Fractal

«Το Μυστικό της Ελληνικής Τέχνης» – Από την συλλογή οδοιπορικών του Alberto Moravia. [Μέρος 1ο]

 

Μετάφραση-Εισαγωγικό σχόλιο: Κωνσταντίνος Μούσσας //

 

 

 

Στην αίθουσα αρχαιοτήτων από την Αμοργό της προ-μυκηναϊκής περιόδου, στο Εθνικό Αρχαιολογικό μουσείο της Αθήνας, ανάμεσα στις γεμάτες προθήκες με θραύσματα πηλού, ξεχωρίζει ένα μαρμάρινο ειδώλιο: Κεφάλι κωνοειδές, λείο, κυρτό όπως η πίσω πλευρά ενός κουταλιού, χωρίς μάτια, στόμα, μαλλιά, αυτιά, χωρίς κανένα άλλο χαρακτηριστικό, εκτός από μια μύτη, όπως μια αιχμή που τέμνει σαν σε δίσκο ηλιακού ρολογιού, στη μέση του προσώπου. Είναι βέβαιο πως σύνθεση πιο θαυμαστή, δύσκολα μπορεί να φανταστεί κανείς.

Έρχονται στη μνήμη αφρικανικά γλυπτά κι ακόμη πιο τολμηρά, εκείνα της σύγχρονης τέχνης: κυβιστές, εξπρεσιονιστές, ντανταϊστές κλπ. Παρόμοιες και αρκετές άλλες τέτοιες «επιστροφές» στον προϊστορικό, στον Αρχαϊκό, στον πρωτόγονο. Πρέπει κανείς να παρατηρήσει ότι τέτοιες απομιμήσεις και αναπαραστάσεις όταν δεν αποκαλύπτουν απλώς μια αξιοθρήνητη άγνοια και χοντροκοπιά, επιτυγχάνουν μόνο διακοσμητικά αποτελέσματα, συχνά κοινότοπα και εμπορικά. Έτσι αντί για «σύνθεση» αντί για «αξίες οπτικές», για όγκο και μάζα, προκύπτει ως ελάχιστο αποτέλεσμα το ασήμαντο διακοσμητικό προϊόν επίπλων σε τεχνοτροπία του 1900, κάποιο άγαλμα κήπου ή σε χειρότερη περίπτωση, το ψευδεπίγραφο αρχαϊκό αντίγραφο: χαμόγελα στημένα, άκαμπτες προσωπίδες, πορώδεις επιφάνειες, φευγαλέες, συναρμολογημένες ιδιοτροπίες κι ακόμη πιο ιδιότροπα άκρα μελών. Και αυτό οφείλεται στην απλή επιστροφή στην Αρχαϊκή- όπως στην Ασσυριακή, Αιγυπτιακή, Ετρουσκική- γλυπτική, αλλά και ζωγραφική.

Η προσπάθεια τελικά, τόσων μοντέρνων καλλιτεχνών, στις πολύ εκλεκτές και κομψές αναζητήσεις (ρευμάτων, τάσεων κλπ), δεν πάει μακρύτερα από μερικά ευχάριστα πλην όμως εφήμερα επιτεύγματα μιας μάλλον διακοσμητική ς προσπάθειας.

Όλοι οι πολιτισμοί γνώρισαν τέτοιες αναδιπλώσεις μετά από τις οποίες η τέχνη κυριολεκτικά αδέξια, εκβαρβαρίζεται. Αλλά η αληθινή Τέχνη είναι κάτι το εντελώς διαφορετικό.

-1-

Δυο αίθουσες πιο εκεί, δεν μπορεί πια κανείς να μιλήσει για την Αρχαϊκή εποχή.

