Fractal

Για τον ζωγράφο Αλεχάντρο Ομπρεγκόν

Γράφει ο Απόστολος Θηβαίος // *

 

Alejandro Obregón

Alejandro Obregón

 

Ήταν μια ανατροπή. Το σκηνικό, η κόκκινη καρέκλα με το σπασμένο πόδι, τα πνεύματα. Εσύ είχες πια χαθεί. Σε είδαν λένε, να ταξιδεύεις ποταμούς μ’ ορθάνοιχτα μάτια. Κανείς δεν σ’ έμαθε ποτέ. Κανείς δεν σε ζωγράφισε.  Όπως τ’ αρχαίο σκηνικό με τις τάφρους και  τα σκοτάδια που βαθμιαία εντείνονται. Κομμάτια απ’ έγχορδα, σακατεμένος κόσμος εκείνο το μέρος που σε πρωτοείδα. Να υπογράφεις λέει με το αίμα των Ινδιών, ν’ αφήνεις το χνάρι σου στις ζωγραφιές. Για να πουν πως κάποτε πέρασε από δω ο Αλεχάντρο Ομπρεγκόν.

 

obre_1 

 

Σε μια απ’ τις αναρίθμητες πηγές για τον Κολομβιανό ζωγράφο παρουσιάζεται μια φωτογραφία του σπιτιού του. Ταιριάζω το πρόσωπο με το γαλάζιο, χαμένο μάτι καθώς ανάβει στο δικό του ημισφαίριο. Μες στο χαμηλό, λευκό σπίτι, -ξανά διάβασα γι’ αυτά, πως ξεχωρίζουν στις περιοχές γύρω απ’ τη Μαύρη Θάλασσα-, τίναξε πρώτη φορά τα φτερά της η ιδέα. Τα πουλίσια μάτια της, καθώς μ’ αφόπλιζε συνοψίζονταν σ’ απέραντους ορίζοντες και έναν κεραυνό με τα χρώματα της πατρίδας. Έπειτα ήρθε η Νίνα, κάπως ενοχλημένη, κάπως παραδομένη και ανήμπορη. Η Νίνα είναι γλυκό κορίτσι όπως όλα κοντά στους τροπικούς. Μα λένε γι’ αυτή πως τα μάτια της είναι έτοιμα να ξεσπάσουν, να χαλάσουν τα χρώματα. Λένε, δεν θα νιώσει κανείς έκπληξη αν κάποτε ο μουσαμάς δακρύσει. Κάτι τεχνικό θα πουν για τα μάτια του κοριτσιού. Κουβέντες για θαύματα στις ζωγραφιές δεν χωρούν. Υπερισχύει ο νόμος του λιανεμπορίου που όμως λίγη σχέση κατέχει με την κοριτσίστικη μοναξιά, την γαλάζια κορδέλα, την κάπως προχωρημένη νεότητα. Είναι πίνακες με πορτραίτα που όλο κάτι θέλουν να πουν, που κρατούν ανέπαφη την πρόθεσή και το σώμα τους. Τέτοιο κορίτσι υπήρξε η θλιμμένη Νίνα και ό,τι και αν λένε, φάνταζε όμορφη μες στη φθινοπωρινή της μόδα.

 

obre_2

 

