Fractal

Διήγημα: “Το βουργουνδί”

Της Αλεξάνδρας Σάνδη //*

 

 

φ4

 

Εκείνο το βράδυ δεν ήθελα να βγω από το σπίτι.Αν δεν ήταν εκείνος, δηλαδή, αν δεν ήταν η ζήλια μου για εκείνον, η ζήλια που με εκτόπιζε κάθε φορά που έβρισκα μια άνετη θέση στον καναπέ, αυτή που σερνόταν σαν ένα μωρό φίδι κάτω από το δέρμα μου, αν δεν ήταν εκείνη, θα χανόμουν μέσα στις βαθουλωμένες μαξιλάρες και θα άφηνα την αμφιβολία της απιστίας να υφέρπει ελεύθερα και σιωπηλά χωρίς καμία ελπίδα να ανέβει στην επιφάνεια. Θα την άφηνα εκεί βαθιά, στα σκοτάδια, να με τρώει χωρίς κανέναν πόνο.

Εκείνο το βράδυ λοιπόν η ζήλια ήταν το κατοικίδιο που είχε χιμήξει πάνω μου και απαιτούσε με νύχια και δόντια να το βγάλω βόλτα για την ανάγκη του. Φόρεσα χωρίς καμία όρεξη το πουλόβερ που μου χε κάνει δώρο την Πρωτοχρονιά. Είχε ένα χρώμα που εγώ το έλεγα μπορντό και τόνιζε την επιδερμίδα μου. Εκείνος το έλεγε βουργουνδί. Ποτέ δεν είχα ακούσει πιο πριν το βουργουνδί, αυτός μου έμαθε το βουργουνδί, αυτός μου έμαθε και τη ζήλια. Αν η δική μου ζήλια είχε χρώμα, δε θα ήταν πράσινη όπως αυτή των άλλων ανθρώπων, θα ήταν βουργουνδί.

Έβρεχε και πήρα ταξί. Οι σταγόνες χτυπούσαν με μένος το τζάμι, οι υαλοκαθαριστήρες δούλευαν στο φoυλ , όλα έμοιαζαν να δίνουν ρυθμό σε μια νύχτα που διαφορετικά θα ήταν ασήμαντη και άδεια. Η ανυπομονησία μου μεγάλωνε κι ένιωθα το αίμα μου να τρέχει, να τρέχει μέσα σε ένα σώμα καθηλωμένο σε μπεζ δερμάτινα καθίσματα, μέσα σε μια αφύσικη μυρωδιά πεύκου που προσπαθούσε να καλύψει το μαύρο που έκαιγε συχνά πυκνά ο οδηγός. Αν και οδηγούσε πολύ αργά, τόσο που σταματούσε στα φανάρια πριν ακόμα ανάψει το κόκκινο, τα φρεναρίσματά του μου έφερναν αναγούλα. Μ άφησε στην κάτω γωνία του πιάνο μπαρ να βγάζω τα άντερά μου.

Ο πορτιέρης, εκείνο το βράδυ δεν ψαχούλεψε ηδονικά το σακίδιο μου Το βλέμμα του παρέκλινε για να μου υποδείξει τις λάσπες που είχαν κολλήσει στις σόλες των παπουτσιών μου. Η γιγάντια σκιά του έπεφτα πάνω στη δική μου κι ενώ πάλευα να καθαρίσω τα παπούτσια μου στο μικρό κιλίμι πριν πατήσω στο κόκκινο χαλί της εισόδου, παρατήρησα ότι η μικρή μου σκιά φαινόταν σαν να είναι ένα μέλος της δικής του, ένα έμψυχο αξεσουάρ που για κάποιο λόγο κουνιόταν σαν νευρόσπαστο, σαν να προσπαθούσε να αποκοπεί, να ελευθερωθεί από το κυρίως σώμα. Μόνο όταν οι σόλες γυάλισαν, οι σκιές μας αποχωρίστηκαν η μια την άλλη κι εγώ πάτησα το κόκκινο χαλί.

