Fractal

Λυρισμός και Λιτότητα

Γράφει η Χρύσα Νικολάκη // *

 

Βασίλης Κ. Παππάς «Ακροκεραύνια – Ακρωτήρι των Χρησμών», εκδ. Α.Α. Λιβάνη

 

Ο Βασίλης Παππάς είναι βαθύς και μεγάλος ποιητής γιατί είναι αληθινός και πονεμένος. Και τον πόνο του τον κάνει ποίηση. Λίγοι ποιητές εξομολογούνται τόσο απροκάλυπτα τα βιώματα τους. Ο λόγος του, πιστός στην Πυθαγόρεια φιλοσοφία, λακωνίζει, ενώ διατηρεί όλη του την γλαφυρότητα. Άλλοτε πάλι καταφεύγει σε κανταρικές & μπρεχτικές πινελιές, κρύβοντας στις λέξεις έναν βαθύ κυνισμό που διαλαλεί τον σπαραγμό της ψυχής του. Γράφει χαρακτηριστικά:

«Στενά που άφησα πίσω.

…Λόγια δικά σου, ατραυμάτιστα

μια πόλη καμπάνα.

Θορυβώδες κύμα να αγκαλιάζει τα βράδια.

Φεγγάρι να μην κοιμάται.

…Δεν ήσουν εκεί. Τι κρίμα!»

(Στενά που άφησα πίσω).

 

 

Στο ποίημα «Περπάτησα στα μονοπάτια του Πατροκοσμά» μας παραπέμπει στην Παρουσία του Μίλτου Σαχτούρη». Το φως εναλλάσσει την παρουσία του με το σκοτάδι ενώ η επίκληση της βοήθειας από τους νεκρούς είναι φανερή. Γράφει:

«Περπάτησα στα μονοπάτια του Πατροκοσμά

και στο νεκροτομείο του Αχέροντα.

Φως πήρα από το βλέμμα τους, την Πανσέληνο και την πέτρα.»

 

Εδώ βλέπουμε καθαρά τη σμίλευση ανάμεσα στις ομηρικές-αρχαιοελληνικές επιρροές και στην ορθόδοξη παράδοση. Γράφει:

 

«Στους κόρφους του φεγγαριού συνάντησα τους Πατεράδες.

Με φόρτωσαν προφητείες.

Στάζει Όμηρο και ακουμπάει στην αγκαλιά του ορίζοντα. Σαν ρίζα.»

 

Την επισήμανση «τους Πατεράδες» τη νοιώθω σαν μια ικεσία του, στους Άγιους Πατέρες της Εκκλησίας μας και στον Άγιο Κοσμά τον Αιτωλό, να απαλύνει  τον πόνο της ξενιτιάς για να αγαλλιάσει η ψυχή του. Ο Άγιος Κοσμάς λαμβάνει ιδιαίτερη μνεία στο έργο του, πηγή έμπνευσης ακόμα και του τίτλου της συγκεκριμένης ποιητικής συλλογής.

Στους παρακάτω στίχους από το ποίημα που φέρει και τον τίτλο του βιβλίου του, διαφαίνεται η αγωνιά του ποιητή για το μέλλον του τόπου του, ο σπαραγμός αλλά και η εναπόθεση του εαυτού στον ίδιο το Θεό σαν λυτρωτή:

 

«Ακροκεραύνια. Σαρανταπληγωμένα.

Ακροκεραύνια. Σταυρωμένα με κόκκαλα.

Μουσκεμένα στον ιδρώτα. Στάζουν στο κορμί μου.»

(Ακροκεραύνια. Σαρανταπληγωμένα.)

 

Eδω ο ποιητής μνημονεύει τους νεκρούς  του 40. Ο εξομολογητικός τόνος στη φωνή, ο πόθος για τον ουρανό, τη λύτρωση και τη λαχτάρα για το επέκεινα φανερώνεται στους παρακάτω στίχους:

 

«Αναμμένα Καντήλια

Ορθόλιθοι του τόπου μου.

Γλυπτό και έπαθλο.

Καρφιτσωμένα στα στήθη του φεγγαριού.

Διανυκτερεύουν την πίστη.

Αλήθειες κρυμμένες στα σύμβολα μου

στους χρησμούς και στους μύθους.

Αναμμένα καντήλια,

Καίνε ως τις Παρυφές των προγόνων.»

