Fractal

Τα 15 πρόσωπα του ενός μύθου

Γράφει ο Ανδρέας Μήτσου // 

 

Πέρσα Κουμούτση «Αλεξανδρινές φωνές στην οδό Λέψιους», εκδόσεις Μεταχίμιο

 

«Είναι δυνατόν σε έναν κόσμο με οσμές αποπνιχτικές, ή έστω βαριές, να καταθέσει κανείς ένα νέο άρωμα; Μια άλλη ευδιάκριτη μυρωδιά;  Η Πέρσα Κουμούτση πείθει πως αυτό γίνεται.. Εμποτίζει το βιβλίο και τον αναπαριστώμενο  κόσμο της  με το δικό της εύοσμο άρωμα μιας νοσταλγία προσωπικής, χαμηλόφωνης κι ευγενικής» Α. Μ

Προμετωπίδα του βιβλίου «Αλεξανδρινές φωνές, στη οδό Λέψιους» της κας Πέρσας Κουμούτση, η Πόλις του ΚΠ Καβάφη « Έτσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ, στη κόγχη τη μικρή, όλη τη γη τη χάλασες..» Έχει επίσης προηγηθεί η ρήση του ποιητή Γ. Βέη που επιμένει ότι στεκόμαστε ακίνητοι, στο ίδιο πάντα σημείο, αμετακίνητοι σο πάθος μας. «Φεύγοντας επιστρέφοντας μα πάντα είμαστε εδώ ή εκεί, στο ίδιο σημείο, δηλαδή στη νοητική μας προαίρεση. Ουσιαστικά αμετακίνητοι στο πάθος μας.» Δυο αποσπάσματα αρκετά για να  δώσουν το στίγμα του βιβλίου. Ακολουθούν 15 κεφάλαια με τίτλους τα ονόματα των πρωταγωνιστών. Το καταληκτικό κεφάλαιο δεν φέρει κάποιο όνομα , τιτλοφορείται η Τελευταία Επίσκεψη. Ενώ το βιβλίο κλείνει με τρεις ακόμα σελίδες με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Επίλογος»

Σε κάθε κεφάλαιο προτάσσονται στίχοι του Καβάφη, οι οποίοι σηματοδοτούν ανάλογα τον εκάστοτε πρωταγωνιστή, υποδηλώνοντας τη θέαση της αφηγηματικής περσόνας. Ο αφηγητής θεάται μακρόθεν από απόσταση ικανή τον αναπαριστώμενο κόσμο, επιδεικνύοντας τη δέουσα ψυχραιμία στις περιγραφές κι αποφεύγοντας έντεχνα την άμεση εμπλοκή και καθοδήγηση του αναγνώστη. Και στις 260 σελίδες του βιβλίου καταφέρνει αμέτοχη η αφηγήτρια να απεικονίζει τον μικρόκοσμό της. Τόπος εκτύλιξης της ιστόρησης η Αλεξάνδρεια του Καβάφη. Ο τόπος της δράσης, είναι τόσο βεβαρημένος λογοτεχνικά και ιστορικά, που αποτελεί τεράστιο ρίσκο για την όποια αφήγηση. Η αφηγήτρια μας ωστόσο καταφεύγει στην απλότητα και την αθωότητα του προσωπικού της ύφους, υποδηλώνοντας ευθαρσώς την αυθεντική, ατομική της θέαση. Είναι δυνατόν σε έναν κόσμο με οσμές αποπνιχτικές, ή έστω βαριές, να καταθέσει κανείς ένα νέο άρωμα; Μια άλλη ευδιάκριτη μυρωδιά;  Η Πέρσα Κουμούτση πείθει πως αυτό γίνεται. Ο κάθε πραγματικός δημιουργός αντλεί έσωθεν  το δικό του άρωμα και με αυτό εμποτίζει την πραγματικότητα του, αναδίδει τη δική του ευωδία, και εννοώ το προσωπικό συγγραφικό του ύφος.

