Fractal

Αλέξανδρος Αδαμόπουλος: «Υπάρχει μια χαραμάδα ανοιχτή, απ’ όπου πάντα μπορεί να δει κανείς• αν δεν φοβάται να πονέσει και να γεννηθεί, για δεύτερη φορά, μέσα απ’ τον πόνο. Ίσως γι’ αυτό, το Οχιναιλέγοντας μένει μάλλον ανοιχτό στο τέλος»

Συνέντευξη στη Μάριον Χωρεάνθη //

 

adamopoulos1

 

Τελειώνοντας, πριν λίγους μήνες, μια συνέντευξή μας για το έμμετρο παραμυθόδραμά του με τον τίτλο Ο Σιμιγδαλένιος (που παίχτηκε τη φετινή σεζόν για εφτά μήνες στο Εθνικό Θέατρο), ο Αλέξανδρος Αδαμόπουλος ανέφερε το επίσης έμμετρο θεατρικό του Οχιναιλέγοντας, που η τουρκική του μετάφραση μόλις εκείνες τις ημέρες είχε εκδοθεί στη γείτονα χώρα. Άφησε έτσι ανοιχτό ένα παράθυρο για μια άλλη συνέντευξη, με αποκλειστικό θέμα το καινούργιο αυτό έργο, που είναι θεατρικό όπως και ο Σιμιγδαλένιος, συγχρόνως όμως είναι και ένα ποιητικό, λογοτεχνικό κείμενο που διαβάζεται πολύ ευχάριστα μόνο του. Με την πρώτη ευκαιρία λοιπόν, βρεθήκαμε και πάλι μαζί στο γραφείο του, λέγοντας για το Οχιναιλέγοντας

 

-Τίτλος ασυνήθιστος και άκρως προκλητικός για την περιέργεια το Οχιναιλέγοντας.

«Οχιναιλέγοντας φριχτά, μ’ απέραντη ευκολία»… Ήταν ένας νεολογισμός δικός μου σ’ ένα στίχο ερημίτη, μόνο του, που τον είχα φτιάξει παλιά. Τον έλεγα μετά κάθε τόσο, σαρκαστικά, στη Μαργαρίτα Καραπάνου όταν έγραφε το ΝΑΙ, θέλοντας να της δείξω πως τελικά δεν λέει ποτέ της «ναι» στη ζωή, μα διαρκώς «οχιναιλέγει». Κι ύστερα, πολλά χρόνια μετά· δέκα, γράφοντας το θεατρικό, ο στίχος φτερούγισε κι ήρθε κι έκατσε μόνος του, στην αρχή-αρχή του έργου: Στο πρώτο κιόλας χορικό, όπου ο Χορός των Φρουρών του Έρωτα υμνεί τον θεό του. Κι αμέσως ήξερα πως η καινούργια μου λέξη – που ήταν μέσα μου παλιά και χιλιοειπωμένη πλέον – δεν μπορούσε παρά να είναι και ο τίτλος του βιβλίου.

 

-Το προηγούμενο θεατρικό σας έργο, ο Σιμιγδαλένιος, κουβαλά μια συναρπαστική ιστορία (25 χρόνια συνεχούς παρουσίας, με πολυάριθμες θεατρικές παραγωγές και παραστάσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό). Το Οχιναιλέγοντας τον θυμίζει ως δομή και θα έμπαινε κανείς στον πειρασμό να το θεωρήσει ως ένα είδος συνέχειάς του. Ισχύει αυτό ή πρόκειται για δυο εντελώς ανεξάρτητα έργα, που απλώς συγγενεύουν μορφολογικά και πιθανώς θεματολογικά;