Ο Αλεχάντρο Ομπρεγκόν γεννημένος στην Μπαρτσελόνα θ’ αποτελέσει μία απ’ τις πιο εμβληματικές φιγούρες της κολομβιανής, σύγχρονης τέχνης. Νέα Υόρκη, Παρίσι, Καρταγένα. Εκεί θ’ αφήσει την τελευταία του πνοή ένας καλλιτέχνης με διαρκή και αποφασιστική παρουσία στην καλλιτεχνική ζωή της πατρίδας του. Η πρωτεύουσα Μπογκοτά φιλοξενεί στις μέρες μας έναν αξιοσέβαστο αριθμό έργων του Ομπρεγκόν που επιβεβαιώνουν την επικαιρότητα του χρωστήρα του αλλά και την εξοικείωση με τη μηνυματική των γλυπτών του συνθέσεων. Η κόκκινη καρέκλα που στάθηκε η αφορμή για τη μικρή σκηνοθεσία, ο έντρομος, ο βίαιος κόσμος της πρώτης, δυναμικής περιόδου του κοντά στα μισά του προηγούμενου αιώνα, τα ανατρεπόμενα και δίχως ισορροπία πράγματα, τ’ αδοκίμαστο του ύφους, θα του χαρίσουν μια θέση στα μεγάλα, μητροπολιτικά μουσεία. Η δική του πατρίδα συνοψίζεται σ’ εκείνο το μαγικό θαυμαστό που άλλη καταγωγή δεν έχει απ’ την ίδια τη φύση. Τα ερπετά του, είναι μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία για πρωτότυπες συνθέσεις του χρώματος. Σ’ όλη τη διάρκεια της καριέρας του ο Ομπρεγκόν παρουσιάζει ενδιαφέρουσες προσωπογραφίες. Οι καθρέφτες του έχουν μια ιδέα από φαντασία. Μια λεπτομέρεια, ένα παράξενο μάτι που καίγεται μες στο γαλάζιο αέριο. Η τέχνη του αμήχανη, με τα σύνεργά της. Ο Αλεχάντρο Ομπρεγκόν ζωγραφίζει και ανανεώνει το τοπίο. Οι δικές του γυναίκες είναι βαθιά πληγωμένες. Καρδιές, πρόσωπα, όλα θυσία στους καιρούς. Εκείνος το γνωρίζει καλά. Παρά την εύκολη ζωή που του εξασφάλιζε η εύπορη οικογένειά του, ο Ομπρεγκόν δίνεται στην τέχνη μ’ όλο τον απαραίτητο σεβασμό. Μετά τις επαγγελματικές παλινωδίες του έμοιαζε να βρίσκει πια την κλίση του. Η δεσποινίς τον δέχτηκε στα μαθήματά της. Τα παιδιά άλλωστε μπορούν να φθάσουν την τέχνη στ’ απόγειό της και ο ίδιος ο ζωγράφος μπορεί να διδαχτεί τις βασικές αρχές όσων έμελε ν’ ανατρέψει. Η Σχολή Καλών Τεχνών θα τον δεχτεί και η Βοστόνη μετατρέπεται σ’ ένα εξαιρετικό δείγμα του ξέφρενου και παράξενου κόσμου. Ο καιρός του Λίβερπουλ είναι πια ξεχασμένος, μια ανάμνηση και τίποτε. Ο Αλεχάντρο Ομπρεγκόν ετοιμάζεται να ανοίξει δρόμους, να δημιουργήσει μωσαϊκά, τρίπτυχα, πιστός στη θάλασσα και τον άνεμο και τα πιο θεμελιώδη στοιχεία της ίδιας της Κολομβίας. Ετοιμάζεται να ιδρύσει ένα ορόσημο, έναν απ’ τους παράξενους κόνδορές του φτιαγμένο αυτή τη φορά από δώδεκα τόνους σίδερο. Η κατασκευή θα κοσμεί  τον προαύλιο χώρο της εταιρείας Telekom στην πρωτεύουσα. Γι’ αυτό το παράξενο, γεννημένο για τους ανέμους πλάσμα, άκουσα να μιλούν τα ποιήματα του Ισίδωρου Ντυκάς που έζησε στην λατινική Αμερική. Μα εδώ το σώμα του πουλιού αλλάζει σχήματα και μορφές. Υπακούει άλλοτε στις απαιτήσεις μιας πτήσης, μιας ετοιμόρροπης ζωής. Και άλλοτε περήφανο  γίνεται άνθος στα χέρια των κοριτσιών της Μπαρανκουίλα. Πράγματα οραματικά, σαν κοχύλια αρχιτεκτονικά κύριε Νίκο και το ρωγμώδες κάταγμα της καρδιάς όταν δίνεται στην τέχνη της.

