Fractal

Ο ερυθρόμορφος των «Πορφυρών πανιών» του Αλεξάντερ Γκριν

Γράφει η Όλγα Ντέλλα // *

 

porfyraΥπάρχουν βιβλία που σαν τα διαβάσεις αλλάζεις τη ζωή σου ή αν την έχεις ήδη πάρει, θα’ θελες να το μπορούσες να την πάρεις απ’ την αρχή. Υπάρχουν βιβλία που λειτουργούν σχεδόν ως μανιφέστα, με μια δυναμική εντούτοις καταλυτικότερη από οποιαδήποτε διακήρυξη και σχεδόν ηφαιστειώδη. Τέτοια βιβλία όπως το Walden του Thoreau, όπως τα «Πορφυρά πανιά» του Αλεξάντερ Γκριν. Ακριβώς όπως τα «Όνειρα» του Kurosiwa.

 

Η ιστορία απλή και ως παραμύθι. Δυο ήρωες, ένα κορίτσι ένα αγόρι, μια γυναίκα ένας άντρας στην πορεία, από αλλού ξεκινούν και με τρόπο άφατο και άρρηκτο -σχεδόν μεταφυσικό- προς το μαζί. Δυο ήρωες παραμυθιού, να εμπεριέχει, όπως όλα τα παραμύθια, τη δοκιμασία του πριν, του ώσπου να φτάσουν ο καθένας χωριστά και μαζί στο μαζί.

Γύρω τους οι άλλοι. άνθρωποι «αλαζονικοί, σκλάβοι της κοινωνικής θέσης, του πλούτου και των νόμων της συγκεκριμένης κοινωνίας».1 Σκλάβοι του φλοιού της καθημερινότητας, υπηρετώντας «το κομμάτι αυτό της ψυχής, […] που δεν αξίζει τον κόπο να το περιγράψει κανείς». Άνθρωποι που «η ζωή χύνει σε έτοιμα καλούπια», που ζούνε «στη νάρκη της ευημερίας που προνοεί για όλες τις επιθυμίες μιας κοινής ψυχής» και που όλες οι κλίσεις τους έχουν μπει «στο χλωροφόρμιο της ανατροφής και της μοίρας». Άνθρωποι και δίχως ευημερία, που, όπως και οι πρώτοι, «δεν έχουν πια ζωή, παρά απλώς σιγοβράζουν μέσα της, αφήνοντας τη βούληση αδρανή».
Άνθρωποι μέσα «σε ζωές που δεν έζησαν». «άνθρωποι αφορεσμένοι» που «κοπιάζουν για να ζήσουν […] πεθαίνοντας δίχως ποτέ να μάθουν το γιατί». Που πορεύονται στην τύχη, καταδικασμένοι απ’ την προσπάθεια να υπηρετούν δίχως πάθος των πραγμάτων την κενότητα».2 Άνθρωποι ως εν ζωή νεκροί, δίχως να λογαριάζουν «το δικαίωμα που διεκδικούν τα γεγονότα της ψυχής» πάνω στην πραγματικότητα της ζωής. Δίχως να συνειδητοποιήσουν εγκαίρως πως «οι εικόνες των πραγμάτων στην ψυχή μας έχουν μια βαθιά, αλλόκοτη πραγματικότητα»,3 αλλά μονάχα «όσοι έχουν άγρυπνη και υγιή ψυχή, θυμούνται πως κάθε μέρα ο ήλιος ανατέλλει καθάριος».4 Μονάχα αυτοί θέλουν και εν τέλει τον βλέπουν.

 

Η Ασσόλ

Εντός τους η Ασσόλ, με εγκιβωτισμένο τον ήλιο στο όνομά της, να υπάρχει ως ηλιόπετρα, ως η piedra del sol του Οκτάβιο Πας, να φωτίζει δίχως να το ξέρει, μονάχα με αυτό που είναι, με το ένδον της φως. Να υπάρχει και να μεγαλώνει με την ετικέτα της αλαφροΐσκιωτης, της daydreamer, με την ετικέτα της «σαλπαρισμένης» και της «μισότρελης», πέραν του κανονικού και ευθύγραμμου τρόπου των υπολοίπων. Η Ασσόλ, να διασώζει την ετερότητα, το δικαίωμα και την τόλμη του να ονειρεύεσαι όσο δεν κοιμάσαι, του να βλέπεις την πραγματικότητα σα να είναι κομμάτι ονείρου, ένας κόσμος θαυμαστός που υπάρχει γύρω σου με τους υπόλοιπους, τους κανονικούς, να τον αγνοούν από ηθελημένη τυφλότητα.

Ο Γκριν αναλαμβάνει την είσοδο στην ενδοχώρα της, σε αυτά που φαίνονται μα δεν αναγνωρίζονται δια γυμνού οφθαλμού, παρά μονάχα δια του οφθαλμού αυτών των ελαχίστων που αναλαμβάνουν, όπως αυτός, την υπεράσπισή της. «τα εντυπωσιακά χαρακτηριστικά του προσώπου της, θύμιζαν το μυστήριο αξέχαστων, συναρπαστικών, αν και απλών λέξεων», «τα πανέμορφα, λίγο σοβαρά για την ηλικία της μάτια κοιτούσαν με τη συνεσταλμένη προσήλωση των ευαίσθητων ψυχών». Το πρόσωπό της «ήταν ικανό να εμπνεύσει την αγάπη», δίχως να υπάρχει ως ξεχωριστό, παρά μονάχα να συμπληρώνει «ένα σύνολο τελείως πρωτότυπο, πρωτότυπα γλυκό». Κάτι που δε θέλει περαιτέρω να περιγράψει, γιατί αδυνατεί. Πώς να καταγράψει κανείς με λέξεις απλά και μόνο τα όσα εμπεριέχει η λέξη «μαγεία»; Η γλώσσα αδυνατεί να την περιχαρακώσει, η γλώσσα δεν επαρκεί, όταν πρόκειται για τέτοια έκτακτα φαινόμενα όπως η Ασσόλ. Η γλώσσα την παραδίδει στο άρρητο. στο αλώνι της φαντασίας.

Η Ασσόλ ιστορείται άλλοτε άμεσα και άλλοτε έμμεσα, μέσα από τα λόγια των όσων απαντηθούν μαζί της. «μιλάει σαν ενήλικας, αλλά ο τρόπος της κουβέντας της είναι παράξενος. Αν την ακούσεις, θα πεις είναι σαν εμένα, σαν εσάς, αλλά όχι κι ακριβώς έτσι». Αυτό που λέει εκπορεύεται από μια άπαυτη πηγή ονείρου που την εμπεριέχει, από τη βεβαιότητα για την ύπαρξή της και πως αυτή καταυγάζει το παρόν του καθενός, αν μονάχα αυτός, ο καθένας, έχει τα μάτια της ψυχής του ανοιχτά, για να τη δει, να την ακούσει. Η βεβαιότητά της για τον τρόπο που αντιλαμβάνεται τον γύρω και τον μέσα της κόσμο είναι δεδομένη: «Όχι, ξέρω αυτό που ξέρω», λέει στον καρβουνιάρη. «εσύ σίγουρα όταν φορτώνεις το καλάθι σου με κάρβουνο, νομίζεις πως θα ανθίσει». Και πράγματι, λέει αυτός, «δεν ξέρω τι με έσπρωξε να το κάνω αυτό, αλλά κοίταξα το άδειο καλάθι και μου φάνηκε στ’ αλήθεια πως είδα μπουμπούκια να βγαίνουν από τις βέργες του». Η Ασσόλ, να ανθίζει τα καλάθια, να βλέπει όπου κάρβουνα ανθούς. Να υπάρχει σε «ένα σμήνος συγκεχυμένων τρυφερών σκέψεων που λάμπουν μέσα της», να υπάρχει ως φως για όσους μπορούσαν να αντέξουν το φως της.

Ο Γκριν προχωρά παραπέρα. να «τη δούμε από λίγο πιο κοντά, μέσα της». «Μέσα της, λοιπόν, να υπάρχουν δύο κοπέλες, δύο Ασσόλ μπερδεμένες σε μια υπέροχη αταξία. Η μία είναι η κόρη του ναυτικού, του χειροτέχνη που κατασκευάζει παιχνίδια, η άλλη είναι ένα ζωντανό ποίημα με όλα τα θαύματα των παρηχήσεων και των εικόνων του, με μια μυστήρια γειτνίαση λέξεων, στην αλληλεπίδραση του φωτός και της σκιάς, καθώς το ένα χύνεται πάνω στο άλλο». Αυτή η δεύτερη, η πραγματική Ασσόλ, η σάρκωση της ίδιας της ποίησης όταν δεν γίνεται ποίημα, η ψυχή της ψυχής και του σώματός της, η μεταξύ του γύρω σκότους και του ένδον φωτός, αυτή που εμπεριείχε την πάλη ανάμεσα στη νύχτα και στον όρθρο, οι λέξεις οι θαυμαστές μα και εκείνες οι άφατες, «γνώριζε τη ζωή στα όρια της δικής της εμπειρίας, πίσω όμως από τα κοινά φαινόμενα έβλεπε να αντανακλάται το νόημα μιας άλλης τάξης», μιας άλλης ζωής. Της πιο ζωής απ’ τη ζωή. «Περιεργαζόμενοι έτσι τα αντικείμενα», επεμβαίνει ο Γκριν σα να μας ξεναγεί στη χώρα του μέσα από την ενδοχώρα της, «δεν τα αντιλαμβανόμαστε με τρόπο γραμμικό, αλλά μέσω της εντύπωσης, η οποία είναι σαφώς ανθρώπινη και -όπως οτιδήποτε ανθρώπινο- ξεχωριστή».

