Fractal

«…Αφήνοντας το παραμύθι να με ξαγρυπνήσει…»

Γράφει ο Σταύρος Σταμπόγλης //

 

Έφη Μαχιμάρη, Ποιητική συλλογή “Ακτογραφώντας”, εκδόσεις Γαβριηλίδης Αθήνα 2015

 

Η Έφη Μαχιμάρη στηρίζεται στο συναίσθημα και στην γνώση. Μάτι και αποτύπωση σε συνεχή εγρήγορση. Στάση θηρευτή. Ετοιμότητα αγριμιού. Επί πλέον είναι εργαζόμενη γυναίκα, μητέρα και ποιήτρια. Η ανάπαυση γι αυτήν μοιάζει με κατάσταση επιφυλακής  απέναντι σ’ έναν «εχθρό» ακοίμητο – ακούραστο – αήττητο, την επιβίωση. Το κοινωνικό γίγνεσθαι, ως περιβάλλον ασφυκτικό, το κομματιάζει, το κονιορτοποιεί, το χωνεύει και συνάμα  προπορεύεται: «…Φωνές μακρινές, σειρήνες φέρουσες υποσχέσεις / και μια τρελή φυγή στην πλώρη μου…». Αν θες να υπηρετήσεις με αξιοπρέπεια, αν η κοινωνική ευαισθησία σου είναι ακριβώς αυτή που τιμά και εξελίσσει έναν σύγχρονο πολίτη , τότε η κούραση και η αγωνία μετατρέπονται συνειδητά σε ευαισθησία.  Και η ευαισθησία μετασχηματίζεται σε ανάγκη έκφρασης. Σ’ αυτήν την  περίπτωση χρειάζεται κάτι υψηλό κάτι ανώτερο που όμως το κύριο καθήκον του είναι να κοιτά χαμηλά και εντός. Κάτι που   βοηθά να αντέξεις και να τραγουδήσεις παρά την κόπωση ή την απογοήτευση. Αυτή η κατάσταση φέρει τα χαρακτηριστικά μιας κυρίαρχης ανάγκης στους δύσκολους καιρούς, όταν τίποτε δεν είναι βέβαιο και το κακό, το λανθασμένο, απενοχοποιείται ανεπαισθήτως και  ραγδαία. Όταν η συντριβή έχει συντελεστεί, έχει κατανοηθεί, αλλά δεν ομολογείτε  παρά μέσα από την προσπάθεια αφύπνισης. Όλα αυτά τα γνωρίζει, τα υπηρετεί, και τα παλεύει η ποιήτρια  Έφη Μαχιμάρη προτείνοντας την ελπίδα της: «…καιρός να συστηθούμε ξανά με την ψυχή μας/να χαθούμε στην λαχτάρα των προσμονών/στο κτυποκάρδι του προσδοκώμενου…».  Όταν μάλιστα αντιλαμβάνεσαι το σκοτεινό μέρος της τεχνητής φωτοχυσίας η ευθύνη εντείνεται. Εδώ και  το χάλκινο εργαλείο, ή μήπως  όπλο, της  ποίησης. Ένα όπλο βοτάνι βάλσαμου, καρτερίας και μνήμης: «Έβαλε άνεμο νοτιά/Τα παντζούρια χτυπούν άρρυθμα/όπως τα ξύλινα παπούτσια της λύπης/στα υγρά πλακόστρωτα της πόλης/ κι  αυτή η φέτα φεγγαριού/με το ισχνό της φως, το αλαγάριστο,/ σινιάλο δειλό στην σκοτεινιά της κάμαρης..».  Έτσι μιλώντας για βαρυφορτωμένη μοναξιά, με τρυφερότητα και προσμονή, πηγαίνουν οι λέξεις της Μαχιμάρη. Όπου το βοτάνι  ποτίζεται, φυτρώνει, ανθίζει στην αιματοχυσία, και ο έρωτας, η ζωή η ίδια, καθώς  χωνεύεται, σημαίνει τη μόνη βεβαιότητα: την αγάπη, «Ροσόλι σε λευκή κανάτα/από παλιό ροδοκόκκινο, το τελευταίο./Η ρομβία στους ήχους που ακούει η αγάπη./Έτσι αρχίζει η ζωή, όπως τελειώνει./Με έναν μικρό αναστεναγμό».  Εδώ βρίσκουμε μια ποίηση που δεν προσποιείται. Ποίηση με λέξεις, έννοιες και ήχους από καρδιάς. Η Έφη Μαχιμάρη μαζεύει το υλικό για την ποιητική της όπως οι επισκέπτες απ’ τις μικρές πρωτεύουσες μιας επικράτειας μαζεύουν στα βουνά  τ’ άγριο δακράκι της Παναγίας για τον επιτάφιο, ακόμη και σήμερα όπου τα έρημα σπίτια ανθίζουν στα βουνά μόνο την Μεγαλοβδομάδα: «Από άνοιξη σε άνοιξη /κύλησε ο χρόνος»… «Καθισμένη στην πολυθρόνα της μητέρας/δίπλα στο εγκαταλελειμμένο εργόχειρο/με το μικρό ασημένιο βελονάκι καρφιτσωμένο/στην μισοτελειωμένη δαντέλα των αναμνήσεων της / ανάμεσα σε φωτογραφίες εκλιπόντων και επετείων/επανατοποθετώ τον εαυτόν μου…». Πλήθος ώριμες Μεταφορές σε απλά καθημερινά ελληνικά και αισθήματα αναγνωρίσιμα. Συχνά γράφει ποίηση σαν νέο κορίτσι έκπληκτο και άπειρο μπροστά στην τρικυμία. Αλλά την επόμενη στιγμή αντιλαμβάνεται την ισχύ του περιβάλλοντος, ντύνεται κατάσαρκα το ρούχο της θύελλας, ματώνει,  χωνεύει τον κίνδυνο, γράφει, συμφιλιώνεται με την συντριβή και γεύεται το μέλλον κατά τη στιγμή της θυσίας. Μαθαίνοντας να θαυμάζει την ομορφιά της κυματαγωγής  προβλέπει την επόμενη κίνηση: «Αγαπάω την ζωή/αυτήν που ανασαίνω/αυτήν που ονειρεύομαι… Αγαπώ την φυγή./Αυτήν στα όνειρά μου./Αυτήν που με συντρόφευε./ Αγαπώ την προσμονή./Αυτήν που με ανασταίνει./Ανατέλλω στο παρόν /στο μέλλον…».