Οι προθήκες που περιέχουν τους θησαυρούς των Μυκηναϊκών τάφων, αποκαλύπτουν έναν αρχαίο πολιτισμό που όμως είχε φτάσει σε ένα σχεδόν καταστροφικής ωριμότητας επίπεδο. Η όψη αυτών των αντικειμένων, ακόμα και σε εκείνον που έχει απελευθερωθεί από την παλιά έννοια του ανθρωπισμού και της νεωτερικότητας της αρχαίας ελληνικής τέχνης, εμπνέει ένα είδος βαθειάς σύγκρουσης στην οποία συγκεντρώνεται ο θαυμασμός και η μυθική έλξη.

Σκέφτεται αμέσως κανείς, πως θα έλαμπαν μέσα στα χώματα και τις πέτρες, όλα αυτά τα αντικείμενα κίτρινου χρυσού.

Ένα χρυσό βαρβαρικό και συνάμα οικείο, αντικείμενα σχεδιασμένα από μια εγχώρια δοξαστικότητα μια θρησκευτικότητα, όχι από μια απλή τέχνη χρυσοχοΐας.

Σκύβοντας σ’ αυτές τις βιτρίνες ακολουθεί κανείς την ιδιαιτερότητα ενός αισθησιακού στολισμού, με ειδικό βάρος, ρεαλιστικού και μαζί εκλεπτυσμένου.

Παρατηρούμε ένα χταπόδι τη στιγμή που αφήνεται στο ρεύμα κάτω από την επιφάνεια του νερού με όλα του τα πλοκάμια εξουθενωμένα να επιπλέουν.

Ταυτόχρονα όμως κρυπτογραφείται κι ένα έμβλημα εραλδικό.

Στις πέτρινες ή στις χρυσές σφενδόνες (κοίλο μέρος που στερεώνεται ο δακτυλιόλιθος) είναι χαραγμένα ζώα με εξαιρετική παραστατικότητα: Η σκληρότητα της ρεαλιστικής σημειολογίας δεν εμπόδιζε την χρήση τους ως σφραγίδες.

Είναι ένας υπερβολικά ακριβής ρεαλισμός, ως τον εσώτερο εαυτό του, εύθυμος και καλλωπιστικός: Στο κύπελλο των ταύρων δεν λείπουν τα συννεφάκια σκόνης κάτω από τις οπλές, ούτε τα νέφη στον ουρανό και η πρασινάδα στη γη.

Μια τέχνη περιγραφική, χαμένη, με χαρακτηριστική τεχνοτροπία της Ανατολής, της Αιγύπτου, των Ασσυρίων. Σκέφτεται κανείς ότι όπου δεν επισυνέβη η εισβολή των Δωριέων, λίγα θα μπορούσε να δώσει η Ελλάδα που να μην υπήρχαν ήδη στην Αίγυπτο ή στην Μεσοποταμία.

Όμως αυτή είναι μια εντύπωση εντελώς διαφορετική, τέτοια που να δικαιολογεί την υπόθεση ύπαρξης δυο τεχνών: Μιας που εισήχθη από την Ασία και μιας άλλης εγχώριας που μαζί δημιουργούν τις χρυσές νεκρικές μάσκες.

Εδώ μόλις που μπορεί να μιλήσει κανείς για τέχνη, περισσότερο πρόκειται για ακατέργαστες δημιουργίες. Κι όμως εμπνέουν μια τρομακτική εκπληκτικότητα παρά θαυμασμό. Σαν να βλέπει κανείς να εμφανίζονται φαντάσματα. Ή ακόμα καλύτερα σε κάποιο σκοτεινό γραφείο να βλέπει να παίρνει σάρκα και οστά το καλεσμένο πνεύμα από το στόμα κάποιου μέντιουμ.

Ας αφήσουμε στην άκρη την απόδοση από τον Schliemann, μιας από τις μάσκες στον Αγαμέμνονα ή μιας γυναικείας μάσκας στην Κλυταιμνήστρα, που εν ολίγης θα ήταν σαν να ακουμπούσε κανείς τις νεκρικές μάσκες του Μάκμπεθ και της Δεισδαιμόνας.