(Αναμμένα Καντήλια)

 

Μέσα από την σύμπλευση και πρόσμιξη ετερόκλητων στοιχείων, ορμώμενων από την Ορθόδοξη Παράδοση και τον αρχαιοελληνικό κόσμο, ο ποιητής μας παραπέμπει σε μεγάλους ποιητές του Μεσοπολέμου που έκαναν χρήση αυτής της τεχνικής. Σταθεροί πυλώνες στην ποίηση του είναι η πατρίδα και η Ορθοδοξία. Οι ιδέες διακινούνται ανόθευτες, αγγίζοντας τα πολιτιστικά και κοινωνικά δρώμενα με λιτότητα και με έναν γλωσσικό συμβολισμό που προκαλεί συγκινησιακά τον αναγνώστη, μεταφέροντας τον νοερά σε έναν ιστορικό χωρόχρονό που  ξεκινά από την αρχαιότητα έως τον νεότερο ελληνισμό. Σε πολλά ποιήματα του μας παραπέμπει  στην Μονεμβάσια του Γιάννη Ρίτσου:

 

«Κυρά Μονοβασιά μου, πέτρινο καράβι μου.

Χιλιάδες οι φλόκοι σου και τα πανιά σου.

Κι όλο ασάλευτη μένεις

να με αρμενίζεις μες στην οικουμένη»

(Πέτρινο Καράβι, Γ.Ρίτσος).

 

«Γκρεμισμένα κύματα που βρέχουν το κορμί μου.

Χώμα του τόπου μου! Σαν πετρωμένος βράχος.

Από τον καιρό που σηκώσαμε πανιά»

(Χώμα που κρατιέμαι. Σαν ρίζα. Β.Παππάς)

 

Βασίλης Κ. Παππάς

 

Κοινά σημεία που διατρέχουν την ποίηση του Β. Παππά και είναι ανάγλυφα και στον μεγάλο νεοέλληνα ποιητή είναι η αρχαία ελληνική λατρεία του σωματικού κάλλους, οι αναφορές στις μνήμες των βυζαντινών και μεταβυζαντινών χρόνων, στην Τουρκοκρατία και στην επανάσταση του 1821. Ο Β. Παππάς κατορθώνει χρησιμοποιώντας τις τεχνικές του μύθου και της ιστορικής αναφοράς σε πρόσωπα και τοπωνύμια να αναπτύξει έναν ποιητικό στοχασμό πάνω στην ανθρώπινη μοίρα.

 

«Διάβηκα σήμερα από τα τρία στενά Μπουγάζια

Κρόγγους, Κράψη και Κρα

Έσταζαν λαμπάδα στα μονοπάτια. ….

Περπάτησα σήμερα στους Κρόγγους

Και στο πέρασμα της Βελανιδιάς

Είδα και πάλι στο Κολικόντασι τον προφήτη μου

Να κομπολογιάζει τις πληγές και τα πανηγύρια

Του Μεγάλου Δέντρου και της Κόκκινης Μηλιάς.»

(Διάβηκα σήμερα από τα τρία στενά μπουγάζια)

 

Η  ποίηση του, καθηλωτική, μιλάει απευθείας στην καρδιά. Χωρίς ωραιότητες, αλλά με επιβλητικότητα και λιτότητα, μέσω της υποβολής, επιβάλλεται με την γυμνή αλήθεια της στον αναγνώστη. Όπως είπε και ο μεγάλος ποιητής Μίλτος Σαχτούρης :

«Ένα ωραίο ποίημα, ένα καλό ποίημα μιλάει αμέσως. Δηλώνει την παρουσία του.»

Σε αρκετά σημεία βλέπουμε αντιστοιχίες με τον Λόρκα, όπως στο Σονέτο του γλυκού παράπονου.»

Χαρακτηριστικές είναι και οι αναφορές στην μητέρα φύση και στα θρησκευτικά σύμβολα. Και αυτά μέσα από το πρίσμα μιας γλυκιάς μελαγχολίας και νοσταλγίας. Ας μην ξεχνάμε και τις παράλληλες σπουδές των δυο ποιητών, στην φιλοσοφία και τη  νομική.

 

«Αν είσαι εσύ ο κρυμμένος μου θησαυρός

αν είσαι εσύ ο σταυρός και ο υγρός μου πόνος

αν είμαι το σκυλί της αρχοντιάς σου

μη με αφήσεις να χάσω ότι έχω κερδίσει

και στόλισε τα νερά του ποταμού σου

με φύλλο από το φρενοκρουσμένο μου φθινόπωρο.»

(Γλυκό Παράπονο, Λόρκα)

 

« Χορτάριασε το περπάτημα μου

Σβήνουν οι στίχοι

Στην πρώτη στροφή του δρόμου

Σαν απροστάτευτα κατοικίδια

Πέφτει από εκεί πάνω

Ένα μπουκέτο αστροαχτίδες

Και εσύ Ελένη

Μεγάλωσες τόσο πολύ μέσα σε μια αθηναϊκή νυχτα

Δε σε χωράνε οι αγκαλιές μου.»