Η αίθουσα ήταν γεμάτη λευκό, ψεύτικο καπνό. Δεν υπήρχε πουθενά φωτιά, μονάχα θεατρινίστικα εφέ απαραίτητα για να κρύψουν τη γύμνια του. Αυτός νόμιζε ότι έτσι έκρυβε τη γύμνια του κορμιού του, αλλά εγώ ήξερα πως στην πραγματικότητα έκρυβε τη γύμνια της ερμηνείας του. Δεν του το πα ποτέ γιατί οι λέξεις αυτές θα ήταν πολύ βαριές για να τις αντέξουν ανθρώπινα πνευμόνια. Ίσως ένας ετοιμοθάνατος θα μπορούσε να τις ξεστομίσει εκεί, καθώς βαριανασαίνει μπας και φύγει μια ώρα αρχύτερα και ξελαφρώσει η ψυχούλα του. Οι άλλοι γύρω κοιτούσαν, χάζευαν , θαύμαζαν το καλλίγραμμο κορμί, αναζητούσαν την απόκρυφη εικόνα, μύριζαν τον ψεύτικο καπνό, αλλά κανείς τους δεν κοντοστεκόταν στη γυμνή του ερμηνεία. Κανείς τους εκτός από εμένα. Αυτή τη γυμνή ερμηνεία την επινόησα εγώ.

Πριν τον πιάσω στα χέρια μου ήταν ένα τίποτα. Ψέματα. Είχε βρώμικο κορμί και καθαρό πρόσωπο και το χαμόγελο του μπορούσε να καρφώσει τις πιο μύχιες σκέψεις μου σε φωτεινό πίνακα ανακοινώσεων. Εκείνος ήρθε και με βρήκε. Τον ενέπνευσα μου είπε, κάτι είδε στα μάτια μου και μετά ήθελε να το βλέπει συνέχεια, κάτι που δεν κατάφερνε να μου πει κι εγώ ευχόμουν να μην τα καταφέρει ποτέ για να υπάρχει πάντα. Ήθελε τη γνώμη μου, τη συμβουλή μου. Ήθελε να ερμηνεύσει, να συγκινήσει. Δεν ήξερε πως για να συγκινήσει έπρεπε πρώτα να συγκινηθεί. Ίσως τότε να μην το ήξερα ούτε εγώ. Ναι λοιπόν, πριν τον πιάσω στα χέρια μου ήταν ένα τίποτα.