Έτσι, «έβλεπε κι εκείνη πέραν του ορατού. Χωρίς αυτές τις σιωπηλές κατακτήσεις καθετί το ευνόητο της ήταν ξένο». Καθετί το εύλογο και το οφθαλμοφανές. Το μέσα στην εξωστρέφεια και πλην της σιωπής. Έψαχνε και είχε ανάγκη μονάχα τη βαθιά ψυχή των πραγμάτων, των γεγονότων, των ανθρώπων. «Ήξερε και της άρεσε να διαβάζει, αλλά και στα βιβλία, όπως και στη ζωή της, διάβαζε κυρίως ανάμεσα στις γραμμές. Ασυνείδητα, μέσω μιας ιδιόμορφης έμπνευσης, σε κάθε της βήμα έκανε αναρίθμητες ανεπαίσθητες ανακαλύψεις, άρρητες μα τόσο σημαντικές, όσο η καθαριότητα και η ζεστασιά. Μερικές φορές μάλιστα -κι αυτό συνεχιζόταν για αρκετές μέρες- μεταμορφωνόταν. Η φυσική αντίσταση της ζωής έσβηνε όπως η γαλήνη στο άκουσμα του τόξου, και όλα όσα έβλεπε, όλα όσα ζούσε, όλα όσα την περιέβαλλαν γίνονταν δαντέλα από μυστικά που είχαν πάρει τη μορφή του επίγειου κόσμου». Ενός κόσμου που είναι εκεί έξω και που υπάρχει ορατός και προσβάσιμος για όλους, εντούτοις δεν είναι όλοι, δεν υπάρχουν αυτοί, που θα το θελήσουν περισσότερο από ό,τι άλλο να τον αποκωδικοποιήσουν και να εισέλθουν από τη μια και μοναδική του πύλη, σχεδόν κερκόπορτα, εκεί όπου βασιλεύει το δίχως ενύπνιο όνειρο, ο βαθύς και ουσιαστικός τρόπος να προχωράς ακροποδητί προς τα πράγματα και τα θαύματα, να κοντοστέκεσαι να τα ανασαίνεις, να τα προσδοκάς, να κάθεσαι σ’ ένα βράχο να τα αγναντεύεις να εγγίζουν.

Από τη στιγμή που συναπαντήθηκε με την προφητεία, με εκείνον το γέροντα «περιηγητή», τον «συλλογέα τραγουδιών, μύθων, παραδόσεων και παραμυθιών», ήταν σα να αντάμωσε τη μοίρα και καλομοίρα της. το πνεύμα εκείνο του παραμυθιού που θέλει να νικά πάντα το καλό, πάντα το δίκαιο, πάντα η τόλμη, πάντα η αγάπη. Αυτός, κρατώντας στα χέρια του το παιχνίδι που σκάλισε ο πατέρας της, το μικρό ξύλινο καράβι, ήταν σα να διείδε μέσα σ’ αυτό το πεπρωμένο της ή να της το ευχήθηκε.

Ο περιηγητής και συλλογέας του φανταστικού κόσμου να ταυτίζεται με το συγγραφέα, τον καταγραφέα του. αυτού του κόσμου που εντούτοις υπάρχει στη ρίζα και ως ρίζα του πραγματικού. Ο πρώτος να συλλέγει παραμύθια, ο δεύτερος να τα γράφει. Ο συλλογέας και ο συγγραφέας, ο ίδιος και ο αυτός, κάθεται μ’ ένα ξύλινο παιχνίδι, με τη λανθάνουσα και εν ενεργεία -ωσάν ηφαίστειο σε προσωρινή νάρκη- δυναμική ενός καραβιού και ορίζει τη μοίρα του πραγματικού, το καράβι με τα πορφυρά πανιά, που δε θα’ ναι παιχνίδι πια, αλλά η ίδια η πραγματικότητα, το παραμύθι που έρχεται, που το ετοιμάζουν προσεκτικά και το φύουν εντός της, εκεί στα εντός όπου και η ίδια από μικρή και μέσα απ’ τον πατέρα της το εγκολπώνεται. Ο πατέρας της και η ίδια, να είναι το ίδιο το παραμύθι. Οι αρχέτυποι ήρωές του.

Στο παραμύθι το παραμύθι έρχεται στο τέλος και μετά τη δοκιμασία. Στην πραγματική ζωή πρέπει κατά τον ίδιο τρόπο να το περιμένεις να φανεί. Πρέπει να μάθεις να το προσδοκάς, πρέπει να ξέρεις να το διαφυλάξεις. Μια επίσης δοκιμασία. Έτσι «δεν ήταν λίγες οι φορές που, αναστατωμένη και φοβισμένη, πήγαινε τη νύχτα στην ακροθαλασσιά, κι εκεί, περιμένοντας την αυγή, αγνάντευε με προσοχή, μήπως και φανεί το καράβι με τα πορφυρά πανιά». Αυτό το καράβι που θα ερχόταν μοναχά για εκείνη. «Εκείνες οι στιγμές ήταν γι’ αυτήν η ευτυχία. Όσο δύσκολο είναι για μας να μπούμε στο παραμύθι, τόσο δύσκολο ήταν για κείνη να ξεφύγει από την εξουσία και τη γοητεία του». να μπει στην πραγματική ζωή, την πέρα από κάθε παραμυθία. Σε εκείνες τις στιγμές ήταν «σα να αποκαλυπτόταν το δεύτερό της πρόσωπο, αυτό το ειλικρινές πρόσωπο του ανθρώπου για τον οποίο συνήθως μιλάνε μόνο τα μάτια».

Η δοκιμασία για την Ασσόλ ήταν να συνεχίζει να πιστεύει στο παραμύθι παρά τις αποπομπές, παρά τη μοναξιά, παρά τη θλίψη. Στο εντός της δοκιμασίας διάστημα ζούσε και περπατούσε μες «σε μια ήρεμη θλίψη», σχεδόν στωική, αν εξαιρέσει κανείς την εγκιβωτισμένη ελπίδα. υπήρχε μες σ’ ένα «θλιμμένο χαμόγελο». Την κάθε μέρα διαβίωνε μες σε «έντονη πλήξη και απλότητα», «ενώ είχε ήδη σχηματιστεί μέσα της αυτή η ζαρωματιά της εσωτερικής δειλίας, αυτή η βασανιστική ρυτίδα, που αν την έχει κανείς, δεν μπορεί ούτε να πάρει ούτε να δώσει χαρά». Η θλίψη τούτη διογκώθηκε, καθώς δέχτηκε από νωρίς την απομόνωση της ορφάνιας, την περιθωριοποίηση λόγω του μη προσβάσιμου πατέρα, την αποπομπή για όλα αυτά μα και για την ψυχή που κουβαλά απάνω της. Την κορόιδευαν λέγοντας: «Είναι πειραγμένη, δεν είναι στα καλά της». Τούτη η απάνω της ετικέτα τη συνοδεύει από τα πιο μικρά της χρόνια. «το κορίτσι είχε υποστεί προσβολές που έκαναν το στήθος του να πονάει σαν από χτύπημα». Τα λόγια άλλωστε κάποτε σαν σπαθιά και όχι λιγότερο. Το κορίτσι είχε περιχαρακώσει τον εαυτό του μέσα σ’ ένα κόσμο δίχως τον κόσμο των άλλων, εκεί όπου ασφαλής ήταν και ένιωθε.

Εντούτοις δεν ήταν λίγες οι φορές που ολιγοπιστούσε, που «αναλογιζόμενη όλα τούτα», τα εντός της και παράλια θαύματα, «απορούσε ειλικρινά με τον εαυτό της, μη μπορώντας να αποδεχτεί ότι τα είχε πιστέψει». Ότι τους είχε παραχωρήσει την ψυχή της. Τότε «αποχαιρετούσε τη θάλασσα», το όνειρο αποχαιρετούσε, «μ’ ένα χαμόγελο κι επέστρεφε με θλίψη στην πραγματικότητα».

Ζούσε παρ’ όλα αυτά με τον τρόπο της, που θα πει -ακόμα και μέσα στην πραγματικότητα- με τον τρόπο της ψυχής της. Η Ασσόλ «ήταν ακόμη το μικρό κορίτσι που προσευχόταν με τον τρόπο του, ψιθυρίζοντας κάθε πρωί στοργικά: “Καλημέρα, Θεέ!” και το βράδυ: “Καληνύχτα, Θεέ!”». Και πίστευε βαθιά, όπως και τα πουλιά όταν πίνουν νερό και κοιτούν ευχαριστώντας προς τα πάνω, πως τούτο είναι και αρκετό, γιατί είναι από καρδιάς και ό,τι από καρδιάς αρκεί και νιώθεται. «Κατά τη γνώμη της», «αυτή η απευθείας επαφή με τον Θεό ήταν αρκετή για να τον κάνει να κρατάει μακριά τη δυστυχία».

