Fractal

Για την «Άκρα Ταπείνωση» της Ρέας Γαλανάκη: η απέθαντη ψυχή της πόλης

Γράφει η Ελένη Γκίκα //

 

«Δεν ήξεραν πού να επιστρέψουν, ωστόσο ήταν υποχρεωμένες να επιστρέψουν».

«Η Άκρα Ταπείνωση» της Ρέας Γαλανάκη. Εκδ. «Καστανιώτη», σελ. 323

 

akra_tapeinosi

 

 

«“Στον ιστό της ανυφάντρας Αθηνάς, δηλαδή στην απέθαντη ψυχή της πόλης”, πήγε να πει η Τειρεσία, μα η κούραση δεν της επέτρεπε να επιμείνει σε τέτοιες εξάρσεις.» Δεν ήξεραν πού να επιστρέψουν, ωστόσο ήταν υποχρεωμένες να επιστρέψουν. Η Τειρεσία αλαφιάστηκε, σίγουρα θα είχε ταλαιπωρηθεί και ο Βαλτάσαρ από την μετακίνηση του διαμερίσματος, στους γάτους δεν αρέσουνε καθόλου τα ταξίδια».

Με ηρωίδες δυο πρώην καθηγήτριες που αποφασίζουν ν’ αλλάξουν ονόματα (Νύμφη από Θεονύμφη και Τειρεσία από το Θηρεσία) και με φόντο (που όμως κυριαρχεί) την μεγάλη διαδήλωση κατά την οποία κάηκε η Αθήνα, η Ρέα Γαλανάκη επανέρχεται αναζητώντας τα βασικά, τα χαμένα τιμαλφή, στην καινούργια μας ζωή, εποχή.

«Έπρεπε ν’ ακουστούν αυτά, ήταν ο μόνος και ο σωστός ακόμη αποχαιρετισμός για τον άνθρωπο που για μια νύχτα, πλην όμως νύχτα αιωνιότητας, υπήρξε ήρωας».

Επιλέγοντας τη λοξή ματιά δυο αλλαφροϊσκιωτων μεσήλικων αστών γυναικών, η Ρέα Γαλανάκη αποτείει φόρο τιμής στους πάντες: σε όσους από τη γενιά του Πολυτεχνείου δεν εξαργύρωσαν τίποτα αλλά θυσιάστηκαν, υπήρξαν συγκυριακά «ήρωες» έστω για μια στιγμή, στους καθημερινούς ανθρώπους και στους οικείους νεκρούς, όπως ο δολοφονημένος αστυνόμος, στα νέα παιδιά που αγωνίζονται, μένουν άνεργα, διαμαρτύρονται, διαδηλώνουν αλλά ωστόσο επιλέγουν. Άλλος τον ρόλο του μαχητή κι άλλος του Χρυσαυγίτη τον μόνο που, τελικά, αφήνει αδικαίωτο και αδικαιολόγητο η συγγραφέας.

«Τι μάντισσα θα ήταν, σκέφτηκε, εάν δεν γνώριζε ότι κάθε περιπέτεια μοιάζει μ’ εκείνη την αρχαία κυπάρισσο στην αυλή της Γιασμίν. Με δέντρο παλιό, βαθύριζο, τριγυρισμένο από τριγυρισμένο από πολλές ζωές και ιστορίες».

Στις σελίδες της, οικογένειες που διαλύονται ή που βρίσκονται, μετανάστες, άστεγοι, οι ζωντανοί και οι νεκροί. Αλλά πάνω απ’ όλα η ψυχή και η ζωή της πόλης και «η πλατεία»:

