Fractal

Το ασαφές τέλος της αφήγησης είναι η σαφής αρχή: Το ανθρώπινο πείραμα

Γράφει η Βιβή Γεωργαντοπούλου //

 

kary«Καρυότυπος» του Άκη Παπαντώνη, Εκδ. «Κίχλη»

 

Εντυπωσιάστηκα από την νουβέλα του Άκη Παπαντώνη «Καρυότυπος», την μεστή, πειθαρχημένη και ευφυή γραφή του, την ισορροπημένη αφηγηματική τεχνική, το θέμα αυτό καθαυτό και το πως τόσες επινοημένες λεπτομέρειες έγιναν έξοχο λογοτεχνικό σύνολο. Περιμένω ανάλογη συνέχεια, γιατί κάτι μου λέει (η καλή μέρα από το πρωί φαίνεται) ότι και το επόμενο βιβλίο του θα είναι αυτόφωτο, σεμνό, ευρηματικό, ώριμο και με καλά και δημιουργικά αφομοιωμένες τις επιρροές που υποθέτω πως έχει, αν μη τι άλλο σαν αναγνώστης κι ο ίδιος.

Ο καφκικός, νομίζω, κεντρικός χαρακτήρας που πλάθει ο Άκης Παπαντώνης είναι βγαλμένος απ΄το ξέχειλο με λογοτεχνικούς θησαυρούς σεντούκι της κεντροευρωπαϊκής πεζογραφίας αλλά καταφέρνει να αυτονομηθεί και δομημένος μεθοδικά από τον συγγραφέα να πατήσει γερά στα σύγχρονα και νεοελληνικά, απ’ όλες τις απόψεις, πόδια του. Μετασχηματισμένος προσεκτικά και κυρίως χωρίς γλωσσικές υπερβολές σε τριαντάχρονο Έλληνα του 2011 αφήνει τα πάντα και μαζί απολύτως τίποτα πίσω του (την κρίση, τα φαγητά(!) της μάνας κι ό,τι συμβολίζουν και όλα όσα είναι ή υποκαθιστούν γενικότερα το μητρικό προστατευτικό κουκούλι, τα χρώματα της πόλης, τις αναμνήσεις και την νοσταλγία πριν καλά καλά προκύψουν) και εγκαθίσταται στην βροχερή Οξφόρδη σαν συνεργάτης ερευνητικού εργαστηρίου και εκούσια από κει και μετά ζυμώνεται σε διαδοχή και αλληλεπίδραση- νέων θα περίμενε κάποιος- καταστάσεων που, όμως, δεν είναι παρά οι παλιές που κουβάλησε μαζί του με όλη τους την πρότερη παθογένεια.

Ο αναγνώστης απορημένος παρακολουθεί όσα (δεν) γίνονται, αδυνατώντας να ερμηνεύσει με την κοινή λογική την παθητικότητα τού ήρωα,η στάση του φαντάζει τρελή. Αρνείται, για παράδειγμα, να κάνει το πιο απλό πράγμα που θα περιμέναμε να πράξει ένας μορφωμένος, νεαρός άντρας που απογαλακτίζεται:να νοικιάσει ένα διαμέρισμα-εστία της προκοπής, να στήσει και να ζήσει εκεί όσο πιο καλά γίνεται την ζωή που φανταζόμαστε να θέλει, με φίλους, κοπέλες κι όλα τα σχετικά ρίχνοντας μαύρη πέτρα στην μιζέρια.

Εκείνος γράφει στα παλιά του τα παπούτσια την αντίληψή μας (ημών, της μάνας, της κοινωνίας κτλ) περί του τι σημαίνει προκοπή ή μιζέρια-εμείς παίζουμε σαν χορός τραγωδίας τον ρόλο του μέσου ανθρώπου και ορίζουμε εύκολα τι θεωρείται προκοπή και τι μιζέρια- και διαλέγει για σπίτι ένα υπόγειο εφτά σκαλιά κάτω από τον δρόμο το οποίο αποκαλεί συνέχεια «το κλουβί μου», λέξη-κλειδί για την αποκρυπτογράφηση όλης αυτής της καταχνιάς στην καθημερινότητά του που επί τρία χρόνια τροφοδοτείται επιμελώς από τον ίδιο με άφατη ατομική μοναξιά.

