Fractal

«Εγώ, μια μαριονέτα μέσα στο σπίτι μου. Κάτι μεταξύ της Άννας Καρένινα και της Ναστάσια Φιλίπποβνα»

Γράφει η Ελένη Γκίκα //

 

alexandra_cover«Η Αλεξάνδρα» του Ανδρέα Μήτσου, εκδ. Καστανιώτη, σελ. 240

 

Ο Ανδρέας Μήτσου στην «Αλεξάνδρα» του επιτυγχάνει το ακατόρθωτο. Να χαρίσει πρωτοπρόσωπα φωνή και υπόσταση, τραγική μοίρα στην Αλεξάνδρα και μαζί της ν’ αναζητήσει, για δικό της λογαριασμό, τα δυσθεώρητα υπαρξιακά βάθη: την ανθρώπινη μοίρα και εξορία, την αλήθεια ή το ψεύδος του έρωτα, την δύναμη της Τέχνης, επί του προκειμένου ενός υπαρκτού πίνακα, και την επιβολή των δικών του νόμων και κανόνων στη ζωή των θνητών κτητόρων του, την προδοσία και τον θάνατο. Την υπέρβαση της ανθρώπινης μοίρας απ’ όπου και ξεκινά η τραγική διάσταση της ζωής. Σε μια πυκνογραμμένη αφήγηση- ποταμό με διασκορπισμένα στις όχθες του τα κλειδιά και τις λύσεις.

«Σκόρπιες εικόνες είναι η ζωή μου, σαν τραπουλόχαρτα. Τ’ ανακατεύει κάποιος και μου τα μοιράζει. Να παίξω. Να στήσω εγώ το παιχνίδι, μοναχή μου. Ενώ εκείνος κάθεται και με κοιτάει χαιρέκακα, να δει τι είμαι σε θέση να κάνω. Τι θα καταφέρω. Άλλοι τον λένε Θεό και τον εμπιστεύονται, όπως η Έστα. Άλλοι τον λένε διάβολο».

Ιδιαιτέρως χαριστικός και γενναιόδωρος ο Ανδρέας Μήτσου με τις γυναίκες ηρωίδες του, στην «Αλεξάνδρα» επιλέγει να δώσει για μια ακόμα φορά την χαμένη φωνή της, τη χαμένη ζωή της.
Ξεκινώντας εντυπωσιακά με ένα αίνιγμα τέχνης, την περιγραφή ενός πίνακα που υπαγορεύει με την αλήθεια, τη δύναμή του και με την ιστορία του τους δικούς του ιερούς κανόνες στον κάτοχό του, σκιαγραφεί την ιστορία της ηρωίδας του αγγίζοντας απύθμενα βάθη. Με ασθματική αισθαντική γραφή, σαν ένα διαρκές προφητικό παραλήρημα, κατακερματισμένα και σα να φωτίζονται αίφνης τα γεγονότα από ένα μυστήριο αποκαλυπτικό φως, η Αλεξάνδρα ανασυνθέτει όλα τα σκοτεινά και ζόρικα κομμάτια της ιστορίας της και της ιστορίας των δικών της.
«Σε τάξη θα τα βάλω η ίδια τα πράγματα. Κι όπως θέλω θα διαλέξω να τα πω. Το λιγότερο που μπορώ, ν’ ανακατέψω τα χαρτιά του. Να χαλάσω τους κανόνες του. Αρχή και τέλος. Να τον κερδίσω σ’ αυτό το παιχνίδι. Μόνο έτσι έχω μια πιθανότητα να του ξεφύγω. Κρύβοντας και μπλοφάροντας», ανακοινώνει φανερώνοντας εν τούτοις στον αναγνώστη της με κάθε ειλικρίνεια όλα της τα χαρτιά. Από την εξορία τους από τον Πόντο στο Καζαχστάν και την επιστροφή τους στην Ελλάδα, ως το φροντιστήριο αγγλικών και τον αγώνα της να στηρίξει και να συντηρήσει την οικογένεια. Κι από την σκληρή μοίρα της μητέρας της και των δυο της αδελφών ως τον πίνακα του Κοντσαλόφσκι με τον μοναχό Βησσαρίωνα και την αλλόκοτη δύναμη και δυναμική του. Εξάλλου η κλοπή του από τον Πέτρο Φωκά τον μαθητή και μετέπειτα εραστή της θα δώσει την τραγική κατάληξη στην ιστορία.

