Fractal

Διήγημα: “Κλειστά παράθυρα”

Της Αλεξάνδρας Χρονοπούλου //

 

 

f10

 

 

I.

Έβαλε την αγαπημένη πένθιμη μουσική ν’ ακούγεται απαλά και κάθισε να γράψει. Δεν ήξερε τι. Δεν ήξερε σε ποιον. Μέρες τώρα έχει αδειάσει πλήρως από συναισθήματα, από ιδέες, από επιθυμίες, από ζωή. Νεκρός που κυκλοφορεί ανάμεσα σε ζωντανούς. Τεντώνει τ’ αυτιά να ακούσει λέξεις τρυφερές, καινούργιες, πρωτοειπωμένες, αληθινές. Πού χάθηκαν τόσες λέξεις; Ποιος τις υποθήκευσε κι άφησε το λεξικό χρεωκοπημένο; Τόσες άδειες σελίδες, πεδίο μάχης λαμπρό για να αναμετρηθούν δυο λέξεις μόνο «Ναι» και «Όχι». Αλήθεια, ποιος νίκησε; Γουρλώνει τα μάτια να δει κάτι όμορφο, εστιάζει, διυλίζει και έπειτα αφήνει το βλέμμα να αφεθεί στον ορίζοντα. Αλλά ορίζοντα δεν έχει. Μόνο την απέναντι πολυκατοικία. Η ίδια γριά θα βγει σε λίγο να τινάξει το τραπεζομάντιλό της στο μπαλκόνι. Θα μαζευτούν τα περιστέρια και θα ορμήσουν λαίμαργα στα ψιχουλάκια κι εκείνη θα κάνει πως τα μαλώνει. Ύστερα θα διπλώσει το τραπεζομάντιλο και θα μπει ξανά στο διαμέρισμα κλείνοντας πίσω της τη μπαλκονόπορτα. Μυρωδιά από τσιγαρισμένο κρεμμύδι θα τον χτυπήσει στα ρουθούνια. Στο τσιπουράδικο από κάτω άρχισαν να ετοιμάζουν τους μεζέδες. Το τσίπουρο είναι ποτό αψύ και θέλει μεζέ να αντιμιλάει. Το μεσημέρι μετά τη δουλειά θα μαζευτούν οι παρέες κι όσοι είναι απλήρωτοι για μήνες θα πουν στο «μάστορα» να τα γράψει πάλι τα τσίπουρα στα τεφτέρια του. Έχει άλλη γεύση το τσίπουρο όταν δεν το πληρώνεις, και αυτή η άλλη γεύση έχει πολλές αποχρώσεις. Γίνεται γλυκιά ροζ στα κερασμένα, «πέρασε η κόρη του Αντώνη στο πανεπιστήμιο», «κέρνα άλλη μια γύρα». Μωβ πικρό όταν στην τσέπη κρύβεις το χαρτί με την καταγγελία της σύμβασης εργασίας – κι ας κλάφτηκες για τα απλήρωτα φροντιστήρια του παιδιού και τις δόσεις του δανείου, δεν έπιασε. Μαύρο δηλητήριο, όταν πίνεις ένα στα όρθια γιατί πρέπει να πας στην ογκολογική να κάνεις συντροφιά στον πατέρα, πρέπει η μάνα να ξεκουραστεί λιγάκι πριν καταρρεύσει κι αυτή, ίσα που κρατιέται.