Ζούσε και μέσα στα ενύπνιά της. Έφτιαχνε έναν κόσμο και μέσα σ’ αυτόν έμπαινε, στον ύπνο να καταφύγει, όταν στον ξύπνο δεν το μπορούσε γαλήνη να βρει. Τότε φανταζόταν πως «έριχνε με τη φαντασία της πετραδάκια στο φωτεινό νερό, παρακολουθώντας τους αχνούς κύκλους ν’ ανοίγουν και να χάνονται». Και τότε ερχόταν «το αγαπημένο της όνειρο» να την απαλύνει και να τη σκεπάσει: «ανθοστολισμένα δέντρα, νοσταλγία, μαγεία, τραγούδια και μυστήρια φαινόμενα, από τα οποία ξυπνώντας θυμόταν μονάχα τη λάμψη των γαλάζιων νερών που ανέβαιναν από τα πόδια ως την καρδιά κρύα και θριαμβευτικά». Σ’ αυτή «την απίθανη χώρα» μένει έως ότου ξυπνά και επιστρέφει.

Ωστόσο κάποτε «κάτι σαν μακρινό κάλεσμα», σαν από πάντα δηλαδή, την καλεί, και τότε είναι που «ξυπνά από τη χειροπιαστή πραγματικότητα», την ολόδική της, «σε μιαν άλλη, ακόμη πιο ξεκάθαρη και αδιαμφισβήτητη». Μια πραγματικότητα που είχε να κάνει με τη μοναδική «αίσθηση μιας θριαμβευτικά πλούσιας συνείδησης του κόσμου. Όπως όταν ακούμε τα λόγια των ανθρώπων και τα κατανοούμε, κι αν επαναλάβει κανείς όσα ειπώθηκαν, τα καταλαβαίνουμε εκ νέου μ’ ένα διαφορετικό, καινούργιο νόημα, το ίδιο συνέβη και σ’ εκείνη». Σα να είδε και να άκουσε τον κόσμο αλλιώς. Αυτόν τον κόσμο που η ίδια έτσι κι αλλιώς, αλλιώς κατανοούσε και υποδεχόταν μέσα στην επιούσια μέρα. Εντούτοις έρχεται στιγμή που ακόμα και αυτός κυοφορεί το επερχόμενο και το φωνάζει εντός της σιωπής του. Είναι τότε που μες στην «ερημιά και τη γαλήνη», «η ίδια αντηχούσε σαν ορχήστρα και πως μπορούσαν να την ακούσουν». Είναι τότε που όλα υπάρχουν γύρω της «με τα μάτια ανοιχτά» και την «κοιτάζουν» καθώς περνά. Είναι τότε που η ίδια είναι «πεπεισμένη πως το σκυλί θα μιλούσε, αν δεν είχε κάποιους κρυφούς λόγους να παραμένει σιωπηλό» και πως τα ιδιαίτερα πρόσωπα των λουλουδιών και η αταξία των μίσχων» εμπεριέχουν «στάσεις, προσπάθειες, κινήσεις, χαρακτηριστικά και εκφράσεις που θα μπορούσαν να είναι ανθρώπινα». Η Ασσόλ «μιλούσε σ’ αυτά που έβλεπε κι αντιλαμβανόταν. Σε μια στρατιά αρουραίων, στις μαρμότες, στο σκαντζόχοιρο, στο σκυλάκι, σ’ έναν βιολετή σκουληκοφαγωμένο κρίνο, σ’ ένα θάμνο, σ’ ένα σκαθάρι, σε μια καμπανούλα». Όπως ακριβώς στα παραμύθια. Η Ασσόλ μιλούσε, γιατί έβλεπε εκεί όπου όλοι οι άλλοι δεν έβλεπαν και άκουγε τα όσα δεν άκουγαν. Η Ασσόλ ένιωθε το επερχόμενο και το ευαγγελιζόταν.

Υπάρχει διαρκώς γύρω από τους «πραγματικούς της φίλους, τα δυνατά γέρικα δέντρα, που, το ήξερε, μιλούν με μπάσα φωνή». Μέσα τους και κάτω από τη σκέπη τους «η Ασσόλ αισθανόταν σαν στο σπίτι της». Τα «χαιρετούσε σαν να ήταν άνθρωποι, σφίγγοντας τα φαρδιά τους φύλλα. Προχωρούσε ψιθυρίζοντας πότε από μέσα της και πότε φωναχτά: “Πάω, αδέρφια, βιάζομαι, αφήστε με να περάσω. Σας αναγνωρίζω όλους, σας θυμάμαι και σας σέβομαι”». Τα «αδέρφια της την άγγιζαν μεγαλόπρεπα, όπως μπορούσαν -με τα φύλλα τους-, και αποκρίνονταν με τριγμούς». Τα αδέλφια της την ένιωθαν και την αγαπούσαν. Της άνοιγαν το δρόμο να περάσει.

Η Ασσόλ προχωρά εντός του κόσμου ως εκλεκτή και εμπνευσμένη μέσα σε μια «βαθιά και ακατανίκητη πίστη» για ό,τι υπάρχει και συμβαίνει γύρω της που «ξεχείλιζε θριαμβευτικά». Κάθεται «σκύβοντας προσεκτικά προς τη θάλασσα, κοιτά τον ορίζοντα με μάτια που μεγαλώνουν, που δεν θυμίζουν πια ενήλικα», καθώς ήταν «τα μάτια ενός παιδιού». Που πίστευε στην παραμυθία των παραμυθιών και την προσδοκούσε και για τούτο «ό,τι περιμένει μετά από τόσον καιρό και με τόση θέρμη παίρνει σάρκα και οστά εκεί, στην άκρη του κόσμου». Στην άκρη του βράχου, προς τη μεριά της θάλασσας και της ανατολής. «Όποιος δεν γνώριζε αυτά που γνώριζε η Ασσόλ θα έβλεπε μόνο ένα τρεμοφέγγισμα και μια λάμψη». Η Ασσόλ έβλεπε έναν άλλο, πιο πραγματικό απ’ τον πραγματικό, κόσμο. Έβλεπε ν’ αστράφτει «η επιφάνεια του ωκεανού». Την άκουγε να μιλά.

 

 

Αλεξάντερ Γκριν

Αλεξάντερ Γκριν

 

Ο Γκρέυ

Ο Γκρέυ από την άλλη και κάπου αλλού, πέραν επίσης των περιχαρακωμένων ορίων που του επέβαλε η κοινωνική του θέση, να διαρρηγνύει τους όποιους δεσμούς, να σαλπάρει -προτού να σαλπάρει-, πραγματώνοντας την ανάγκη της ψυχής του και προς ένα πεπρωμένο που, ενώ το αγνοεί, βαδίζει εντούτοις και αρμενίζει ακάθεκτος προς εκείνο. «Είχε γεννηθεί καπετάνιος, αυτό ήθελε να γίνει, κι αυτό έγινε».

Ήταν ήδη από μικρός και από δώδεκα χρονών, «όταν όλα τα κινήματα της ψυχής του, όλα τα ξεχωριστά χαρακτηριστικά του πνεύματός του και οι αποχρώσεις των μυστικών του παρορμήσεων ενώθηκαν σ’ ένα ορμητικό κύμα και, αποκτώντας αρμονία, μετατράπηκαν σε μιαν αδάμαστη επιθυμία». Ως εκείνη τη στιγμή ήταν «σαν να έβρισκε μόνο διάσπαρτα σε πολλούς άλλους κήπους κομμάτια του δικού του κήπου -ένα ξέφωτο, μια σκιά, ένα λουλούδι, έναν πλούσιο και μεγαλοπρεπή κορμό. και ξαφνικά τα είδε ξεκάθαρα όλα, σε μιαν εξαίσια και εκπληκτική συμφωνία». Είναι η στιγμή που φωτάει το ένδον φως, ακριβώς σαν την αστραπή του σολωμικού, και γνώρισε διαμιάς τον εαυτό του και είδε το δρόμο του. Και τότε ένιωσε πως «κανένα άλλο επάγγελμα δεν θα μπορούσε να συγχωνεύσει τόσο επιτυχημένα και ολοκληρωτικά όλους τους θησαυρούς της ζωής, διατηρώντας ανέγγιχτο και ακριβές το περίγραμμα κάθε ευτυχισμένης στιγμής». Πως κανένα άλλο επάγγελμα δε θα μπορούσε να συσσωματώσει και να αναπαύσει την ψυχή του, αυτή «την ξεχωριστή ψυχή του που πετούσε ψηλά» και που προερχόταν από τη «λάμψη του ανθρώπου αυτού που κοιτάζει τη φωτιά» και θέλει να τη διασχίσει.

Ο Γκρέυ είδε την ψυχή του μέσα σε μια εικόνα, μέσα σε έναν πίνακα στη βιβλιοθήκη του αρχοντικού του. Τούτος ο πίνακας και ό,τι εμπεριείχε στάθηκε αρκετό, ωσάν προφητεία, για να αρνηθεί το αρχοντικό του. Τούτος «ο πίνακας έγινε γι’ αυτόν εκείνη η λέξη, η απαραίτητη για τη συνομιλία της ψυχής με τη ζωή, χωρίς την οποία είναι δύσκολο κανείς να καταλάβει τον εαυτό του». Τούτος ο πίνακας, τούτο «το αδάμαστο πλοίο» που εικόνιζε, «εισχωρούσε στο σώμα του». Ήταν ο ίδιος ο εαυτός και η ενδοχώρα του. Και τότε «άρχισε να διαβάζει, ή μάλλον να προφέρει και να φωνάζει τις αρχαίες λέξεις της θάλασσας». Και τότε άρχισε να αποκρυπτογραφεί τον κόσμο γύρω του, μα και τον ένδον, μέσα από αυτήν.

