Fractal

Οι ματαιωμένες επιθυμίες ως πηγή δύναμης και ανάκαμψης

Γράφει ο Γρηγόρης Τεχλεμετζής //

 

akatallilo-poetryΔήμος Χλωπτσιούδης “Ακατάλληλο”, εκδόσεις Μανδραγόρας 2016

 

Ουσιώδη θα χαρακτήριζα τη συλλογή του Δήμου Χλώπτσιούδη από την πρώτη κιόλας ματιά. Ο ποιητής δεν ρεμβάζει, ούτε μας περιγράφει με αδολέσχια εικόνες και καταστάσεις, μα λειτουργεί ενεργά φέρνοντάς μας διαρκώς αντιμέτωπους με τις αντιφάσεις της ζωής. Θα μπορούσε σαφώς να γραφτεί ένα πολυσέλιδο δοκίμιο με βάση αυτά που αναφέρονται, αλλά δεν είναι αυτός ούτε σκοπός μου, ούτε ο σκοπός του ποιητή, μια και η τέχνη του λειτουργεί με άλλο τρόπο.

Το ότι έχει γράψει πολιτικά και κοινωνικά δοκίμια σαφώς επηρεάζει και την ποιητική του στάση, τόσο ως προς το περιεχόμενο, αλλά και διεγείροντας την ευαισθησία του και πολλές φορές οδηγώντας σε “συναισθηματικά πορίσματα”, που έχουν λογικά ερείσματα:

“Ο φανατισμός

δεν σέβεται την Άνθρωπο,

την τέχνη θα σεβαστεί;”

(“Φονταμενταλισμός”/ σ.37)

μας λέει με ρητορική ερώτηση.

Το προσφυγικό θίγεται στα ποιήματά του (“Μαρμάρινος πρόσφυγας”, σ.32, “Μάνα από τη Συρία”, σ.20), αλλού μιλά για την έλλειψη αλληλεγγύης (“Αλληλεγγύη”, σ.28), ενώ συνάμα μας λέει με ειρωνεία “Διαφημίσεις αντικολλητικές/ τηγανίζουν/ γκουρμέ αυταπάτες” (“Λαθραίο παγκάκι”, σ.36).

Μα κυρίως θα χαρακτήριζα τα ποιήματά του ως προβληματισμούς μιας αναστραμμένης πραγματικότητας, μια και η ήττα μετασχηματίζεται σε νίκη (π.χ. “Ακατάλληλο”, σ.9, “Ξερολιθιά”, σ.18, “Δαίδαλος”, σ.19), η φαντασία επιβάλλεται στο υπαρκτό (π.χ. “Αλλαγή κανόνων”, σ.20) και φτάνουμε να “στηριζόμαστε” στα ελαττώματα και στις ελλείψεις, ή αλλού απλώς να ζητούμε καταφύγιο (“Φανάρια στο σκοτάδι”, σ.12). Μου θυμίζει λίγο, νοηματικά και μόνο, την Ευλογία της έλλειψης της Κατερίνας Αγγελάκη Ρουκ, αλλά εδώ με έναν πιο δραστικό και ενεργητικό τρόπο, καθώς το υποκείμενο δεν είναι παθητικό, αλλά εκκινεί μια μεταστροφή και δρα με κατεύθυνση τη λύτρωση.

Η ποίησή του είναι λυρική, με μια υποβόσκουσα θλίψη, αλλά ενέχει το σπέρμα του δυνατού ανθρώπου, που μπορεί να ανατρέψει τα δεδομένα, τουλάχιστον ψυχολογικά (π.χ. “Δαίδαλος”, σ.19), μέσα από την οπτική της τέχνης του και όχι μόνο. Έτσι δεν συναισθάνεται το “βάρος” της έλλειψης και της ματαίωσης.

Ας δώσουμε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Στο “ακατάλληλο” (σ.9) η ανεκπλήρωτη ερωτική επιθυμία και η απογοήτευση μεταλλάσσεται σε αποθηκευμένη “περιουσία”, και έτσι φτάνουμε στην αντιστροφή, κάτι κακό γίνεται καλό. Καλό όμως γιατί; Μάλλον υπονοεί την ποιητική τέχνη και την έμπνευση ή την ενδυνάμωση του χαρακτήρα. Ας μην ξεχνάμε την φράση του Νίτσε “Ό,τι δεν με σκοτώνει με κάνει πιο δυνατό”. Στο τέλος το υποκείμενο μοιάζει ευτυχισμένο γιατί αποδέχεται την κατάστασή του και ίσως την εκμεταλλεύεται.