Όταν το κείμενο έχει αρχίσει να βαραίνει κάπως ο Παπαντώνης επιχειρεί μια τονωτική αναγνωστική ανάπαυλα με εξαιρετική μαεστρία. Αλλάζει την ως τώρα τριτοπρόσωπη αφήγηση σε πρωτοπρόσωπη και δίνει τον λόγο στην αδελφή τού Ν. που δηλώνει: επέλεξα να πω μια ιστορία για τον αδερφό μου.

Πληροφορούμαστε ότι στα έντεκά του έμαθε για την υιοθεσία του από μια ελληνική οικογένεια. Η εκδρομή που ανακαλεί η αδερφή του, που είναι τότε στα πέντε ή έξι της, είναι ό,τι πιο διαφωτιστικό θα μπορούσαμε να μάθουμε για τον άνθρωπο αυτό.

«Θυμάμαι, η μητέρα μας μπουκώνει ροδάκινα, για να φάμε κάτι, κι εκείνος έχει κολλημένο το μούτρο του στο τζάμι.Ύστερα τεντώνεται να βγάλει την παλάμη του από το παράθυρο του συνοδηγού. Στο Φίατ μόνο τα δύο μπροστινά παράθυρα άνοιγαν. Κρατούσε τα δάχτυλά του τεντωμένα κόντρα στον αέρα, έκανε την παλάμη του αεροπλάνο που απογειώνεται, στρίβει και προσγειώνεται. Έπαιζε το ίδιο παιχνίδι για ώρες, μέχρι που βράδιασε κι εμείς ήμασταν ακόμα στην Ελευσίνα και τα φουγάρα από τα διυλιστήρια έβγαζαν φλόγες. Με πήρε ο ύπνος. Όταν ξύπνησα, είχαμε φτάσει. Οι γονείς μου ανεβοκατέβαιναν τις σκάλες και προσπαθώντας να ξεφορτώσουν το Φίατ, εκείνος έμεινε να με φυλάει στο πίσω κάθισμα. Πρέπει να ήταν η πρώτη και η τελευταία φορά που παίξαμε μαζί .Ήταν οι μέρες που έμαθε για την υιοθεσία και χάιδευε διαρκώς τον σβέρκο του. (Ακόμα μία παύση να πιει νερό.) Λίγες ημέρες μετά τα βαφτίσια, αφού είχε επιστρέψει στην Αγγλία, μου έστειλε μια φωτογραφία που είχε τραβήξει με το κινητό του. Έχω τη μια μικρή αγκαλιά και την ταΐζω γλυκό στο στόμα. Και γελάμε και οι δυο. Είναι πολύ ωραία φωτογραφία. (Παύση.) Πολύ φωτεινή. Την έχω καδράρει στο σαλόνι. Κι εγώ και η μητέρα. Αλλά έτσι ήταν πάντα ο αδερφός μου, μας αγαπούσε όλους σιωπηρά, μας αγαπούσε όταν είχαμε στραμμένο αλλού το βλέμμα, όταν ξέφευγε από την προσοχή μας. Όταν μας κοιτούσε μέσα από κλειδαρότρυπες, ήμασταν ο κόσμος του. Δεν ξέρω τι άλλο να πω για κείνον. (Παύση. ) Αλήθεια, δεν ξέρω τι άλλο να πω».

