Fractal

Mανιακοί της σκιάς και της μοναξιάς περίτρομοι σαν όρθια σκουλήκια….

Γράφει η Βιβή Γεωργαντοπούλου //

 

“Αντιποίησις Αρχής”, Αλέξανδρος Κοτζιάς, εκδ. Κέδρος

 

Έκλεισα το πολυσυζητημένο βιβλίο του Αλέξανδρου Κοτζιά και για ώρες κλωθογύριζαν πολλά και διάφορα στο μυαλό μου.Όσα σκεφτόμουν κατά την ανάγνωση κι όσα ήρθαν μετά, το ένα κατόπιν του άλλου.Ήταν συγκλονιστική εμπειρία αυτό το συγκεκριμένο διάβασμα και μετράει αυτόνομα ως προσπάθεια πολιτικής κατανόησης και κριτικής επεξεργασίας τού τρομώδους δια ταύτα του, επιχειρούμενης σε καιρό τεράστιας κατάντιας,μίας ακόμα σε τούτη την χώρα.

Δεν θα αναφερθώ εδώ στις πολλές τεχνικές του ιδιαιτερότητες ή τις έξοχες λογοτεχνικές αρετές του, εξάλλου έχουν ειπωθεί αυτά˙τις προσπέρασα είναι η αλήθεια,γιατί του κλέβουν ένα ζωντανό κομμάτι από την ουσία και παρασύρουν τον αναγνώστη που θα σταθεί μονόπλευρα σ΄αυτές,να το αναπολεί αργότερα απογυμνωμένο από προθέσεις,σαν μια ακόμα αναγνωστική απόλαυση, δικαιολογημένη,ναι,δεν θα ισχυριστώ πως είναι αχρείαστη η απόλαυση αυτή καθαυτή κι αυτήν την προσφέρει πράγματι γενναιόδωρα η γλώσσα κατ΄ αρχάς που επιλέγει ο Κοτζιάς,το χειμαρρώδες ύφος και το παραληρηματικό του λόγου του,αλλά δεν μου φαίνεται αυτό να είναι η πεμπτουσία της αφήγησής του.

Άλλο είναι, θαρρώ, ένα και μόνο: ο πόνος που νιώθει ο ήρωάς του,ο πόνος που του προκάλεσαν οι συγκυρίες της ζωής μα και το ραγιάδικο κεφάλι του και η βαθύτατη ανάγκη η δική του-γιατί δεν είναι ολότελα τέρας-να εξιλεωθεί κάπως,με το δικό του αίμα πια, για τον πόνο που προκάλεσε κι εκείνος στους άλλους.

 

Αναρωτήθηκα για όλα τα άλλα λοιπόν. Που είναι πιο πολλά. Ξεκινώντας από το αν έχουν δίκιο, ας πούμε, όσοι επιμένουν ότι πρέπει να περάσουν τουλάχιστον 30 και 50 χρόνια για να κάνεις την (όποια) ιστορία (σου) θρύλο, μυθιστόρημα, διήγημα, παραμύθι, κωλοσφούγγι για πολιτική εκμετάλλευση, δεν ξέρω, για ο,τιδήποτε αφού την αποθέτεις με τόση αμεσότητα στο χαρτί και με σκοπό κυρίως, έτσι ένιωσα, να μοιραστείς,να αφηγηθείς την εκδοχή την δική σου σ΄ όλους εκείνους που μπορεί μαζί να την βιώσατε αλλά ήσασταν ταυτόχρονα και τόσο μόνοι ο καθένας στην δίνη της και φυσικά να την αφηγηθείς σε όλους τους άλλους.

Μα ειδικά στους πρώτους, σ΄αυτούς θαρρώ πως θες να εξομολογηθείς κυρίως όσα σε βασανίζουν μέρα νύχτα χρόνια μετά, ίσως κιόλας μόνον αυτοί να σ΄ ενδιαφέρουν, αυτούς να θέλεις πια να πείσεις ή να ξεγελάσεις ή σ΄ αυτούς να δικαιολογήσεις φοβερά πράγματα που έγιναν, που δεν έγιναν, που εσύ έκανες, είπες, υπερασπίστηκες. Ή όλα αυτά που εσύ δεν έκανες,δεν είπες,δεν υπερασπίστηκες.

