Fractal

Διήγημα Fractal: “Άκης”

Του Άγγελου Χαριάτη // *

 

 

Στο τέλος της πρώτης λυκείου τα πράγματα ήταν ζόρικα. Είχα καταφέρει να γράψω σε πέντε μαθήματα κάτω από τη βάση. Αρχαία οκτώ, φυσική οκτώ, χημεία επτά, άλγεβρα οκτώ και γεωμετρία πέντε. Ήμουν τυχερός που είχα καλή βαθμολογία στα τρία τρίμηνα, αλλιώς δεν θα καθάριζα με τίποτα. Μέσα στο κατακαλόκαιρο να κάθομαι να πηγαίνω φροντιστήρια, να λιώνω από τη ζέστη και το διάβασμα ενώ οι υπόλοιποι να αράζουν σε παραλίες και να παίζουν ποδόσφαιρο. Μεγάλη αδικία θα ήταν.

Εκείνη τη δραματική αρχή του καλοκαιριού δεν είχα όρεξη για τίποτα. Η καλύτερη μου ήταν να παίρνω αγκαζέ τη μητέρα μου και να βολτάρουμε στην Πειραϊκή, σαν ερωτευμένο ζευγαράκι. Αστεία πράγματα για έναν έφηβο. Αλλά ήταν τόσο μεγάλη η ένταση που βίωσα εκείνες τις στιγμές όταν είχα την εντύπωση ότι θα πέρναγα το καλοκαίρι μου διαβάζοντας και τόσο συγκινητική η στήριξη από τη μάνα μου που αν μη τι άλλο όφειλα να περάσω λίγες ώρες παραπάνω μαζί της.

Περπατάγαμε από τη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων μέχρι τα τείχη του Θεμιστοκλή στον Αθλητικό Σύλλογο «Διομήδης». Ύστερα καθόμασταν για μια πορτοκαλάδα στου Κριτσέλη. Εκεί ήταν η πρώτη φορά που συνάντησα τον Άκη. Μαζί με τη μητέρα του. Όχι, δεν είχε και αυτός περάσει αλώβητος από τη Σκύλλα των Μαθηματικών και τη Χάρυβδη της Χημείας. Ο Άκης ήταν ένα ιδιαίτερο παιδί. Αυτό μπορούσες να το καταλάβεις από την πρώτη στιγμή. Μπορούσες να το δεις μέσα στο βασανισμένο βλέμμα της μητέρας του.

Φορούσε ρούχα περασμένων δεκαετιών. Γυαλιά και δερμάτινα πέδιλα με άσπρη κάλτσα. Ρολόι μεταλλικό με ατσάλινο μπρασελέ, βγαλμένο από άχρωμη μεταπολεμική διαφήμιση. Ήταν αφύσικα τριχωτός για την ηλικία του. Με στρογγυλό πρόσωπο και τρίχες μέχρι και στα αυτιά. Με μια τεραστίων διαστάσεων κρεατοελιά πάνω στο δεξί του μάγουλο, εκεί που τελείωναν οι γαϊδουρότριχες του. Κάθονταν κάθε φορά που του συναντούσαμε στο ίδιο τραπέζι και είχαν πάντοτε μπροστά τους την ίδια παραγγελία. Ένα παγωτό φράουλα για τον Άκη και ένα ελληνικό καφέ για τη μητέρα του. Δεν μίλαγαν ποτέ. Μόνο κοίταζαν τη θάλασσα μακριά μέχρι το νησάκι της Ψυττάλειας.

Σε μία από τις τελευταίες μας βόλτες είχαμε καθίσει στο διπλανό τραπέζι. Ο Ιούλιος είχε περπατήσει τις πρώτες του ημέρες. Στο τέλος του μήνα, αρχές του επόμενο θα

πακετάραμε τα πράγματά μας για την καθιερωμένη επιστροφή μας στο χωριό. Για να περάσουμε τις τρεις βδομάδες των καλοκαιρινών διακοπών μας.

«Καλησπέρα» είπε η μητέρα μου στη μητέρα του Άκη. Ήταν η τέταρτη ή η πέμπτη φορά που τους συναντούσαμε και η μητέρα μου θεώρησε σωστό να τους χαιρετήσει. Απλοί τρόποι καλής συμπεριφοράς. Εγώ δεν είχα καμία διάθεση για χαιρετούρες και νέες γνωριμίες. Είχα αρχίσει να ξεπερνάω το σοκ του παρά τσακ μετεξεταστέου και οι βόλτες με τη μητέρα μου πλησίαζαν στο σημείο μηδέν (το μόνο πράγμα που είχα συγκρατήσει από την φυσική της προηγούμενης εφιαλτικής σχολικής περιόδου). Ήταν ζήτημα λίγων ημερών να γυρίσουμε στην κανονικότητά μας. Η μητέρα σπίτι και εγώ να γυρνάω από δω και από κει με τα ποδήλατα, να παίζω τα ποδόσφαιρα μου και να καπνίζω δειλά-δειλά τα πρώτα μου τσιγάρα.