-2-

Η σιδερένια απλότητα και η αισιοδοξία πέρα από τον τάφο αυτών των χρυσών αποτυπωμάτων –καλουπιών αρκούν για να μας προξενήσουν τρόμο, χωρίς να χρειάζεται να ταράξουμε τον οίκο των Ατρειδών.

Η γυναικεία μάσκα της Κλυταιμνήστρας, μακρόστενο προσωπείο λείο, με εκείνες τις παρειές όπου τα μεταλλικά φύλλα φούσκωναν σαν δέρμα πλαδαρό, με εκείνο το φευγαλέο χαμόγελο το υποκριτικό, μοιάζει πραγματικά με αστραπιαίο εκτόπλασμα, σαν αθόρυβη σκιά σε ένα πνευματιστικό σαλονάκι.

Έχει αυτό τον ανεπαίσθητο πλούτο, τον υποχονδριακό, του τρεμουλιαστού λευκού.

Ο Αγαμέμνων αντίθετα, με τα πληθωρικά βλέφαρα φαίνεται πιο ζωντανός. Τα λεπτά του χείλη είναι έτσι σφιγμένα ώστε να υπονοούν τον πόνο που είχε υποφέρει.

Η ηρεμία του προσώπου, η τάξη της γενειάδας και του μουστακιού από το αναδιπλωμένο άκρο και πάνω δεν ακυρώνουν την υποψία εκείνης της μαχαιριάς λίγο πιο ‘κει στο λουτρό, στο βάθος του παλατιού.

Είναι περίεργο πως καμιά από τις τραγωδίες, τις σχετικές με τους Ατρείδες, των τριών μέγιστων συγγραφέων του ελληνικού θεάτρου, ούτε καν η αρχαιότερη και πιο αιματηρή, εκείνη του Αισχύλου, δεν δίνει την ιδέα μιας πραγματικότητας τόσο λεπτεπίλεπτης και στο βάθος τόσο βάναυσης όπως αυτής που διαφαίνεται από τα αντικείμενα αυτών των τάφων.

Το γεγονός είναι πως αυτές οι τραγωδίες ανήκουν σε μιαν άλλη «ελληνικότητα» και επιπλέον έπονται αρκετούς αιώνες, ώστε να αποτελούν μέρος ενός άλλου ιδεατού κόσμου που δύσκολα ανιχνεύεται σε αυτά τα αντικείμενα.

Τελικά ο Αισχύλος και οι άλλοι δουλεύουν με βάση τον μύθο και τον προσεγγίζουν

σύμφωνα με τη δική τους θρησκευτικότητα, την ιδεολογία, την πονεμένη ευφυΐα τους.

Στις Μυκήνες όμως τα πράγματα θα πρέπει να εξελίσσονταν πολύ διαφορετικά, κατά τρόπο πιο σιωπηλό και βίαιο. Στο βάθος των επίμονων φυσικών αισθημάτων που μόλις ήταν καλυμμένα με ηθική.

Όπως συμβαίνει σήμερα σε μερικά αμερικανικά δράματα, που τα σκανδαλοθηρικά περιοδικά, περιγράφουν με απίστευτες λεπτομέρειες.

Έτσι στο τέλος ο O’ Neil στην σκληρή και δυσάρεστη διασκευή της «Ορέστειας» βρίσκεται πιο κοντά στις Μυκήνες από τον Αισχύλο ή τον Ευριπίδη.

Η ίδια απόσταση που κάποιος φαντάζεται μεταξύ της Μυκηναϊκής τέχνης και αυτής της ελληνικής τραγωδίας, είναι ακόμα πιο δραματική περνώντας από την μυκηναϊκή αρχαιότητα στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα.

-3-

Είναι σαν να εγκαταλείπει κανείς ένα μυθικό και ξένο κόσμο για έναν πιο οικείο.

Μπροστά στις εξαίρετες πέτρινες μικρογραφίες και στα χαραγμένα χρυσά των Μυκηνών, δοκιμάζει έκπληξη και θαυμαστή περιέργεια.