Για το τότε και το τώρα.Το δικό σου τότε και το τώρα κι εκείνων με την κοινή (σας) ιστορία απέναντι. Νηφάλια όμως, υποτίθεται,κι ας είναι το κείμενό σου ποταμός,αποστασιοποιημένα,έντιμα, ψαγμένα. Σαν Λογοτεχνία. Αναρωτήθηκα κι αναρωτιέμαι ακόμα και τούτο: αν είναι τελικά καλύτερο να ορμήσεις -γιατί έχεις κάθε δικαίωμα- και να μιλήσεις αμέσως μετά το ημερολογιακό τους τέλος γι αυτά που σε στοίχειωσαν και για τα οποία πήρες θέση ,αυτά στα οποία ενεπλάκης μόλις χτες και συ με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, στον καιρό τους, και θες τώρα, ενώ είναι ακόμα φωτιές στα σωθικά σου, να τα βγάλεις από μέσα σου, γιατί σε διαλύουν περισσότερο και σε τρομοκρατούν όσο τα κρατάς εντός σου και γιατί αυτός είναι ο μόνος τρόπος σου να σωθείς,ο μόνος που ξέρεις για να γλυτώσεις από τον πόνο που σου προκαλούν όσο περιμένεις να καταλαγιάσουν,αν καταλαγιάζουν ποτέ τέτοια πράγματα. Να κάνεις τον πόνο λέξεις τώρα που είναι νωπός κι ας βγάλουν εκείνοι άκρη.Αν βγάλουν…

Δεν ξέρω ο Αλέξανδρος Κοτζιάς τι απ΄όλα σκεφτόταν και θέλοντας να τα εκφράσει-ήταν λοιπόν τόσο βέβαιος για το οριστικό της αφήγησης;- και γιατί να το κάνει το 1979, μόλις 6 χρόνια μετά( κι ενώ σε κάθε του επέτειο ήδη γινόταν πορεία και βίαια επεισόδια κι ένα χρόνο αργότερα, το 1980, σκοτώθηκαν δυο ακόμα άνθρωποι) έγραψε το αριστουργηματικό μυθιστόρημά του “Αντιποίησις Αρχής” που έχει σαν φόντο το Πολυτεχνείο και την εξέγερση του λαού της Αθήνας το 1973 κι ούτε εδώ με απασχολεί να το βαφτίσουμε αριστερό, δεξιό, στρατευμένο και σε ποιον, ιστορικό ή μαύρη, κόκκινη και κίτρινη πολιτική λογοτεχνία ή όπως αλλιώς κι ακόμα ακόμα δεν με πολυνοιάζει το πόσο χρησίμεψε και πως και πότε ακριβώς στην μια ή την άλλη πλευρά.

Γιατί δεν βλέπω την ίδια μια ή άλλη πλευρά εγώ, βλέπω από την μια εκατομμύρια ανθρώπους, όλη την ανθρωπότητα έρμαιο της ενιαίας και κυρίαρχης εξουσίας του Κακού- και από την άλλη το Κακό.

Το Κακό που έχει όνομα και το όνομά του δεν είναι Διάβολος,μην έχουμε αυταπάτες όσο κι αν μας βολεύει, δεν χρειαζόμαστε απλώς λιβάνι και κερί και προσευχές για να το κρατήσουμε μακριά μας-και ανθρώπους που είτε είναι για τον οποιοδήποτε λόγο σταθεροί ή περιστασιακοί σύμμαχοί του είτε ορκισμένοι εχθροί του,α ν θ ρ ώ π ο υ ς-καταλαβαίνετε τι σας λέω;-βλέπω ανθρώπους σ΄όλη μου την ταπεινή ζωή που αιματοκυλιούνται και θυσιάζονται, σκοτώνουν αβίαστα και σκοτώνονται αλόγιστα, κάνουν φρικαλεότητες και προστυχιές που δεν τις βάζει ο νους, εκατομμύρια ανθρώπινα πλάσματα σε παραγκουπόλεις και σκουπιδότοπους που λιμοκτονούν αναίτια σ΄όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης λες και η γη ανήκει όντως σε λίγους και αυτοί θαρρούν πως θα την πάρουν στα κιβούρια τους όταν ψοφήσουν, βλέπω ανθρώπους που έχουν γίνει μια μάζα που σκύβει το κεφάλι ή υψώνει που και που το ανάστημά της, ανασαίνει για λίγο, ξαναγίνεται πνευματική και μαχητική κοινωνία ανθρώπων και στοχάζεται τον πόνο μα γρήγορα συντρίβεται ξανά από την παντοδυναμία του Κακού.