«Καλησπέρα» απάντησε μαγκωμένα. Ήταν κάτι παραπάνω από προφανές ότι δεν ήθελε πολλά πάρε-δώσε.

«Καλησπέρα» είπα και εγώ μέσα από τα δόντια μου μετά το σκούντημα της μητέρας μου.

Ο Άκης δεν απάντησε. Είχε καρφωμένο το βλέμμα του στη θάλασσα. Ίσως απλώς να ήταν μια ακόμη ρομαντική ψυχή που του άρεσε να «χάνεται» μέσα στο βαθύ γαλάζιο της θάλασσας.

Η μητέρα μου ξεκίνησε όπως συνήθιζε τις ερωτήσεις. Κάτι σαν προώθηση της κοινωνικότητας, ήταν αυτό, κάτι από πραγματικό ενδιαφέρον Η μητέρα του Άκη απαντούσε με σχετικά απρόθυμα στις ερωτήσεις της μητέρας μου. Φαινόταν να την ενοχλεί όλο αυτό που γινόταν. Ήθελα να της πω να σταματήσει, αλλά δεν το έκανα. Η μητέρα του Άκη, μετά τα πρώτα λεπτά άρχισε να γίνεται περισσότερο φιλική. Άρχισε να ρωτά και εκείνη με τη σειρά της. Και η κυρά-Γωγώ δεν είχε κανένα πρόβλημα να της απαντήσει. Ίσως γεννιόταν μια νέα δυνατή φιλία χωρίς καμία από τις δυο τους να το καλοκαταλάβει.

Σε λίγο πέρασαν στο θέμα των κανακάρηδων. Βλέποντας ότι δεν υπήρχε περίπτωση να ξεφύγω από όλο αυτό αποφάσισα να ακολουθήσω το παράδειγμα του Άκη. Κοίταζα και εγώ με τη σειρά μου τη θάλασσα. Οι μητέρες μας να συζητάνε περί ανέμων και υδάτων και εμείς να κοιτάζουμε τα ύδατα και να μας δροσίζει ο μπάτης.

«Βαρέθηκα» είπα στον Άκη. Εκείνος δεν απάντησε. Είδα τη μητέρα του να δαγκώνεται.

«Βαρέθηκα» είπα με πιο δυνατή φωνή. Ο Άκης ατάραχος. Ήμουν έτοιμος να το πω άλλη μια φορά. Δεν χρειάστηκε. Με πρόλαβε η μητέρα του.

«Δεν σε ακούει» είπε και έμεινα να την κοιτάζω. Έτοιμος να ρωτήσω «γιατί». Ούτε αυτό χρειάστηκε.

«Είναι κωφάλαλος» είπε η μητέρα του και είδα το πρόσωπό της να σκοτεινιάζει. Φουρτουνιασμένη θάλασσα οι κόγχες των ματιών της . Έτοιμη να κλάψει.

«Δεν το ήξερα» έκανα απολογητικά, σχεδόν ένοχα. Υπήρχαν χειρότερα πράγματα τελικά από το να μείνεις μετεξεταστέος. Χειρότερα πράγματα που ούτε κατά διάνοια μπορούσες να σκεφτείς. Μόνο αν τα συναντούσες μπροστά σου, ή ακόμα χειρότερα αν σου χτυπούσαν χωρίς προειδοποίηση την πόρτα του σπιτιού σου, τότε και μόνο τότε μπορούσες να καταλάβεις.

«Σκούντησέ τον και περίμενε να γυρίσει» είπε η μητέρα του. Το έκανα σαν υπνωτισμένος.

«Βαρέθηκα» είπα στον Άκη που με κοιτούσε μέσα από τα τεράστια κοκάλινα γυαλιά του σαν αποχαυνωμένος.

Κούνησε το κεφάλι του. Συμφωνούσε. Έβαλε το δάκτυλό του μέσα στο ρουθούνι του και το έξυσε. Σαν εξάχρονος.

«Έχει νοητική στέρηση» είπε η μητέρα του και κατέβασε το κεφάλι της. Μάλλον ντρεπόταν. Ή καλύτερα την είχαν κάνει οι άλλοι, οι «κανονικοί» να ντρέπεται.

«Δεν είναι απαραίτητο να σκύβεις το κεφάλι» είπε αποφασιστικά η μητέρα μου. «Τουλάχιστον όχι σ’ εμάς».

