Fractal

Διήγημα Fractal: «Albina»

Της Άννας Γρίβα // *

 

 

Το νεκροταφείο ήταν ο κήπος μας. Πηγαίναμε τα απογεύματα και διαβάζαμε εκεί τα μαθήματά μας. Υπήρχε ένα παγκάκι μπροστά σχεδόν στην εκκλησιά, πάντα δροσιά, μα όχι κυπαρισσένια, μια δαμασκηνιά μεγάλη και τα πουλιά έρχονταν και τσιμπολογούσαν τα δαμάσκηνα. Μας είχαν μάθει εμάς τις δύο τα πουλιά, έρχονταν και κάθονταν σχεδόν στα γόνατά μας, καμιά φορά και στα βιβλία μας. Το διάβασμα δεν κράταγε πολύ. Συζητούσαμε διάφορα και το σούρουπο έφθανε γρήγορα. Μια φορά μού είχες πει ότι αν έρθω στην πατρίδα σου, θα με πας σε ένα μεγάλο νεκροταφείο, γεμάτο σκιουράκια και σκαντζόχοιρους. Εκεί η λίμνη ξεχειλίζει το χειμώνα και μερικοί τάφοι γίνονται υποβρύχια, άλλοι καραβάκια.

Μια μέρα που έβρεχε μπήκαμε στην εκκλησία. Εμένα μου άρεσαν πολύ οι εκκλησίες, εσένα έτσι κι έτσι. Πιο πολύ μου άρεσε το παιχνίδι των κεριών πάνω στα τζάμια και οι σκιές από τα στασίδια στο μωσαϊκό. Μου είπες να φύγουμε μέσα στη βροχή, αλλά εγώ ήθελα να κάτσουμε κι άλλο εκεί. Κι αν σκοτεινιάσει, σου έλεγα, τι φοβάσαι, οι πεθαμένοι δεν θα μας φάνε. Κι εσύ δεν ήθελες να δείξεις ότι φοβάσαι και έμεινες. Μέσα στην εκκλησία μπήκε τότε μια γάτα, κρατούσε στα δόντια της ένα πουλί και άρχισε να το τρώει. Εκείνο ήταν νεκρό και σαν να είχε σκληρύνει, τα πούπουλά του πέφτανε κάτω και στροβιλίζονταν από την ανάσα της γάτας. Στο τέλος του έγλυψε τα κόκαλα και ύστερα τα έφαγε και αυτά. Μα καλά πώς δεν πνίγεται, με ρώτησες. Εγώ ήξερα πως το σάλιο της είχε υγρά μαγικά που λιώνουν τα πάντα. Θέλω κι εγώ τέτοιο σάλιο, έλεγες, να λιώνω τη βαρεμάρα μου, να ανεβαίνω σε ένα σύννεφο που είναι γεμάτο διασκέδαση και πολύχρωμα κύματα. Ύστερα δεν είχαμε τίποτε άλλο να κουβεντιάσουμε και σε ρώτησα τι σημαίνει το όνομά σου. Μου είπες σε άλλες γλώσσες σημαίνει αυγή και σε άλλες μέλισσα. Εσύ τι προτιμάς, με ρώτησες. Μέλισσα, σου απάντησα, γιατί είδες, τα ζώα έχουν σάλια μαγικά, ίσως λιώνουν μέχρι και την αυγή και έτσι το σκοτάδι κυκλώνει όλο το ρολόι μας. Γέλασες λίγο με αυτό και είδα το πεταχτό σου δόντι που μου ερχόταν πάντα να στο τραβήξω και να πετάξει εντελώς ψηλά.

Ήταν η τελευταία μας βόλτα αυτή. Πάνω που είχες μάθει τα ελληνικά, έφυγες πάλι με τη μαμά σου. Μου είπες ότι θα μου γράψεις, αλλά δεν το έκανες ποτέ. Ύστερα στο παγκάκι μας πήγαινα μόνη, τα άλλα παιδιά δεν θέλανε νεκροταφεία, κεριά και εκκλησίες.

Καμιά φορά προσπαθώ να θυμηθώ το πρόσωπό σου, αλλά δεν μπορώ.

 

 

(προδημοσίευση από τη συλλογή διηγημάτων Τα ζώα θεοί, που θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Κίχλη)

 

 

Η Άννα Γρίβα γεννήθηκε το 1985 στην Αθήνα. Σπούδασε Ελληνική Φιλολογία στην Αθήνα και Ιστορία της Λογοτεχνίας στη Ρώμη. Έχει εκδώσει τέσσερα βιβλία ποίησης, το τελευταίο με τίτλο “Σκοτεινή κλωστή δεμένη” (Εκδ. Γαβριηλίδη, 2017). Είναι μεταφράστρια ιταλικής λογοτεχνίας. Συνεργάζεται με διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά. Ποιήματα και πεζά  της έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά, γερμανικά, ισπανικά.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top