Fractal

Διήγημα: «Μια Μαρία»

Της Αλεξάνδρας Χρονοπούλου //

 

 

f1

 

Σχεδόν μια βδομάδα σ’ αυτή την πόλη. Νιώθω πολύ καλύτερα όταν ξέρω πως δεν περπατάμε στους ίδιους δρόμους, δεν χαζεύουμε τις ίδιες βιτρίνες, δεν χαιρετάμε τους ίδιους ανθρώπους. Δεν υπάρχει πιθανότητα να εισπνεύσω τον αέρα της εκπνοής σου. Τι ανακουφιστικό!

Κι όμως δεν την αγαπώ αυτή την πόλη. Είναι μια πόλη απ’ το δικό σου παρελθόν. Βέβαια, τότε, ίσως ήσουν άνθρωπος. Είχες άλλα μάτια κι άλλη ματιά, ίσως. Ίσως είχες τότε και ψυχή. Κι ίσως την ψυχή αυτή τη συναντώ σ’ αυτή την πόλη που μέσα στο μέγεθος, στο θόρυβο και στην ασταμάτητη κίνησή της σου επιφυλάσσει μικρές, γλυκές εκπλήξεις. Είναι γωνιές, δρόμοι, δέντρα και κτίρια που την εξωραΐζουν. Υπάρχουν κι εδώ σημεία παυσίπονα, ν’ ακουμπήσεις τη θλίψη σου, να την ξεχάσεις ή να τη δώσεις φιλοδώρημα στο γκαρσόνι που σε σερβίρει τον σκέτο σου καφέ. Ίσως στο ίδιο τραπεζάκι που ακουμπώ τώρα τα κέρματα να είχες ακουμπήσει τότε την ψυχή σου κι έπεσε ένα φθινοπωρινό φύλλο να την σκεπάσει μην κρυώσει.

Ναι, θα μπορούσα να μείνω εδώ. Να απολαμβάνω το τέντωμα του χώρου ανάμεσά μας. Να μετακομίσω σ’ ένα αιώνιο φθινόπωρο. Να περπατώ σε σωρούς κίτρινων φύλλων. Να μείνω εδώ και να συγχέω τον χρόνο ανάμεσά μας, αναζητώντας ίχνη της αληθινής σου μορφής κάτω από κάθε ξερό, εύθρυπτο φύλλο. Της μορφής πίσω από την εικόνα που έπλασες για να τρομάζεις και να πονάς όποιον τολμά να πλησιάσει.

Κάποιος ψάχνει την κοπέλα του. Μια Μαρία, σε μια τεράστια πόλη με χιλιάδες Μαρίες. Μια ασυνεννοησία στον χρόνο και στον χώρο της συνάντησης και χάθηκαν για πάντα.

Τη φωνάζω. Τη φωνάζω δυνατά. Όσο πιο δυνατά μπορώ.

-Μαρίαααα!

Κανείς δεν μου αποκρίνεται από τα χιλιάδες αδιάφορα πρόσωπα. Μου είναι αδύνατον να δεχθώ ότι δεν θα συναντηθούν τελικά. Όπως κι εγώ δεν συνάντησα ποτέ τη σωστή εκδοχή σου. Πού ξέρεις αυτοί οι δύο ίσως πρέπει να συναντηθούν εδώ, τώρα.

-Μαρίααααα! Ξεφωνίζω κι όλοι με κοιτούν περίεργα.

-Χάσατε την κόρη σας; με ρωτάει μια ευγενική ηλικιωμένη κυρία.

-Όχι καλή μου, της απαντώ. Την ψυχή μου έχασα, και συνεχίζω να φωνάζω αυτή την άγνωστη Μαρία κι αναρωτιέμαι αν μου απαντούσε τι στο καλό θα της έλεγα.