Ο εφιάλτης μου ξεκίνησε παρέα με τη δική του εμμονή. Έπαιζε στο πιάνο τον αγαπημένο του Μπάχ κάθε μέρα χωρίς εξαίρεση και η τεχνική του μου έπεφτε τόσο βαριά σαν να με πλάκωνε ένα όμορφα σφυρηλατημένο κομμάτι μάρμαρο. Πέρα από τη βαρυστομαχιά η τεχνική αυτή μου προκαλούσε και άλλα συμπτώματα. Καμιά φορά καθώς αφαιρούμουν και δεν έψαχνα εναγωνίως να συλλάβω την πνοή μέσα από τα κουρδισμένα του δάχτυλα, μου ερχόταν αναγούλα. Ένα απόγευμα θυμάμαι μια αριστοτεχνική τρίλια ήταν αρκετή για να αδειάσω όλο το περιεχόμενο του στομάχου μου. Το στομάχι μου είναι πολύ ευαίσθητο, αυτό είναι αλήθεια, αλλά ήταν η πρώτη φορά που δεν μπορούσα να εξηγήσω μια τέτοια αντίδραση. Μου συνέβαινε συχνά όταν βρισκόμουν σε μεταφορικό μέσο ή όταν έτρωγα δείπνο μετά τις 8, αλλά έτσι στα καλά καθούμενα επειδή άκουγα κάποιον να παίζει πιάνο και μάλιστα να παίζει με αψεγάδιαστη τεχνική, όχι αυτό δε μου χε ξανατύχει. Κάθε φορά που ξέρναγα εγώ, αυτός σκεπαζόταν με μια μαύρη κουβέρτα και περίμενε καρτερικά να ξημερώσει η επόμενη ημέρα. Κρεμόταν ο δόλιος κυριολεκτικά από το στομάχι μου. Ένα πρωινό ξύπνησα και το κρεβάτι ήταν άδειο. Το σώμα του μύριζε έντονα, σημάδι ότι είχε μόλις σηκωθεί. Ακολούθησα τη μυρωδιά μέχρι το σαλόνι. To πρωϊνό φως έβρισκε το δρόμο του μέσα από τα σάπια παραθυρόφυλλα και χτυπούσε κατευθείαν πάνω στο πιάνο. Δεν τον είδα αμέσως. Η δυνατή λάμψη του δέρματός του έκανε τα βλέφαρά μου να ανοιγοκλείσουν δυο- τρεις φορές και ούτε που το κατάλαβα όταν άρχισαν οι παραλλαγές του Γκόλντμπεργκ να εναλλάσσονται η μια την άλλη. Δε μου έφερνε αναγούλα. Η τεχνική του ήταν αψεγάδιαστη, αλλά υπήρχε και κάτι ακόμα, κάτι που δε με άφηνε να την ξεράσω, κάτι που μπορεί να μην την έκανε εύπεπτη, αλλά σίγουρα της επέτρεπε να κρατηθεί μέσα μου και να γαργαλήσει τις αισθήσεις μου. Η ερμηνεία αυτή απέκτησε σάρκα και οστά τη στιγμή που στάθηκα εκεί ως αυτόπτης μάρτυρας της γύμνιας της.

Η ανταλλαγή έμοιαζε δίκαιη. Το κορμί αυτό μπορούσα να το χαίρομαι αφειδώς κάθε μέρα, κάθε μέρα μέχρι που η ζήλια ήρθε μέσα στο πακέτο με το βουργουνδί πουλόβερ. Ποτέ πριν δεν πίστευα ότι ένα δώρο θα μπορούσε να κάνει ένα τόσο μεγάλο κακό, να φέρει κυριολεκτικά τα πάνω κάτω. Τα χέρια μου έμεναν δεμένα με το βουργουνδί πουλόβερ κι έτρεχα μαζί με το λαό να χειροκροτήσω την αριστοκρατική γύμνια του και να καθίσω διπλά του, φρουρός αυτού του σώματος που έχει δανείσει τη μυρωδιά του στα σεντόνια μου. Τελικά όλα δανεικά ήταν, όλα εκτός από το βουργουνδί πουλόβερ. Αυτό ήταν για πάντα δικό μου

Εκείνο το βράδυ έφτασα στο τραπέζι μου εγκαίρως. Ήταν το ίδιο τραπέζι πάντα, φυλαγμένο για μένα. Εκεί μπροστά- μπροστά στη δεξιά γωνία ήταν η καλύτερη θέση. Από εκεί σε κάποιες στιγμές της ερμηνείας του, όταν τα χέρια του έπαιρναν φωτιά και η πλάτη του τρανταζόταν με έναν τρόπο σχεδόν ιερό, φαινόταν όλο του το κορμί εκστασιασμένο σαν να ξυπνά από το πιο αισθησιακό όνειρο. Για τη θέση αυτή άξιζε να έρχομαι κι ας ξερνούσα μέσα στο ταξί κι ας αναμετριόμουν με τη σκιά του πορτιέρη κι ας δεχόμουν πάνω μου όλα τα βλέμματα που ήθελαν να διαπεράσουν την ασπίδα των μαλακών μου μορίων για να ξεχυθούν ξεδιάντροπα πάνω στο γυμνό του δέρμα.