 

obre_3

 

Ίσως το ερώτημα για τον ορισμό της τέχνης να παραμείνει αναπάντητο. Εκείνο όμως που έχει κιόλας απαντηθεί από τον Πικάσσο είναι ο τρόπος να λέγεται η ομορφιά. Ο τρόπος  να αναδύεται έξω από κανόνες, από σχολές και μονομέρειες. Αφοσιωμένη στο ένστικτο, στο μόνο σίγουρο όργανο πορείας για τους πιο αυθεντικούς μύστες. Ο Ομπρεγκόν, επηρεασμένος απ’ όσα γνωρίζει στην Ισπανία, έρχεται πιο κοντά σε μια πτυχή της παράδοσής του. Αναγνωρίζει το ζωντανό αίσθημα των πιο σπουδαίων δημιουργών. Στο Παρίσι όλα είναι ιδέες και φλέγονται. Όλα  επιτρέπονται, αφαιρούνται και τελικά αλλάζουν το ύφος του Κολομβιανού ζωγράφου κατά τη φάση του επαναπατρισμού του. Πολιτική και τέχνη συνυπάρχουν. Η σφαγή των μαθητών, μικρές και μεγάλες προσωπικότητες της Κολομβίας κερδίζουν την αθανασία τους μέσα απ’ τις συνθέσεις του Ομπρεγκόν. Η δική του όμως καρδιά μοιάζει να χτυπά για την ζωγραφική. Κατά βάθος θέλει να παραδοθεί στις γραμμές και τα χρώματά του, όπως τότε που επέστρεφε στην παιδική του ηλικία για να κερδίσει τ’ όνειρο. Τον προσμένουν άγριες δύσεις, εκμαγεία και ταύροι, φωτισμένοι με φανταχτερές κορδέλες και μια ιδέα ήλιο, παραδομένοι στο μεγαλείο της σιένα. Ο Αλεχάντρο Ομπρεγκόν μοιάζει να έρχεται έξαλλος απ’ έναν δικό του δρόμο, ανανεώνοντας την τέχνη της πατρίδας του και διαμορφώνοντας ένα προσωπικό στυλ, απόλυτα καταδεκτικό σε σχολές ή ρεύματα Άνθρωπος της εποχής του, δοσμένος σ’ αυτήν θα αντλήσει απ’ την περιπέτεια της ζωής, απ’ τα βασανισμένα, ομιλούντα χρώματά της θα τροφοδοτήσει την παλέτα του, ανασύροντας αποσπασματικά σκηνικά της κολομβιανής λαογραφίας.

Ο Μοντιλιάνι λένε, όλα εκείνα τα πρόσωπα τα έφτιαξε μες στην καρδιά του. Ο δικός μας Δημήτρης Πικιώνης μιλά για την τέχνη που υψώνεται όταν συναντά την ενδόμυχη γεωμετρία. Σ’ αυτά και ίσως πουθενά να μην ακουμπά ένα έργο με υψηλό βαθμό πρωτοτυπίας στην έκφραση και το θέμα. Μετέωρος στέκει ο Αλεχάντρο Ομπρέγκο, πάντα με μια προδιάθεση να κινηθεί προς την απεικόνιση εκείνου του θαυμαστού πραγματικού της άλλοτε νέας γης. Ο λατινικός κόσμος θα τον κρατήσει για πάντα κοντά του. Ο κώδικάς του υπήρξε αποτελεσματικός, δίχως ποτέ να χάνει σε μεγαλείο και πρωτοτυπία. Επηρεασμένος απ’ τις τάσεις της εποχής του, αφοσιωμένος στην τέχνη που γυρεύει το μέσα χώμα του δικού μας Χουλιάρα. Και πάλι το παρανάλωμα του ενός άρρυθμου, ενός σκληρού κόσμου. Η ζωγραφική του θα μπορούσε ν’ αποτελεί ένα υπέροχο μέρος μ’ ερπετά, γυναίκες, φτηνά μαγαζιά, ζωγράφους, την Νίνα πορσελάνινη να εξέρχεται της νύχτας, τείνοντας, δίχως να φαίνεται ποτέ, δειλά το χέρι της. Οι καινούριες ματερνιτά ίσως κάποτε ν’ απεικονίζουν τα δυστυχισμένα κορίτσια του στην πιο τέλεια μοναξιά τους.

 

obre_4

 

* Ο Απόστολος Θηβαίος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1980. Απασχολείται στον τραπεζικό τομέα. Κείμενά του δημοσιεύονται σε ηλεκτρονικά και έντυπα περιοδικά. Γυρεύει εναγωνίως κάτι απ’ τη φωνή του.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top