Ο Κοτζιάς γράφει με αφορμή τις τρεις μέρες του Πολυτεχνείου ένα σπαραχτικό κείμενο-απολογία. Πίσω από αυτά που διάβαζα, έβλεπα,διάβαζα κι ένιωθα τόσα άλλα…..

Ο ήρωάς του, ο Μένιος Κατσαντώνης, είναι ο τύπος που διαθέτει όλα τα θεωρούμενα χαρακτηριστικά του λαϊκού ανθρώπου που ενώ είναι αγράμματος,φτωχός και δεν έχει στον ήλιο μοίρα δεν είναι παρά ένα ζωντόβολο,ένας δευτεροκλασάτος λακές και τραμπούκος, γιαλαντζί λακές όμως και τραμπούκος, τόπι, κλωτσοσκούφι των αφεντικών, αποδιοπομπαίος τράγος, ούτε καν τράγος, ένα ζαβό μαύρο κατσίκι, ένας καραγκιοζάκος από την μάζα,ένας ακόμα ραγιαδάκος που θέλει να την βγάλει καθαρή και για την πάρτη του και χέστηκε για τους άλλους,ανακατεύεται και που δεν ανακατεύεται κι αν αποκομίσει και το κατιτίς του καλώς,αλλιώς ό,τι να΄ναι είναι οι μέρες και η ζωή του και τρέμει το φυλλοκάρδι του καθώς στα πολύ δύσκολα περνάει επί χρόνια ολόκληρα από το ένα στρατόπεδο στο άλλο-γιατί ναι, ακόμα, μιλάμε για τα κλασικά ιδεολογικά στρατόπεδα στην δεκαετία του ΄60-αλλά τα κάνει όλα μαντάρα, μπλέκεται με τα πίτουρα και γρήγορα τον τρώνε οι κότες.Και ποιες κότες; Οι “δικοί “του! Που δεν έχουν την παραμικρή αναστολή να τον κάνουν μαύρο στο ξύλο θεωρώντας τον προδότη, τι γελοίο και πόσο σκληρό, κι αυτοί να τον θεωρούν προδότη.

Ετούτο όλο το ξεφτιλίκι είναι το επιστέγασμα της χαζοπουτανίστικης μπαμπεσιάς ,της κακομοιριάς του,γιατί και μια και δυο οι “κόκκινοι” είναι που του σώζουνε το τομάρι και στην κατοχή και στα Δεκεμβριανά και εκείνες τις ημέρες του Νοέμβρη αλλά αυτός εκεί, το βιολί του, τραβιέται όπως πάντα με τους ασφαλίτες, τους δοσίλογους και τους χουντικούς και κάθε καρυδιάς καρύδι του υπόκοσμου -τυφλοί που ξαμολιούνται σ΄όλη την Αθήνα σαν δίκτυο πληροφοριοδοτών συντονισμένοι από τον εν δυνάμει πεθερό του,τον πατέρα της γκόμενας που τον κερατώνει ασταμάτητα-τον δανείζουν να παίζει τζόγο και συνεργάζεται μαζί τους και με τούτα και με κείνα σκάβει λίγο-λίγο τον λάκκο του με τα ίδια του τα χέρια τα λερωμένα από αίμα ανθρώπων που,αντίθετα απ΄αυτόν,τόλμησαν να μην το βουλώσουν. Ο Κατσαντώνης έχει μια ξινή θεούσα για γυναίκα, μια πουτανιάρα για γκόμενα, δυο παιδιά από τον γάμο του κι ένα από την γκόμενα. Τα μεγαλώνει και τα τρία η γυναίκα του μια και η ερωμένη είναι τσούλα αμάζευτη και ούτε λίγο ούτε πολύ του βγαίνουν εξ αρχής όλα εκτός ελέγχου, όλα γενικώς του πάνε κατά διαόλου και να και τα παιδιά του τώρα, τα δυο κατεβαίνουν με τους αναρχοαριστερούς, το κορίτσι το λέει πανούκλα, σταλινοπούλα, στο Πολυτεχνείο και το αγόρι τού δίνει ως και χαρτζηλίκι.