«Λες και η πόλη που επινόησε την τραγωδία, θέλησε κάποια στιγμή να τοποθετήσει σε δύο ξεχωριστά επίπεδα την κεντρική δημόσια σκηνή της, για να υπενθυμίζει στους κατοίκους της τι εστί δημόσια αντιπαράσταση. Και τι εστί δημόσια σύγκρουση, που είναι σχεδόν το ίδιο. Πρωτεύουσα ήταν η νεότερη Αθήνα, ίσως φιλοδόξησε και κάτι παραπάνω: να θυμίζει στους κατοίκους ότι στη ζωή τους όλα μπορεί κάποια στιγμή να γίνουν διπλά και διφορούμενα: Πάνω και κάτω. Δύναμη κι αδυναμία. Ψέμα και αλήθεια. Ιστορία και παρόν. Ιστορία και παρόν. Ισορροπία και τρέλα. Ζωή και θάνατος, και ούτω καθεξής […] Διότι τίποτε δεν έπρεπε να μείνει απολύτως στεγανό στην καρδιά της πόλης, ούτε καν τα διαφορετικά ή τα αντίθετα. Η ουσία της τραγωδίας δεν το επέτρεπε».

Το αντιφατικό παρόν που ωστόσο αντιμετωπίζεται με την δέουσα απόσταση, το βιωμένο προσφάτως που αναζητά κατανόηση σε μια εποχή όπου όλα ακόμα θυμίζουν μπερδεμένο κουβάρι:

«Ποιος ήταν ο διάολος και ποιος ο άγγελος, ποιο το καλό και ποιο το κακό, εκείνη αδυνατούσε να το πιάσει με την πρώτη. Κανονικά θα έπρεπε να το καταλαβαίνει αμέσως. Αλλιώς τι νόημα θα είχε γι’ αυτήν όλος αυτός ο κουρνιαχτός και ο αχός της μάχης, αν δεν γνώριζε ποιος είναι ποιος;»

«Τελευταία κοντά στο “με ποιους”, αναρωτιότανε και ”για ποιους”, έτσι που είχε εξελιχτεί η κοινωνία».

 

galanaki1

 

Η Ρέα Γαλανάκη προσεγγίζει δια της λογοτεχνίας όλη αυτή τη φωτιά, μέσα από συγγραφικά ευρήματα ιδιοφυή και πρωτόγνωρα, όπως οι δυο σαλές της και οι μανάδες:

«Μανάδες δεν είχανε καταγραφεί σε μάχες, όχι μόνο εδώ και τώρα, μα ανά τους αιώνες, συλλογίστηκε’ είναι κάτι το άτυπα απαγορευμένο, επειδή βέβαια θα κάνανε τους γιους τους ή να δειλιάσουν ή να τις απαρνηθούν. Σκέψου πίσω απ’ τον κάθε μαχητή να έτρεχε και η μάνα του να τον μαζέψει, τι υπέροχη σκηνή!»

Κάνει λογοτεχνία ακριβή το βιωμένο παρόν και το ξεχασμένο παρελθόν, αναζητώντας τις ρίζες του κακού και την επιστροφή στα σημαντικά με μια Ιθάκη όπως, τελικά, την έχει ανάγκη ο καθένας:

«Αν δεν υπάρχει επανάληψη στην Ιστορία, όπως μου έλεγες, τότε δεν μπορεί να υπάρχει επανάληψη ούτε στις διαμαρτυρίες, ούτε στις εξεγέρσεις- έτσι δεν είναι μάνα;»

Στην ιστορία της, παρόντες και οι διαφορετικοί παλμοί της κάθε εποχής:

«Αλλιώς στη μακρινή εποχή της μάνας του μια εξέγερση, αλλιώς στη δική του. Το ίδιο δίκαιες, το ίδιο απρόβλεπτες, αν όχι και το ίδιο μάταιες, μα έτσι είναι πάντοτε αυτές οι εξεγέρσεις, ας το καταλάβαινε κι εκείνη, και αυτός, κι ο κόσμος όλος».

Η διαίσθηση και η Τέχνη που αποτελούν και την μοναδική σοφία και αλήθεια που απομένει:

«Η μαντική ικανότητα εδράζεται κατά πολύ στη μνήμη, γέροντες συνήθως είναι οι μάντεις, γι’ αυτό κι ερμηνεύουνε το μέλλον μέσα από τη σοφία του παρελθόντος».