Τα ελαττώματα και τα πάθη ενανθρωπίζονται, καθώς τα αντικρίζουμε μέσα από τις πληγές και τις αιτίες τους, χωρίς να είμαστε ψυχροί απόμακροι κριτές (π.χ. “Τροτέζα” σ.40).

 

 

Δήμος Χλωπτσιούδης

Δήμος Χλωπτσιούδης

 

Εξίσου σημαντικές είναι οι επενέργειες της φαντασίας, της θυμίσεις και των ονείρων, που διαποτίζουν όλη τη συλλογή, όσον αφορά την αντοχή μας στις καταστάσεις και στον ψυχολογικό μας μετασχηματισμό (π.χ. “Η μοναξιά του σταθμάρχη”, σ.24).

Μα το αντίπαλο δέος είναι η διαρκής ολίσθηση στη φθορά που επιφέρει η σκληρή πραγματικότητα και οι ματαιώσεις, που αντιπαρατίθενται με τις επιθυμίες μας και την παιδικότητα που έχουμε μέσα μας (π.χ.”Πραγματιστής”, σ.30).

Αυτό τελείται σε μια κοινωνία που τα όνειρα “κόβονται και ράβονται” από τους ηθικόφρονες ιεροεξεταστές, που μας απομακρύνουν από την ευτυχία της ελευθερίας (“Προκρούστης”, σ.38), η αυταπάτη πνίγεται από την καταστολή (“Μνήμη Κατερίνας Γώγου”), τα όνειρα νικιούνται (“Άγιο Αιγαίο”, σ.15), η διασκέδαση χωλαίνει (“Καθαρά Δευτέρα”, σ.14), οι πόρνες μοιάζουν καταφύγιο (“Φανάρια στο σκοτάδι”, σ.12), μα η φαντασία αλλάζει τους κανόνες (“Αλλαγή κανόνων”, σ.10) και οι ανεκπλήρωτες επιθυμίες -όπως και προαναφέρθηκε- γίνονται ο θησαυρός μας (“Ακατάλληλο”, σ.9).

Σε μεγάλο βαθμό τα ποιήματα αυτά στηρίζονται σε αντιθετικά και ανταγωνιστικά δίπολα -κάτι που χρησιμοποιείται συχνά στις μυθιστορηματικές πλοκές- και στην καταπίεση της επιθυμίας.

Ιαματικός περιγράφεται ο έρωτας (“Θερινά παιχνίδια”, σ.42), που μαζί με το όνειρο και την ποίηση μας λυτρώνει, ενώ ευφραντικό ταξίδι, με κάποιες επιρροές από τον Οδυσσέα Ελύτη, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί το “Προσκύνημα στ’ Αγιονήσι” (σ.43), που μπορεί αρχικά να μοιάζει παράταιρο με το γενικότερο ύφος της συλλογής, αλλά νομίζω ότι τελικά περιγράφει γλαφυρά αυτήν την ίαση και τη ανάκαμψη, που εμποτίζει το βιβλίο, οπότε έχει συνάφεια με αυτή.

Σε μια άλλη “νησίδα” βλέπουμε την αλληγορική ερμήνευση των μύθων, με βάση τη δική του οπτική, λυρική θα έλεγα, καθώς μας απομυθοποιεί το έπος, με “όπλο” τον ίδιο του τον εαυτό. Είναι μια πρωτότυπη αποδόμηση των Ομηρικών μύθων. Θα έλεγα ότι επιδιώκει τη δικαίωση της άποψής του εκ του αποτελέσματος. Την “Ελένη” του Σεφέρη μας θυμίζει το “αλληγορικό- Ελένη” (σ.25).

Έτσι το κλέος του Αχιλλέα χωλαίνει (σ.26) και η Κασσάνδρα (σ.27) δικαιώνεται από τα αποτρόπαια επακόλουθα. Εδώ θίγεται η ακαταλληλότητα σε μυθικό επίπεδο και αυτό είναι η γέφυρα με την υπόλοιπη συλλογή.

Όσον αφορά τη γλώσσα του, είναι εύληπτη, δεν καταφεύγει σε περίτεχνα λογοτεχνικά σχήματα, η “περιπέτεια του νου” προσανατολίζεται στο συναισθηματικό και νοησιαρχικό επίπεδο, κυνηγώντας έτσι την ουσία και όχι τη μορφή.

Κλείνοντας θα ήθελα να πω ότι η κοινωνική  ευαισθησία παντρεύεται με τη λυρική αυτοαναφορά σε μια εύληπτη και βαθυστόχαστη συλλογή.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top