Ήταν τότε που επήλθε η διάσταση. Μεταξύ του ένδον κόσμου και του οικείου του. Η διάσταση με τους αγαπημένους και με ό,τι αυτοί είναι σε θέση να δουν. Με τη μητέρα του και με ό,τι είναι σε θέση αυτή να αντιληφθεί: «Ξέρω», της γράφει. «Μακάρι να έβλεπες όπως βλέπω: δες μέσα από τα δικά μου μάτια. Μακάρι να άκουγες όπως ακούω: βάλε στο αυτί σου ένα κοχύλι. κλείνει μέσα του τον ήχο του αιώνιου κύματος. Αν αγαπούσες όπως αγαπώ τα πάντα, στο γράμμα σου, εκτός από την αγάπη σου και μια επιταγή, θα έβρισκα κι ένα χαμόγελο…». Δεν το βρίσκει όμως. Γιατί «όλα όσα υποστήριζε πως ήταν η ουσία της ζωής του, η ίδια τα έβλεπε απλώς σαν παιχνίδια που διασκέδαζαν το αγοράκι της». Γιατί είναι συχνά και όχι σπάνια που οι πιο οικείοι αδυνατούν να χωρέσουν την ανάγκη της ψυχής να υπάρξει αλλιώς και προπάντων ελεύθερη.

Ωστόσο ο Γκρέυ «γεννήθηκε με ζωντανό πνεύμα και χωρίς καμιά διάθεση να εκπληρώσει τα σχέδια των γονιών του συνεχίζοντας στη γραμμή που εκείνοι είχαν χαράξει». «Αυτή η ζωηράδα και η απόλυτη αντισυμβατικότητά του» σαρκώθηκε στον «τύπο του ιππότη, που επηρεάζεται από αλλόκοτες εντυπώσεις, του ερευνητή και θαυματοποιού, δηλαδή του ανθρώπου ο οποίος από τους πολλούς και διάφορους ρόλους της ζωής επέλεξε τον πιο επικίνδυνο και συγκινητικό -της έγνοιας για τον άλλον».

Γίνεται καπετάνιος. Ένας καπετάνιος «να προκαλεί όμως αμηχανία στους ναύτες με τον εκκεντρικό χαρακτήρα των αιφνιδιαστικών του ταξιδιών και στάσεων -που καμιά φορά κρατούσαν μήνες- στα λιγότερο εμπορικά και πιο ερημικά μέρη». Εντούτοις και «σιγά σιγά άρχισαν να εμποτίζονται από τον “γκρεϊσμό” του Γκρέυ”». Άρχισαν σιγά-σιγά να εξοικειώνονται, να καλλιεργούνται, να συνοδοιπορούν μαζί του. «Συχνά σάλπαρε, αρνούμενος να πάρει κάποιο επικερδές φορτίο μόνο και μόνο γιατί δεν του άρεσαν τα προτεινόμενα προϊόντα. Κανείς δεν μπορούσε να τον πείσει για το αντίθετο. Όλα αυτά ταίριαζαν με την αριστοκρατική του φαντασία και δημιουργούσαν μια γραφική ατμόσφαιρα». Ονομάζει το πλοίο του «Σεκρέτ», να κυοφορεί τα μυστικά και τα μυστήρια της ψυχής του. αναθρέφει το πλήρωμά του «μέσα στο πνεύμα της διαφορετικότητας» που κρύβει και απαιτεί όλη αυτή η έσωθεν στάση. Ο ίδιος «θεωρούσε απόλυτα φυσιολογικό αυτό που εκτυλισσόταν, δίχως να υπάρχει ίχνος μυστηρίου», παρά μονάχα η δική του ανάγκη -αλλά και ικανότητα της ψυχής- να δει τα πράγματα και τον κόσμο όπως θα έπρεπε να είναι και όχι όπως είναι.

Ο Γκρέυ «ζούσε σ’ έναν δικό του κόσμο», εκεί όπου «η καρδιά έλεγε άλλα από αυτά που έλεγε η γλώσσα, η οποία συνήθως εξέφραζε τον συμβατικό τρόπο σκέψης για τα πράγματα». Ο Γκρέυ ζούσε σ’ έναν κόσμο, όπου η γλώσσα εξέφραζε το πεπερασμένο, όπου η γλώσσα αδυνατεί να αποκωδικοποιήσει, όπου η γλώσσα δεν επαρκεί. Μονάχα η καρδιά είναι και από μόνη της αρκετή. Αυτή και η σιωπή της. Η καρδιά είναι που αποκαλύπτει. Αυτή που δίνει το φως. Όπως «όταν το φως, περνώντας μέσα από τα σύννεφα, που μπλέκονται παράξενα με τις ηλιαχτίδες, διεισδύει στη συμμετρική επίπλωση ενός δημόσιου κτιρίου, απαλλάσσοντάς το από τις κοινότοπες αρετές του: το μάτι βλέπει, αλλά δεν αναγνωρίζει τον περιβάλλοντα χώρο. μες στη μιζέρια, οι μυστηριώδεις αποχρώσεις του φωτός δημιουργούν μιαν εκθαμβωτική αρμονία». Η καρδιά, να συνδέεται με το άπειρο, να δημιουργεί μια εκθαμβωτική αρμονία που να καταλύει τον όποιο περιβάλλοντα χώρο βλέπει και καταγράφει η ματιά της γλώσσας. αυτή η χοϊκή και η εντός των προβλέψιμων και περιχαρακωμένων ορίων.

Είναι τότε που και ο ίδιος ο Γκριν παρεμβαίνει εντός της αφήγησης, μη χάνοντας στιγμή που να μην υπομνηματίσει τις πεπερασμένες δυνατότητες της χοϊκής γλώσσας, την αδυναμία της να αγκαλιάσει το όλον, «όλα εκείνα» τα λόγια «που δεν μπορούν να καταγραφούν στο χαρτί, αφού η δύναμή τους βρίσκεται στο συναίσθημα κι όχι σ’ αυτά τα ίδια». Η παρέμβασή του υπάρχει μόνο και μόνο, για να ακυρώσει την παντοδυναμία της γραφής ή του λόγου, για να προβάλει τη δύναμη της σιωπής και της ψυχής. Της ίδιας της ζωής ενδεχομένως ενώπιον της τέχνης. Δεν είναι άλλωστε και η μοναδική στιγμή που το κάνει. Διαρκώς επιστρέφει, για να υπογραμμίσει την αδυναμία του, μα προπάντων την απροθυμία του, να καταγράψει τα ένδον της ψυχής, πιστεύοντας βαθιά πως στέκονται πάνω από τη γλώσσα ή πως δεν υπάρχει λόγος σοβαρός, για να καταγραφούν στο χαρτί ή να αποκρυπτογραφηθούν. Ο Γκριν περιβάλλει διαρκώς τον κόσμο των συναισθημάτων και της ψυχής με ένα πέπλο αδιάρρηκτο, να οδηγεί σε τόπο άβατο και πολύτιμο. Με ένα σεβασμό ως να εισέρχεται σε άγια των αγίων.

 

Η προφητεία ή η πίστη στο παραμύθι

«Δεν ξέρω πόσα χρόνια θα περάσουν, αλλά μια μέρα στην Καπέρνα θα ανθίσει ένα παραμύθι και θα μείνει στη μνήμη των ανθρώπων για πολύ καιρό», όπως όλα άλλωστε τα παραμύθια. «Ένα πρωινό, στα βάθη του ορίζοντα, θα λάμψουν κάτω από τον ήλιο τα πορφυρά πανιά. Πελώρια και αστραφτερά πάνω στο λευκό πλοίο, θα κινούνται κατευθείαν προς εσένα, σκίζοντας τα κύματα. Αυτό το θαυμάσιο πλοίο θα πλέει γαλήνια, χωρίς φωνές και ομοβροντίες». Θα πλέει εντός της σιωπής. Με τόλμη όμως και απροσπέλαστο. Και «υπό τους ήχους μιας εξαίσιας μουσικής». Και θα’ ρχεται να σε πάρει. Εσένα και μόνο. Αυτό και ο κυβερνήτης του. Που θα σου λέει πως «σ’ ένα μέρος που βρίσκεται πολύ μακριά από δω σ’ ονειρεύτηκα και ήρθα να σε πάρω για πάντα στο βασίλειό μου. Θα ζήσεις εκεί μαζί μου σε μια βαθιά κοιλάδα σπαρμένη με ρόδα. Θα έχεις όλα όσα επιθυμείς. Η ζωή μας θα είναι τόσο αρμονική και χαρούμενη, που η ψυχή σου δεν θα γνωρίσει ποτέ θλίψη και δάκρυα». Και τούτο «θα’ ναι ο Παράδεισος». Ένας Παράδεισος που μπορεί να υπάρξει και ως χοϊκός. Γιατί «Παράδεισος σημαίνει ευτυχία». Μα για να τον αξιωθείς, «πρέπει να έχεις το ένα σου πόδι στη γη και το άλλο στον ουρανό». Πρέπει να τον καρτεράς και να τον περιμένεις. Πρέπει να τον λαχταράς, να τον στεριώνεις. Και σαν τον βρεις και σαν τον αναγνωρίσεις, τότε, όταν μέσα του θα’ σαι, «κρασί» από παλιά να πιεις, να τον γιορτάσεις.