Αναλογιζόμαστε τι έγινε στην Ευρώπη ώσπου να φτάσει το ημερολόγιο στο 2011, καταλαβαίνουμε τι κουβαλάει και γιατί τώρα συγκρούεται σφοδρά με τον εαυτό του. Έτσι θα αποκρυπτογραφήσουμε, ίσως, και το ρίσκο του συγγραφέα να στηρίξει την νουβέλα του πάνω σε έναν φαινομενικά αρνητικό ήρωα, έναν αντιήρωα, δυνητικό alter ego τελικά του καθενός μας αν αφεθεί στο απόλυτο έλεος της εξουσίας κι αυτό δεν μπορεί να μας προκαλέσει παρά μόνο θλίψη.

Ο Ν. πληρώνει τις πράξεις άλλων  και το παρελθόν που κουβαλάει είναι βαλίτσα γεμάτη ως επάνω με την ηλιθιότητα ενός από τα πιο απάνθρωπα καθεστώτα απ΄ όλα αυτά τα βαφτισμένα κομμουνιστικά που γνώρισε η Ευρώπη, εκείνο της Ρουμανίας του Τσαουσέσκου την εποχή της δυτικής ευμάρειας του ΄90 και κατά συνέπεια και της ελληνικής σαπουνόπερας.Όπου και να πάει αυτή την βαλίτσα θα την σέρνει μαζί του.

 

kar

 

Στο οπισθόφυλλο διαβάζουμε:

ΚΑΡΥΟΤΥΠΟΣ (ουσ.) [λόγ. Caryotype < caryo – “πυρήνας” < αρχ. κάρυο(ν) + -type < αρχ. τύπος]: η απεικόνιση, ανά ζεύγη και κατά φθίνουσα σειρά μεγέθους, του συνόλου των χρωμοσωμάτων ενός κυττάρου, η οποία χρησιμεύει στη διάγνωση τυχόν ανωμαλιών στη δομή ή τον αριθμό τους. Ο Ν., ένας τριαντάχρονος μοριακός βιολόγος, μετακομίζει από την Αθήνα στην Οξφόρδη για να εργαστεί σε ένα ερευνητικό πρόγραμμα. Εκεί, ξένος μεταξύ ξένων, χρησιμοποιεί τα πειράματά του για να δώσει απαντήσεις στα ερωτήματα που τον βασανίζουν: Είναι η γονεϊκή στοργή εγγενές ή επίκτητο χαρακτηριστικό; Είναι η μοναξιά επιλογή ή αναπόδραστη ανθρώπινη συνθήκη; Πότε απαλλάσσεται κανείς από το βάρος των πρώτων βιωμάτων;
Η αφήγηση, διατρέχοντας τον καρυότυπο του Ν., περιγράφει την καθημερινότητα ενός ανθρώπου που παραμένει παρατηρητής της ζωής του και ξεχνά να τη ζήσει. Κινούμενος χωρίς πυξίδα σε μια πόλη την οποία αρνείται να γνωρίσει, ο ήρωας αναμετράται με τις ρίζες του, με τη χώρα στην οποία ζει και τη χώρα από την οποία προέρχεται, με τη γλώσσα, τη μοναξιά, την οικογένειά του και το άλλο φύλο, τις επινοημένες μνήμες και τις ενοχές του, με τα βαθιά χαραγμένα βιώματα ενός «ορφανού του Τσαουσέσκου» – με όλα όσα ναρκοθετούν την προσπάθειά του να αντιπαρατεθεί στον εαυτό του και να αντιμετωπίσει τις εμμονές και τις βεβαιότητές του.

Ο ήρωας του Παπαντώνη, υιοθετημένο ορφανό του Τσαουσέσκου, καλείται να τα βγάλει πέρα μ΄ αυτό το σαν κινούμενη άμμο παρόν της μεταπαπανδρεϊκής Ελλάδας αλλά και με τον ίδιο του τον ανέστιο εαυτό εγκλωβισμένο σ’ αυτό, ακριβώς την μεταβατική χρονική στιγμή που η θετή του χώρα έχει θεωρητικά γλυτώσει μεν από τον fake κομμουνισμό εκείνης στην οποία γεννήθηκε-ποιος νοιάζεται βέβαια τώρα για τέτοιες αναλύσεις-αλλά έχει βρεθεί βίαια ακινητοποιημένη στο επίσης σκοτεινό εργαστήρι πειραμάτων του πούρου καπιταλισμού της εποχής στην οποία εκείνος ανδρώνεται και πλέκει νέους ιστούς ή κόβει παλιά νήματα.