Χτυπά το τηλέφωνο. Δεν το σηκώνει. Ο μονότονος ήχος του του τρυπά τα τύμπανα. Απλά δεν θα απαντήσει. Δεν νοιάζεται ούτε ποιος είναι ούτε τι θέλει. Θα χτυπήσει, μια, δυο, τρεις, πέντε, δέκα. Δεν μπορεί, κάποια στιγμή θα σταματήσει. Ο επίμονος άγνωστος θα πάρει το μήνυμα και θα τον αφήσει στην ησυχία του. Ησυχία. Ωραία λέξη. Μοναξιά. Οδυνηρή λέξη. Ήσυχη μοναξιά, ωραία οδύνη. Μοναχική ησυχία, οδυνηρή ομορφιά. Τα ‘χει χαμένα. Ποια; Σε ποιο γραφείο απολεσθέντων να αναζητήσει όσα έχασε; Η γυναίκα της ζωής του άνοιξε μια μέρα την πόρτα και απλά έφυγε. Κρατούσε μια μικρή βαλίτσα στο ένα της χέρι και στο άλλο έσφιγγε δυνατά το μικρό, τρυφερό χεράκι της κόρης του που τον κοιτούσε δακρυσμένη. Δεν έκανε τίποτα για να τη σταματήσει. Την άφησε να φύγει, με τη βαλίτσα και την κόρη του και τη ζωή του. Έμεινε μόνο το δακρυσμένο βλέμμα της μικρής να τον κοιτάζει από κάθε γωνιά του σπιτιού, κάδρο σε κάθε σημείο των γυμνών τοίχων να τον εγκαλεί για την ανικανότητά του. Λίγες μέρες αργότερα έφυγε κι η γάτα. Η κατάλευκη, αρχοντική Αγγελική. Δεν ήταν αυτή η αρχοντογάτα για το αχούρι που μετέτρεψε το σπίτι. Καλύτερα στα κεραμίδια. Δεν θα μπορούσε να κυκλοφορεί αυτό το θεϊκό ζώο, ανάμεσα σε άδεια μπουκάλια και τόνους από γόπες και πεταμένα ρούχα και σκισμένα χαρτιά και φωτογραφίες, τεκμήρια ενός παρελθόντος που δεν τήρησε τις υποσχέσεις του. Μεγάλωσε βλέπεις το παρελθόν, αντρώθηκε κι άρχισε τα μασκαραλίκια, για να «ρίξει» τη ζωή λες κι ήταν καμιά χαζογκόμενα και θα πεφτε με δυο έξυπνα τσιτάτα. Μα δεν την ήξερε καλά τη ζωή, κι ας του κανε τα γλυκά ματάκια, κλωτσιά στο υπογάστριο του κατάφερε ανατρέποντας το παρόν και συγγράφοντας εφιαλτικά σενάρια για το μέλλον. Τώρα χάθηκε κι αυτή η ρουφιάνα η ζωή. Και το ξέρει και το βλέπει και το νιώθει, τη μυρίζει την απουσία της, μπορεί και να την ψηλαφίσει και πέφτει μπρούμυτα στο πάτωμα να σχεδιάσει τα ίχνη που πάτησαν κάποια στιγμή τα πόδια της. Είχε περάσει από το διαμέρισμα, αλλά δεν μπόρεσε να την κρατήσει, να την αλυσοδέσει, να την περιορίσει, να φράξει πόρτες, παράθυρα και χαραμάδες, να μην του φύγει. Ανάξιος του έρωτά της. Τώρα της γράφει ραβασάκια. Με στίχους που του αγκυλώνουν την ψυχή κοιτάει μήπως την καταφέρει. Όταν απελπίζεται το γυρίζει σε απειλητικά σημειώματα. Θυμάται πως είναι άντρας και προσπαθεί να την τρομάξει. Κι όταν τον πιάσει το ποτό και τον θολώσουν τα τσιγάρα γράφει κάτι τρελά απειλητικά ραβασάκια, κάνει τον έρωτά του θανάσιμη απειλή, και βρίζει και εκβιάζει και χτυπιέται και ερημώνει και αποσυντίθεται.

Ούτε στη δουλειά πηγαίνει, μέρες τώρα. Ας κόψουν τον λαιμό τους. Δουλειά. Χα. Ένα όνειδος. Ο λόγος για να σηκωθεί από το κρεβάτι το πρωί. Να σύρει τα πόδια του μέχρι το μπάνιο. Να πλυθεί. Να ξυριστεί. Να γίνει καθώς πρέπει. Για να πάει στο αφεντικό που δεν θα του φερθεί καθόλου καθώς πρέπει και κυρίως δεν θα τον πληρώσει καθώς πρέπει. Επί ένα οκτάωρο θα προσφέρει τη μίσθια εργασία του υπό το άγρυπνο βλέμμα του επιβλέποντος και ελέγχοντος την αποδοτικότητά του. Και θα κάνει τα πάντα για να αποδώσει το μέγιστο μέχρι να τελειώσει το ριμαδοοκτάωρο και μετά θα μαζέψει το κουράγιο του για το δρόμο της επιστροφής στο άδειο σπίτι όπου θα σπρώχνει τις ώρες μέχρι το επόμενο ξημέρωμα. Γιατί λοιπόν να μην κόψουν άπαντες τον παχύ, καλοθρεμμένο σβέρκο τους;

