Fractal

Ελένη ή Χατισέ, το πρόβλημα της ταυτότητας στην σύγχρονη κυπριακή λογοτεχνία

Γράφει η Χρύσα Φάντη //

 

aise_book“Η Αϊσέ πάει διακοπές” Κωνσταντία Σωτηρίου, Εκδ. Πατάκη 2015, σελ. 104

 

«Η αναζήτηση της δικής μου λέξης είναι στην πραγματικότητα η αναζήτηση μιας λέξης που δεν είναι δική μου, που είναι κάτι περισσότερο από τον εαυτό μου» (Μ. Μπαχτίν)

Αν και τα λογοτεχνικά κείμενα αποτελούν ένα είδος αναπαράστασης της πολιτισμικής πραγματικότητας μέσα από την οποία τα άτομα, τα υποκείμενα αλλά και τα σύνολα επεξεργάζονται την πραγματικότητα αυτή (Φρ. Αμπατζόγλου), η συστηματική έρευνα του τρόπου παρουσίασης του Άλλου, (επιστήμες της κοινωνικής ανθρωπολογίας, της εθνοψυχολογίας, των ΜΜΕ, των πολιτισμικών σπουδών, και πιο συγκεκριμένα, η πολιτισμική εικονολογία ως κλάδος της συγκριτικής γραμματολογίας που μελετά τη λογοτεχνία όχι μόνο ως  παράγοντα συγκρότησης ταυτοτήτων αλλά και ως πεδίο δημιουργίας ή/και αναπαραγωγής στερεοτύπων), αποτελούν φαινόμενα σχετικά σύγχρονα.(Εd. Said). Με ποιους τρόπους όμως ταυτίζεται κάποιος με την καταγωγή του; Αποτελεί κοινό τόπο πως ο δρόμος για την κατάκτηση της ταυτότητας προϋποθέτει την ύπαρξη του διαφορετικού, και κατ’ επέκταση την παραδοχή  της ετερότητας και του Άλλου. Από την άλλη, αποδεχόμαστε ότι η έννοια της ετερότητας  γεννιέται από τη στιγμή που το άτομο διαπιστώνει τη διαφορετικότητά του, και ολοκληρώνεται όταν καταφέρει να αναγνωρίσει ότι όλοι μας είμαστε ξένοι. (J. Kristeva). Αν η συγκρότηση του εαυτού εξαρτάται από την ομαλή συν-ύπαρξη με το έτερο και, κυρίως, την συνειδητοποίησή της, ο μόνος τρόπος για να μην διώκουμε το ξένο είναι να το ανακαλύψουμε μέσα μας. (Φρόιντ) Ωστόσο, η αναγνώριση της σημασίας της ετερότητας καθίσταται προβληματικότερη όσο απομακρύνεται κανείς από την παιδική του ηλικία. (Δ. Γουρλής).

Στο μυθιστόρημα της Σωτηρίου, η Ελένη, κορίτσι ελληνοκυπριακής καταγωγής, μετά το θάνατο των γονιών της θα αναγκαστεί να μετοικήσει από το χωριό της στη Λευκωσία, όπου και θα παντρευτεί έναν  τουρκοκύπριο. Με το όνομα Χατισέ θα ζήσει για περισσότερο από μια τριακονταετία ως μουσουλμάνα, κρύβοντας την πραγματική της καταγωγή τόσο από τον ευρύτερο περίγυρο όσο και από το ίδιο της το παιδί.

Δεν υπάρχει συγγραφή που να μην απευθύνεται σε κάποια  κοινωνική ολότητα. Η ύπαρξη αλλά και η εξέλιξή της καθορίζονται −με τον ένα ή τον άλλο τρόπο−, από τα πολιτισμικά στερεότυπα, τις δοξασίες και τις συνήθειες που τα διαμορφώνουν. Επιπροσθέτως, η μελέτη της εικόνας του Άλλου σχετίζεται άμεσα με το ρόλο,  όχι μόνο της γραφής ως διαδικασίας, αλλά και αυτού καθαυτού του κειμένου και της λογοτεχνικότητάς του.