Ο Ν. φεύγει μακριά απ΄αυτά και σε ουδέτερο άρα θεωρητικώς ασφαλές περιβάλλον πειραματίζεται με αθώα ποντίκια αλλά, θαρρώ, και με τον εξίσου αθώο, εσώτερο εαυτό του αναζητώντας λίγο πιο  πειστικές απαντήσεις σε ερωτήματα που έχουν προηγηθεί και καταλάβει μεγάλο χώρο του νου και της ψυχής του. Τα κακόμοιρα άβουλα ποντίκια, που αποτελούν το έμψυχο υλικό με το οποίο αυτός αναπτύσσει την μοναδική δράση που πιθανολογεί ότι θα φέρει αποτέλεσμα, παραμένουν κλεισμένα στο εργαστήριο, εκείνος και η περιβόητη ελεύθερη βούλησή του εγκαλούμενη συνεχώς από την επιστημονική του κατάρτιση δοκιμάζονται σκαιά στην άγνωστη πόλη αιχμάλωτες των αναμνήσεων, των αληθινών ή που έχει εφεύρει,των παλιών κι εκείνων που κουβαλάει στο καλειδοσκόπιο-κλουβί-υπόγειό του.

Τα ποντίκια μοιάζουν πιο τυχερά από τον ίδιο καθώς οδεύουν σ΄ένα θάνατο που θα δικαιολογηθεί επαρκώς (μπλα μπλα για το καλό της επιστήμης κι ό,τι αυτό συνεπάγεται) ενώ εκείνος θα παριστάνει για καιρό τον έχοντα βούληση δήμιο των χρήσιμων αυτών ποντικιών, τι κλαυσίγελως, όσο αυτός θα μένει ζωντανός από τύχη και μόνο, εντός κι εκτός του εργαστηρίου του, του κλουβιού-σπιτιού, της πατρικής εστίας, ενός παρελθόντος, του παρόντος, της γλώσσας που μιλάει και εκείνης που σκόρπιες της λέξεις θυμάται και μιας γλώσσας στην οποία επιθυμεί να καταφύγει, της μνήμης, της κοινωνίας, του εαυτού του.

Το ασαφές τέλος της αφήγησης είναι η σαφής αρχή της (;). Η ανθρώπινη ζωή, είτε σαν πείραμα την εκλάβει αυτός που (δεν) την ζει είτε όχι, θα επαναλαμβάνεται με σαφήνεια ή ασάφεια-σχετικά είναι κι αυτά- άπειρες φορές στο χωροχρονικό συνεχές.

 

ΥΓ. Δεν γίνεται να μην σχολιάσω ότι επαινετικές αναρτήσεις για τον «Καρυότυπο» διαβάσαμε πολλές πριν έρθει το βραβείο. Δεν ήταν τυχαία ούτε κατευθυνόμενη η προσοχή τόσων ανθρώπων άγνωστων μεταξύ τους που απέσπασε ο Παπαντώνης και χαίρομαι που δεν είχε καμία σχέση η προτίμηση που του δειξαμε εμείς οι απλοί αναγνώστες πέρα και ασχέτως βραβεύσεων .

Δεν είναι δυνατόν, τέλος, να μην επαινέσω και πάλι την έκδοση από την Κίχλη. Εξαιρετική, όπως πάντα, ένα καλόδεχτο χάρτινο έργο τέχνης, χαλάλι η (όποια) τιμή του.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top