Γράφει γιατί δεν μπορεί να ζήσει. Σαν πολύπλοκο δώρο, δίχως εγχειρίδιο, ό,τι του δόθηκε. Δεν το ελέγχει, γι’αυτό και δεν το κατέχει. Το κοιτάζει σα χάνος, ανήμπορος, άσχετος. Γράφει ασυνάρτητες λέξεις, δίχως ειρμό και σημασία. Δεν γράφονται έτσι τα εγχειρίδια. Μα είναι αποφασισμένος να γράφει μέχρι να τελειώσουν οι λέξεις, μέχρι να ανάψει ένα φως την άγνοιά του να φωτίσει, μέχρι να τον σταματήσει ο χρόνος. Και οι λέξεις δεν τελειώνουν κι ούτε πυγολαμπίδα δεν πετάει στο βαθύ του σκοτάδι και ο χρόνος τον περιγελάει και τον καρφώνει ειρωνικά με κάθε χτύπο του ρολογιού.

Να παραδεχτεί την ήττα; Όχι. Ρητά και κατηγορηματικά Όχι. Ποτέ. Δεν θα τους δώσει την ικανοποίηση να τον δουν να σκύβει ηττημένος το κεφάλι. Μπορεί να σκύβει, αλλά μόνο όταν δεν τον βλέπουν. Θα πείσει ξανά τις κλειδώσεις του να υπακούσουν. Έχει χέρια, έχει πόδια, τα ζωτικά του όργανα ακόμη λειτουργούν. Και ξυράφια έχει. Και ξέρει και πώς να τα χρησιμοποιήσει. Η τομή πρέπει να είναι κάθετη, όχι οριζόντια. Επουδενί οριζόντια.

Είναι μια ανακούφιση αυτά τα ξυράφια. Να ξέρει πως βρίσκονται εκεί. Στο δεύτερο συρτάρι του γραφείου. Πάνω σε κάτι ξεχασμένα ποιήματα και μια παλιά ανάμνηση φυλακισμένη σε χαρτί φωτογραφίας, ματ. Τα μαλλιά και το φόρεμά της ανεμίζουν. Απόγευμα. Αύγουστος. Στο πλοίο. Πηγαίνουν; Επιστρέφουν; Δεν θυμάται. Θυμάται μόνο τα κύματα από τα μαύρα της μαλλιά και το άρωμα της θαλασσινής αύρας. Το φόρεμά της ήταν τόσο απαλό στην αφή που δεν μπορούσε να ξεκολλήσει τα χέρια του απ΄τη λυγερή της μέση. Ούτε τα μάτια της θυμάται, και το πρόσωπό της σβήνει, λιώνει στο αυγουστιάτικο απόγευμα. Γλιστράει η μορφή της, την παρασέρνει το θαλασσινό αεράκι. Γίνεται γλάρος. Ακολουθεί το πλοίο για λίγο κι ύστερα χάνεται. Θάλασσα μπαίνει στο σπίτι από παντού. Ακούει τους γλάρους. Νιώθει ρίγος στο πέταγμά τους. Ν’ ανοίξει τα παράθυρα. Δεν θα αντέξει το σπίτι τον όγκο τόσου νερού. Να πετάξουν οι γλάροι να τρέξουν στο απέναντι μπαλκόνι να ζητιανέψουν ψίχουλα από τη γριά που θα τινάξει πάλι το ίδιο τραπεζομάντιλο. Ν’ ανοίξει τα παράθυρα. Της άρεσε το φως. Όταν γέννησε την κόρη τους όλο το σώμα της ήταν λουσμένο σε ένα αλλόκοσμο φως που πλημμύριζε και διαχεόταν κατά κύματα σ’ ολόκληρο το σπίτι κι απ’ τα παράθυρα έβγαινε στο δρόμο, κι ομόρφαινε τη γειτονιά κι όλη την πόλη. Κρατούσε τη μικρή με τα δυο της χέρια ψηλά μπροστά στο φως και ακτινοβολούσε. Κι ήταν το παιδί στα χέρια της ένας μικρός ροδαλός άγγελος έτοιμος να πετάξει απ΄τ’ ανοιχτό παράθυρο. Ν΄ανοίξει τα παράθυρα. Πού έχει πάει αυτό το φως; Ποιος του το πήρε; Ποιος γέμισε το σπίτι μαύρο θαλασσινό νερό; Ν’ ανοίξει τα παράθυρα. Μήπως καλύτερα να τρέξει στο συρτάρι;