 «Είκοσι Ιουλίου, το θυµάσαι πολύ καλά, είχε γίνει η µεγάλη καταστροφή. Ξύπνησες το πρωί και ήταν η λεκάνη στη ρίζα της συκιάς σου γεµάτη µε σύκα ανοιγµένα. Με το νυχτικό βγήκες έξω τα χαράµατα, πήρες το φαράσι και τη σκούπα να τα µαζεύεις. Μάζευες, µάζευες και τελειωµό δεν είχαν. Τα συκαλάκια σου, σκεφτόσουν, τα µελένια σου τα σύκα και µαράζωνες τη συκιά. Και έλεγες τι θα τρώµε τώρα τον Αύγουστο που δεν θα είχες τα συκαλάκια τα γλυκά, τι θα τρώµε τον Αύγουστο που δεν θα έχουµε σύκα.(…) Άφησες µετά τη γειτόνισσα στην αυλή και έτρεξες να ξυπνήσεις τον γιο σου. “Μάνα, τι γίνεται;” σου φώναξε. “Ήρθε” του είπες “η Αϊσέ να κάνει εδώ διακοπές».

 

Κωνσταντία Σωτηρίου

Κωνσταντία Σωτηρίου

 

Στο μυθιστόρημα της Σωτηρίου ο λόγος της κεντρικής ηρωίδας Ελένης-Χατισέ ρέει παραληρηματικός, αποκαλύπτοντας τα τραγικά και εν πολλοίς καρναβαλικά στοιχεία μιας κοινωνίας εμποτισμένης με το  δηλητήριο του ρατσισμού και του φανατισμού. Με χάσματα, όνειρα, επαναλήψεις, ποικίλους χρονικούς ετεροχρονισμούς ή συναισθηματικά και νοητικά θραύσματα, η συγγραφέας μέσα από το λόγο της αφηγήτριας κατορθώνει να κατεβάσει από το βάθρο της μισαλλοδοξίας και της απολυτότητας τα ιδεολογήματα που κατατρύχουν, όχι μόνο την μικροϊστορία της, αλλά και την ίδια την Ιστορία της Κύπρου. Η Χατισέ-Ελένη αφηγείται χρησιμοποιώντας το δεύτερο επιστολικό πρόσωπο, αν και πραγματικός αποδέκτης του λόγου της δεν είναι άλλος από τον εαυτό της (ο εαυτός μου ο Άλλος, ετερογλωσσία-heteroglossia),ή, ως εάν η ύπαρξη και τα βιώματά της να γίνονταν κατανοητά από ένα τρίτο εξωτερικό άτομο (transgredience). (Μ.Μπαχτίν, δες και «Θεωρία του Διαλεκτικού Εαυτού, Χέρμπαν Χούμπερτ, Δ. Τζιόβας, Ο άλλος εαυτός, σελ 29). Γλώσσα της είναι πρωτίστως η κοινή ελληνική, ενδιαμέσως όμως παρεμβάλλονται προτάσεις σε κυπριακή ντοπολαλιά, ενώ τον θρυμματισμένο λόγο συνδράμουν σε φανερή αντίστιξη, άλλοτε σοφιστικά κι άλλοτε παρηγορητικά, δίκην αρχαίου χορού αλλά και  φαντασιακού αντιπρόσωπου της Ιστορίας του τόπου, διάφορες κειμενικές παρεμβολές (στίχοι δημώδεις ή δοξασίες) αναδεικνύοντας την α-λήθεια ή ίσως το ζωτικό ψέμα της μέσα από ποικίλα κάτοπτρα και οπτικές γωνίες.

 

aise_cover

 

Το πρώτο αυτό λογοτεχνικό πόνημα της συγγραφέως θα λέγαμε ότι εμφορείται από την ιδέα της διαλογικότητας, αφού η τελευταία περνά μέσα από την καταγραφή της ετερογλωσσίας και της πολυφωνίας. Η ίδια η συγγραφέας σε πρόσφατη συνέντευξή της στον Κ. Αγοραστό δηλώνει: «Ο νέος συγγραφέας δεν λέει απαραίτητα και νέες ιστορίες, έχει όμως ένα νέο τρόπο να τις πει. Εστιάζεται πολύ στον τρόπο αφήγησης της ιστορίας και αυτό από μόνο του είναι καινοτόμο».