Το κάθε πρόσωπο του βιβλίου φωτίζει ένα μικρόκοσμο, αναδεικνύει μια συνηθισμένη ιστορία, αποκαλύπτει ένα μυστικό, έναν κρυμμένο καημό. Το κάθε άτομο κρύβει και έναν  μεγάλο πόνο. « I can see the world in a grain of sand and the heaven in a wild flower”. τονίζει ο William Blake, και η Πέρσα Κουμούτση πιστεύει το ίδιο. Πως μόνο μέσα από το μικρό μπορούμε να αναχθούμε στην ολική θέαση και πως το κάθε μικρό είναι ως εκ τούτου μεγάλο. Αποβαίνει αφ’ εαυτού μεγάλο, αφού διαστέλλεται στο περιορισμένο χώρο της μιας ύπαρξης. Τόσο που να την τινάζει στον αέρα και να την καταργεί, την εξοντώνει. Και τότε η ‘ασήμαντη’ ύπαρξη καθίσταται οικουμενική. Φορτωμένοι με τα μικρά τους μυστικά, παρασυρμένοι σε μια ζωή που δεν τη έχουν επιλέξει, οι ήρωες της ακολουθούν μοίρα προδιαγραμμένη, επιζητώντας μιας στάλα χαράς, ηδονής για να είμαστε περισσότεροι ακριβείς. Διότι η αφηγήτρια διακριτική δεν εξηγεί, δεν ονοματίζει, απλώς περιγράφει, υπαινίσσεται διαρκώς και κρυμμένη η ίδια αποποιείται κάθε ανάμιξή της, κρίση, επίκριση ή έπαινο. Η σκιά του Κ. Π Καβάφη φτάνει και περισσεύει στην επίτευξη του ύφους της αφηγηματικής περσόνας. Βοηθά ίσως υπέρ το δέον. Αυτήν απλώς η αφηγήτρια καταθέτει και πάντα ‘δήθεν’ αμέτοχη. Ως ηδονοβλεψίας κρυφοκοιτάζει, παριστάνοντας την αποστασιοποιημένη, την αθώα  και λέω παριστάνει η αφηγήτρια την αθώα, γιατί τι καημός την έπιασε, θα αναρωτηθεί κανείς και μας καταδεικνύει τις ζωές των άλλων ανθρώπων που τους τύλιξε η αχλύς του χρόνου και που τους κατάπιε η λήθη; Ποιος άδηλος άραγε καημός την παρακινεί για να τους δικαιώσει και να τους ανασύρει από του πηγαδιού τον πάτο;  Είναι το δίκαιο παράπονο για την άδικη μοίρα τους; Είναι η κατανόηση και δικαιολόγηση των μικρών ανομιών τους; Ή μήπως των δικών μας ανομολόγητων ανομιών; Χαμηλόφωνα, με απαλότητα και γλώσσα λιτή και αφτιασίδωτη, με γυναικεία τρυφερότητα και αγάπη στις λέξεις της, τις οποίες δεν σπαταλά, μας περιφέρει στα σοκάκια και τους μαχαλάδες της Αλεξάνδρειας, ξύνοντας πληγές, ανακαλώντας οσμές κι αρώματα ενός χρόνου απολεσθέντος ανεπιστρεπτί κι ωστόσο εσαεί παρόντος. Όχι μόνο των ηρώων της, αλλά προπαντός ημών των ιδίων των αναγνωστών και οιονεί συμμετεχόντων της αφήγησης.  Ο ‘αφελής΄ και δήθεν αθώος  κόσμος όπως τον αναπαριστά ξεπέφτει συχνά στο κουτσομπολιό, σε αισθήματα αρχέγονα και ακατέργαστα: Ζήλιες φθόνοι χαιρεκακία απληστία και μαζί ο τρόμος του θανάτου με την απόλυτη ματαιότητα των πάντως ως καταλυτική άποψη και θέση. Και η λαχτάρα για ηδονή πανταχού παρούσα. Ο ίσκιος του Κ.Π.Καβάφη επιβάλλει την αποπνικτική παρουσία του. Ο Κ Π Καβάφης αναβιώνεται από την αφηγήτρια ως  ένας αδύναμος γέρος, τελεσίδικα ηττημένος, καθώς και όλοι οι άλλοι ήρωες της ιστορίας . Διότι τα 15 πρόσωπα συγκροτούν ένα και το αυτό μύθο.