Είναι και δεν είναι έτσι. Γιατί όσο και αν βρίσκουμε αναλογίες και κάποιες θεματολογικές ομοιότητες του Οχιναιλέγοντας με τον Σιμιγδαλένιο, δεν μπορούμε να αγνοήσουμε πως τα δυο έργα τα χωρίζει σχεδόν μια εικοσαετία· τι σόι συνέχεια μπορεί να ’ναι αυτή; Απ’ την άλλη μεριά, ναι· πάντα με ενδιέφερε να παρακολουθήσω δυο ήρωες – τον Α και τη Β ας πούμε – και να δω πώς ζουν αφού σμίξουν. Αυτά συμπυκνώνονται στο πρώτο μέρος του Οχιναιλέγοντας, που θα μπορούσε να πει κανείς πως θυμίζει κάπως, γενικότατα, τον Σιμιγδαλένιο. Από κει και πέρα όμως οι όποιες ομοιότητες και οι όποιες αναλογίες παύουν εντελώς να υφίστανται. Το Οχιναιλέγοντας φεύγει, τραβάει το δικό του δρόμο και ερευνά άλλα πράματα. Καθαρά δραματουργικά δε, εξελίσσεται εντελώς διαφορετικά, καθώς τότε μόνο – στην αρχή της Τρίτης Πράξης – εμφανίζεται το κύριο πρόσωπο όλου του έργου, που δεν είναι, όπως θα μπορούσε να φανταστεί καθένας, ούτε ο Λίβιος ούτε η Ροδή, μα ο Κλίτος.

 

-Στο επιλογικό σημείωμα του βιβλίου αναφέρετε το ιπποτικό μυθιστόρημα Λίβιστρος και Ροδάμνη ως πηγή έμπνευσης για το Οχιναιλέγοντας (μου έφερε επίσης στο νου τον Ερωτόκριτο), συνδυασμένο με το δημοτικό μας τραγούδι – και, συμπληρώνω εγώ, το αρχαίο δράμα (η συναίρεση του χρόνου, ο «χορός» που αποδοκιμάζει ή επικροτεί τις πράξεις των προσώπων και συχνά παρεμβαίνει στους διαλόγους και τους μονολόγους τους). Το «πάντρεμα» αυτό έγινε εσκεμμένα εξαρχής, ή προέκυψε κατά την ανάπτυξη του κειμένου;

Δεν λέω πως ήταν η πηγή έμπνευσης. Λέω πως από κει πήρα τη σκυτάλη για να τρέξω και να πω κι εγώ τα δικά μου. Είναι το σκηνικό μιας άλλης εποχής, που με βόλευε· ο γενικός καμβάς όπου μέσα του δούλεψα. Κι αυτό, γιατί πράγματι δυο χρόνια πριν – κι εγώ δεν ξέρω πώς· τώρα δεν θα το ’κανα με τίποτα – είχα κάτσει και το είχα διαβάσει όλο· κάπου 4600 στίχους! Όλα τ’ άλλα είναι απολύτως εσκεμμένα, με τους όρους βέβαια που εγώ ο ίδιος έβαλα στον εαυτό μου: Να καταφέρω να εκφράζομαι όπως το νιώθω, να μου αρέσουν εμένα αυτά που λέγονται και συμβαίνουν εκεί, να ρέουν και να μου φαίνονται απολύτως φυσικά. Αυτό ήταν το στοίχημα, γιατί εμένα με απασχόλησε μόνο και μόνο να κάνω ένα εντελώς σύγχρονο έργο που θα μπορούσε να εξελίσσεται ακόμη και στο ντιβάνι του ψυχαναλυτή. Δεν έχω απολύτως καμιά αίσθηση κούφιας αρχαιολατρίας. Δεν με εκφράζει σε τίποτα η δήθεν παράδοση όπως σερβίρεται συνήθως και θεωρώ εντελώς γραφικούς διάφορους αγράμματους δωδεκαθεϊστές με σάνδαλα και περικεφαλαίες. Το να δομήσω όμως ένα έργο με όρους κλασικούς, το να έχω έμμετρο λόγο, το να χρησιμοποιήσω Χορό, οργανικά δεμένο με το έργο – Χορό που επεμβαίνει, σχολιάζει κι έχει πράγματα να πει – αυτό είναι κάτι άλλο, εντελώς διαφορετικό. Μ’ αρέσει να ψάχνω και να δημιουργώ καινούργια πράματα μέσα από παλιές φόρμες, γιατί σε τελική ανάλυση πιστεύω και στη συνέχεια και στη δημιουργία μα όχι στην αποδόμηση.

