω στο κρεβάτι που κοιμάμαι, στο αυτοκίνητο, στον καναπέ…Άλλα στο γραφείο που κάθομαι. Ας πούμε, ξέχασα τ’ αυτιά μου σε μια μουσική. Μα πως συνεχίζω να περπατώ χωρίς πόδια; τα παράτησα στο δρόμο που ερχόμουν. Ένα μυαλό μου έμεινε κι αυτό κατεστραμμένο. Βρες μια υγιή σχέση ανάμεσα στον άνθρωπο και τους ανθρώπους κι εγώ θα σου το χαρίσω κι αυτό. Και μετά; Απλώς δεν θα έχω τίποτα.

Γέμισαν οι ουρανοί κύματα. Τηλεοράσεις, ραδιόφωνα, κινητή τηλεφωνία, ασύρματες μεταδόσεις κι άλλα πόσα που δεν γνωρίζω. Το ηλιοβασίλεμα δεν είναι πια κόκκινο. Δεν μ’ ενοχλεί μια ανελεύθερη λέαινα, η ελευθερία της σκέψης, των επικοινωνιών, τα φαντάσματα που ξυπνούν μέσα μου κάθε που βραδιάζει. Ο χειμαρρώδης λόγος μου είναι που μου προκαλεί ημικρανίες.

Ίσως θα ‘ταν καλύτερα να ξεκουραστώ. Μετέωρος στην κατά τ΄ άλλα σταθερή φλούδα του κοινωνικού συνόλου. Απογεύματα με καφέ και τσιγάρο. Κιθάρες στην παραλία να δονούνται τα καλοκαίρια. Τζάκια να καπνίζουν το χειμώνα. Ρακένδυτοι να φέρνουν δώρα. Θλιβερές ησυχίες να γεμίζουν τις μέρες μας.

Συγχαρητήρια, λαμπρό γένος των ανθρώπων. Καταφέρατε να φτιάξετε έναν κόσμο όμορφο. Δεν υπάρχει ίχνος ειρωνείας στα λόγια μου. Απολαμβάνω τ’ αγαθά που με τα χέρια μου αγόρασα, με τα χέρια μου θα καταναλώσω και με τα χέρια μου θα πετάξω σχεδόν ανέγγιχτα.

Ενώ αρχέγονοι φθόγγοι θα υποσκάπτουν το μυαλό μου, μια μηχανή θα στριγκλίζει στο δρόμο επιδεικνύοντας τη δύναμή της, ένα φαντάρος θα νοσταλγεί την οικογένεια του, ένας μυστικός έρωτας θα γεννιέται, ατέλειωτες ουρές θα λαχταρούν την είσοδο σε κάποιο ξεκαρδιστικό κατάστημα κι ένας επίδοξος πιανίστας θα έχει αποτύχει παταγωδώς στην εκτέλεση της σονάτας του σεληνόφωτος. Όλα αυτά, κάπου στον κόσμο.

Σήμερα τα χέρια μου, ούτε για μια στιγμή δεν ζεστάθηκαν.

 

 

 

* O Αλέξανδρος Κυβεριανός  δεν διαβάζει. Κοιτάζει τα σχέδια που δημιουργούνται ανάμεσα στις λέξεις κάμποσων γραμμών σ’ ένα βιβλίο κι αντλεί την έμπνευσή  απ’ αυτά. Χέρι – χέρι με την οικογένεια ταξιδεύουνε στον κόσμο, με βάση τη Θεσσαλονίκη, ενώ η εργασία του έχει να κάνει με αριθμούς κι όχι με λόγο.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top