Να μετρήσω τη σημερινή μέρα μαζί με τις γενναίες μέρες μου; Άραγε μπορώ μ’ αυτές να την συναριθμήσω; Ή μήπως κι αυτό το σήμερα είναι σαν τα προηγούμενα χθες; Μια μέρα ήττας. Μια ακόμα μέρα που με νίκησες κατά κράτος – και ευτυχώς που δεν το ξέρεις, αφού τουλάχιστον είχα την πρόνοια να εκτοπίσω όλους τους πολεμικούς ανταποκριτές. Είναι λιγότερο ήττα επειδή δεν την ξέρεις; Δεν αρκεί τάχα που ξέρω εγώ πως ηττώμαι καθημερινά και οικτρά; Κι όλα αυτά τα φθινοπωρινά φύλλα που πέφτουν δεν μοιάζουν με τα λάβαρα των ηττημένων στρατευμάτων μου υπογραμμίζοντας τη συντριβή μου;

-Μαρίαααααα!

Αν τουλάχιστον την έβρισκα. Θα την έσερνα απ’ τα μαλλιά στο ραντεβού. Στον σωστό χώρο, στον σωστό χρόνο, με το μόνο σωστό πρόσωπο. Αυτόν που την ψάχνει κι είναι η ψυχή του τόσο γεμάτη απόγνωση που σχεδόν τη νιώθεις να σ’ αγγίζει με τα παγωμένα – νεκρικά παγωμένα – δάχτυλά της.

-Μαρίαααααααα!

Πού την πήγες λοιπόν; Κι αυτή τη σκότωσες; Κάθαρμα.

Πότε επιτέλους θα μεγαλώσεις; Το διαμέρισμα της ενηλικίωσης σου πέφτει πολύ στενό κι είσαι τόσο βολεμένος στην αλάνα της παιδικής σου ηλικίας. Ούτε λόγος για μετακόμιση. Ένα επηρμένο γερόντιο, οχυρωμένο πίσω από ένα στρατό πλαστικά στρατιωτάκια. Η αθωότητα έχει από καιρό δραπετεύσει, γλίτωσε λίγο πριν τη στραγγαλίσεις. Όχι δεν είσαι αθώος. Δεν σ’ αθωώνει που κάρφωσες τους δείκτες στο ρολόι του τοίχου και γέμισες τον ουρανό χάρτινες σαΐτες και το λιμάνι χάρτινα καραβάκια. Εσύ είσαι αυτός που οργανώνει το τοπίο, χαράζει δρόμους, σβήνει παρόδους, δημιουργεί αδιέξοδα για να μπερδεύονται οι αφελείς Μαρίες και να μη φτάνουν ποτέ εκεί που πρέπει. Αυτός που καίει μυρωδάτα λιβάνια και φυτεύει οπιούχα βοτάνια και μυρωδικά της λήθης. Αυτός που φτιάχνει μουσικές μαυλιστικές, όλο απάτη και σαγήνη. Αυτός που με τις λέξεις φτιάχνει ξόρκια και γητειές κι ανοίγει λαγούμια για να στήνει τις παγίδες του κάτω από τα φθινοπωρινά φύλλα. Αυτός που στο σκοτάδι περιμένει με το μαχαίρι του ακονισμένο και βαφτίζει όλες τις μέρες μου δειλές.

Μα σήμερα δεν θα σου γίνει το χατίρι. Εγώ είμαι η νονά της σημερινής μέρας και τη βαφτίζω γενναία μέρα. Γιατί σήμερα τη Μαρία θα τη βρω, οπωσδήποτε θα τη βρω και θα την πάω εκεί που πρέπει, όπως πρέπει, σ’ αυτόν που πρέπει κι εσύ ατίθασο, φοβισμένο, καταγέλαστο γερόντιό μου θ’ αφηνιάζεις όσο θέλεις πίνοντας στη ραγισμένη κούπα σου τη μαύρη χολή σου, νυχτερινό αφέψημα καταπραϋντικό των πόνων του φθινοπώρου. Η γάτα μου θα κόβει βόλτες ανάμεσα στα ισχνά γεροντικά σου πόδια, ενώ ο θάνατος θα ξεκαρφώνει τους δείκτες στο ρολόι σου για να χτυπήσει ανενόχλητα το αμετάκλητο, με την πτώση και του τελευταίου φύλλου.

Είναι δική μου αυτή η πόλη. ΜΟΝΟ ΔΙΚΗ ΜΟΥ!

-Μαρίααααααααααααααα!

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top