Fractal

Ο Άκης Παπαντώνης στο Εργαστήρι του συγγραφέα

 

DSC06542

 

Δεν μπορώ να ανακαλέσω μια συγκεκριμένη στιγμή κατά την οποία «αποφάσισα να ξεκινήσω να γράφω» αυτό (ή οποιοδήποτε) κείμενο. Ούτε ένιωσα εξ αρχής την διάθεση να δημοσιεύσω όσα τυχόν είχα γράψει. Η παράδοση στο συνήθειο της γραφής υπήρξε ένας αργός μετασχηματισμός: ξεκίνησε από τις αναγνωστικές μου συνήθειες, πέρασε σε μια εκφραστικών πειραματισμών (που τερματίστηκαν μάλλον άδοξα), πριν καταλήξει να γίνει αναμέτρηση με τον εαυτό, την καθημερινότητα ή τη μνήμη – διαρκώς, πάντως, μια διαδικασία μαθητείας. Ομοίως, οι δεκαεννέα χιλιάδες λέξεις αυτού του βιβλίου δεν γράφτηκαν «από έμπνευση». Άλλωστε, δεν νομίζω πως έτυχε ποτέ να γράψω από «έμπνευση», αυτόματα δηλαδή με αφορμή κάποιο εξωτερικό ερέθισμα. Δυσκολεύομαι ακόμα και να ορίσω τί είναι έμπνευση, ή πως ενδεχομένως λειτουργεί. Όμως η γραφή αναζητά αφορμές, κι αν πρέπει να εντοπίσω την πιο καθοριστική αφορμή για το ξεκίνημα της σύνθεσης του «Καρυότυπου», αυτή κρύβεται στα λόγια ενός φίλου που εκείνη την εποχή είχε μετακομίσει στο Αν Άρμπορ του Μίτσιγκαν: «διακόσιες φορές την έχω σκουπίσει την κωλομοκέτα και ακόμα βρίσκω νύχια και τρίχες του προηγούμενου [ενοικιαστή]». Η σκηνή αυτή, μαζί με άλλες σκόρπιες σκηνές, καταγράφηκε σε ένα μικρό σημειωματάριο μαζί με ιδέες για μελλοντικά πειράματα και σημειώσεις από επιστημονικά συνέδρια.

«Καρυότυπος», Νουβέλα, Κίχλη 2014.

«Καρυότυπος», Νουβέλα, Κίχλη 2014.

Το σημειωματάριο ταξίδεψε μαζί μου στην Οξφόρδη, το Νοέμβριο του 2008, όπου και γέμισε καινούριες σημειώσεις: οι άστεγοι της πόλης, τυχαίες συνομιλίες στο λεωφορείο, εντυπώσεις από επιστημονικά άρθρα για τα παιδιά των ορφανοτροφείων του Τσαουσέσκου, παρηχήσεις αγγλικών εκφράσεων στην ουρά στο σούπερ-μάρκετ. Κάθε μια εγγραφή σε εκείνο το σημειωματάριο – το οποίο δεν έχω πια – ήταν μια εν δυνάμει αφήγηση. Άλλωστε (σχεδόν) το κάθε τι είναι αφήγηση. Και όλες οι αφηγήσεις είναι από δεύτερο χέρι – ξαναχωνεμένες, επανεπινοημένες, βαλμένες το μέσα έξω. Ιστορίες δηλαδή που, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, τους δόθηκε μια δεύτερη ευκαιρία.

Κατά συνέπεια, το – εν πρώτοις – ετερόκλητο σώμα των εγγραφών αυτών συνέστησε τον καρυότυπο της νουβέλας. Κάθε κεφάλαιο – γραμμένο χειρόγραφα κατά τη διάρκεια κάποιου βαρετού σεμιναρίου, είτε σε κάποιο καφέ, είτε στο αεροδρόμιο περιμένοντας την αναχώρηση μιας πτήσης, κυρίως όμως στο μικρό σαλόνι του διαμερίσματός μου στην Οξφόρδη πολύ νωρίς το πρωί ή πολύ αργά τη νύχτα – αποτελεί κι ένα χρωμόσωμα του καρυότυπου. Κι από χρωμόσωμα σε χρωμόσωμα, τα αποσπασματικά αυτά αφηγηματικά μπιλιέτα μετατράπηκαν από θρυμματισμένα ενσταντανέ της πραγματικότητας σε μια αυτάρκη, θέλω να πιστεύω, ιστορία. Η συναίρεση της έννοιας του «επιστημονικού μετανάστη» (που με απασχολούσε), της αγωνίας του αποσυνάγωγου (που ακολουθεί κάθε αλλαγή περιβάλλοντος), των ιστορικών γεγονότων στα ορφανοτροφεία της Ρουμανίας επί Τσαουσέσκου (που ανακάλυψα συμπτωματικά και συνεχίζω και σήμερα να σκαλίζω με την αγωνία τυμβωρύχου) και η περιπλοκότητα της σχέσης της μνήμης με το βίωμα (που ναρκοθετεί την καθημερινότητα του καθενός μας) έγινε σχεδόν αυτόματα—κι ας μην πιστεύω στο παραμικρό πως ένα κείμενο γράφεται ερήμην του συγγραφέα του.

Για να επιστρέψω στο ζητούμενο, στο «εργαστήρι του συγγραφέα», αν δεχτούμε πως κάτι τέτοιο όντως υφίσταται με τη μορφή δημιουργικής ρουτίνας ή μοτίβου, η μεγαλύτερη αγωνία ήταν (και είναι) οι λέξεις που έβαζα (και βάζω) στο χαρτί να αναπαριστούν πειστικά τις προθέσεις της αφήγησης. Κι αυτή η συνθήκη δύσκολα ικανοποιείται, κυρίως επειδή ο γράφων την ίδια στιγμή δημιουργεί και δημιουργείται. Έτσι, από την πρώτη στη δεύτερη, την τρίτη, την τέταρτη, την πέμπτη κ.ο.κ. γραφή, λειτουργώντας δια της αφαίρεσης περισσότερο, το κείμενο έμεινε λιπόσαρκο, όμως πιστό στις αναγνωστικές μου εμμονές. Εν τέλει, γράφω για πράγματα που έχουν χωνευτεί στη μνήμη μου (βιωμένα ή μη) με σκοπό να ικανοποιούν πρώτα-πρωτά τον εαυτό μου ως αναγνώστη. Και τώρα, που το βιβλίο βρήκε το δρόμο προς την έκδοση, απομένει να δούμε αν τα γραφόμενά μου αφορούν (ερεθίζουν, ικανοποιούν, προβληματίζουν) και άλλους αναγνώστες.

 

* O Άκης Παπαντώνης (Αθήνα, 1978) σπούδασε Βιολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, εργάστηκε στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και το 2013 εξελέγη Επίκουρος Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Κολωνίας. Έχει δημοσιεύσει πεζά σε ελληνικά και αγγλόφωνα λογοτεχνικά περιοδικά, κριτικά σημειώματα στην «Εφημερίδα των Συντακτών», ενώ διηγήματά του έχουν συμπεριληφθεί σε συλλογικούς τόμους. Ο «Καρυότυπος» (Κίχλη, 2014) είναι το πρώτο του βιβλίο.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top