Τον Γκρέυ και την Ασσόλ τους ενώνει, προτού ενωθούν, μια προφητεία. Η πίστη στο υπέρλογο, όχι όμως και στο παράλογο. «σε αυτόν τον μακρινό τόπο παρηγοριάς», που στην περίπτωσή τους τον πιστεύουν και τον χτίζουν με ό,τι έχουν και δεν έχουν. Που τον ονειρεύονται και τα μάτια τους από πάνω του δεν τα παίρνουν. Όπως ο Γκρέυ, όταν βρίσκεται στην πλώρη του «Σεκρέτ», κοιτώντας και προσπαθώντας να αποκρυπτογραφήσει τον ορίζοντα. Όπως η Ασσόλ όταν βρίσκεται στην άκρη του δάσους, κοιτώντας και προσπαθώντας να αποκρυπτογραφήσει τον ίδιο ορίζοντα. Του ενός να σημαδεύει τη στεριά, εκεί όπου ήταν εκείνη. Εκείνης να σημαδεύει τη θάλασσα, εκεί όπου ήταν αυτός. Ο κοινός ορίζοντας έχει όνομα, «Παράδεισος» του Γκρέυ, «Πορφυρά πανιά» της Ασσόλ. Ένας παράδεισος να αρμενίζει με πορφυρά πανιά. Ο δικός τους χοϊκός.

 

Η χοϊκή εξορία

Και οι δυο τους υπάρχουν ως πρόσωπα που «αντιδρούν διαφορετικά απ’ ό,τι οι άλλοι αν βρίσκονταν στη θέση τους». Που «αντιδρούν με τρόπο εντυπωσιακό και παράξενο, τοποθετώντας έτσι τον εαυτό τους πιο ψηλά από τους άλλους. Με μια λέξη, πράττουν το ασυγχώρητο». Πρόσωπα για τα οποία η κοινή γνώμη ορθώνει τους κυματοθραύστες της και τα εξορίζει, τι τα υπάρχει ως μίασμα εντός του κανονικού χώρου της, της κανονικής ζωής της, του κανονικού θανάτου της. Πρόσωπα που ξέρουν ν’ αγαπούν, όταν οι άλλοι απλώς το αγνοούν: «Αχ, Ασσόλ», της λέει ο πατέρας της, «μήπως ξέρουν ν’ αγαπούν; Πρέπει να ξέρεις ν’ αγαπάς, κι αυτοί δεν μπορούν να το κάνουν». Πρέπει να ξέρεις να χωράς τον άλλον και την επιθυμία και την ανάγκη της καρδιάς του. Πρέπει ν’ αντέχεις και να θέλεις να τον κουβαλάς.

Πρόσωπα όπως και ο πατέρας της Λονγκρέν, ο κατασκευαστής παιδικών ξύλινων παιχνιδιών, ο εξόριστος από την κανονικότητα και την ευθύγραμμη ζωή, ο ελεύθερος έγκλειστος του δάσους, αυτός που εμφύτευσε το παραμύθι εντός της ψυχής της. Που «στις δύσκολες στιγμές της ζωή του» έχει βαθιά επίγνωση πως «τίποτε δεν μπορεί να αποκαταστήσει τις δυνάμεις της ψυχής καλύτερα από τις μοναχικές περιπλανήσεις». Και τότε βυθίζεται κι αυτός με τη σειρά του στην «ησυχία» και στην «ερημιά». Βυθίζεται μέσα στο δάσος του και στο δάσος της ψυχής του. «Αυτό μονάχα είχε ανάγκη για να καταφέρει να ακούσει ξεκάθαρα τις πιο αδύναμες και περίπλοκες φωνές του εσωτερικού του κόσμου». Του μόνου κόσμου που παραδεχόταν, πλην αυτού του εξωτερικού κόσμου που συγκέντρωνε την αγάπη του.

Πρόσωπα όπως και εκείνος ο περιηγητής, που εμπιστεύονται τους μύθους και την παραμυθία τους, που υπερασπίζονται το να’ ναι κανείς «ποιητής στην ψυχή, και ας μην έχει γράψει ποτέ τίποτα ο ίδιος». Που γνωρίζουν καλά πως «η πραγματικότητα έχει μπλεχτεί με το υπερφυσικό» και πως το όνειρο χωρά και σαρκώνεται στην πραγματικότητα, αν του αφήσεις χώρο να υπάρξει, μα προπάντων αν το πιστέψεις. Αν πιστέψεις στη «δύναμη μιας φωτεινής παρόρμησης». σε αυτήν την «ασύνειδη προσμονή μιας θαυμάσιας, ευλογημένης μοίρας». Πρόσωπα που δικαιώνονται μέσα από την ύπαρξη του ονείρου εντός της πραγματικής ζωής. Πρόσωπα που τη δικαιώνουν και την κυοφορούν.

 

Έρχεται ώρα

Έρχεται ώρα που υπάρχουν άνθρωποι, ως να ανασύρονται από το βυθό ή ως να βγαίνουν από σήραγγα, όπως ο καρβουνιάρης, όπως οπωσδήποτε ο ίδιος ο Αλεξάντερ Γκριν, που αναλαμβάνουν την υπεράσπισή τους, ως να αναλάμβαναν να αποκαλύψουν την αλήθεια της αλήθειας. Είναι τότε που «το σκοτάδι δυναμώνει με την ένταση που προηγείται της χαραυγής». Το ύστατο χτύπημα τρικυμίας που έπειτα κοπάζει. Γιατί πράγματι κάποτε αρχίζει και να χαράζει. Κάποτε παύει και η πιο φρικτή θαλασσοταραχή. Μετά τη δοκιμασία και ενώ οι ήρωες την έχουν αντέξει και την έχουν τόσο αφομοιώσει, ώστε ένα μαζί της να γίνουν, έρχεται ώρα που και εκείνη αποσύρεται, αφού τους αφήσει ως πύρινες φλόγες, έτοιμες να λάμψουν, με το φως τους να φωτίσουν το υπόλοιπο σκοτάδι. Ή ουράνιο τόξο να γίνουν, γεφύρι τοξωτό, ο ένας στον άλλο να φτάσουν.

Το φως πρώτα μέσα τους φωτίζει. Πρώτα εντός του Γκρέυ, που δίχως καμία απολύτως ένδειξη ούτε και απόδειξη, βλέπει, όταν βλέπει, την Ασσόλ όχι μονάχα με τα μάτια, αλλά αλλιώς. «υπό άλλες συνθήκες, θα μπορούσε να έχει δει το κορίτσι μόνο με τα μάτια, όμως τώρα το είδε διαφορετικά». Και από τη στιγμή που την είδε έτσι, μέσα της δηλαδή, προχωρά ανεμπόδιστος προς αυτήν, δίχως καμιά άλλη βεβαιότητα, παρά μονάχα επειδή «του το λέει η φωνή της καρδιάς του». «Από εκείνη τη στιγμή και εξής τον είχε κυριεύσει η επίγνωση μιας καταπληκτικής ανακάλυψης, σαν τη σπίθα στο γουδί της πυρίτιδας. […] μία από εκείνες τις εκρήξεις της ανθρώπινης ψυχής από τις οποίες απελευθερώνεται ακτινοβολώντας η φωτιά». Τον είχε κυριεύσει η ψυχή της. Η ολόκληρη παρουσία της.

Τότε ήταν που «όλα ξύπνησαν, όλα χαμογέλασαν μέσα του. Του άρεσαν οι πίνακες που δεν συνοδεύονταν από εξηγήσεις και επιγραφές, καθώς η εντύπωση που προκαλούν είναι απαράμιλλα πιο ισχυρή. Το περιεχόμενό τους, απαλλαγμένο από τις λέξεις, γίνεται απέραντο, επιβεβαιώνοντας κάθε εικασία και σκέψη». Του άρεσαν οι εικόνες αυτές που δεν μπορούν να περιγραφούν παρά μονάχα στο χώρο που αφήνει η σιωπή, όταν τις κατακλύσει. Εντός του ανείπωτου και μόνο.

Τότε ήταν που ετοίμασε το καράβι του, για να πάει να την πάρει. Τότε ήταν που και εκείνη το είδε και το αναγνώρισε: «Μέσα από τα φύκια αναδυόταν ένα καράβι […] σταμάτησε καταμεσής του ορίζοντα. Σκορπίζοντας χαρά, φλεγόταν σαν κρασί, σαν τριαντάφυλλο, σαν αίμα ή χείλια, σαν πορφυρό βελούδο ή κατακόκκινη φωτιά. Το καράβι κατευθυνόταν ίσια προς την Ασσόλ. Οι φωνές της καρδιάς της έλεγαν προφητικά “ναι”. Εξήγηση γι’ αυτό που έγινε δεν υπήρχε, εκείνη όμως τη βρήκε την εξήγηση, χωρίς λέξεις και σκέψεις, στο παράξενο αίσθημά της». Γιατί στην πραγματική ζωή, όπως και στα παραμύθια, το αίσθημα είναι πολύ πιο ισχυρό από οποιοδήποτε λόγο και λογική.