Αλλά το πρώτο άγαλμα του 6ου αιώνα, ακέφαλο και χωρίς χέρια, πάνω στο οποίο πέφτουν όλα τα βλέμματα στην πρώτη αίθουσα περισσότερο κι από έκπληξη και θαυμασμό, πραγματικά συγκινεί.

Είναι ίσως εξαιτίας του γεγονότος ότι στις Μυκήνες, βρέθηκαν μόνο μικρά αντικείμενα και κομψοτεχνήματα και κανένα άγαλμα.

Όμως από τις καμέες και τα κυνικά κύπελλα στις ολόσωμες γυμνές ή και ντυμένες φιγούρες του 6ου αιώνα, το άλμα είναι απότομο και καθοριστικό.

Μοιάζει σαν να βγαίνει κανείς από έναν κόσμο, ουσιαστικά αισθησιακό και συνυφασμένο με την λεπτομέρεια, προσεχτικό με τη φύση, όπου ο άνθρωπος δεν είναι παρά ένα στοιχείο από τα τόσα, σε έναν άλλον κόσμο, δυνατά ανθρώπινο και θρησκευτικό, τραγικό, αυστηρό, φωτισμένο από τον ιδεαλισμό, που θα είναι το ακριβές χαρακτηριστικό του μέχρι το τέλος, ως τις πιο κουραστικές και ρεαλιστικές δημιουργίες της ελληνιστικής περιόδου.

Για τους Έλληνες όπως και για τους Ιταλούς ως την Αναγέννηση, η φύση δεν χρησίμευε παρά ως σκηνικό. Πάντα υποταγμένη στον άνθρωπο, εξανθρωπισμένη.

Είναι ο άνθρωπος στην κυριολεξία ο μόνος θρησκευτικός και ηθικός παράγοντας η μόνη πηγή έμπνευσης.

Οι Έλληνες δεν αναλώθηκαν στην περιγραφή ζώων, τεράτων, τοπίων, φυσικών πραγμάτων και παρόμοιων σκηνών. Διότι η φαντασία τους ήταν πάντα στην υπηρεσία της θρησκευτικότητας και μετά της πόλης. Πίστη και πόλη ήταν τέτοιες έννοιες ικανές, να επιτρέψουν την υπέρτατη ανάπτυξη όχι μόνο της τέχνης, αλλά και κάθε ανθρώπινης δραστηριότητας, κατά τρόπο ώστε η ελληνική απλότητα και η ιδέα της, η αίσθηση του μέτρου, να υπονοούν μια πολυπλοκότητα και μια ευρύτητα θεμάτων που όμοια της δεν υπάρχει σε όλη την ιστορία της ανθρωπότητας.

Όλο αυτό δεν φαίνεται να πραγματώθηκε βαθμιαία αλλά αυτόματα, από την αρχή, εξαιτίας μιας ξεκάθαρης και ορμητικής διαπίστωσης που κατ’ ανάγκην πρέπει να αποδοθεί στον αυτόχθων χαρακτήρα του ελληνικού λαού. Παρατηρούμε άλλους λαούς όπως τον Ασσυριακό, τον Αιγυπτιακό, τον Κινεζικό, να προσκολλώνται σε συγκεκριμένα πρότυπα τα οποία επαναλαμβάνουν για αιώνες ή να χάνονται στα κομψοτεχνήματα, στις λεπτομέρειες, στους τύπους. Στους Έλληνες θα έπρεπε να είναι αποδεκτό, ως πεπρωμένο το προνόμιο να εμπεριέχουν εκ του σύνεγγυς τον άνθρωπο, δηλαδή το θεϊκό. Αρχίζουν εκεί που οι άλλοι τελειώνουν.

Κατάφεραν νικηφόρα, να προκύψουν από την σκληρότητα, φόρμες που για άλλους ήταν μια μακροχρόνια προσπάθεια.

Εκεί που οι άλλοι ματαιοπονούν, το ελληνικό πόδι ίπταται, όπως εκείνο του Αχιλλέα.