Και πάνω απ’ όλα η καινούργια κατάσταση, η μεγάλη πληγή, ο κρυφός κόσμος των νεοαστέγων. Η επανάσταση που δεν μπορεί να σταθεί γιατί πια είναι προσωπική και μοναχική:

«Η εξέγερση του καθενός μας είναι προσωπική, μοναχική, δεν μπορεί να γίνει συλλογική, ταξική όπως θα λέγανε οι αριστεροί καραβανάδες, επομένως δεν είναι για κανέναν επικίνδυνη. Οποία ανακούφιση για τα όνειρα όσων κοιμούνται στο κρεβάτι τους». Η πραγματικότητα, ωστόσο, που παραμένει:

«Σκεφτείτε το όμως, σήμερα μέσα στην Αθήνα είμαστε κάτι χιλιάδες άστεγοι, έτσι λένε όσοι μας μετράνε κάθε τόσο, ας χαίρονται την τύφλα τους κι αυτοί. Εμείς είμαστε αμέτρητοι ακριβώς επειδή είμαστε σκόρπιοι, είμαστε μια πολιτεία ολόκληρη, που ζει σαν έμβρυο εφιαλτικό μέσα στην κοιλιά μιας γκαστρωμένης πάλι Αθήνας».

«Νεοάστεγοι ονομαστήκαμε όσοι βγήκαμε στον δρόμο εξαιτίας αυτής της οικονομικής καταστροφής, αυτής της κομψότατης έκφρασης προκειμένου να μιλήσουμε για την δολοφονία της προηγούμενης ζωής μας, όπου ο δολοφόνος ούτε δικάζεται ούτε μπαίνει φυλακή, αντίθετα καλοπερνά, κι ας έχει εγκληματήσει».

Οι ηρωίδες της θα χαθούν επαναστατώντας και θα ξαναβρεθούν, αναζητώντας για όλους εμάς, τελικά, το «ποιος φταίει»: «τις πταίει. Ιδού το σημείο όπου κόβεται το νήμα στο ξετύλιγμα του κουβαριού κάθε ζωής, κάθε πατρίδας. Ιδού η παγίδα του μυαλού, της Ιστορίας, των δακρύων».

Και θα σωθούν απ’ εκείνη την ανθρώπινη τους ματιά, στον άστεγο της διπλανής πόρτας που θα αποτελέσει γι’ αυτές, εντέλει, την Αριάδνη:

«Δεν έχεις όμως άλλο αντίδοτο στον φόβο από την αγάπη», αποδεικνύει η συγγραφέας σε ένα μυθιστόρημα- άθλο που δεν καταδέχεται να απαντά αλλά μόνο να αναζητά και να κατανοεί, κατά συνέπεια γι’ αυτό και να ελπίζει:

«Όσο η ζωή μένει ζωή, είναι ανοιχτή προς όλες τις κατευθύνσεις. Για θυμηθείτε λίγο τη ζωή σας..»

‘Ένα σύγχρονο υπαρξιακό και κοινωνικό μυθιστόρημα με ιστορικές αναφορές που ωστόσο δεν είναι ιστορικό, που διασώζει ό,τι υπήρξε, εκείνο που ζήσαμε, ένα μυθιστόρημα που εμβαθύνει στην ταπείνωση πολλών από μας, με την σπίθα της αξιοπρέπειας, της χαμένης μας συνοχής, την κοινωνικής σύμπνοιας, τελικά, να σιγοκαίει. Με έναν τίτλο- δάνειο από την βυζαντινή τέχνη και με ηρωίδες που αφουγκράζονται σαν αρχαίες μάντισσες τον σφυγμό του κόσμου. Με την μεγάλη διαδήλωση εκεί σαν αρχαίος χορός, να διεκδικεί σώζοντας, τελικά, κινηματογράφους, την μνήμη του Πέτρουλα, τα σπασμένα μνημεία, την αγγελοπουλική ματιά ενός πάσχοντος ή ήδη χαμένου κόσμου- χρόνου, που ωστόσο επιμένει να αγωνίζεται και να ελπίζει.

 

* [το βιβλίο κυκλοφορεί στις 20 Απριλίου]

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top