 

adamopoulos2

 

-Εντόπισα επίσης στοιχεία σατυρικού δράματος: οι Φρουροί του Έρωτα θυμίζουν Σειληνούς και έχουν την ανάλογη («βακχική»/οργιαστική) συμπεριφορά, ο ίδιος ο Έρωτας (επ)ονομάζεται «Παν» (μήπως επειδή είναι το παν;).

Προφανώς· είναι το παν! Καιρός δεν είναι να ξαναβάλουμε τα πράματα στη θέση τους; Τι είναι άραγε ο Έρως; Είν’ ένα παιχνιδάκι μήπως; Τα ροδομάγουλα αγγελάκια που χαμογελούν κλείνοντας αφελώς το μάτι και μοιράζοντας λουλουδάκια εδώ κι εκεί; Μήπως ο άγιος Βαλεντίνος κι οι άνοστες καθησυχαστικές φατσούλες που κυκλοφορούν παντού γύρω μας; Μα ο Έρως, ο Ησιόδειος Έρως, είναι κάτι τρομαχτικό. Λάβα, πηγή ζωής, θανατερή ρουφήχτρα που σε παίρνει και σε σηκώνει και σ’ απογειώνει θες δεν θες και σ’ εκμηδενίζει μονομιάς, χωρίς να το πάρεις χαμπάρι. Είναι καλύτερα να μην τον συναντήσεις, λένε, γιατί μπορεί να σε κόψει στα δυο και να σ’ αφήσει μισό. Αν δεν τον συναντήσεις όμως, ξέρε το, δεν είσ’ άνθρωπος· είσαι μισός, αγιάτρευτα μισός. Είσαι για πάντα ανάπηρος – πέρασες, μα δεν έζησες. Δεν είναι μελό ο Έρως, δεν είναι love story, καρτ ποστάλ, φιλί, κρεβάτι, ανάμνηση, όρκοι, δωράκια και ταξίδια μόνο. Είν’ όλα· κι άλλα κι άρρητα και σκοτεινά και μαύρα. Είναι το παν, για όλα, ο Έρωτας· είν’ η ζωή η ίδια.

 

 

-Με την ευκαιρία, ιδιαίτερο σημειολογικό ενδιαφέρον έχουν τα ονόματα των ηρώων (πέρα απ’ το ότι παραπέμπουν ηθελημένα στο Λίβιστρος και Ροδάμνη)…

Πράγματι. Είναι ακριβώς μέρος του γενικού καμβά· του βολικού σκηνικού που είπα στην αρχή. Το κουκούλι, όπου τρυπώνεις μέσα του κι αρχίζεις να κλώθεις τη δική σου ιστορία. Με σύγχρονη γλώσσα όμως, με ήρωες τωρινούς, για προβλήματα εντελώς δικά μας. Κι όπως υπάρχουν κάστρα, δαυλοί, σαΐτες, τόξα και ραβασάκια ερωτικά, υπάρχει κι ένας Λίβιος, ένας Φίλων, μία Ροδή. Υπάρχει κι ένα Κλίτος· που είν’ ο καταλύτης για όλα. Έφτιαξα μιαν Ευφρώ· που τ’ όνομά της μόνο φωνάζει από μακριά, πολλά και διάφορα ωραία. Όσο για τον παπαγάλο τον Ψούθο, αυτός υπάρχει στ’ αλήθεια στη ζωή μου και πράγματι μιλάει. Μόνο που δεν λέει ‘σαγαπώμωρόμου’ γιατί δεν τον έμαθα ποτέ να λέει κάτι τέτοιο, ούτε μ’ άκουσε ποτέ να το λέω εγώ.