Αλλά είναι φανερό πως η Μαχιμάρη δεν εμπιστεύεται μόνο την εμπειρία της αλλά σαν  γυναίκα έχει γραμμένο μέσα της το σχήμα του Σύμπαντος, όπως το Σύμπαν βρίσκεται εγγεγραμμένο στο τρυφερό ανοιξιάτικο χνούδι της Λεύκας. Το φύλλωμα πριν αποκτήσει την λαλιά μέσα στον άνεμο, πριν τραβήξει τον ήλιο να τον κάνει ζωή, επιβιώνει βαθιά στις ρίζες και στην υγρασία του χώματος. Το χώμα, η ζεστή  μήτρα της ζωής, η αποθήκη της ζωής.  Η ποίηση κρύβεται στο πλούσιο χώμα. Η Γυναίκα είναι από πλούσιο χώμα. Η γυναίκα είναι η μνήμη της ύπαρξης. Έστω και αν δεν γράφει, γεννάει. Έστω και αν δεν γεννάει, προσφέρει. Έστω και αν δεν προσφέρει , θυμάται, δηλαδή γνωρίζει, ή απλά είναι όλα αυτά την ίδια στιγμή. «Γνωρίζω» σημαίνει κατά την Έφη Μαχιμάρη προλέγω, μαντεύω: «Κρεμάω τα υπάρχοντα, όσα μου απόμειναν πια /κάποτε ερίτιμη μέθεξη των αισθήσεων/τώρα αιμάτινες σταγόνες που κυλούν αδιάλειπτα/ βάφοντας άλικο το παράλογο της απώλειας./Προπομποί ενός σιβυλλικού παρόντος/σκηνογραφούν/ το διάκενο ζωής-θανάτου». Η Μαχιμάρη ό,τι κρατά, ύλη και σκέψη, τα δοκιμάζει, τα αλατίζει με τη δική της θάλασσα, μαζεμένη σταγόνα-σταγόνα, και μας τα προσφέρει. Ένα καλό πιάτο όπου κάποτε κάποτε απαιτούνται διορθώσεις μα η επίγευση παραμένει εξαιρετική. Έτσι κι αλλιώς ό,τι εκφράζεται ή κινείται μπορεί να χρειάζεται μικροδιορθώσεις, ας πούμε λιγότερα Επίθετα, προσοχή στις διαδοχικές Γενικές, αποφυγή λόγιων και σπάνιων λέξεων, μεγαλύτερη προσοχή στα γεμίσματα ανάμεσα στους γενεσιουργούς στίχους… Αλλά, αλλά τούτα δω τα περί τεχνικής δεν μειώνουν τον ποιητικό ενθουσιασμό, το ήθος και την ειλικρίνεια αυτής της ποιητικής. Ή αν θέλετε η τεχνική είναι κάτι που κατακτάται για να ενισχύσει αλλά δεν υποκαθιστά την έμπνευση και το αυθεντικό. Δεν μπορεί να αντικαταστήσει τον ποιητικό αυθορμητισμό και την ειλικρίνεια της Μαχιμάρη, αυτό το θρόισμα, καθώς κινάν κορίτσια από αίσθηση σ’ αίσθηση, εικόνες, ήχοι, επάλληλες σαρώσεις στιγμών, έννοια ύπαρξης και θυσίας, «…Να προφτάσω την ζωή θέλω / να την φιλήσω, να την μερώσω / να γλυκάνω γέρνοντας στο μαξιλάρι της / στα καλοκαίρια της να φλογίζομαι περιμένοντας / του ίμερου τον κατάπλου / να τον νοιώσω, να ελπίσω, / να ονειρευτώ / να γιομίσει η ψυχή…». Συχνά μοιάζει να κουράζεται τόσο που κλείνει τα μάτια σώματος και ψυχής, «…Σιγοτραγουδά ο ζέφυρος,/δεν θέλω να θυμάμαι, από την μνήμη/παραιτούμαι».  Αλλά ταχύτατα, αστραπιαία σχεδόν ή δυο σελίδες πιο κάτω, το κουράγιο ορθώνεται σε μια συμπαντική και θηλυκή ή καλύτερα ουμανιστική αλήθεια, «…σημάδι πως η ζωή σηκώνει πάλι τα μανίκια /αναδιπλώνεται / έτοιμη να γεννοβολήσει όνειρα καινούργια/ αποδεικνύοντας στον θάνατο την ανυπαρξία του».  Η Μαχιμάρη συχνά μας ταξιδεύει σε μυστικό τόπο με λυρισμό και τρυφερότητα για έναν έρωτα που έσβησε αλλά τα ίχνη του παραμένουν ανεξίτηλα, «Σαν να πρωτόβγαινα από την θάλασσα / η αίσθηση της κάθε μέρας, / αναγεννιόμουν την αυγή με τον ήλιο να γέρνει / στα κύματα και στους ελαιώνες, / ακόμα υπνοβατώ στους ανέμους του νότου / ακολουθώντας ίχνη από σένα / μετρώντας το ανάστημα σου / το ανάστημα του άντρα / που με πότισε ζωή». Αλλά πρόκειται έτσι απλά για μια καλή ανάμνηση ή μήπως έχουμε εδώ μια μέγιστη Μεταφορά που τραγουδάει την αγάπη για ζωή;