«Ευχαριστώ» κατάφερε να ψελλίσει. Φαινόταν πως ήταν ευτυχισμένη και δυστυχισμένη ταυτόχρονα, γελαστή και λυπημένη, θύτης και θύμα, ηρωίδα και δειλή. Τρομερή και τρομαγμένη. Μαγική και μαγεμένη.

Ακόμη ένα περιθώριο ερχόταν να προστεθεί στη λίστα μου. Το μεγαλύτερο από όλα. Μα δεν μπορούσα να κάνω πολλά πράγματα. Αυτό που γινόταν ήταν να πω στον Άκη και στη μητέρα του, ότι ήμουν διατεθειμένος και διαθέσιμος να συναντάω τον Άκη μία φορά στις δεκαπέντε μέρες.

Η μητέρα του είπε «ευχαριστώ» και δάκρυα κύλησαν από τα μάτια της.

Την επόμενη Κυριακή συναντηθήκαμε και πάλι στου Κριτσέλη. Αυτή τη φορά δεν καθίσαμε στις άνετες καρέκλες. Δεν παραγγείλαμε ούτε πορτοκαλάδες, ούτε παγωτά φράουλα, ούτε κοιτάξαμε τη θάλασσα. Βολτάραμε μέχρι το Πασαλιμάνι. Εγώ και ο Άκης μπροστά και οι μητέρες μας πιο πίσω σε απόσταση ασφαλείας. Ο Άκης προσπαθούσε να επικοινωνήσει μαζί μου. Δυστυχώς εκείνη τη φορά δεν κατάφερα να καταλάβω ούτε μία λέξη. Όσο και να προσπάθησε ο Άκης.

Κυριακή με Κυριακή τα πράγματα βελτιώθηκαν. Μπορούσα να έχω έξι ή επτά λέξεις στις δέκα. Μπορούσα να βγάλω ένα κάποιο νόημα. Αλλά δεν είχαμε τίποτα κοινό που να μπορούμε να συζητήσουμε. Και ένιωθα άσχημα για αυτό. Ο Άκης νομίζω ότι του αρκούσε που είχε βρει ένα φίλο. Έστω και ένα φίλο εκ περιτροπής. Ένα φίλο της Κυριακής. Ένα φίλο που ποτέ του δεν είχε.

Σε μια από τις βόλτες μας κάτω στην Φρεαττύδα είδαμε ένα μπόμπιρα να φοράει τη φανέλα του Ολυμπιακού. Είδα τη λάμψη στα μάτια του Άκη. Είδα τον τρόπο που κοίταγε τη φανέλα. Με λατρεία. Ποτέ δεν τον είχα ρωτήσει τη ομάδα ήταν. Υπέθετα ότι δεν θα τον ενδιέφεραν αυτά τα θέματα. Είχα κάνει λάθος. «Τι ομάδα είσαι» τον είχα ρωτήσει. Άπλωσε το δάκτυλο και έδειξε τη φανέλα. «Έχεις πάει ποτέ να δεις την ομάδα;» τον ρώτησα και πάλι. «Ο» μου απάντησε. «Θέλεις να πάμε στο γήπεδο;» έκανα και τον είδα να χαμογελάει. Ήθελε.

Πήρα την άδεια από τη μητέρα του. Η απόσταση από το σπίτι του μέχρι το Νέο Φάληρο ήταν για εκείνον αντίστοιχη του Αθήνα-Θεσσαλονίκη. Μπορούσαμε να πάμε για μια φορά, δοκιμαστικά. Η μητέρα του θα ερχόταν μαζί μας. Μέχρι τα εκδοτήρια. Θα την αφήναμε εκεί και θα την παίρναμε μαζί μας μετά το τέλος του αγώνα. Είχα διαλέξει ένα εύκολο αγώνα. Ολυμπιακός-Δόξα Δράμας. Πρώτη ή δεύτερη αγωνιστική. Τρεις η ώρα το μεσημέρι. Ο Άκης να φοράει τη φανέλα του Ολυμπιακού, μια βερμούδα φερμένη από τη δεκαετία του εξήντα και φυσικά το κλασικό δερμάτινο πέδιλο με την άσπρη κάλτσα. Ένα χαμόγελο ήταν όλο του το πρόσωπο. Ένα χαμόγελο ήταν και το δικό μου.

Δώσαμε τα εισιτήρια. Ο Άκης με τις καραμέλες στο ένα χέρι και το μπουκάλι με το νερό στο άλλο. Ένας φύλακας έκανε να του πάρει το πλαστικό. Δεν επιτρέπονταν τα μπουκάλια στο γήπεδο. Κοίταξε για μια στιγμή τον Άκη και έμεινε με το χέρι απλωμένο. «Περάστε» είπε και τον είδα να βουρκώνει. Τον χτύπησα φιλικά στον ώμο. «Μπράβο» μου είπε και εγώ δεν απάντησα. Δεν χρειαζόμουν μπράβο. Δεν το έκανα επειδή ήμουν υποχρεωμένος. Το γούσταρα με όλη μου την καρδιά.