Κάθισα στην καρέκλα μου ακριβώς πάνω στην ώρα. Οι παραλλαγές ξεκίνησαν και η σπονδυλική μου στήλη δονούταν καθώς έβλεπα τις νότες να αναδύονται με απόλυτη φυσικότητα μέσα από τους πόρους της επιδερμίδας του. Στην αίθουσα επικρατούσε σιωπή, μια σιωπή που δεν επιβαλλόταν, αλλά προσφερόταν ως φόρος τιμής σε αυτή τη γυμνή αλήθεια που πρώτη φορά στα χρονικά επινοείτο τόσο άρτια, τόσο όμορφα. Και κάπου εκεί, μέσα σε μια ατμόσφαιρα μυσταγωγική, το σπάσιμο ενός κρυστάλλινου ποτηριού διέπραξε την ιεροσυλία.

Είχε σκύψει το κεφάλι της όταν την είδα. Δεν ήταν από ντροπή, κάτι έψαχνε. Το φόρεμά της ήταν μαύρο και άφηνε έξω την πλάτη της μέχρι κάτω, στην αρχή των γοφών. Το καλοραμμένο στρίφωμα αγκάλιαζε τα οστεώδη της γόνατα και οι κομψές γόβες αναδείκνυαν το καμπυλόγραμμο κουντεπιέ της. Σκέφτηκα πως θα μπορούσε να είναι χορεύτρια. Ήταν κομψή με γραμμωμένα πόδια και ευλύγιστους αστράγαλους τους οποίους συχνά κουνούσε κυκλικά. Ο τρόπος που στεκόταν είχε μια αβίαστη λεπτότητα και ο ρυθμός της αναπνοής της ήταν καταφορές σύντονος με τη μουσική. Ακόμα δεν είχα δει το πρόσωπο της. Το μαλλί της, κοντό καρέ, άφηνε το πίσω μέρος του λαιμού της σε κοινή θέα Ακούμπησε και τα δυο της χέρια στην μπάρα και ξάπλωσε νωχελικά πάνω τους. Όσο οι παραλλαγές διαδέχονταν η μια την άλλη, τόσο περισσότερο απλωνόταν, τόσο πιο γυμνή φαινόταν η πλάτη της. Για μια στιγμή ένιωσα να εγκλωβίζομαι ανάμεσα σε δυο εξαίσιες γυμνές πλάτες. Το βλέμμα μου πλανιόταν από τη μια στην άλλη. Προσευχήθηκα για μια λύση. Ήρθε μαζί με το μελαγχολικό αντάτζιο που όπως κάθε νύχτα κοίμισε το μισό ακροατήριο. Τότε κοιμήθηκε και η ξανθή γυναίκα, εκεί πάνω στα μακριά της χέρια με τη γυμνή της πλάτη να έχει ανατριχιάσει . Πέντε παραλλαγές έμεναν ακόμα.

Η γυναίκα με τη γυμνή πλάτη με είχε πράγματι αιχμαλωτίσει. Άκουγα πλέον τις παραλλαγές μέσα από την κίνηση της αναπνοής της, μια κίνηση που κυλούσε με τον πιο εύηχο τρόπο μέσα στο ρυάκι της σπονδυλικής της στήλης. Ήταν λίγο πριν την έναρξη της τελευταίας άριας όταν την είδα να τεντώνεται με μια χάρη σχεδόν ευλαβική, λες και το τέντωμα ήταν η πιο ευγενής κίνηση του ανθρώπινου σώματος.