 Με μοχλό την σωματική, παραληρηματική και κατακερματισμένη μέσα στο χρόνο  αφήγηση, η Σωτηρίου αποδίδει ανάγλυφα την αίσθηση του φόβου και της διττής ξενότητας.

«Έσει πλάσματα που μαθαίνουν να ζιούν με τους φόους τους. Έσσιει όμως τζαι πλάσματα που δκιαλέουν να σταματήσουν να φοούνται»

Πρόκειται για ένα μυθιστορηματικό έργο διαμόρφωσης που, εστιάζοντας σε ένα πρόσωπο στο πλαίσιο μιας καθορισμένης κοινωνικής δομής, ισορροπεί ιδιόμορφα ανάμεσα στο ιστορικο-κοινωνικό και το προσωπικό-εξομολογητικό στοιχείο, με στόχο την ανάδειξη της αλληλεπίδρασής τους. Εν προκειμένω, ο ψυχισμός της κεντρικής ηρωίδας, ακροβατώντας πάνω σε ένα μεταίχμιο, στην πραγματικότητα κοιτά με τα μάτια κάποιου άλλου «σαν να πρέπει να βρει τον εαυτό του μέσα σε κάποιον άλλο βρίσκοντας κάποιον άλλο μέσα του» (Μ. Μπαχτίν). Με μια αφήγηση ποταμό, μια βιωματική εξιστόρηση που μοιάζει με ζωντανή μαρτυρία, η αφηγήτρια αποσαθρώνει τις μονόπλευρες και προκατειλημμένες εικόνες τόσο της πρωτογενούς ελληνοκυπριακής ταυτότητας όσο κι εκείνες του δευτερογενούς οικογενειακού της περιβάλλοντος. Το μυθιστόρημά της μοιάζει να μην έχει εσωτερική κυρίαρχη επικράτεια, αντικατοπτρίζοντας με τρόπο καινοτόμο αλλά και σπαραχτικό το αιματοκύλισμα, το φόβο και τον διχασμό ενός ολόκληρου έθνους.

 

Η Κωνσταντία Σωτηρίου γεννήθηκε το 1975 σε μια διχοτομημένη Λευκωσία. Είναι απόφοιτος του Τμήματος Τουρκικών και Μεσανατολικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κύπρου και κάτοχος μεταπτυχιακού στην ιστορία της Μέσης Ανατολής από το πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ. Τα θεατρικά της έργα “Σπασμένα” και “Τζεμαλιγιέ” παρουσιάστηκαν σε ανεξάρτητες σκηνές στην Κύπρο. Το μυθιστόρημά της «η Αϊσέ πάει διακοπές»  έχει προταθεί και έχει ενταχθεί στις βραχείες λίστες για τα βραβεία του Πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα για το 2015, στους αντίστοιχους διαγωνισμούς των λογοτεχνικών περιοδικών «ο Αναγνώστης» και «Κλεψύδρα». 

 

Σχετική αρθρογραφία-βιβλιογραφία:

1. Δ. Τζιόβας, Ο άλλος εαυτός, Πόλις, 2007

2. Αριστοτέλης Σαΐνης, Λογοτεχνία και πολιτισμικές σπουδές, Δημήτρης Τζιόβας,  «Κουλτούρα και Λογοτεχνία. Πολιτισμικές διαθλάσεις και χρονότοποι ιδεών» Πόλις, 2014, σελ. 241, εφημ. των Συντακτών, 7-9-14

3. Αναπαραστάσεις Τουρκοκυπρίων σε κείμενα κυπριακής παιδικής λογοτεχνίας, Δημήτρης Γουλής. (Εισαγωγή- περίληψη)

5.  Julia Kristeva, Ξένοι μέσα στον εαυτό μας, Scripta, 2004

6. Αμπατζόγλου Φρ. Η γραφή και η βάσανος. Ζητήματα λογοτεχνικής αναπαράστασης, Πατάκης, 2000

7. Said Edward, Οριενταλισμός, Νεφέλη, 1996

8. «Κώστας Αγοραστός- Σωτηρία Κωνσταντία, «Δεν υπάρχει μαγική φόρμουλα στο δρόμο προς την έκδοση», 3 Νοεμβρίου 2015, bookpress.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top