 

adamopoulos3

 

-Στα ιπποτικά μυθιστορήματα, αλλά και γενικότερα στη λογοτεχνία της εποχής εκείνης, υπήρχε η τάση να περικλείονται ιστορίες μέσα στις ιστορίες αντί η αφήγηση των γεγονότων να γίνεται άμεσα, σε πρώτο ή τρίτο πρόσωπο. Το στοιχείο αυτό το έχετε διατηρήσει σε ορισμένο βαθμό. Σας διευκόλυνε ή σας δυσκόλεψε ως προς τη θεατρικότητα του κειμένου;

Μα το ξαναλέω, δεν ήμουν καθόλου προσκολλημένος σε κάποιο υπάρχον καλούπι που ένοιωθα υποχρεωμένος να σεβαστώ. Δεν κάθισα να δραματοποιήσω και να φρεσκάρω μια παλιά ιστορία. Δεν με ενδιέφερε διόλου κάτι τέτοιο. Το Οχιναιλέγοντας εξελίσσεται μόνο του και πάει εκεί που θέλει εκείνο. Εντελώς αυτόνομα. Είναι ένα σύγχρονο, πρωτότυπο έργο κι όχι ένα ριμέικ, για να το πούμε σε καλά ελληνικά. Συνεπώς όλα όσα λέγονται και συμβαίνουν εκεί, ιδιαίτερα στο δεύτερο μέρος, είναι εντελώς πρωτότυπο, δικό μου, υλικό.

 

-Το Οχιναιλέγοντας έχει μεταφραστεί στα Αγγλικά και πολύ πρόσφατα στα Τουρκικά. Το λογοπαίγνιο του τίτλου και η σημασία του μέσα στο έργο, ήταν εύκολο να αποδοθούν στις γλώσσες αυτές;

Έτσι κι αλλιώς το Οχιναιλέγοντας δεν είν’ εύκολο κείμενο για να μεταφραστεί. Πολύ περισσότερο αν ο μεταφραστής αποφασίσει να κρατήσει τον ποιητικό λόγο του πρωτοτύπου και να το αποδώσει όλο ρυθμικά και με ρίμα. Ευτυχώς και οι δυο μεταφράσεις ήταν προϊόν καθαρής αγάπης για το κείμενο κι όχι κάποια φτηνή, δήθεν πολιτιστική συναλλαγή· πράμα που δεν έχω κάνει ποτέ μου για κανένα έργο μου. Την αγγλική μετάφραση την παρακολούθησα από κοντά και συμμετείχα κι εγώ ο ίδιος πού και πού, δίνοντας κάποιες λύσεις που ξεπερνούν τα όρια της μετάφρασης και μπαίνουν στα χωράφια της αναδημιουργίας. Τώρα, για την τουρκική μετάφραση δεν μπορώ να πω τίποτε, γιατί δεν ξέρω λέξη τούρκικα. Μπορώ όμως να πω ότι η μεταφράστρια ξέρει πολύ καλά Ελληνικά κι όσοι διάβασαν το Hayirevet diyerek, τους άρεσε πολύ και δεν βρήκαν κάτι που να μην είναι φυσικό ή να χτυπάει άσχημα στη γλώσσα τους. Μάλιστα κάποιοι φίλοι Τούρκοι καθηγητές απ’ το Boğaziçi University, χωρίς να ξέρουν Ελληνικά, διάβασαν και την τουρκική και την αγγλική μετάφραση και τις χάρηκαν το ίδιο. Και φυσικά και το νεολογισμό του τίτλου, ο οποίος – ακριβώς επειδή παίζει με δυο πολύ βασικά πράγματα της ζωής· το ‘όχι’ και το ‘ναι’ – περνάει και σε άλλες γλώσσες και λειτουργεί άνετα και σε ξένο κοινό.

 

-Τι υποδοχή είχε το βιβλίο στην Αγγλία και στην Τουρκία και ποια υπήρξε η πορεία του στην Ελλάδα; Έχει εκδηλωθεί ενδιαφέρον για το ανέβασμά του στο θέατρο, εδώ ή στο εξωτερικό;

Είναι πολύ νωρίς ακόμη και δεν μπορώ να πω, γιατί δεν έχω ασχοληθεί διόλου. Απ’ το 2013 που ανέβηκε ο Σιμιγδαλένιος μου στο Κρατικό, Şehir Tiyatro, της Τουρκίας, με απασχόλησε η αγγλική κι αμέσως μετά η τουρκική μετάφραση που εκδόθηκε μόλις τώρα. Ύστερα ήρθε η παραγωγή του Σιμιγδαλένιου στο Εθνικό μας Θέατρο εδώ, που λίγο πολύ με απασχόλησε ένα χρόνο· οπότε τώρα πρώτη μου φορά αρχίζω να καταπιάνομαι με την τύχη του Oχιναιλέγοντας. Κι όπως λέω παντού, θα το ξαναπώ κι εδώ, δεν θα ’θελα να το δω ν’ ανεβαίνει πρώτα στη Γείτονα, χωρίς να ’χει παιχτεί καθόλου εδώ.