 

Ο ερυθρόμορφος έρωτας των πορφυρών πανιών

Πόθος κοινός, τα πορφυρά πανιά, το φως της ζωής, ο έρωτας ο πορφυρός, που είναι φως επίσης και όχι το σκοτάδι του. Συναντήθηκαν όταν ο καθένας είδε τον άλλον μέσα σε αυτή την πορφύρα. Πέρα από τις προσδοκίες της κανονικότητας, της πνιγερής ως χωματερής πραγματικότητας, της ευθυγραμμισμένης και προδιαγεγραμμένης επιούσιας πορείας. Πέρα από τον επιτύμβιο θάνατο ενός έρωτα μελανόμορφου. Πέρα από τις πίκρες, την εγκατάλειψη, τον όξο, τη χολή. «Ο έρωτας είναι ή αμοιβαία θυσιαστικός, ή σπαραγμός και ρήξη -συμβιβασμός δεν υπάρχει»,5 γράφει ο Γιανναράς. Δεν υπήρξε ποτέ. Ο έρωτας είναι και ερυθρόμορφος. Καράβι τρικάταρτο και φρέαρ απύθμενο, όταν το αντέχεις και πολύ το θες και το μπορείς. Ο έρωτας και η αγάπη απαιτούν, για να υπάρξουν και να πραγματωθούν, έναν ιππότη, τον ιππότη «της πίστης», αυτόν του Kierkegaard, που θα τολμήσει «την κίνηση προς την άπειρη παραίτηση»,6 όχι προς το Θεό, αλλά προς αυτόν τον Αγαπημένο. Πρόσωπο του Θεού και σάρκωσή του επίσης.

Η Ασσόλ και ο Γκρέυ μεταγράφουν τον κόσμο σε παραμύθι, υπερασπίζονται το όνειρο στην πραγματική ζωή που παλεύεις μια ολόκληρη, πραγματική ζωή, να το φέρεις στην πραγματικότητα, σε αυτήν τη θαυμαστή πραγματικότητα που περνά κανείς μια ολόκληρη ζωή σα να μην έχει μάτια να την αντικρίζει. Οι δυο τους μαζί διασώζουν το ίδιο το παραμύθι που είτε το έχεις ζήσει είτε και όχι, οφείλεις να το υπερασπιστείς και να το διασώσεις με τη σειρά σου. Όχι γιατί το έχει αυτό ανάγκη. Όχι γιατί είναι είδος επαπειλούμενο και χρήζει προστασίας. Αλλά γιατί οι ψυχές γύρω μας και μέσα μας το έχουν επιτακτική ανάγκη, γιατί αυτές διαβιούν ως επαπειλούμενα είδη, γιατί αυτές χρήζουν προστασίας.

Όπως κούνια σε πάρκο, χαλασμένη να κρέμεται από τη μια μονάχα αλυσίδα της, η ζωή αυτή η δίχως το όνειρο. Δίχως το παραμύθι. Την πίστη στην αγάπη, στην τόλμη, στη δικαιοσύνη, στο καλό. Την πίστη πως η κανονική ζωή θα έπρεπε να είναι αυτή, η μες στην αγάπη, την τόλμη, τη δικαιοσύνη, το καλό. Και πως έχει επικρατήσει το αντίθετό της. Και πως έχουμε κι εμείς οπισθοχωρήσει και πειστεί για το αντίθετό της. Και λέει κανείς αφελώς πως τούτα είναι παραμύθια, όταν είναι η πιο αλήθεια από την αλήθεια. Όταν είναι το ίδιο το φως ενάντια στο σκοτάδι.. Και αν δεν τα ζεις, ανάγκη να αρπαχτείς από αυτά, όπως δέντρο από βράχο αρπάζεται, για να σωθείς και να ευαγγελιστείς έπειτα πως ο κόσμος, πως η αγάπη, πως ο έρωτας, πως η ζωή οφείλει να υπάρχει μέσα στο φως και όχι μέσα στο σκοτάδι.

Μέσα από ένα παραμύθι κατ’ ουσίαν διασώζεται η ίδια η παραμυθία, μέσα από μια ιστορία αγάπης διασώζεται η ίδια η αγάπη. Το όνειρο και η ελπίδα της πραγμάτωσής του. Μέσα από τα «Πορφυρά πανιά» υπερασπίζεται ο Γκριν το φως της ψυχής και την αθωότητά της. Τη δύναμη αυτής της αθωότητας και όχι την αδυναμία της. «Θα σου τύχει», λέει ο πατέρας στην Ασσόλ, «να δεις τόσα πανιά στο μέλλον που δεν θα είναι πορφυρά αλλά βρόμικα και ληστρικά: από μακριά θα φαίνονται κομψά και λευκά, από κοντά όμως θα είναι σκισμένα κι αναίσχυντα». Θα σου τύχει να βαδίσεις μέσα σε ανθρώπους μελανόμορφους. Όμως εσύ, αν είσαι φως, θα σταθείς ανάμεσα και αλώβητη και θα διασχίσεις το ίδιο το σκοτάδι, για να ενωθείς, ως φως που είσαι, με το φως.

Γενναιότητα είναι να αψηφάς τη θάλασσα, να τη διασχίζεις, το ίδιο αγάπη είναι, να μην μπορείς παρά αυτό να κάνεις, να αψηφάς και να διασχίζεις, να ριψοκινδυνεύεις ξανά, για το μόνο λόγο ότι αλλιώς δεν μπορείς να κάνεις, ότι μονάχα έτσι προστάζει η καρδιά να πορευτείς. Γενναιότητα και δρόμος προς την αγάπη είναι ν’ ανεβαίνεις εν σιωπή ένα βουνό, να «πλέεις μεσ’ από /τον θάνατό σου /ασταμάτητα /σαν ποτάμι /που δεν φοβάται /να μεταμορφωθεί σε θάλασσα».7 Γενναιότητα και αγάπη είναι να μεταμορφωθείς σε θάλασσα. Να είσαι ποτάμι και να γίνεις θάλασσα. Να είσαι θάλασσα, να πας να γίνεις ποτάμι.

 

Το πορφυρό μυστικό

«Από τι ζουν οι άνθρωποι»,8 θα ρωτήσει κανείς ξανά, όπως ο Τολστόι. Από την ψυχή που κρύβεται μέσα τους, απ’ αυτό ζουν οι άνθρωποι. Από το μερίδιο που αφήνουν στο όνειρο, στο φως. Από «το θαυμαστό ταξίδι» που ευαγγελίζεται ο Γκριν. Τότε που «η αντίληψη για τη ζωή υφίσταται εκείνη την τελευταία επίθεση της σμίλης ύστερα από την οποία το μάρμαρο μένει γαλήνιο στην εξαίσια λάμψη του». «Από την αγάπη ζουν οι άνθρωποι», θα απαντήσει, όπως ο Τολστόι.

Λίγο προτού αναγνωρίσει ο Γκρέυ «το πραγματικό πορφυρό χρώμα», αυτό που είχε στήσει μέσα του η ψυχή του για τα πορφυρά πανιά, αυτό το χρώμα που εμπεριείχε την Ασσόλ ως μήνυμα, ως αναγνώριση, ως παρουσία, ως σημάδι, όλα φαίνονται «καλά, δεν προκαλούν όμως το ξεκάθαρο και οριστικό “ναι”». Κι όταν το βρήκε, είδε πως «αυτό το χρώμα, πεντακάθαρο σαν πρωινή πορφυρή αχτίδα, γεμάτο ευγενή ευφροσύνη και μεγαλοπρέπεια, ήταν ακριβώς το περήφανο χρώμα που αναζητούσε. Δεν είχε ανάμεικτες αποχρώσεις φωτιάς και πετάλων παπαρούνας ούτε βιολετιά παιχνιδίσματα ούτε μια υποψία ιώδους. δεν γινόταν μπλε, ούτε έκανε σκιές -δεν άφηνε την παραμικρή αμφιβολία. Φεγγοβολούσε σαν ένα χαμόγελο που έχει τη σαγήνη της πνευματικής αντανάκλασης». Μπόρεσε να το αναγνωρίσει, καθώς ζούσε μέσα «στο μακάριο ύψος ενός πνευματικού οράματος, από το οποίο μπορούσε σαφώς να αντιληφθεί όλους τους υπαινιγμούς και τα νεύματα της πραγματικότητας». Αν δε ζούσε μέσα σ’ αυτό, δε θα ήταν σε θέση να το αντιληφθεί. Δίπλα του θα περνούσε και δε θα το αναγνώριζε.