«Βρες, πάντως, κάτι ν’ αγαπήσεις. Άντρα, γυναίκα, σκυλί. Βρες ένας ζωντανό πλάσμα. Μην κοιτάς που εγώ δεν μπορώ. Αλλά καν’ το σύντομα. Δεν έχεις πια καιρό». Η παρότρυνση των άλλων για μια κανονική ζωή μέσα στην δική της ανάπηρη αυτάρκεια θα σταθεί και ο όλεθρος τελικά γι’ αυτήν. Όπως ολέθρια θα αποδειχθεί και η επικοινωνία της με την Τέχνη. Για την αγάπη του Πέτρου μέσα από τα κείμενά του γι’ αυτήν, θα πειστεί. Στον πίνακα που, τελικά, θα της κλέψει ο Πέτρος, το βλέμμα του Βησσαρίωνα θα της υπαγορεύσει την φαλτσέτα, η εμμονική φυγή της προς τα εμπρός ακόμα κι αυτή με κάποιον τρόπο θα μπορούσε να εξηγηθεί:
«Οι νικημένοι πρέπει να τρέχουν, για να γλυτώσουν. Γιατί τους κυνηγάνε. Έρχονται πίσω τους ορδές με γυμνά σπαθιά. Λεφούσια. Γι’ αυτό. Οι ήσυχοι άνθρωποι κάθονται και χαζεύουν αμέριμνοι».
Αλλά η εκπάγλου καλλονής Αλεξάνδρα, βεβαρημένη με βαρύτατη μοίρα δεν είναι μια απ’ αυτούς. Στη ζωή της είναι αναγκασμένη διαρκώς να αναμετρηθεί: με την φτώχεια, την εξορία και την οδύσσεια της οικογένειας, με την περίεργο πεπρωμένο των αδελφών της και με την δίνη της Ιστορίας, με τον έρωτα στο αεί μεταβαλλόμενο πρόσωπο του παλιού της μαθητή, με τα αισθήματα που γεννά στην νύφη της Έστα, με τον Θεό και με τον διάβολο και τέλος με το αίνιγμα του οικογενειακού κειμηλίου, του πίνακα, που έχει γίνει πια ένα με την προσωπικότητά της. Δίχως εκείνον είναι και έτσι αισθάνεται, λεηλατημένη και μισή. Γι’ αυτό και αναζητώντας το χαμένο της πρόσωπο ή το άλλο μισό της που αίσθάνεται ότι την πρόδωσε, θα χαθεί στη σκιά: θα σκοτώσει τον ερωτικό εισβολέα και κλέφτη και μετά με σημαδεμένο το όμορφο πρόσωπό της κι αυτή θα χαθεί. Αινιγματική και περήφανη όπως γεννήθηκε κι όπως έζησε, όπως δηλώνει το ίδιο της το όνομα: μίσανδρος και αεί μοναχική και μοναδική.

 

Ανδρέας Μήτσου

Ανδρέας Μήτσου

 

Ένα βιβλίο – ποιητικός μονόλογος με όλα τα συστατικά ενός χρησμού. Κάθε κεφάλαιο εμπεριέχει ό,τι ακολουθεί και ό,τι χάθηκε, κάθε κίνηση έχει την δυναμική και όλων όσων εμπεριέχονται παρακάτω και όσων υποτίθεται πως έχουν ήδη ξεχαστεί. Μια ιστορία που αποδεικνύει ότι ο καθένας μας ενδεχομένως και να έχει γεννηθεί για την μοιραία τελική σκηνή: εκείνη που θα χρειαστεί τελικά να φαρμακώσει και να φαρμακωθεί.
Το σημείο – κλειδί της ζωής και του έρωτά τους, και πάλι ο πίνακας, ο ίδιος πίνακας ο οποίος και στη ζωή της μητέρας ήταν η κομβική σκηνή: «Η ιδιοκτησία του πίνακα μου ‘δινε αξία, μ’ έκανε μοναδική». Αλλά και για εκείνον: «Με θεωρούσε τον αναγκαίο όρο για να υπάρξει ο κόσμος του». Μια αγοραπωλησία θα πετούσε και τους δυο εκτός κάδρου και ιστορίας, εν τέλει, εκτός μοίρας, εκτός ζωής.
Μια ηρωίδα που θα μας μείνει αξέχαστη: για το χρέος της και για τον χαρακτήρα της που εμπεριέχει όλα τα βάρη φύλου, καταγωγής, για την αδυναμία της να ανοιχτεί στον κόσμο και για την αναπόσπαστη και αναπόδραστη σχέση της με τα δικά της αιματοβαμμένα τιμαλφή. Για την γενναιότητά της να τραβήξει αγέρωχη μέχρι το τέλος, να πληρώσει το τίμημα αγόγγυστα και για την δική της προδιαγεγραμμένη, προκαθορισμένη, σημαδεμένη ζωή: «Εγώ, μια μαριονέτα μέσα στο σπίτι μου. Κάτι μεταξύ της Άννας Καρένινα και της Ναστάσια Φιλίπποβνα».
Ένας αριστοτεχνικός χορός θανάτου, όπως είναι και κάθε ολέθρια σχέση σ’ αυτή τη ζωή.

 

* Δημοσιεύθηκε στο ethnos.gr

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top