 

Πέρσα Κουμούτση

 

Οι Αεξανδρινές φωνές στην οδό Λέψιους είναι ένα μυθιστόρημα σπονδυλωτό , ένα κομπολόι αραβικό, αντίδοτο και παρηγοριά στην πλήξη ενός χρόνου αμετακίνητου, ενός πάθους αμετακίνητου όπως το θέλει ο Γ. Βέης. Πάθους, διότι περιγράφονται πάθη στο βιβλίο; Όχι πάθη, δεν περιγράφονται αυτά, ονοματίζονται απλώς, διότι όπως είπαμε η αφηγήτρια παριστάνει την αμέτοχη,  ένας τυχαίος ηδονοβλεψίας, ο οποίος από καθαρή σύμπτωση είδε όσα είδε. Τυχερή ασφαλώς σε κάθε περίπτωση. Όμως σαν να κάθισε πολύ χρόνο να κρυφοκοιτάζει μου φαίνεται, αλλιώς πότε θα προλάβαινε να δει «..και τότε μόνο ο Κωνσταντίνος  κατάφερε να ξεφυλλίσει το χειρόγραφο με χέρια που έτρεμαν» σελ 24. «Έπειτα το άφησε προσεκτικά σαν ένα έκθετο παιδί μπροστά στα μάτια των εν δυνάμει θετών γονιών του, περιμένοντας με αγωνία την ανταπόκριση και την αποδοχή τους.»  Και αμέτρητες παρόμοιες σκηνές , να κρυφακούει αυτούσιους διαλόγους , παρούσα επομένως η αφηγήτρια στον ίδιο τόπο και χρόνο, συχνά σπεύδει να δικαιολογήσει και να εξηγήσει, με φιλοσοφικό στοχασμό κάθε συμβάν, ή να αναστήσει στιγμές ανεξίτηλες στην ατομική της μνήμη.  Συχνά δήθεν ανύποπτη η αφηγήτρια παραθέτει ‘αφελείς’ διαλόγους, επιχειρώντας να μας υποδείξει την τρυφερότητα και τον  πόνο που ενκρύπτονται στις  προσωπικότητες των ηρώων. « Αφέλεια η μεγαλυτέρα των δυνάμεων» διατείνεται ο φιλόσοφος Γκαστόν Βασλάρ. Σε κάθε περίπτωση ενέχει ενάργεια και ρυθμό και προ παντός συμπόνια για τους ήρωές της. Εκτιμώ πως αναφερόμενη σε οίκους ανοχής, σε ανθρώπους κυνικούς η έκλυτους σε άτομα που ξεστρατίζουν χωρίς να παίρνει θέση, να αξιολογεί και να κρίνει, πώς έτσι αθωώνει και αποδέχεται τους ήρωες του μυθιστορήματος, κι αυτό αποτελεί το βασικό πλεονέκτημα του βιβλίου: η καθαρή, η ανεπιτήδευτη αλλά και η απόλυτη αποδοχή τους. Η κατανόηση και η συμπόνια της. Το αποτέλεσμα: η Πέρσα Κουμούτση εμποτίζει το βιβλίο και τον αναπαριστώμενο  κόσμο της  με το δικό της εύοσμο άρωμα μιας νοσταλγία προσωπικής, χαμηλόφωνης κι ωστόσο ευγενικής.

 

 

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top