Μέρες αργότερα τον βρήκαν νεκρό στο σκοτεινό διαμέρισμα. Κάποιος στην πολυκατοικία διαμαρτυρήθηκε για μια δυσάρεστη μυρωδιά στο διάδρομο του δευτέρου ορόφου. Ο διαχειριστής με τον κλειδαρά τον βρήκαν γυμνό στο πάτωμα. Πάνω στο στήθος του μια παλιά φωτογραφία. Ο ιατροδικαστής που εξέτασε το πτώμα βεβαίωσε ότι υπήρχε νερό στους πνεύμονές του.

 

II.

Έβαλε την αγαπημένη του πένθιμη μουσική ν’ακούγεται απαλά και κάθισε να του γράψει. Η ζωή του όλη ήταν λέξεις. Με λέξεις λοιπόν θα τον αποχαιρετούσε. Η λευκή κόλλα μπροστά της, προκλητικά αναιδής. Μια λευκή κόλλα, ενδεικτική της αποτυχίας και του κενού. Να τη γεμίσει με λέξεις και μουτζούρες και σβησίματα και διαγραφές. Να ζωντανέψει. Να μη χάσκει έτσι βουβό τόσο λευκό…

Αγαπημένε μου,

σου γράφω τώρα που είναι αμετάκλητα αργά. Λέξεις αναδρομικές. Θα σε βρουν οι λέξεις μου. Λέξεις ιχνηλάτες θα σ’ εντοπίσουν ακόμη και στα πιο βαθιά σκοτάδια. Θα σκίσει η κραυγή τους τις αβύσσους.

Σ’αγάπησα. Απ’ την αρχή του χρόνου. Από εκείνο το αυγουστιάτικο απόγευμα στο πλοίο. Τότε σίγησαν τα ρολόγια όλου του κόσμου, και ακινήτησαν οι δείκτες αδυνατώντας να καλύψουν την απόσταση του επόμενου δευτερολέπτου. Και συνωστίστηκαν τα δευτερόλεπτα και στρίμωξαν λεπτά και ώρες ολόκληρες και μέρες και εβδομάδες και μήνες κι άφησαν το χρόνο ορφανό να κλαίει τυφλός, κουφός κι ακρωτηριασμένος. Αγάπησα τα χέρια σου πάνω στη φωτογραφική σου μηχανή. Τη ματιά σου μέσα από το φακό. Πώς έβγαζες τόσο έρωτα μέσα από μια φωτογραφία; Αγάπησα τα χέρια σου σφιχτά γύρω απ΄τη μέση μου κι ας μου κοβαν την ανάσα. Κι όλα μαγεμένα έστεργαν στον έρωτά σου. Και το φως με μια βαθιά μωβ υπόκλιση, και το πλοίο παραχωρώντας σου τη θέση στο πηδάλιο και το κύμα το ακύμαντο κι οι γλάροι υπήκοοί σου φτερωτοί. Και ήσουνα ο μαέστρος μιας αόρατης ορχήστρας και με το σώμα σου έδινες ήχο στο άηχο. Σ’αγάπησα με το κορμί και την ψυχή κι όλο μου το είναι σου παρέδωσα και σταμάτησα του νου, ν’ ακινητήσει μαζί με τα ρολόγια όλου του κόσμου σ’ εσένα, να μην σκέπτεται τίποτα άλλο πέρα από σένα. Κι έγινες εσύ ο κόσμος μου όλος. Κι ήσουν όμορφος σαν εκείνο το μακρινό αυγουστιάτικο δειλινό. Κι όλα τα ομόρφαινες γύρω σου μ’ έναν τρόπο μαγικό, κατάδικό σου.

Ξέρεις; αυτή τη μαγική ικανότητα την έχει και η Ελπίδα. Δεν πήρε μόνο τα μάτια σου. Στα λατρεμένα ματάκια της βλέπω ακόμα τη δική σου μαγική ματιά για τα πράγματα. Όλα μπορεί να τα ομορφαίνει, απλά κοιτάζοντάς τα. Όσο βλέπω τα μάτια της Ελπίδας δε θα λείψεις ποτέ από κοντά μου. Στα δικά της μάτια θα προβάλλεται όλη η κοινή μας ζωή. Παρελθόν, Παρόν, Μέλλον.