Και σαν το αναγνώρισε, άρχισε να προχωρά βήμα το βήμα προς αυτήν. Θέλησε κοντά του «μια ορχήστρα», να συνοδεύσει τις άφατες στιγμές που ζούσε. Η σιωπή παραμερίζει για χάρη της μουσικής και όχι του λόγου, και τούτο συμβαίνει πάνω από μια φορά στα «Πορφυρά πανιά». «Συγκεντρώστε μια ορχήστρα», καλεί ο Γκρέυ, «όχι από αυτούς τους λιμοκοντόρους με τα επίσημα πένθιμα πρόσωπα που, μέσα στη μουσική τους σχολαστικότητα ή, ακόμη χειρότερα, μέσα στους γαστρονομικούς τους ήχους, έχουν ξεχάσει την ψυχή της μουσικής και βυθίζουν αργά τη σκηνή στο πένθος με τους περίπλοκους θορύβους τους -όχι. Συγκεντρώστε τους δικούς σας, αυτούς που μπορούν να κάνουν την απλή καρδιά μιας μαγείρισσας ή ενός υπηρέτη να δακρύσει. Φέρτε τους πλανόδιους συντρόφους σας. Η θάλασσα κι η αγάπη δεν ανέχονται τους σχολαστικούς». Η θάλασσα και η αγάπη απαιτούν την απλότητα της αλήθειας. Αναπνέουν μέσα στο πραγματικό βύθος των πραγμάτων. «Φέρτε αυτούς και όσους ξέρουν πως μέσα στο βιολί και το βιολοντσέλο πάντα κατοικούν νεράιδες. Πως το βιολοντσέλο το φυλούν για τη μέρα, ενώ τη νύχτα, τα βράδια αγκαλιάζουν το βιολί». Φέρτε αυτούς που βλέπουν και που ακούν τις νεράιδες. Μονάχα αυτοί είναι σε θέση και αξίζει να προϋπαντήσουν την αγάπη που θα περπατήσει πάνω στη θάλασσα, για να πραγματωθεί. Μονάχα αυτοί θα τη δουν πάνω στα κύματα να περπατάει.

Άνθρωποι που ζουν έτσι κι αλλιώς μέσα «στο άκουσμα μιας εσωτερικής μουσικής που δεν εγκαταλείπει ποτέ τη συνείδησή τους, όπως ο σφυγμός τις αρτηρίες». Τούτο που συνέβαινε στον Γκρέυ. Τούτο το ίδιο και στην Ασσόλ. Ο Γκριν αποσύρει κάποτε και αυτή την εσωτερική μουσική που τους συνοδεύει. Τους παραδίδει έπειτα στη σιωπή και στη μοναχικότητα. Τους σέβεται. Αποσύρεται και ο ίδιος, αφήνοντάς τους μονάχους. Και την ίδια ώρα ιχνηλατεί το πέρασμα από τον έναν στον άλλον, αυτή την παράλληλη πορεία τους, εντός της σιωπής, της μουσικής, εντός της μοναχικότητας και της μοναξιάς, δια μέσου των άλλων και δίχως αυτούς, ώσπου να βγουν στο ξέφωτο, ώσπου τα σηκωθούν τα πορφυρά πανιά στο «Σεκρέτ». πλοίο μυστικό, όπως ακριβό μυστικό, όπως σεντούκι, όπως αμπάρι, όπως ψυχή. Τα βήματα του ενός ακολουθούν του άλλου, ώσπου ν’ αναγνωριστούν και να συντονιστούν. Να ανταμώσουν στον ίδιο χορό.

Η Ασσόλ και ο Γκρέυ, να θυμίζουν τους ήρωες της Mary Webb9 και το «Ακριβό φαρμάκι». ζουν μισοί εδώ και μισοί μέσα στο όνειρο, την άλλη πραγματικότητα, αυτήν της ένδον ζωής. Φέρνουν όμως αυτή την ένδον ζωή στο εδώ και στο τώρα. Την πραγματώνουν. Αερικά εν ζωή, δέντρα φυλλοβόλα, να απεκδύονται ό,τι επιούσιο, για να ντυθούν έπειτα ο ένας τον άλλον. Προχωρούν προς την αγάπη, όπως προς την ελευθερία. Και καλύτερα, ο δρόμος προς την αγάπη περνά μέσα από την ελευθερία. Και το αντίστροφο. Και φέρνει την ανατροπή της όποιας ζωής, διαρρηγνύει την όποια φλοιώδη πραγματικότητα. Η Ασσόλ και ο Γκρέυ υπάρχουν σα να βλέπουν το ίδιο όνειρο.

Όσο αυτό έρχεται, το προστατεύουν, «σαν πουλί» που το κρατούν τρυφερά μέσα στα χέρια τους. Και τίποτα πια από όσα πριν τους φόβιζαν, δεν τους αγγίζει. Αν η αγάπη δεν είναι ασπίδα, τότε τι είναι; Αν η αγάπη δεν είναι ασπίδα, τότε τίποτα δεν είναι. Για την Ασσόλ «ο θόρυβος απ’ τη μεγάλη λεωφόρο δεν είχε πια καμία εξουσία πάνω της, παρόλο που ήταν ο ίδιος θόρυβος που παλιά την τρόμαζε κάνοντάς τη να μαζεύεται και να τρέμει σιωπηλά». «Του αντιστέκεται». Με τη δύναμη του προσδοκώμενου. Προχωρά τις λεωφόρους, «κοιτάζοντας πια ξέγνοιαστα και όλο εμπιστοσύνη τα πρόσωπα των περαστικών και βαδίζοντας ήρεμα, γεμάτη αυτοπεποίθηση». Περνά «μέσα από το πολύχρωμο πλήθος, χαμένο στις σκέψεις του» και το αφήνει πίσω της για μια ακόμα φορά». Προχωρά «ξανά προς το δάσος». Παίρνει το δρόμο «με πνεύμα ανανεωμένο και διάθεση ήρεμη και καθαρή, όπως το ρυάκι που κατά το σούρουπο παραδίδει τους ποικιλόχρωμους καθρέφτες της ημέρας στο γαλήνιο φέγγος των ίσκιων». Γνωρίζοντας βαθιά μέσα της πια πως το παραμύθι αγγίζει την πραγματική ζωή και τη δικαιώνει. Πως η πραγματική ζωή είναι το παραμύθι.

 

Τα πορφυρά πανιά

Τότε, την ώρα εκείνη τη μοναδική, «όλα ήταν λευκά εκτός απ’ τα ολάνοιχτα πανιά, που λικνίζονταν αρμονικά στο χρώμα της αληθινής χαράς». Πανιά «που το χρώμα τους έμοιαζε με χλευασμό και που τώρα φλέγονταν, καθαρά κι αδιαφιλονίκητα, με την αθωότητα του γεγονότος που ανατρέπει όλους τους νόμους της ύπαρξης και της κοινής λογικής». Πανιά και ιστία που ευαγγελίζονται το όνειρο εντός της ζωής. «Τώρα» είπε ο Γκρέυ, «που τα πανιά μου φλέγονται, ο άνεμος είναι ούριος και η καρδιά μου γεμάτη ευτυχία», τώρα μπορώ να φωνάξω και να πω την αλήθεια των πραγμάτων, την αλήθεια των πραγματικών πραγμάτων, «όμως εσείς, όπως οι περισσότεροι, ακούτε τις φωνές κάθε απλής αλήθειας μέσα από το χοντρό γυαλί της ζωής. Οι αλήθειες φωνάζουν, μα εσείς δεν τις ακούτε. Αυτό που κάνω υπάρχει, όπως η παλιά αντίληψη για το όμορφο και το άπιαστο, το οποίο, στην πραγματικότητα, είναι τόσο χειροπιαστό και πιθανό, όσο μια βόλτα στην εξοχή».

Και συνεχίζει, παραδίδοντας εν είδει μανιφέστου σχεδόν, την αντίληψη για τη ζωή: «Βλέπετε πόσο στενά δεμένες είναι εδώ η μοίρα, η βούληση και οι ιδιαιτερότητες των χαρακτήρων; Πηγαίνω σ’ αυτήν που περιμένει και μπορεί να περιμένει μόνο εμένα, ενώ εγώ δεν θέλω καμία άλλη παρά μόνον αυτή, και τούτο ίσως επειδή, χάρη σ’ αυτή, συνειδητοποίησα μιαν απλή αλήθεια, ότι τα λεγόμενα θαύματα πρέπει εμείς οι ίδιοι να τα πραγματοποιούμε».

Επιπλέον συνειδητοποιεί το δόσιμο, την αυτοθυσιαστική αγάπη, αυτήν που εντέλει επιστρέφει σε αυτόν από τον οποίο εκπορεύεται: «Όταν για έναν άνθρωπο το σημαντικότερο είναι να έχει μία πολύτιμη πεντάρα, είναι εύκολο να του τη δώσεις, όταν όμως η ψυχή του κρύβει το σπόρο ενός φλογερού φυτού -ενός θαύματος-, κάνε για χάρη του να πραγματωθεί αυτό το θαύμα, εφόσον μπορείς. Η ψυχή του θα ξαναγεννηθεί, όπως και η δική σου». Γίνε, θα μπορούσε να συνεχίσει κανείς τα λόγια του, ο άγγελός του, με μοναχό μέλημα ν’ ανθίζει στο πρόσωπο του αγαπημένου, στο πρόσωπο των ανθρώπων γύρω, η χαρά. Άλλωστε τούτο δεν θα αφορά, δεν αφορούσε ποτέ, αποκλειστικά τους δύο, τους εκλεκτούς. Τούτο λειτουργεί πάντα ως μαγιά για τα θαύματα, ως ευαγγελισμός των θαυμάτων, καθώς «τότε όλοι θα καταλάβουν πόσο υπέροχο, πόσο απερίγραπτα θαυμάσιο είναι αυτό». Τότε όλοι θα θελήσουν ίσως να μπουν μέσα στο ίδιο θαύμα. Στο θαύμα της καθημερινής ζωής, όταν τη ζεις ως θαύμα.