-4-

Από τα αρχαϊκά αγάλματα, τα αυστηρά στο μέτωπο, με την συγκεκριμένη νοοτροπία του 6ου αιώνα, στα εξαίσια αριστουργήματα του 5ου αιώνα δεν μεσολαβεί παρά ένας αιώνας.

Όμως ο Έλληνας είχε ήδη διασχίσει την μεγαλύτερη απόσταση, επιτυγχάνοντας περισσότερα από όσα η Αίγυπτος σε μερικές χιλιετίες. Σύντομη ήταν η εποχή της Ελλάδας και επαπειλούμενη μέσα κι έξω, όμως τόσο περίλαμπρη.

Σκέφτεται στ’ αλήθεια κανείς, αντιπαραβάλλοντας αυτή την τόσο σύνθετη τέχνη με την ταραγμένη ιστορία του έθνους που την παρήγαγε, πως οι Έλληνες όπως άλλωστε θέλει και η σχετική φράση του Ευαγγελίου, επιβίωσαν ακριβώς επειδή ήταν διατεθειμένοι να πεθάνουν.

Όμως το παράδειγμα των Ελλήνων δεν ολοκληρώνεται σε λίγες λέξεις.

Νεοκλασικοί, Νεοαρχαϊκοί, Απολλώνιοι, Διονυσιακοί, όλοι εκείνοι που αναζητούν στην ελληνική τέχνη ένα στήριγμα, στο δικό τους γούστο και στη δική τους θεωρεία, μπορούν να το πράττουν άνετα.

Μα πάντα παραβιάζοντας μια πραγματικότητα εντελώς διαφορετική.

Είναι καλύτερο να θεωρηθεί η ελληνική τέχνη ως ένα κεφάλαιο κλειστό, ως ένα επίτευγμα απαράμιλλο και ανεπανάληπτο. Είναι πολλά τα μη καλλιτεχνικά στοιχεία που συνεισέφεραν σε αυτό το επίτευγμα. Η ανάπτυξη της ελληνικής τέχνης είναι συγκεκριμένη: Όμοια στα βασικά χαρακτηριστικά της όπως κάθε τέχνη, όμως απόλυτα διαφορετική και μοναδική στην έκφρασή της. Από πρώτη όψη προφανής και μυστηριώδης και κατά δεύτερο λόγο μιμούμενη, μόνο εξωτερικά, εξαιτίας μακρινών κατά προσέγγιση αναλογιών.

Από τους Έλληνες τελικά το μόνο μάθημα που μπορεί να πάρει κανείς είναι το μέτρο.

Αυτό της προσαρμοστικότητας, της ανθρώπινης φυσικότητας, της ηθικής ιδανικότητας. Το μυστικό της μεγαλοσύνης τους, της θλίψης, της πληρότητας, της απλότητας, είναι ότι βρίσκονται όλα σε συνάρτηση μεταξύ τους.

 

Alberto Moravia, Αθήνα 1939.

 

 

Εισαγωγικό σημείωμα.

 

Ο Alberto Moravia σε ένα ξεχωριστό οδοιπορικό που θα ολοκληρωθεί σε τέσσερα μέρη, στην Ελλάδα μιας άλλης εποχής.

Από τις Μυκήνες στους Δελφούς, τον Μαραθώνα, την Αρχαία Ολυμπία και τον ναό του Διός.

Μια διαφορετική κριτική ματιά στην αρχαία ελληνική τέχνη, που όσο και αν παρουσιάζει σημεία διαφωνίας και σημαντικές διαφορές με τον τρόπο που εμείς οι ίδιοι αντιμετωπίζουμε την μοναδική εξέλιξη της στο διάβα των αιώνων, είναι αδιαμφισβήτητα εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και πάντως άξια αναφοράς και μελέτης.