Ξέρω πως όταν αποφάσισα πια να φύγω, σφίγγοντας το χεράκι της Ελπίδας μέσα στο δικό μου που έτρεμε, σου πήρα τη χρονική σου πυξίδα και σ’ άφησα έρμαιο στο άχρονο. Δίχως παρελθόν. Δίχως παρόν. Δίχως μέλλον. Τώρα το κατάλαβα. Τώρα που είναι αμετάκλητα αργά. Δεν σου ζητώ να με συγχωρήσεις. Τι νόημα θα είχε άλλωστε; Έρχεται αυτό το αμετάκλητο και τα παγώνει όλα. Η φωτογραφία εμφανίστηκε και φυλάκισε στην αιωνιότητα μια αστεία γκριμάτσα. Η αισθαντική πόζα του αμέσως επόμενου δευτερολέπτου χάθηκε στη λήθη. Μη μετρήσεις τη Συγγνώμη μέσα στις λέξεις που σου στέλνω. Δεν τη θέλω. Θα ήταν προσβολή, σκάνδαλο. Άστη να την πάρει ο άνεμος μαζί με τους γλάρους. Άλλες λέξεις θέλω να σου στείλω. Να ‘χεις από μένα πολύτιμα κτερίσματα, καθώς αρμόζει σε βασιλικούς νεκρούς. Γι’ αυτό αν σε ρωτήσουν εκεί που πήγες αν χάρηκε κανένας που γεννήθηκες, μη διστάσεις στιγμή. Πες το όνομά μου. Πες τους πως χάρηκα εγώ. Ναι, χάρηκα που γεννήθηκες και μπήκες στη ζωή μου και σ’ αγάπησα και πόνεσα. Κι ίσως επειδή έφτασα στα όρια του πόνου η αγάπη και η μαρτυρία μου να’χουν μεγαλύτερη αξία. Κι όταν έφευγα, κρατώντας την Ελπίδα απ’το χέρι, πάλι – ακόμα και τότε – σ΄αγαπούσα. Παράφορα, απόλυτα, παθιασμένα. Τόσο που και τη ζωή μου την ίδια θα σου χάριζα. Αρκεί να τη ζητούσες.

Μα τη ζωή της Ελπίδας έπρεπε να τη σώσω. Εκείνη έβαλα πιο ψηλά και μέσα από αυτή πάλι εσένα. Γιατί ξέρε το, αν δεν υπήρχε η Ελπίδα, θα έμενα. Θα έμενα κοντά σου, να μπω μπροστά στους δαίμονές σου, να παλέψω για σένα και να χαθώ για χάρη σου. Θα τα έδινα όλα. Μα όχι την Ελπίδα. Την έβαλα ψηλότερα. Γι’ αυτό έφυγα. Γι’ αυτό σου την πήρα. Γι΄αυτό δεν γύρισα να σε κοιτάξω καθώς έκλεινα πίσω μου την πόρτα και σφιγγόμουν να κρατηθώ απ’ το ισχνό χεράκι της Ελπίδας, ψάχνοντας απεγνωσμένα μια σταθερά. Δεν είχα δικαίωμα να φέρω την Ελπίδα σφαχτό στο βωμό της λατρείας σου.

Έπεφτες κάθε μέρα και βαθύτερα σε σκοτεινό πηγάδι. Η μορφή σου αλλοιώθηκε τόσο που δεν έμεινε τίποτα πια να σε θυμίζει, πέρα από τις λέξεις και τη μουσική σου. Και βάραιναν οι λέξεις και βάθαινε η μουσική μέρα με τη μέρα. Σβήστηκε το πρόσωπό σου όλο και απεγνωσμένα έψαχνα τα φρύδια και τα αγαπημένα μάτια και τη μύτη και το λατρεμένο στόμα σου. Τίποτα δεν είχε μείνει από σένα. Σου φώναζα. Ούρλιαζα. Και δεν άκουγες. Τίποτα δεν άκουγες. Βυθισμένο στα σκοτάδια σου δεν σ’ έφταναν οι κραυγές μου. Κι ήταν η σιωπή σου ένας πρόδρομος θάνατος. Δικός σου. Δικός μου. Μοναχικός και παγωμένος. Ν’ ανοίξω τα παράθυρα να βγει η σιωπή που μπούκωσε το σπίτι. Βυθίζομαι σ’ έναν καινούριο πόνο. Βουβό. Σιωπηλό. Ύπουλο. Ν’ ανοίξω τα παράθυρα και να φωνάξω. Δυνατά, πιο δυνατά. Να τη διαλύσω τη σιωπή σου. Τόσο που να μ’ ακούσουνε τα σύννεφα. Να πάρει ο αέρας τη φωνή μου και να τη δυναμώσει, ν’ αντηχήσει στ’ αστέρια να σε βρει και να σε φέρει πίσω. Ή μήπως καλύτερα να τρέξω στο συρτάρι σου; Δεν έχω οξυγόνο. Είναι αποπνικτική αυτή η σιωπή. Ν’ ανοίξω τα παράθυρα.