«Όμως», συνεχίζει ο Γκρέυ ή μήπως ο Γκριν, «υπάρχουν κι άλλα, το ίδιο μεγαλειώδη θαύματα: ένα χαμόγελο, η ευθυμία, η συγχώρεση και …πού και πού μια σωστή κουβέντα. Όποιος τα έχει αυτά τα έχει όλα». Όσο για τον ίδιο, τα θαύματα εκκινούν από την αρχή και η αρχή είναι ο τόπος και ο χρόνος μαζί πια με τον Αγαπημένο: «Όσο για μένα, η αρχή μας -η δική μου και της Ασσόλ- θα μείνει μέσα μας για πάντα με την πορφυρή λάμψη των πανιών που φτιάχτηκαν απ’ τα βάθη μιας καρδιάς που ξέρει τι είναι αγάπη».

Η Ασσόλ «στάθηκε μόνη» για μια και μοναδική στιγμή, λίγο προτού το μαζί, μετέωρη στο πριν και στο τώρα, «σαστισμένη, αμήχανη κι ευτυχισμένη, μ’ ένα πρόσωπο τόσο πορφυρό όσο και το όνειρό της». Να το βλέπει να σαρκώνεται μέσα από την ψυχή της. Η Ασσόλ κοιτά αυτόν που «αισθάνθηκε πως τον γνώριζε, πως τον θυμόταν αμυδρά από τα παιδικά της χρόνια», γιατί τον κουβαλούσε απάνω της δίχως να το ξέρει, γιατί τον κυοφορούσε, γιατί ο ίδιος ήταν πατρίδα και αυτή βάδιζε προς το νόστο. Και το αντίστροφο.

Το καράβι σαλπάρει «με κατεύθυνση προς τα ανοιχτά» της ζωής. Στις «δονούμενες ψυχές» τους, αυτές που υπάρχουν πια μέσα στο θαύμα, «δεν υπήρχε καμία αμφιβολία, ούτε υπόκωφοι χτύποι αγωνίας ούτε μικροέγνοιες που να αναστατώνουν». «Ήρεμα, σαν τα πανιά, υψώνονταν» οι ψυχές «προς τον μαγευτικό τους στόχο, βυθισμένες σε σκέψεις από αυτές που ξεπερνούν τα λόγια». Την ίδια ώρα «από το λευκό κατάστρωμα, κάτω από τη φωτιά του πορφυρού μεταξιού, μια απαλή μουσική ξεχυνόταν προς τον γαλάζιο βυθό. η μουσική μιας κυματιστής μελωδίας». Τίποτα περαιτέρω δεν απαιτούνταν: «η έξαψη και η χαρά ξεδιπλώνονταν μέσα στην απλότητά τους».

Τα «Πορφυρά πανιά» υπάρχουν ως ωδή στο όνειρο που μπορεί να εκπληρωθεί και το κυοφορούν.

 

Έξοδος

Στο τέλος της ανάγνωσης είναι «σα να έχουμε στο στόμα μας μια κυψέλη κι ένα περιβόλι». «Συλλογιζόμαστε την ευτυχία». μια ευτυχία που «κουρνιάζει μέσα μας σαν χνουδωτό γατάκι», σα στάλα και βροχή τρυφερότητας. Την ευτυχία όταν «βρήκαν ο ένας τον άλλον, ένα πρωινό μιας ημέρας του καλοκαιριού», που στάθηκε ο «ερχομός μιας ανείπωτης και απροσπέλαστης από οποιονδήποτε άλλο πολύτιμης στιγμής», τότε που «τα μάτια ανοίγουν» και «μέσα τους υπάρχει ό,τι πιο όμορφο υπάρχει σ’ έναν άνθρωπο».

«Υπάρχουν πολλές λέξεις στις διάφορες γλώσσες και διαλέκτους του κόσμου, όμως καμία δεν μπορεί να εκφράσει, έστω αμυδρά, αυτά που είπαν ο ένας στον άλλο την ημέρα εκείνη» που εισήλθαν μαζί στο μαζί. Κανείς δεν μπορεί να εισχωρήσει στο μυστήριο του ερυθρόμορφου έρωτα των «Πορφυρών πανιών». Ψελλίζουμε μονάχα την ανάγκη μας να υπάρξει αυτή η στάση απέναντι στα πράγματα και όχι άλλη. «Αν ένας μονάχα άνθρωπος καταφέρει να κάνει ένα κομμάτι της φαντασίας του πραγματικότητα, προβλέπω ότι πολύ σύντομα όλοι οι άνθρωποι θα θεμελιώσουν τις ζωές τους πάνω σ’ αυτή τη βάση»,10 έγραφε μέσα από το δάσος του και δίπλα από τη λίμνη του ο Thoreau. Σα να έγραφε ένα καινό ευαγγέλιο. Όπως και ο Γκριν.

«Το γράψιμο», έλεγε ο Miller, «όπως κ’ η ζωή, είναι ένα ταξίδι εξερευνήσεων. Είναι ένα είδος μεταφυσικής περιπέτειας: ένας τρόπος να πλησιάσεις έμμεσα τη ζωή, να αποχτήσεις μια συνολική περισσότερο παρά μερική όψη του σύμπαντος. Ο συγγραφέας ζει ανάμεσα στον απάνω και τον κάτω κόσμο». Ζει ανάμεσα στο ορατό και στο αόρατο. Σ’ αυτό που φαίνεται και σ’ αυτό που ο ίδιος αποκρυπτογραφεί. Ο συγγραφέας, όπως ο Γκριν, «ακολουθεί το μονοπάτι για να γίνει ο ίδιος, ίσως κάποτε, αυτό το μονοπάτι».11

 

PORFYRA_PANIA (1)

 

1 Γκριν Αλ. (2013), Τα πορφυρά πανιά (μτφρ.Ιοκάστη Καμμένου), εκδόσεις Κίχλη. Όλα τα σε εισαγωγικά χωρία, στα οποία δε σημειώνεται άλλος συγγραφέας, ανήκουν στα «Πορφυρά πανιά» και δε θα υπάρχει άλλη παραπομπή στο βιβλίο.
2 Rilke R.M.(2008), Το βιβλίο της φτώχειας και του θανάτου, Στον άνεμο μετέωρος θε να’μαι (μτφρ.Χρήστος Κολτούκης), εκδόσεις ελεγεία, σ.63
3 Έσσε Έρ. (1997), Σκέψεις (μτφρ.Νανά Ησαϊα), εκδόσεις Νεφέλη, σ.20
4 Thoreau H.D. (2007), Walden ή η ζωή στο δάσος (μτφρ.Βασίλης Αθανασιάδης), εκδόσεις Κέδρος, σ.44
5 Γιανναράς Χ.(1991), Σχόλιο στο Άσμα Ασμάτων, εκδόσεις Δόμος, σ.21
6 Εκείνος «που έχει φτάσει στην πίστη -και λίγο ενδιαφέρει αν έχει έξοχα χαρίσματα ή αν είναι μια απλή ψυχή-, δεν σταματά εκεί, και θα οργιζόταν αν του το έλεγαν, όπως ο εραστής οργίζεται, όταν του πουν ότι σταματά στον έρωτα: δεν σταματώ, θα απαντούσε, αφού απ’ αυτόν κρατιέται όλη μου η ζωή. Ούτε όμως προχωρεί πέρ’ απ’ αυτόν, σε κάτι άλλο, γιατί, αφού τον ανακάλυψε, όλα τα βλέπει αλλιώς», Κίρκεγκωρ Σ. (1980), Φόβος και τρόμος (μτφρ. Α.Σολωμού), εκδόσεις Νεφέλη, σ.161
7 Κόρσο Γκρέγκορυ, οδός Πανός, Ιανουάριος-Μάρτιος 2008
8 Τολστόϊ Λ. (2004), Από τι ζουν οι άνθρωποι (μτφρ.Γρηγόρης Κονδύλης), εκδόσεις Μαΐστρος
9 Webb M.(1986), Το ακριβό φαρμάκι (μτφρ. Άννα Σικελιανού), εκδόσεις Νεφέλη
10 Thoreau H.D. (2007), Walden ή η ζωή στο δάσος (μτφρ.Βασίλης Αθανασιάδης), εκδόσεις Κέδρος, σ.48
11 Miller H., Στοχασμοί για το γράψιμο (μτφρ. Γ.Κ.Κατσίμπαλης), Νέα Γράμματα, Χρόνος Ε’, αριθ.7-12, Ιούλ.-Δεκέμβρης 1939, σ.253

 

* Η Όλγα Ντέλλα γεννήθηκε το Νοέμβριο του 1973 στην Αθήνα. Σπούδασε Νεοελληνική Φιλολογία στη Θεσσαλονίκη. Εκπόνησε μεταπτυχιακή εργασία («Πίνακας λέξεων των ποιημάτων του Ανδρέα Εμπειρίκου») και διδακτορική διατριβή («Η μεταφυσική διάσταση στην ποίηση του Κώστα Μόντη»). Έχουν εκδοθεί οι ποιητικές συλλογές «Αθιβολές» (Το Ροδακιό, 2002), «Άκος ψυχής. Άκος;» (Το Ροδακιό, 2007), «Της αλυπίας είναι η χώρα» (Ιδαλγός, 2009), το παραμύθι «Της ιτιάς και του ποταμού» (Ιδαλγός, 2012) και το δοκίμιο «Η ελεημοσύνη της γραφής. Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης» (Ιδαλγός, 2014).Έχει συμμετάσχει ως εισηγήτρια σε συνέδρια στην Ελλάδα και στην Κύπρο, ενώ ποιήματα και δοκίμιά της έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά. Διδάσκει στη Μέση Εκπαίδευση από το 1999.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top