Ο Moravia δεν έρχεται στην Ελλάδα, που άλλωστε γνωρίζει καλά, ως τουρίστας και απλός περιηγητής. Παρατηρεί και εμβαθύνει όσο του επιτρέπει ο δυτικός «τρόπος» και η θεώρηση των πραγμάτων, κάτω από την λαμπρή επιφάνεια των αξεπέραστων ελληνικών αριστουργημάτων. Τον ενδιαφέρει η ενδότερη και πιο σύνθετη επισκόπηση ενός πολιτισμού που δείχνει τόσο απαράμιλλος όσο και για πάντα χαμένος. Όμως αυτό δεν συμβαίνει με όλους τους μεγάλους πολιτισμούς; Παρατηρεί τις τεράστιες διαφορές με την σύγχρονη Ελλάδα, και μάλιστα με εκείνη του 1939. Ποια θα ήταν η άποψη του άραγε μερικές δεκαετίες μετά και βέβαια σήμερα;

Εντούτοις μέσα από αυτό το οδοιπορικό, μπορούμε με σχετική ευκολία να αναγνωρίσουμε, στον τρόπο σκέψης του Moravia, τις ίδιες ιδέες πολλών σύγχρονων Ελλήνων μελετητών (ιστορικών, αρχαιολόγων, φιλολόγων κλπ) καθώς και καλλιτεχνών και βέβαια ενός μεγάλου μέρους της ευρωπαϊκής διανόησης του διαφωτισμού. Για τον πρώιμο κόσμο της δύσης, που χρειάστηκε αιώνες προσπάθειας μίμησης και αντιγραφής- πολλές φορές βίαιης και πρωτόγονης- του συνόλου κάθε πολιτιστικής ελληνικής έκφρασης, για την αναγεννησιακή δύση και μετέπειτα εκείνη του διαφωτισμού, που δέχθηκε διασώζοντας βέβαια τα αξεπέραστα φιλοσοφικά κείμενα και τραγωδίες, το πνεύμα των αρχαίων Ελλήνων, ως επίκτητο και ιδανικό μοιάζει εντελώς ξένο και παράταιρο με την σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα αλλά και με τον απόλυτο ρωμαϊκό τρόπο και ακόμη περισσότερο με την ορθολογιστική αντίληψη της Αναγέννησης.

Οι συνεχείς διενέξεις των αρχαίων Ελλήνων, οι εμφύλιοι πόλεμοι, η αρετή αλλά και η επικράτηση του δίκαιου του ισχυρότερου, οι δολοπλοκίες και οι ενστικτώδεις συμπεριφορές μοιάζουν στον Moravia αλλά και όχι μόνο, ακατανόητες, αδικαιολόγητες, καταδικασμένες να προκαλέσουν μοιραία φθορά και χάος στον πρώτο ευρωπαϊκό πολιτισμό.

-1-

Ο Ρωμαϊκός τρόπος συγκεντρωτικής διοίκησης (Ρωμαϊκό δίκαιο και στρατιωτική ισχύ) συγκρίνεται λανθασμένα φαινοτυπικά, άλλοτε με το σύστημα πόλης-κράτους κι άλλοτε με την μητροπολιτική Αθήνα ή την στρατοκρατική Σπάρτη. Είναι ή τουλάχιστον έτσι δείχνει, εξαιρετικά δύσκολο να αντιληφθεί κανείς –έστω και αντικειμενικά σκεπτόμενος- την σημασία και την ζωτική ανάγκη που είχαν αυτά τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ελληνικού πολιτισμού για την ολοκληρωμένη ανάπτυξη και εκδήλωσης της πρώτης σύνθετης οικουμενικής διανόησης.

Και το σημαντικότερο: Δεν επισημαίνεται συχνά, ή το χειρότερο παραγνωρίζεται η αδιάκοπη συνέχεια και η αυταπόδεικτη εθνική συνείδηση και συλλογικότητα ενός λαού που αντίθετα σε κάθε λογικό δεδομένο επιβίωσε και κατάφερε να επηρεάσει, να διαμορφώσει και να καθορίσει την πανανθρώπινη σκέψη.