Το παιχνίδι για πρώτη φορά μου ήταν αδιάφορο. Μου έφτανε που έκανα τον Άκη ευτυχισμένο. Που τον άκουσα να λέει καθαρά τη λέξη «γκολ» με όλη τη δύναμη της φωνής του. Αυτόν παρακολουθούσα σε όλο το παιχνίδι. Αυτόν να χαμογελάει, να μασουλάει καραμέλες και να χτυπάει παλαμάκια σε κάθε φάση. Ναι αυτό μου ήταν αρκετό. Δεν θυμάμαι καν το σκορ εκείνου του αγώνα. Δεν είχε καμία απολύτως σημασία.

Φύγαμε ευχαριστημένοι. Ο καθένας μας για διαφορετικούς λόγους. Ο Άκης δεν περπατούσε, απλά πέταγε. Πέταγε από τη χαρά του. Τον παρέδωσα στα ασφαλή χέρια της μητέρας του με μεγαλύτερο χαμόγελο από αυτό που είχε όταν πηγαίναμε στο γήπεδο.

Ακολούθησαν πολλές τέτοιες Κυριακές. Κράτησε μια αγωνιστική σεζόν το πήγαινε- έλα στο γήπεδο. Και ήταν κάθε φορά απολαυστική. Άσχετα αν έχανε ή νίκαγε ο Ολυμπιακός. Σημασία είχε το ταξίδι και όχι ο προορισμός.

Το Σάββατο πριν το μεγάλο ντέρμπυ Ολυμπιακός-Παναθηναϊκός με πήρε τηλέφωνο η μητέρα του Άκη. Ήμουν σίγουρος ότι θα με ρωτούσε για τα εισιτήρια. Είχα καταφέρει, έχοντας στηθεί για τρεις ώρες στα εκδοτήρια να πάρω δύο από τα «μαγικά» χαρτάκια. Ο Άκης σίγουρα θα είχε ξεκινήσει την ετοιμασία του για το παιχνίδι. Το κασκόλ του, το καπέλο του και τη φανέλα του Ολυμπιακού. Το περίμενε πως και πως αυτό το παιχνίδι. Θα ήταν το πρώτο μεγάλο παιχνίδι που θα παρακολουθούσαμε.

«Έχω βρει εισιτήρια» έκανα χαρούμενος στη μητέρα του Άκη. Εκείνη δεν μου απάντησε. Άκουγα τη βαριά ανάσα της να περνά μέσα από το ακουστικό, να μπαίνει μέσα από το αυτί μου και να με χτυπάει στα μηνίγγια.

«Δεν θα χρειαστεί» είπε και την άκουσα να κλαίει. Τα πράγματα ήταν σοβαρά.

»Τον χάσαμε» είπε και έκλεισε το ακουστικό.

Δεν έχασα καιρό. Ντύθηκα βιαστικά. Πήγα στο σπίτι τους. Μου άνοιξε η μητέρα του. Ο πατέρας του καθισμένος στην πολυθρόνα. Χωρίς να κουνιέται, χωρίς να μιλάει, χωρίς καν να κουνάει το βλέφαρό του. Κέρινη ταλαιπωρημένη κούκλα.

Έτσι στα ξαφνικά, έφυγε από πνευμονικό οίδημα. Χωρίς να διαμαρτυρηθεί άφησε την τελευταία του πνοή στο κρεβάτι του. Ένα άκακο πλάσμα, που δεν μπόρεσε να γευτεί τη ζωή όπως έπρεπε και όπως του άξιζε.

Αγκάλιασα τη μητέρα του. Έκλαψα και εγώ μαζί της. Πήρα το κασκόλ του και το έσφιξα στο στήθος μου. Παρακάλεσα για πρώτη φορά στη ζωή μου. Παρακάλεσα τον Θεό να τον αφήνει από κει πάνω να βλέπει πέρα από την αιωνιότητα την αγαπημένη του ομάδα.

 

 

* Ο Άγγελος Χαριάτης γεννήθηκε το 1975 στην Καλλιθέα Αττικής και μεγάλωσε στις γειτονιές του Πειραιά. Περιπλανήθηκε ως φοιτητής στους χώρους της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με απρόσμενη (για αυτόν) επιτυχία. Σπαταλά τον ελεύθερό του χρόνο παίζοντας επιτραπέζια παιχνίδια. Είναι παντρεμένος με δύο παιδιά και ζει στα Νότια Προάστια. Εργάζεται στον ιδιωτικό τομέα. Κυκλοφορούν τα βιβλία του: “25 ιστορίες για ευτυχισμένου αστούς”, “Παράπλευρες απώλειες”, “Το δάχτυλο”.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top