Και πολύ άρρωστο πια και ξοφλημένο, ετοιμοθάνατο, τον δέχεται ο αριστερός γιατρός, γείτονάς του στην πολυκατοικία και τον περιθάλπει έστω όπως όπως (ενώ αυτός τον έχει καρφώσει μια και δυο για να σώσει το άσωστο τομάρι του) μα και εκείνος ο παλιός καπετάνιος του Άρη, που βρέθηκαν μαζί στις φυλακές της Αίγινας,ποινικοί και πολιτικοί κρατούμενοι παράξενο ανακάτεμα, που μάλιστα αυτός ο σκληρός και ταλαιπωρημένος άντρας τον έχει ξαναλυπηθεί στα Δεκεμβριανά, θεωρώντας τον ανάξιο ακόμα και για το μαχαίρι του και είναι αυτός που τον αποκάλεσε Καρδερίνη, παρατσούκλι με βαριά σκιά,που θα τον ακολουθεί όλη του την ζωή.

 

 

 

 

 

Πολλά τα πραγμένα του Κατσαντώνη από παιδί κιόλας καμωμένα,ντουέτο ο Κατσαντώνης στην πείνα και στα σούρτα φέρτα με αντάρτες και χίτες επί κατοχής με τον συνονόματό του πρωτοξάδερφο παρέα,που αυτός όμως είναι άλλη κόπια λαμόγιου, μεγαλοπιάνεται, δεν λαϊκοφέρνει και με τα χρόνια αναρριχάται μεθοδικά και με κάθε βρώμικο τρόπο στα αξιώματα,ζιγκολό που γίνεται ως και υπουργός της χούντας και αφού τον χρησιμοποιήσει τον φτωχοσυγγενή κατά το συμφέρον του τον πετάει, φυσικά,τι άλλο, σαν λεμονονόκουπα.

Τρεις μέρες, όσο δηλαδή αντέχει ο ξεσηκωμός του Πολυτεχνείου κι ακούγεται η φωνή του Δημήτρη Παπαχρήστου και της Μαρίας Δαμανάκη από τον ραδιοφωνικό σταθμό (τα ονόματά τους δεν λέγονται ποτέ, ο συγγραφέας μέσω της αφήγησης με την ματιά του ήρωά του και με το δικό του αγράμματο στόμα τους αποκαλεί αναρχικό μπαγάσα και αναρχική καργιόλα) παρακολουθούμε και τους τίτλους τέλους που πέφτουν ένας ένας για τον Μένιο Κατσαντώνη, που η έγνοια του σ΄όλη την ζωή του ήταν να επιβιώσει πάση θυσία μονίμως ανάμεσα σε μυλόπετρες, μονίμως παθητικός κι ανάξιος να στρέψει την μοίρα του υπέρ του.

Ο Κοτζιάς βρίσκει έξοχη αφορμή να γυρίζει το ημερολόγιο της Ιστορίας μπρος πίσω και να συνδέει το Πολυτεχνείο*, που είναι ακόμα νωπό τότε γι αυτόν(εδώ για όλους μας είναι ακόμα και τώρα), με την διαλυμένη και περίεργη αριστερά του 1973 και την γενναία και επική θα έλεγα αριστερά της κατοχής και του εμφυλίου.Ο Μένιος (ο ίδιος ο συγγραφέας άραγε;) μου φάνηκε πως δείχνει έναν ιδιότυπο σεβασμό προς την παλιά φρουρά της Αριστεράς μιας παρελθούσας ηρωικής εποχής και αντίληψης, ασχέτως του αν συμφωνεί και σε τι μαζί της,εκείνης της αδιαπραγμάτευτα πατριωτικής που αφού πολέμησε στα βουνά φασισμό και ναζισμό υπερασπιζόμενη τα ελληνικά χώματα μετά διεκδίκησε πάλι με όπλα και την εξουσία ,εκτιμώ ότι αυτό της το αναγνωρίζει σαν πολιτικό δικαίωμα όμως αν και λυπάται τα ανθισμένα νιάτα που θυσιάζονται σαν να μην εκτιμά την Αριστερά αυτή του ΄70 που φαίνεται πως πρωτοστατεί στα γεγονότα του Πολυτεχνείου.