 

Έφη Μαχιμάρη

 

Έχω την αίσθηση πως και σε τούτη, την τρίτη, συλλογή της η Έφη Μαχιμάρη, ακόμη κι όταν μιλά για την εξέγερση, ακόμη και όταν αποδέχεται την ήττα, ακόμα κι όταν μιλά για την αγαπημένη μητέρα ή για ένα αγαπημένο άντρα που έφυγε, την ίδια την ύπαρξη τραγουδάει καθώς κινείται σε πολιτείες, σε ασημένιους ελαιώνες, σε θάλασσες και στεριές με τρυφερότητα και θλίψη και πένθος και μοναξιά όπου, «Κριτής το πλήρωμα του χρόνου. / Ισορροπιστής / των συναισθημάτων που γέννησαν / λόγια και πράξεις». Αλλά, αλλά κυρίως είναι η πίστη στην γενεσιουργό αισιοδοξία του σύμπαντος που την στηρίζει και αυτή την πίστη προσπαθεί να περάσει και σε μας, «…θα ανασαίνω και θα αναλογίζομαι / τα απομεινάρια όσων δεν έπραξα / την γυμνότητα των ανολοκλήρωτων / των ξεχασμένων / των ακέραιων.», «Ίσως πάλι / ξεβράσουν στην υγρή άμμο / κλεισμένα σε όστρακα λευκά / παιχνίδι στα χέρια των παιδιών / σε χρυσά καλοκαίρια».

Η ποιητική της Έφης Μαχιμάρη αναστατώνει το φύλλωμα του δένδρου, σαν πρωινή δροσιά. Η αίσθηση της νεότητας σε τούτη τη δημιουργική οντότητα ορίζεται απ’ την αγάπη για ήχους, για λόγια, για εικόνες που παίρνουν μουσική. Εδώ έχουμε πρώτα πάθος και ρυθμό. Το λογικό ακολουθεί. Αν η τεχνική ορισμένες φορές δεν φτάνει στην τελειότητα εμένα δεν με ενοχλεί τώρα δα.  Στο κάτω κάτω της γραφής η τελειότητα στην τεχνική δεν είναι παρά  κάτι που ορίζεται ως επίκτητο αγαθό. Αρκεί, προς το παρόν, που η ματιά παραμένει νεότατη, εν κινήσει ατελεύτητη, όπως ορίζει το σημαντικό, το ουσιαστικό του σύμπαντος: ξανά και ξανά απ’ την αρχή σε κάθε βήμα ένα βήμα κάθε φορά ως το τέλος, «…Λες και η διάρκεια της μέρας / κλείνει μέσα της την διάρκεια των ονείρων».

 

Αντίκυρα Οκτώβριος 2018

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top