(Έφυγε και η Ελένη χθες στη Γερμανία, Β.Παππάς)

 

 

Διαβάζοντας τους στίχους από το ποίημα:

«Βρήκα το σπίτι μου δίχως στέγη», συνειρμικά κατευθύνομαι στην πεποίθηση άλλης μιας κοινής συντεταγμένης που έχει η ποίηση του με τον Τάσο Λειβαδίτη.  Όπως αναφέρει ο κριτικός Γιάννης Κουβαράς στις «Περιδιαβάσεις» του για τον Λειβαδίτη “«Ο ποιητής εμφανίζεται ενιαίος, ακεραιώνεται ακριβώς μέσα από τους θεωρούμενους διχασμούς του…. Κάθε ποίημα είναι κατά βάθος ένα επιτύμβιο, ακόμη και το πιο αισιόδοξο.» Σε πολλά του ποιήματα ο Παππάς, όπως και ο Λειβαδίτης, διέπεται από διχασμό ο οποίος λυτρώνεται μέσα από τους στίχους του. Ο διχασμός αυτός και ενίοτε ο σπαραγμός βρίσκει τις περισσότερες φορές ατραπό στον ουρανό, διέξοδο στην θέωση.

 

Γράφει:

«Βρήκα το σπίτι μου δίχως στέγη.

..Κάποιος μου είπε ότι το ξεσκέπασαν οι φλόγες,

οι άνεμοι και τα μποφόρ…

Δάκρυσα και τα δάκρυα μου έγιναν φεγγάρια.

Ξέπλυναν την παρθενιά της χαμοκερασιάς.

Σύρριζα.

Με την προσευχή των μελτεμιών

και τη λιτανεία της δεντρογαλιάς.»

(Βρήκα το σπίτι μου δίχως στέγη)

 

Τον Β. Παππά τον συναισθάνομαι ως κοντινό μου γιατί ποθεί το «επέκεινα», οραματίζεται μια νέα απαρχή ζωής, στείρα από υποκρισία και φθαρτότητα. Επικαλείται την Παρθένο Μαρία ως στήριγμα που ακουμπάει στο παράθυρο του. Αγκιστρώνεται από τη δύναμή της πίστης καθώς «επιθυμεί, να επανενώσει όλα τα σπασμένα κομμάτια της προσευχής του για να ξυπνήσει η έρημος» (Ήρθαν δίπλα και είπαν να σε βοηθήσουμε). Επικαλείται τον Ιησού Χριστό να πολλαπλασιάσει τη γέννα του και το ιδεώδες της. Προτρέπει να αγαπάμε τον πλησίον μας, όπως δίδαξε ο Θεάνθρωπος. Συναισθάνεται ότι  ο άνθρωπος είναι πλασμένος ψυχή τε και σώματι, μια ψυχοσωματική ενότητα που ποθεί την ολοκλήρωση μέσα από την συνάντηση του με το άλλο του μισό. Αναγνωρίζει ότι στην ετερότητα βρίσκεται η ανθρώπινη ολοκλήρωση. Όπως ο Κύριος νυμφεύθηκε την Εκκλησία, έτσι και ο άντρας τη γυναίκα. Αναφέρει συμβολικά:

 

«Μια αγκαλιά δεν είναι μόνο κορμί,

παλτό κουμπωτό είναι που σε αποκοιμίζει και σε ξαγρυπνάει.

Αγκαλιά -Κανένας δεν σε χόρτασε.»

(Μια αγκαλιά δεν είναι μόνο κορμί).

 

Ο ποιητής οικουμενικός και διορατικός απεικονίζει πρόσωπα και τοπωνύμια που ξεκινούν από την γενέτειρα και φτάνει ως το Γκοστιβάρι και Καστελόριζο.  Βαθιά θρησκευόμενος προσβλέπει στην αγάπη και στη  γαλήνη. Ατενίζει με το βλέμμα του στα σωθικά της γέννας του. Φθάνει η απεραντοσύνη του ως τα Ακροκεραύνια κι ας έχει η ανηφόρα του ομίχλη. Ο Βασίλης Παππάς είναι ένας λογοτέχνης συνεχώς μαθητευόμενος. Βρισκόμενος εντός της ιστορίας τη στιγμή που αυτή συντελείται, εξελίσσεται, αναπτύσσεται, ανακαλύπτει και γίνεται ποιητής χωρίς να εφησυχάζει σε κάποια έξωθεν δωρεά, πέραν της θείας σκέπης.

 

 

* Η Χρύσα Νικολάκη είναι συγγραφέας / Κριτικός Λογοτεχνίας (Master of Arts)

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top