 

Αντίο αγαπημένε μου,

είθε να σε βρουν όλες οι λέξεις…

μα ούτε σου ζητώ να με συγχωρέσεις ούτε σε συγχωρώ

 

Άφησε το στυλό. Έκλεισε το γράμμα σε φάκελο. Πάτησε το OFF να βουβαθεί η αγαπημένη του μουσική, άνοιξε τα παράθυρα στο φως και βγήκε και πέταξε μακριά η συγγνώμη.

 

 

III.

Μου λένε να μη βάζω τόσο μαύρο στις ζωγραφιές μου. Μου αρέσει το μαύρο. Έτσι μου αρέσει εμένα να ζωγραφίζω. Παίρνω το μολύβι μου και μαυρίζω όλη τη σελίδα του μπλόκ. Όλη. Εντελώς όλη. Είναι σημαντικό. Ύστερα, με το μεγάλο δάχτυλο, πατικώνω και σβήνω τις γραμμές του μολυβιού. Προσοχή! Το μολύβι δεν πρέπει να είναι καλοξυσμένο. Αν είναι μυτερό γρατσουνάει το χαρτί και δεν είναι ωραίο. Μια στρογγυλή μυτούλα κάνει απαλές, χοντρές γραμμές και μετά τις σβήνω με το δάχτυλο. Φτιάχνω μια μαύρη, χοντρή ομίχλη στο χαρτί. Μουτζουρώνω βέβαια και τα δάχτυλα και καμιά φορά λερώνω και το άσπρο φόρεμά μου. Δεν με νοιάζει όμως. Η μαμά δεν μαλώνει. Ύστερα παίρνω μια άσπρη σβήστρα. Παλιά ήταν άσπρη, τώρα έχει κι αυτή μαυρίσει. Σβήνω σε διάφορα σημεία και ανοίγω παράθυρα στη μαύρη ομίχλη. Μ’ αρέσει να ακούω μουσική και να μουρμουρίζω καθώς ζωγραφίζω τα αγαπημένα μου παράθυρα. Η μαμά μέρες τώρα κλαίει. Δεν έχω δει καθόλου τον μπαμπά. Μπορεί να πέταξε. Είχε φίλους με φτερά. Έρχονταν κάθε μέρα στο απέναντι μπαλκόνι κι έτρωγαν ψιχουλάκια που τα κέρναγε εκείνη η γιαγιούλα. Ήξερα πάντα πως ο μπαμπάς είχε φτερά. Και η γάτα μας, η Αγγελική, το ήξερε κι αυτή. Το ‘χα πει και στη μαμά. Δεν με πίστεψε και ας ξέρει πως δεν λέω και τόσα πολλά ψέματα. Κάθομαι μπρούμυτα στο πάτωμα πολλές ώρες και χαζεύω τον ουρανό απ’ το παράθυρο, καμιά φορά χορεύω για να ξεμουδιάσω, πάνω στα βήματα που είχε σχεδιάσει ο μπαμπάς στο πάτωμα. Έχει πολύ πλάκα, τα πόδια μου είναι πολύ μικρά και κολυμπάνε μέσα στα σημάδια. Κάθε φορά αλλάζω τα βήματα και τα μπερδεύω. Είμαι κοντούλα και τα παράθυρα είναι ψηλά. Τα ανοίγω σκαρφαλώνοντας στις καρέκλες της τραπεζαρίας. Ό,τι καιρό και να κάνει έξω φροντίζω να υπάρχει ένα παράθυρο ανοιχτό. Μπορεί ο μπαμπάς να θελήσει να ξαναγυρίσει. Κι αν η μαμά το κλείσει, κολλάω με σελοτέιπ τις ζωγραφιές μου στο τζάμι. Μπορεί αν θέλει να μπει κι από κει.

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top