Ο Moravia παρατηρεί την εξέλιξη τέχνης και πολιτισμού, επισημαίνοντας-δικαίως- διαφορές, αντιμετωπίζοντας το ελλαδικό φαινόμενο ως μια ετερογενή, ιδιόμορφη και πάντως όχι ενιαία στην έκφρασή της ξεχωριστή πραγματικότητα, ένα πολυφυλετικό μωσαϊκό διαφορετικών πληθυσμών που μπορεί να μιλούσαν την ίδια γλώσσα και να λάτρευαν τους ίδιους περίπου θεούς, είχαν εντούτοις βαθιές πολιτισμικές και κοινωνικές διαφορές που τους οδηγούσαν συχνά σε βίαιες συγκρούσεις. Βλέπει το μεγαλείο, την πρωτοτυπία, την πρωτοπορία, αντιλαμβάνεται την μοναδικότητα, υποψιάζεται το μυστήριο, όμως όπως συχνά συμβαίνει σε πολλούς διανοητές και μελετητές της ελληνικής αρχαιότητας, μοιάζει να αδυνατεί να ξεπεράσει τον αδόκιμο πειρασμό της σύγκρισης ανάμεσα στον Ελληνικό και Ρωμαϊκό πολιτισμό, λησμονώντας την διαφορά μεταξύ του αρχέγονου πρωτότυπου, της ζωοφόρου μήτρας και του λαμπρού μεν, αλλά πάντα υποδεέστερου παράγωγου-αντίγραφου.

Προσπερνά με αδιανόητη ευκολία, αναπόσπαστα κομμάτια του αδιαίρετου ιστορικού μωσαϊκού της ελληνικής ιστορικής εξέλιξης, έτσι που συχνά καταλήγει στο συμπέρασμα είτε μιας αυτόματης καλλιτεχνικής και πνευματικής άνθισης, είτε ακόμη χειρότερα μιας αναπότρεπτης και καθοριστικής για την ύπαρξή του, παρακμής. Όμως επανατοποθετώντας στην θεώρησή μας τον απαράμιλλο Μινωικό πολιτισμό, τις καθοριστικές -για τη γενικότερη πολιτιστική εξέλιξη – κτίσεις της Κάτω Ιταλίας που με τις μητροπόλεις συγκροτούσαν την Μεγάλη Ελλάδα, των παράλιων της Μικράς Ασίας, την απίστευτη πορεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου, την φυσική συνέχεια του Ρωμαϊκού θαύματος με τη λεγόμενη Βυζαντινή αυτοκρατορία και την μετεξέλιξη της σε ελληνιστικό ενιαίο κράτος ειδικά μετά την επικράτηση του Χριστιανισμού, μπορούμε να περιηγηθούμε με μεγαλύτερη σιγουριά και χωρίς ριψοκίνδυνα άλματα στην ιστορία, σε έναν κόσμο που κάποτε θεωρήθηκε το κέντρο της γης και η αρχή του ανθρώπινου πολιτισμού.

Ακριβώς για αυτούς του λόγους αξίζει κανείς να μελετήσει αυτό το ξεχωριστό οδοιπορικό του τόσο πρωτοποριακού και αντικειμενικού ελληνιστή Moravia που διατήρησε ως το τέλος της ζωής του μια ιδιαίτερη σχέση με την Ελλάδα. K.M

-2-

Πηγές αναφοράς:

-Βιβλιοθήκη του Istituto Italiano di Cultura di Atene

-http://www.fondoalbertomoravia.it/alberto-moravia/biobibliografia/

-Alberto Moravia, “Col Dominio nero sull’ Acropolis”, Gazzetta del popolo, 4 Marzo1939

-Alberto Moravia, “I greci sono greci?”. “Oggi”, n.47, 1940

-Alberto Moravia, “Il mistero della decadenza”, Gazzetta del popolo,13 Maggio 1939, articoli 1930-1990

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top