Fractal

Διήγημα: «Γυαλί Καφενέ»

Της Αλεξάνδρας Χρονοπούλου //

 

Prism8

 

Σε κάλεσαν και πήγες. Για να τσεκάρεις την πληγή. Κάποια γενέθλια. Αδιάφορα. (Τριακοστά;) Ξαναγύρισες, εκεί που άφησες ένα σημαντικό κομμάτι της ψυχής σου. Τρεις λέξεις φονικές, το εγχειρίδιο του ακρωτηριασμού. Ακόμα τις ένιωθες να σε σφάζουν. Ηχούσαν στ’ αυτιά ψιθυριστά. Σαν επωδός σ’ αρχαίο χορικό. Πονούσες στην ανάμνηση και μόνο. Δεν το έδειχνες. Σε ποιόν να το ‘δειχνες; Τι να ‘δειχνες; Και τι ο κάθε άσχετος θα καταλάβαινε απ’ τον δικό σου πόνο;

Η θέση του ήταν άδεια. Η θέση σου επίσης. Κανείς δεν θα μπορούσε πια σ’ αυτές τις θέσεις να καθίσει. Θα ήταν σαν να επέλεγε, οικειοθελώς, καρέκλα ηλεκτρική. Λες και σφραγίστηκε ο χώρος με την πλαστική κορδέλα του εγκληματολογικού. Αόρατη, ωστόσο, αισθητή.

Ο στολισμός Χριστουγεννιάτικος, σαν τότε. Αυτά τα μικρά κίτρινα φωτάκια, μπαλίτσες πολύχρωμες κι αστέρια πλαστικά και παντού σκιές.

Πήγες λοιπόν. Το ‘βλεπα και δεν το πίστευα. Δεν σε είχα τόσο δυνατό. Κι έδειχνες τόση σιγουριά πως δεν θα σπάσεις. Εσύ από φίνο κρύσταλλο σ’ άγαρμπα χέρια. Να τρέμεις στην παραμικρή κίνηση με τον απόλυτο φόβο πως θα είναι η τελευταία. Λάθος, με την προσμονή να είναι η τελευταία. Κρυστάλλινος και διάφανος. Ποιος μοίρασε τα υλικά; Γιατί στη μοιρασιά σε ‘ρίξαν έτσι; Γι’ αυτό γελούσες και πέταγες τσιτάτα κι εξυπνάδες. Για να ντυθεί το κρύσταλλο ατσάλινη επένδυση, αδιαπέραστη πανοπλία. Εξασκημένος απ’ τη σχολική σου πείρα, με πόσο πόνο αποκτηθείσα, ήξερες πως οι κρυστάλλινοι δεν μακροημερεύουν. Σπουδαία τα σχολεία στην προσφορά εκπαίδευσης με πρακτικές, βιωματικές ασκήσεις επιβίωσης.

Έμεινες κοντά τέσσερις ώρες. Βασανιστήριο σωστό. Την άλλη φορά είχες αντέξει περισσότερο. Τότε πίστευες ακόμα ότι αυτά τα άγαρμπα χέρια του δεν θα σε τσάκιζαν. Ίσως γι’ αυτό. Δεν πειράζει. Την τρίτη φορά θα κάνεις μέχρι και ολονυκτία. Νυχτέρι για νεκρό αγαπημένο με καφέδες και κονιάκ και νεκροκάντηλα για να βλέπουν στο θαμπό φως τ’ άγαρμπα χέρια να τσακίζουν καλύτερα.

Μοναδική παρηγοριά η σκέψη του κυρίου Διομήδη. Τον γνώρισες το πρωί. Έξω απ’ τη βιβλιοθήκη. Κρατούσες τον «Γυάλινο κόσμο» του Tennesee Williams. Διαμαρτυρόταν μπροστά από έναν τεράστιο σωρό κλαδιών πετσοκομμένων. Τα ‘χε βάλει με τους υπεύθυνους του Δήμου που «δεν ξέρουν να κλαδεύουν. Μόνο να μακελεύουν ξέρουν, οι άσχετοι». Ρώτησε τη γνώμη σου. Κρυστάλλινος κι αυτός, σκέφτηκες. Του είπες πως πονάς το ίδιο, σαν να ‘χουν κόψει τα χέρια και τα πόδια τα δικά σου. Σου συστήθηκε. Σε χάιδεψε στο μάγουλο. Ήξερε να χαϊδεύει, έτσι αναγνωρίζονται οι κρυστάλλινοι μεταξύ τους. Σε χάιδεψε στο μάγουλο. Πράξη μεγάλης οικειότητας και τολμηρή πολύ, για δυο άντρες, πριν λίγα δευτερόλεπτα, αγνώστους. Σου είπε για την από χρόνια πεθαμένη αγάπη του. Του λείπει τόσο. Χωρίσατε εκεί, μπροστά στη βιβλιοθήκη, δίπλα σ’ ένα τεράστιο, θλιβερό σωρό από πετσοκομμένα κλαδιά. Τον θυμήθηκες αργά τη νύχτα. Η θύμησή του, η γλυκιά, σε κρατούσε να μην πέσεις απ’ τη θέση σου. Έπινες τον κρασάκι σου, δήθεν, αμέριμνος, ευχόμενος «χρόνια πολλά» για τα γενέθλια (τριακοστά;), προσπαθώντας να αγνοήσεις τον σωρό απ’ τα πετσοκομμένα μέλη σου, στη μέση του μισοάδειου από πελάτες, τίγκα στον καπνό, χριστουγεννιάτικα στολισμένου Γυαλί Καφενέ.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top