Σήκωσε τον κορμό της σπόνδυλο σπόνδυλο, νότα νότα. Γύρισε και με κοίταξε λες και με έψαχνε όλη αυτή την ώρα που ήταν ξαπλωμένη. Δε θυμάμαι το χρώμα των ματιών της, θυμάμαι όμως πόσο εκείνο το βράδυ το ζήλεψα Δε σταμάτησε να με κοιτάζει ενώ έβγαζε τα παπούτσια της για να ανέβει πάνω στην μπάρα. Στην αρχή νόμιζα ότι κινούσε το κορμί της πάνω στη μουσική, σύντομα όμως κατάλαβα πως το κορμί της ήταν που την ερμήνευε. Χωρίς να γίνει αντιληπτό από κανέναν στο ακροατήριο κι ενώ συνέχιζε να με κοιτάζει, έβγαλε το φόρεμα της, το εξαφάνισε με ένα απλό άγγιγμα λες και έλυσε τα μάγια και βρέθηκε ξαφνικά ολόγυμνη σαν να βγήκε από κουκούλι. Ήταν τότε που άρχισα να νιώθω το βουργουνδί πουλόβερ να με τρώει. Την είδα να περπατά προς το πιάνο. Πατούσε τα δουλευμένα της πέλματα πάνω στα τραπέζια, των ανθρώπων, στα κεφάλια τους, στα κρυστάλλινα ποτήρια τους, κανείς δεν καταλάβαινε τίποτα. Έφτασε στο πιάνο, τη στιγμή που ξεκίνησε η τελευταία άρια. Κάθισε και τον κοίταξε. Δεν της έδωσε καμία σημασία. Το βουργουνδι πουλόβερ με έτρωγε τώρα πολύ. Εκείνη του πήρε ένα τσιγάρο από το πακέτο που άφηνε πάντα ακουμπισμένο πάνω στο πιάνο, για να μπορεί να ρουφήξει το δικό του καπνό αμέσως μετά το τέλος της Άριας. Εκείνη το άναψε πρώτη, πριν το τέλος. Φυσούσε τον καπνό πάνω του, γελούσε. Την είδα να ρίχνει τη στάχτη της πάνω στα δάχτυλα που δούλευαν πυρετωδώς και να ξεκαρδίζεται. Έπιασα καλά το βουργουνδί πουλόβερ, γάντζωσα τα νύχια μου στις σφιχτοπλεγμένες θηλιές του και με δύναμη το έσκισα στα δυο. Ο ήχος ήταν πιο δυνατός από την άρια. Η γυναίκα τον άκουσε και γύρισε. Ήρθε προς το μέρος μου με το τσιγάρο της. Με το ελεύθερο της χέρι απελευθέρωσε το κορμί μου από το κομματιασμένο πουλόβερ. Δε τολμούσα να κοιτάξω τη γύμνια μου. Εκείνη τόλμησε. Χάιδεψε το στέρνο μου, το ψηλάφισε, βρήκε ένα σημείο που το δάχτυλο της έμπαινε βαθιά μέσα και με ένα πλατύ χαμόγελο έχωσε απότομα τη καύτρα της. «Αυτό είναι το βάπτισμα του πυρός» μου είπε σοβαρά και το βλέμμα της διαπέρασε το κρανίο μου.

Το βαπτισμένο μου σώμα είχε μια τρύπα. Μια τρύπα που δεν επέλεξα, μια τρύπα που δεν ήταν ούτε όμορφη ούτε άσχημη, ήταν απλά μια τρύπα που δεν έπαιρνε ούτε έδινε ερμηνεία. Εκείνο το βράδυ θα το θυμάμαι για πάντα, καθώς η δική μου γύμνια έλαμπε σαν σώμα αυτόφωτο ενώ η δική του ήταν θαμπή. Θάμπωσε από τα πολλά βλέμματα που την άγγιξαν, όλο της το φως πνίγηκε στον κατάφορο θαυμασμό τους.

Η άρια τέλειωσε και οι ακροατές άρχισαν σιγά σιγά να ξυπνούν. Κάποια στιγμή κάποιος χειροκρότησε.

 

 

 

* Η Αλεξάνδρα Σάνδη  γεννήθηκε το 1979 στην Αθήνα. Ολοκλήρωσε τις ακαδημαϊκές τις σπουδές στη Φιλοσοφική και την Ιατρική σχολή του πανεπιστημίου Αθηνών κι εργάζεται εδώ και 8 χρόνια στο χώρο της υγείας. Με τη δημιουργική γραφή ασχολείται εντατικά τον τελευταίο χρόνο.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top