 

-Όπως και ο Σιμιγδαλένιος (αν όχι και περισσότερο), το Οχιναιλέγοντας προσφέρεται για μελοποίηση, λόγω του έμμετρου στίχου του και της δομής των διαλόγων…

Η μελοποίηση κειμένων που δεν είναι απλά τραγούδια μόνο, είναι μία πολύ μεγάλη ιστορία. Για να μην παρεξηγηθώ, να ξεκαθαρίσω απ’ την αρχή πως σιχαίνομαι το μιούζικαλ. Και ως λέξη και ως είδος. Απ’ την άλλη μεριά η ανθρώπινη φωνή είναι το ωραιότερο όργανο, το πιο εκφραστικό. Πώς όμως; Πώς την συνταιριάζεις με τον λόγο, χωρίς όμως να κάνεις αυτό που λέμε «όπερα»; Πιστεύω πως ειδικά εμείς οι Έλληνες, με τόσο Αρχαίο Θέατρο στην πλάτη μας και τέτοιους βαθύτατους Βυζαντινούς Ύμνους θα μπορούσαμε – ίσως μπορέσουμε κάποτε – να αναπτύξουμε καινούργιες μορφές παντρέματος λόγου και μουσικής. Καινούργιους δρόμους· όπου και η μουσική να συγκινεί απόλυτα υποταγμένη στο λόγο, μα και ο λόγος να μη χάνει απολύτως τίποτε απ’ την υπόστασή του. Για την ώρα, φαντάζομαι κι ακούω μέσα μου το Οχιναιλέγοντας ως σκέτο λόγο και προτιμώ να υπάρχει μουσική συνοδεία. Μουσική συνοδεία, που μπορεί να είναι πολύ έντονη – πανταχού παρούσα ίσως – άρρηκτα δεμένη με το κείμενο και να τραγουδάει μαζί του, μα που δεν υποχρεώνει το ίδιο το κείμενο να τραγουδά.

 

adamopoulos4

 

-Χωρίς να προδώσουμε το μυστικό του τίτλου, θεωρείτε ότι κατά κάποιον τρόπο αφορά την ανθρώπινη φύση στο σύνολό της;

Νομίζω ναι. Χωρίς να θέλω να δογματίσω, ούτε να θέλω να βγάλω κάποιο βαρύ τελικό συμπέρασμα, έχω την αίσθηση πως ο άνθρωπος δεν έχει συμφιλιωθεί ποτέ ολότελα με τη φύση του· άρα και με την αλήθεια. Αλλά και πάλι· είν’ άνθρωπος… Υπάρχει πάντα μια χαραμάδα ανοιχτή, απ’ όπου πάντα μπορεί να δει κανείς· αν δεν φοβάται να πονέσει και να γεννηθεί, για δεύτερη φορά, μέσα απ’ τον πόνο. Ίσως γι’ αυτό, το Οχιναιλέγοντας μένει μάλλον ανοιχτό στο τέλος. Ανοιχτό σε κάθε ερμηνεία· όσο κι αν έχει ένα μακρόσυρτο διονυσιακό finale, που με παίδεψε πολύ για να περάσει φυσικά απ’ τον απέραντο θρήνο στην έντονη βακχεία και να ’ρθει ν’ αρπάξει απ’ το χέρι τον κάθε θεατή, να τον σφιχταγκαλιάσει, να τον ενθουσιάσει, ν’ αρχίσουν να στροβιλίζονται τρελά όλοι κι όλα μαζί και να φαίνεται πως κλείνει κανονικά το έργο – ίσως και να ’χει happy end – τελειώνει πια και τα λέει όλα· ενώ την τελευταία λέξη δεν τη λέει ποτέ…

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top