Σαν να μην καλοπιστεύει ότι η εξέγερση του Πολυτεχνείου έρχεται γνήσιο κι αυθεντικό έργο από την λαϊκή βάση μιας ήδη σκόρπιας αλλά πάντα φιλότιμης Αριστεράς. Αλλά τότε και τι άλλο μπορεί να σηματοδότησαν όλα αυτά τα οδυνηρά τριάντα χρόνια 1943-1973, τι ήταν αυτά τα δύσκολα χρόνια;

Ήταν ένας πόλεμος, διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο με μια και μόνη σκέψη να βαραίνει τα ανθρωπάκια που βρίσκονται στην μέση, την επιβίωσή τους. Ένας πόλεμος που δεν τέλειωσε και ιδού, μετά από μακρόχρονη φαινομενική ειρήνη και πρόσκαιρη εφησυχαστική ευημερία που αλλοτρίωσε τα πάντα, ξανάρχισε με απίστευτη σφοδρότητα σε μιαν άλλη εκδοχή του,οικονομική,και μεις σαν λαός δεν θρηνούμε θύματα από σφαίρες και βόμβες αλλά από αριθμούς και τόκους…

Κι αφού δεν βλέπουμε το αίμα να ρέει ανεχόμαστε σαν τον Μένιο Κατσαντώνη τις καταστάσεις που μας συνθλίβουν ατομικά και σαν κοινωνία και μια δικαιολογία βρίσκουμε ξανά: επιβίωση.

Να γλυτώσουμε κι αυτή την φορά το τομαράκι μας, ο καθένας όπως μπορεί. Μόνο που, φοβάμαι, έχει κι αυτό τελειώσει….

Σ’ έναν Τριακονταετή Πόλεμο πολλοί είναι εκείνοι που εκούσια ή ακούσια θυσιάζονται. Υπάρχουν όμως και κάποιο δεξιοτέχνες της επιβίωσης που μεθοδικά και αδίσταχτα αξιοποιώντας τα όσα προσόντα τους χάρισε η φύση επιδιώκουν ένα και μοναδικό σκοπό: να διολισθήσουν μέσα από τη κοινή δοκιμασία αλώβητοι. Τέτοιος προικισμένος δεξιοτέχνης είναι και ο ήρωας αυτού του βιβλίου. Το κρίσιμο τριήμερο της φοιτητικής εξέγερσης στις 14, 15 και 16 Νοεμβρίου 1973 τον ρίχνει βέβαια σε μια δεινή εμπλοκή που τον αναγκάζει να κινητοποιήσει όλες του τις δυνάμεις για να εξασφαλίσει την προσωπική σωτηρία του. Συνάμα δίνει το έναυσμα για μια συνοπτική και γόνιμη και διδακτική αναδρομή στο νεοελληνικό Τριακονταετή Πόλεμο. Ωστόσο, ο αναγνώστης θα πρέπει να σημειώσει ότι το βιβλίο αυτό δεν είναι ιστορία ή χρονικό. Ο συγγραφέας του φιλοδόξησε να γράψει κάτι πιο αληθινό από την ιστορική αλήθεια – ένα μυθιστόρημα.

 

Αλέξανδρος Κοτζιάς

 

* Νομίζω ότι το Πολυτεχνείο ήταν το ιδανικό όχημα για τον Κοτζιά να “φωνάξει” δεκάδες άλλα πράγματα προς όλες τις πολιτικώς ευήκοες ιδεολογικές στρατιές.Θεωρώ το εξαιρετικό από λογοτεχνική άποψη κείμενό του προφητικό και όχι πλήρως αποκωδικοποιημένο από τους μελετητές του και ίσως επανέλθω αφού κάνω μια μικρή έρευνα ελπίζοντας ότι μπορεί να ξανανοίξει μια δημιουργική συζήτηση με αφορμή το βιβλίο του και, τέλος, δεν θα αντισταθώ στον πειρασμό να πω στα πλαίσια της βεβαιότητάς μου ότι συνομιλούν μεταξύ τους τα βιβλία πως το μυαλό μου πολλές φορές πήγε στο αριστούργημα του Παύλου Μάτεσι “Η Μητέρα του Σκύλου”.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top